Σίγουρα το έχεις σκεφτεί κι εσύ. Όσο ανοιχτόµυαλος κι απελευθερωµένος κι αν λες ότι είσαι. Εγώ σίγουρα το έχω σκεφτεί. Και όχι µόνο νεότερη, όταν ζούσα σε ένα µικρότερο και πιο «κλειστό» µέρος. Και µεγαλύτερη, εδώ, στη χαώδη Αθήνα, που οι περισσότεροι δεν ξέρουµε ούτε πώς λέγεται ο άνθρωπος στο διπλανό διαµέρισµα.
Αυτό, από µόνο του, αποδεικνύει κάτι βασικό: Το «τι θα πει ο κόσµος;» είναι µια βαθιά ριζωµένη νοοτροπία, η οποία λίγες φορές έχει να κάνει µε κάποια ρεαλιστική ανησυχία – δεν είµαι σίγουρη αν έχει και σηµασία.
Επιπλέον, εδώ τίθενται άλλα ερωτήµατα: Τι ορίζεις εσύ ως «κόσµο»; Και γιατί σ’ ενδιαφέρει η γνώµη του;
Σ’ ενδιαφέρει, όντως; Ενδιαφέρεις τόσο εσύ – όντως;
Διότι αν «ο κόσµος» είναι η Χ αχώνευτη συνάδελφος, που ευκαιρία ψάχνει να σε κουτσοµπολέψει επειδή πήρες την προαγωγή που θεωρεί ότι άξιζε η ίδια, ή εκείνες οι µακρινές σου ξαδέλφες που σχολιάζουν πάντα τι φοράς και µε ποιον βγαίνεις, επειδή οι ίδιες δεν έχουν ζωή… (ωπ! Τι έγινε; Την είπαµε την κακία µας; Εµείς, δηλαδή, δικαιούµαστε, οι άλλοι όχι…;).
Τι θέλω να πω µε όλα αυτά: Ότι αν θέλουµε αυτό το «τι θα πει ο κόσµος» να εκλείψει, η «εξυγίανση» θα πρέπει να ξεκινήσει από τον εαυτό µας (ο πρώτος αναµάρτητος…).
Κι επειδή οι «πανδηµίες» είναι πολύ της µόδας το τελευταίο διάστηµα («τα ψυχικά νοσήµατα είναι η πραγµατική πανδηµία του 21ου αιώνα», «τα αυτοάνοσα είναι η πραγµατική πανδηµία της σύγχρονης εποχής», «η ηµιµάθεια», «οι γυναικοκτονίες» κ.λπ. κ.λπ…), εγώ θα προσθέσω άλλη µία: Αυτό το «τι θα πει ο κόσµος».
Ίσως η µακροβιότερη κοινωνική πανδηµία, τουλάχιστον στη χώρα µας. Και µία από τις σοβαρότερες µορφές κακοποίησης διαχρονικά – µε όλους µας, µηδενός εξαιρουµένου, να είµαστε βαθιά κακοποιητικοί. Και συχνά (ίσως απρόσµενα συχνά) αυτο-κακοποιητικοί.
Διότι αυτός ο «µπαµπούλας» της γνώµης των άλλων είναι ένα τεράστιο εµπόδιο που, πολλές φορές, υψώνουµε εµείς οι ίδιοι στον εαυτό µας λόγω φόβου, απαγορεύοντάς του ν’ αναπνεύσει. Ό,τι κι αν είναι για τον καθένα αυτή η ανάσα – από το «ανώδυνο» να ντυθεί όπως θέλει, µέχρι το να σπουδάσει αυτό που ευχαριστεί εκείνον (και όχι τους γονείς του), ή το να περπατήσει έξω αγκαλιά, ελεύθερα, µε αυτόν που θέλει (ίδιου φύλου, άλλου φύλου, µεγαλύτερο, πολύ µεγαλύτερο, µικρότερο, πολύ µικρότερο, άλλου οικονοµικού status, άλλου χρώµατος, άλλης θρησκείας…), ή το να αποδεσµευτεί από µια «καλή δουλειά» ή έναν «καλό γάµο» που τον πνίγει.
«Τα µεγαλύτερα εγκλήµατα έχουν συµβεί εξαιτίας αυτού τού “τι θα πει ο κόσµος”. Και, τελικά, ή χωρίζουν οι άνθρωποι, ή απασφαλίζουν και γίνονται εγκλήµατα που τ’ ακούς και δεν τα πιστεύεις», µου λέει ο Πυγµαλίωνας Δαδακαρίδης στην κουβέντα µας σ’ αυτό το τεύχος. Και έχει δίκιο.
Και το παράδοξο είναι ότι, ενώ όλοι το αναγνωρίζουµε, αδυνατούµε να το αποβάλουµε ουσιαστικά. Προσποιούµαστε τους προοδευτικούς, αλλά µε τους δικούς µας όρους: Διεκδικούµε µια ζωή χωρίς περιορισµούς και «λογοκρισία» από τους άλλους. Αλλά εµείς να µπορούµε να εκφέρουµε γνώµη για όλους και για όλα. «Έλα, ρε… Μεταξύ µας τα λέµε, δεν πειράζουµε κανέναν…».
Όχι, φίλε. Δεν πάει έτσι. Η «γνώµη του κόσµου» εµπεριέχει και τη δική σου. Διότι για κάποιον άλλον εσύ είσαι «ο κόσµος». Και για να καταπολεµήσουµε αυτό το «µικρόβιο» έχουµε πολύ δρόµο ακόµα. Διότι, δυστυχώς, αυτό το «κάνω ό,τι θέλω χωρίς να µ’ ενδιαφέρει η γνώµη κανενός» για πολλούς εξακολουθεί να έχει τίµηµα – µεγαλύτερο ή µικρότερο, δεν έχει σηµασία.
«Και, τελικά, τι είπε ο κόσµος;», µάθαµε; Δεν µάθαµε. Ίσως, όµως, είναι σηµαντικότερο να κοιτάξουµε πρώτα µέσα µας και να µάθουµε τι λέµε, τελικά, εµείς.