Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο “Σχέδιο Δράσης για τις Ρευματικές Παθήσεις 2015-2019”, άτομα όλων των ηλικιών (ακόμα και στην παιδική ηλικία) και των δύο φύλων μπορεί να εμφανίσουν Ρευματική Πάθηση (ΡΠ). Υπολογίζεται ότι από ΡΠ προσβάλλεται το 1/4 του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών, σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ρευματοπαθείς ανέρχονται σε 120.000.000, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 3.000.000 άτομα.
Επιπρόσθετα, υπολογίζεται ότι 1:1000 παιδιά πάσχει από κάποια χρόνια Ρευματική Πάθηση. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, η Νεανική Ιδιοπαθής Αρθρίτιδα συγκαταλέγεται στα συχνότερα χρόνια νοσήματα της παιδικής ηλικίας και είναι περίπου το ίδιο συχνή όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης και η Επιληψία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις των ΡΠ, η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Κληρονομικοί παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνισή τους, ωστόσο η φύση των παραγόντων αυτών και ο τρόπος της κληρονομικότητας δεν είναι ακόμα γνωστοί. Ο δε τρόπος ζωής (άσκηση, διατροφή, κάπνισμα, επάγγελμα, τόπος διαμονής κ.λπ.), καθώς και οι κλιματολογικές συνθήκες, δεν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με την παθογένεια των περισσότερων ΡΠ. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την εμφάνιση ή/και την εξέλιξη ορισμένων από αυτές.
Οι ΡΠ επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής, ενώ μειώνουν σημαντικά και τη φυσική δραστηριότητα περισσότερο από τον σακχαρώδη διαβήτη, τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Επιπλέον, περιλαμβάνονται διεθνώς ανάμεσα στα κύρια νοσήματα που επιβαρύνουν το κοινωνικο-οικονομικό σύνολο. Λόγω της φύσης και της εξέλιξης των νοσημάτων αυτών και της επίδρασής τους στην ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των πασχόντων, συνοδεύονται από υψηλές δαπάνες για το σύστημα υγείας, τον ασθενή αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Οι δαπάνες αυτές προκύπτουν με τη μορφή του άμεσου κόστους (δαπάνη για τη θεραπεία των πασχόντων, όπως π.χ. για τη φαρμακευτική αγωγή, τη νοσοκομειακή περίθαλψη, τη χειρουργική αποκατάσταση των κατεστραμμένων από τη νόσο αρθρώσεων και τη φυσικοθεραπεία), καθώς και του έμμεσου κόστους, δηλαδή την αξία των αγαθών που χάνονται (δεν παράγονται) λόγω της νόσου, καθώς και την ανάγκη για τη φροντίδα του πάσχοντα από τρίτα πρόσωπα, συνήθως μέλη της οικογένειας.
Με βάση εκτιμήσεις που διατυπώνονται στη βιβλιογραφία και έχουν υιοθετηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και επιστημονικούς φορείς, όπως ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος κατά του Ρευματισμού (EULAR), το συνολικό κόστος των ΡΠ εκτιμάται στο 1,2-3% του ΑΕΠ μιας χώρας στις ανεπτυγμένες Οικονομίες. Εφαρμογή της υπόθεσης αυτής στην Ελλάδα, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η δαπάνη (άμεση και έμμεση) για το σύνολο των ΡΠ θα ανέρχονταν σε 5,4 δισ. ευρώ ετησίως.
Οι ΡΠ αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία αναπηρίας, είναι υπεύθυνες για το 60% των αναρρωτικών αδειών μακράς διαρκείας και οδηγούν εκτός εργασίας το 50% των ασθενών. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα εγκαταλείπει την εργασία του μέσα στα 5 πρώτα χρόνια από τη διάγνωση – ποσοστό που ανέρχεται στο 40%, εάν συνυπάρχει ακόμα μία πάθηση, όπως κατάθλιψη, καρδιακή ή αναπνευστική νόσος. Επιπλέον, το πρόβλημα της τεράστιας ανεργίας στη χώρα, λόγω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, πλήττει περισσότερο τα άτομα με ΡΠ, όπως και άλλες ευπαθείς ομάδες.
Τέλος, το κοινωνικό κόστος των ΡΠ είναι δυσβάστακτο, πλήττει καίρια την κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία, ενώ δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή. Οι πάσχοντες υφίστανται δραματικές συνέπειες στην προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή. Ειδικότερα, δε, στο εργασιακό περιβάλλον, υφίστανται τον παροπλισμό ή τη στασιμότητα στην ανέλιξή τους, με το πρόσχημα της μη περαιτέρω καταπόνησής τους…
Ποια είναι η παρούσα κατάσταση
Ο πόνος, η νοσηρότητα, η αναπηρία και η θνητότητα που συνοδεύουν πολλές από τις Ρευματικές Παθήσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προληφθούν, εφόσον ληφθούν ορισμένα μέτρα, όπως η πρώιμη διάγνωση, η έγκαιρη και κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία και η εφαρμογή προγράμματος φυσικοθεραπείας και αποκατάστασης. Ειδικότερα η χρήση των νέων θεραπειών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό τροποποιούν τη φυσική πορεία των ΡΠ, μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνια ύφεση τα νοσήματα αυτά.
