“Δεν μας έχει μάθει κανείς πώς να δουλεύουμε, αυτό είναι το πρόβλημα”, μου είπε ο Αργύρης Πανταζάρας, εξηγώντας μου πόσο ψυχοφθόρο ήταν το να παίζει σ’ ένα τόσο απαιτητικό έργο όπως το “1984”, ενώ ανηφορίζαμε την Αδριανού, στο Θησείο. Αυτόματα κοίταξα γύρω μου: μια όμορφη μέρα με λιακάδα, κόσμος να κάνει βόλτα στον πεζόδρομο, τουρίστες να φωτογραφίζουν τα Αρχαία, παλαιοπώλες και μικροπωλητές με τους πάγκους τους να συμπληρώνουν την εικόνα. Και όλα εκείνα τα χρώματα και οι μυρωδιές της άνοιξης να σε κατακλύζουν, θυμίζοντάς σου σε πόσο ευλογημένο τόπο βρίσκεσαι…
Κι εγώ, να αισθάνομαι τυχερή που η δουλειά μού δίνει πότε-πότε την ευκαιρία να βλέπω πως έξω η ζωή συνεχίζεται κανονικά, την ώρα που οι περισσότεροι είναι κλεισμένοι σ’ ένα γραφείο, μπροστά σε έναν υπολογιστή ή σε στοίβες εγγράφων, με την αγωνία της επιβίωσης μεγαλύτερη από ποτέ. “Μην ζεις για να δουλεύεις, δούλευε για να ζήσεις”, λένε. Εμείς, πλέον, δουλεύουμε για να επι-ζήσουμε. Αυτή είναι η διαφορά.
Όχι, δεν μας έχει μάθει κανείς πώς να δουλεύουμε σήμερα ανθρώπινα, ούτε πώς να διαχειριζόμαστε αυτή την ένταση και το στρες που μας επιβαρύνουν καθημερινά, μετατρεπόμενα στη Νο1 αιτία των περισσότερων ασθενειών των ημερών μας. Και σ’ αυτό δεν βοηθάει ούτε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ούτε η Παιδεία μας.
“Στη Φινλανδία, το σχολείο έχει ως πρώτο στόχο να μάθει στα παιδιά πώς να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Ενώ εδώ…”, λέει περπατώντας ζωηρά ο Αργύρης, σαν μαθητής σε σχολική εκδρομή. Εδώ η –δημόσια, τουλάχιστον– εκπαίδευση έχει απαξιωθεί, τα μαθήματα παρακολουθούνται χρησιμοθηρικά και η “παίδευση” ψυχής και πνεύματος έχει πάει περίπατο. Αν μπορούσαμε να πετύχουμε πρωτίστως αυτό, το να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, μάλλον θα λύναμε και πολλά από τα υπόλοιπα. Θα ήμασταν καλύτεροι εργοδότες, καλύτεροι εργαζόμενοι, καλύτεροι συν-άνθρωποι…
Κι όμως, πόσο ένας όμορφος περίπατος, μια ωραία παράσταση, μια χαρούμενη μάζωξη φίλων μπορούν να τα γυρίσουν όλα τούμπα. Να μας αποφορτίσουν, να μας κάνουν να γελάσουμε, να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Αλλά εμείς, κολλημένοι στο ‘Survivor’, φτάσαμε να αναρωτιόμαστε γιατί έχουμε ταυτιστεί τόσο με ένα ριάλιτι επιβίωσης που μας δίνει πάτημα για να τρολάρουμε, να μισήσουμε και να λατρέψουμε παίκτες – ψηφιακά. Αποστασιοποιημένα. Ανώδυνα.
Το ν’ αλλάξει ο κόσμος είναι πρωτίστως υπόθεση προσωπική. Αν ο καθένας καταφέρει να κάνει πιο “ανθρώπινο” τον μικρόκοσμό του, θ’ αλλάξει σιγά-σιγά και η γειτονιά του, μετά η χώρα του και μετά, μοιραία, ο κόσμος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να εκτιμήσεις βαθιά και ουσιαστικά μία και μόνο βόλτα στο Θησείο…
Μαρία Σ. Λυσάνδρου
m.lysandrou@tpb.gr