Ημέρα της Μητέρας Ένα δώρο για τη μαμά... με περιτύλιγμα από χαρτί ή από συναισθήματα; | Trend - planbemag.gr
Plan Be Mag
Trend

Ημέρα της Μητέρας
Ένα δώρο για τη μαμά… με περιτύλιγμα από χαρτί ή από συναισθήματα;

Οι περσινές στατιστικές έδειξαν ότι, την Ημέρα της Μητέρας, κάθε Αμερικανός ξόδεψε 180 δολάρια, τουτέστιν 23,1 δισ. συνολική δαπάνη! Και το ποσό ανεβαίνει κάθε χρόνο. 

της Λίλας Σταμπούλογλου

Αν έχεις περάσει την ηλικία, στην οποία πας στη μαμά σου ζωγραφιές με “σ’ αγαπώ μανούλα” επάνω τους, το πιθανότερο είναι ότι, αργότερα, στη Γιορτή της Μητέρας, θα της δείξεις την αγάπη σου με τη βοήθεια του καταναλωτισμού. Θα πάρεις μια κάρτα, ένα κόσμημα – ένα λουλούδι, έστω.
Αν η Άννα Τζάρβις, η γυναίκα που καθιέρωσε τη Γιορτή της Μητέρας στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε ξεκινήσει μια start up επιχείρηση, θα είχε πλουτίσει κυριολεκτικά. Κι αυτο διότι η επιχείρηση “Γιορτή της Μητέρας” έχει εξελιχθεί σε βιομηχανία-κολοσσό παγκοσμίως.
Κι όμως, η Τζάρβις άλλα πράγματα είχε στο μυαλό της. Γεννημένη το 1864 στη Δυτική Βιρτζίνια, εμπνεύστηκε μια γιορτή για τις μητέρες, χάρη στις δράσεις της δικής της μητέρας για την καλυτέρευση της ζωής των γυναικών που μεγάλωναν παιδιά. Η ιδέα της, μάλιστα, ξεκινούσε από το να είναι η συγκεκριμένη μέρα μια στιγμή μνήμης και πένθους για τις γυναίκες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο, αλλά και μια στιγμή υπενθύμισης ότι ο αγώνας για την ειρήνη είναι μακρύς και δύσκολος.
Ο πρώτος επίσημος εορτασμός έγινε το 1908 και, τα επόμενα χρόνια, άρχισε να γιορτάζεται σε όλο και περισσότερες πόλεις, χάρη στις δράσεις της Τζάρβις. Κάπου εκεί, όμως, έγινε η κίνηση ματ, η οποία επρόκειτο να αλλάξει μια για πάντα τη φιλοσοφία πίσω από αυτή τη γιορτή και, από ημέρα μνήμης, τιμής και πένθους, να τη μετατρέψει σταδιακά σε εμπορική γιορτή.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αιτία ήταν η ίδια η Τζάρβις, άθελά της. Σε κάποιον από τους πρώτους εορτασμούς, αγόρασε 500 λευκά γαρίφαλα, τα οποία έστειλε σε μια Επισκοπική Εκκλησία, προτρέποντας τους συμμετέχοντες να τα φοράνε στο πέτο τους, ως ένα μικρό δείγμα ευγνωμοσύνης για όσα οι μητέρες τους είχαν κάνει. Η παραπάνω κίνηση και η επιτυχία της έκανε γκελ στους επιχειρηματίες της εποχής, με πρώτο και καλύτερο τον ιδιοκτήτη πολυκαταστήματος Τζον Γουαναμέικερ, στο οποίο η Τζάρβις έδινε συχνά ομιλίες την Ημέρα της Μητέρας.