Ωστόσο, η έλλειψη κατάλληλων πολιτικών υγείας για την αντιμετώπιση των ΡΠ έχει ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη διάγνωση και, ορισμένες φορές, θέτει εμπόδια στην πρόσβαση στην κατάλληλη θεραπεία.
Στην Ελλάδα, προς το παρόν, δεν έχει δημιουργηθεί Εθνική Στρατηγική Δημόσιας Υγείας για την αντιμετώπιση των ΡΠ, ενώ δεν έχουν εφαρμοστεί σε ευρεία κλίμακα αποτελεσματικές παρεμβάσεις πρόληψης, για τα άτομα εκείνα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, ή αποκατάστασης, για τα άτομα που έχουν ήδη προσβληθεί από κάποια Ρευματική Πάθηση.
Επίσης, οι φορείς παροχής υπηρεσιών Υγείας προς τα άτομα με ΡΠ χαρακτηρίζονται από ελλείψεις (κυρίως σε νοσηλευτικό προσωπικό και άλλους επαγγελματίες Υγείας) και ανορθολογική ανάπτυξη (κυρίως ως προς την κατανομή των υποδομών και την παρουσία Ρευματολόγων σε αυτές), αν και η αναλογία των Ρευματολόγων στον πληθυσμό είναι καλύτερη από τα διεθνή πρότυπα (1 ειδικευμένος Ρευματολόγος ανά 40.000-100.000 κατοίκους ανάλογα με τις επιδημιολογικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες), κυμαινόμενη περίπου σε 1 Ρευματολόγο ανά 30.000.
Επιπλέον, τα άτομα με ΡΠ αντιμετωπίζουν συχνά τον οίκτο ή/και την απόρριψη στο οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, γεγονός που τους δημιουργεί πρόσθετο ψυχικό φορτίο, καθώς ενοχοποιούν τον εαυτό τους για το νόσημά τους. Παράλληλα, η εκδήλωση φαινομένων κοινωνικού στιγματισμού εις βάρος των ατόμων με ΡΠ πλήττει ανεπανόρθωτα την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά τους, αλλά και δοκιμάζει τη συνοχή και την αλληλεγγύη της κοινωνίας.
Ρευματικές Παθήσεις (ΡΠ)
Tέλος, στο νέο οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας με την παρατεταμένη ύφεση, έχουν οξυνθεί τα προβλήματα των Ατόμων με Ρευματικές Παθήσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη HOPE, τα οποία δείχνουν δυσκολίες των ασθενών με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα (ΡΑ) στην πρόσβαση στο Ρευματολόγο ή/και στη θεραπεία:
- 1 στους 4 ασθενείς με ΡΑ αντιμετωπίζει πρόβλημα πρόσβασης σε ιατρό, λόγω αδυναμίας εξασφάλισης ραντεβού σε δημόσιες δομές ή ιατρό συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ, λόγω αδυναμίας πληρωμής αμοιβής ιδιώτη μη-συμβεβλημένου ιατρού και λόγω απόστασης ή αδυναμίας μετακίνησης στο ιατρείο.
- 1 στους 2 ασθενείς με ΡΑ αντιμετωπίζει πρόβλημα πρόσβασης στα βιολογικά φάρμακα, λόγω της δυσχερούς πρόσβασης σε ιατρό, της απόστασης του φαρμακείου του ΕΟΠΥΥ ή της μη διάθεσης ή δυσκολίας εύρεσης του φαρμάκου, είτε στο νοσοκομείο στο οποίο θα γινόταν η χορήγηση, είτε στο φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ.
- Μεγαλύτερα εμπόδια εμφανίζονται σε όσους έχουν χαμηλό εισόδημα και σε όσους διαμένουν εκτός Αττικής.
- 1 στους 5 ασθενείς με ΡΑ δηλώνει ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, λόγω καθυστέρησης ή ακόμη και διακοπής της λήψης της θεραπείας του.
- 1 στους 4 ασθενείς με ΡΑ ζητά από τον ιατρό του αλλαγή της θεραπείας, λόγω των δυσκολιών προμήθευσης της φαρμακευτικής αγωγής.
Πηγή
Σχέδιο Δράσης για τις Ρευματικές Παθήσεις 2015-2019, ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ και Ενώσεις Ατόμων με Ρευματικές Ασθένειες (ΕΛΕΑΝΑ, Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων των Παιδιών με Χρόνιες Ρευματοπάθειες, Σύλλογος Ρευματοπαθών Κρήτης, ΘΑΛΕΙΑ, Σύλλογος Γονέων Παιδιών με Ρευματοπάθεια)