Πρωτοχρονιά ανήμερα, νωρίς το μεσημέρι, στην καφετέρια της γειτονιάς μου, πριν από το καθιερωμένο εορταστικό τραπέζι. Κάθομαι με τον καφέ και το βιβλίο μου, σε έναν χώρο γεμάτο κόσμο: ζευγαράκια που μοιράζονται το πρωινό τους, οικογένειες που βγήκαν για βόλτα φέρνοντας μαζί τον παππού και τη γιαγιά, παρέες νέων που συζητούν ζωηρά. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή, “πλούσια” – σε διακόσμηση, σε αγαθά, σε ωραία διάθεση.
Και τότε τον βλέπω: στέκεται έξω από την τζαμαρία, χαμογελαστός, δείχνοντας να συνομιλεί με κάποιον που οι υπόλοιποι δεν βλέπουμε, αλλά εκείνος προφανώς ‘βλέπει’ – με τα μάτια, με την ψυχή του; Είναι ντυμένος με παλιόρουχα, μάλλον χακί στις καλές τους εποχές, έχει γκρίζα μαλλιά και γένια, και κουβαλάει μια ροζ κουβέρτα που τη σφίγγει συνεχώς, σαν η ύπαρξή της και μόνο να του δημιουργεί μια ασφάλεια.
Kάποια στιγμή, ένα κοριτσάκι 4-5 χρονών, που κάθεται με τους γονείς του κοντά στην τζαμαρία, γυρίζει και τον κοιτάζει. Εκείνος αυτόματα σταματάει τη ‘συζήτησή’ του και χαμογελάει. Το κοριτσάκι τρομάζει, αλλά εκείνος, ακόμα πιο χαμογελαστός, το χαιρετάει. Η μητέρα του παιδιού, όταν παίρνει είδηση τι συμβαίνει, αλλάζει θέση στο κοριτσάκι, βάζοντάς το να καθίσει πλάτη στον χαμογελαστό κλοσάρ. Παρόλα αυτά, εκείνος εξακολουθεί ανεπηρέαστος να το χαιρετάει και να χαμογελάει, δείχνοντας να αγνοεί την ολοφάνερη απαξίωση προς το πρόσωπό του. Δεν το κατάλαβε; Δεν τον ένοιαζε;
Έμεινα να τον κοιτάζω. Όλοι εμείς, μέσα στην καφετέρια, “τα είχαμε όλα”. Τα είχαμε, όντως; Εμείς: οι απόλυτα εξαρτημένοι από το κινητό μας (τσεκάρισμα κάθε 2-3 λεπτά, να δούμε αν έχουμε μήνυμα ή ειδοποίηση από το fb), από τη γνώμη των άλλων (ναι, παρόλο που ήταν επιλογή μου να πιω ένα καφέ μόνη μου πριν το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, αναρωτιόμουν τι να σκέφτονταν οι υπόλοιποι για μένα – “Γιατί κάθεται μόνη της, η καημένη, τέτοια μέρα;”), από την ανάγκη να φανούμε ‘trendy’ (οι περισσότεροι είχαν έρθει για πρωτοχρονιάτικο brunch. Μάλλον επειδή το είχαν και στο χωριό τους)…
Κι όμως, ο αγαθός κλοσάρ, που φαινομενικά δεν είχε τίποτα, τα είχε όλα – ήταν ελεύθερος. Απελευθερωμένος από υπάρχοντα, από κινητά, από κοινωνικές συμβάσεις, από κακία – ακόμα κι αν αυτό ήταν αποτέλεσμα ‘τρέλας’… Μέσα στη ‘δυστυχία’ του, έδειχνε ευτυχισμένος. Ένας σύγχρονος “Άγιος Βασίλης”, ντυμένος στα χακί, με μια ροζ κουβέρτα για συντροφιά, που ήθελε να δωρίσει σ’ ένα παιδί αυτό που εκείνον τον έκανε πραγματικά πλούσιο: ένα χαμόγελο και ένα νεύμα.
Βγαίνοντας έξω, τον έψαξα. Ήμουν αποφασισμένη να του μιλήσω. Δεν τον βρήκα, είχε εξαφανιστεί. Αλλά έτσι δεν γίνεται πάντα με τον Άγιο Βασίλη…;
Μαρία Σ. Λυσάνδρου