mother2

Ο δαιμόνιος επιχειρηματίας έγινε ένθερμος υποστηρικτής της Τζάρβις, ενισχύοντας τις δράσεις της, οι οποίες, το 1914, οδήγησαν στην επίσημη αναγνώριση της γιορτής από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, καθιερώνοντάς την ως μια ημέρα κατά την οποία “εκφράζουμε δημόσια την αγάπη και τον σεβασμό μας για τις μητέρες της χώρας μας”.
Η επίσημη αναγνώριση, βέβαια, είχε πολλά… παρελκόμενα: η ευχετήρια κάρτα και η ανθοκομική βιομηχανία περιέβαλαν τη γιορτή σαν πεινασμένα λιοντάρια που μύρισαν θήραμα στην περιοχή τους. Όλοι ήθελαν να φάνε ένα κομμάτι από την κερδοφόρα αυτή εορταστική ημέρα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε πολύ για να καταλάβεις ότι αυτή η ιστορία είναι μια κότα που θα γεννάει χρυσά αυγά, όσο η ανθρωπότητα αυξάνεται και πληθύνεται.
Και, κάπως έτσι, η αγνή ιδέα της Τζάρβις έγινε μια million dollar idea της Παγκόσμιας Οικονομίας. Όταν η ίδια αντιλήφθηκε ότι η γιορτή οδεύει στο να γίνει καταναλωτικό πάρτι, αντέδρασε και προσπάθησε να το σταματήσει. Κατήγγειλε την εμπορευματοποίηση, λέγοντας ότι κάθε προσπάθεια για κέρδος από αυτή τη γιορτή είναι ενάντια στο πνεύμα της και ότι είναι χίλιες φορές ανώτερο να εκφράζεις τα συναισθήματά σου προς τη μητέρα σου ή τη γυναίκα των παιδιών σου, παρά να καταναλώνεις.
Σε μια συνέντευξή της, το 1924, αναφέρει: “Μια τυπωμένη κάρτα δεν σημαίνει τίποτα άλλο, εκτός από το ότι είστε πολύ τεμπέλης για να γράψετε κάτι ο ίδιος στη γυναίκα που έχει κάνει περισσότερα για εσάς από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο”. Ποιος μπορεί να σταματήσει ένα ποτάμι, όμως; Ειδικά όταν έχει μετατραπεί σε χείμαρρο. Και η Γιορτή της Μητέρας, ως ευκαιρία για ξόδεμα, ήταν πια τόσο χειμαρρώδης, που κανείς δεν τη σταματούσε.
Η Τζάρβις, όμως, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι, όχι απλώς όλοι ήθελαν να κερδίσουν από την Ημέρα της Μητέρας, αλλά αισχροκερδούσαν κιόλας: “Οι ζαχαροπλάστες βάζουν μια λευκή κορδέλα σ’ ένα κουτί με καραμέλες και αυξάνουν την τιμή, μόνο και μόνο επειδή είναι Γιορτή της Μητέρας. Δεν υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ της καραμέλας και της συγκεκριμένης γιορτής!”, έλεγε. Μάταια όμως…
Βλέποντας την ιδέα της να έχει μολυνθεί από το μικρόβιο της εμπορευματοποίησης και να μεταλλάσσεται, η Τζάρβις άρχισε να αντιδρά όλο και πιο δυναμικά. Και είναι παράδοξο το γεγονός ότι, όση προσπάθεια έκανε για να καθιερώσει τη συγκεκριμένη γιορτή, άλλη τόση έκανε για να την καταργήσει. Μάζευε υπογραφές, κατέθετε αγωγές εναντίον διάφορων οργανισμών που προσπαθούσαν να επωφεληθούν… Ουσιαστικά, ξόδεψε όλη την περιουσία της για τον σκοπό αυτό!
Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αν η Γιορτή της Μητέρας δεν είχε μπει κάτω από τη σκέπη του καταναλωτισμού, πιθανότατα σήμερα δεν θα ήταν αυτό που είναι. Πιθανότατα θα είχε ατονήσει, ίσως και να είχε εξαφανιστεί από τον χάρτη των γιορτών που θέλουμε διακαώς να γιορτάζουμε.

Η προσωπική ιστορία της Άννα Τζάρβις είχε άδοξο τέλος. Απογοητευμένη από την εξέλιξη του σκοπού στον οποίο αφιέρωσε τη ζωή της, βουτηγμένη στα χρέη και με την υγεία της να την προδίδει, η Τζάρβις κατέληξε σ’ ένα άσυλο όπου πέρασε τα τελευταία της, μέχρι που πέθανε στις 24 Νοεμβρίου 1948. Ευτυχώς, δεν έμαθε ποτέ ότι τα έξοδα της νοσηλείας της τα πλήρωνε η Ένωση Ανθοπωλών, προφανώς ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα… τους προσέφερε η ιδέα της. “Εταιρική κοινωνική ευθύνη”…

Μέχρι σήμερα, ωστόσο, παραμένει το ερώτημα: Χρειάζεται, όντως, να ξοδευόμαστε τη Γιορτή της Μητέρας; Αξίζει να αγοράζουμε λουλούδια και δώρα ή μήπως, τελικά, είναι καλύτερα να ακολουθήσουμε τον δρόμο που χάραξε η Τζάρβις;

Προσωπικά, δεν βρίσκω τον λόγο να μην πάρουμε ένα ωραίο δώρο – αν μπορούμε και όσο μπορούμε. Τα δώρα δεν είναι μόνο προϊόντα με χάρτινο περιτύλιγμα· περιβάλλονται κι από περιτύλιγμα συναισθημάτων, κουβαλούν μέσα τους αγάπη και τρυφερότητα. Αν τη μαμά μας θα την κάνει χαρούμενη εκείνη η ζακέτα που είχαμε δει μια μέρα στη βιτρίνα, γιατί να μην της την πάρουμε;
Συγνώμη, Άννα Τζάρβις.