Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια νόσος που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή και συνήθως την ανακαλύπτουμε όταν χρειαστεί να κάνουμε εξετάσεις για κάποιο άλλο θέμα υγείας που μας προκύπτει. Είναι πολύ πιθανό κάποιος να ζει για πολλά χρόνια με διαβήτη χωρίς να έχει σημαντικά συμπτώματα, με αποτέλεσμα να μην τον διαγνώσει έγκαιρα. Σχετική αμερικανική μελέτη, σε ασθενείς νοσηλευόμενους σε καρδιολογικές εντατικές, έδειξε ότι το 40% από αυτούς είχαν εμφανίσει διαβήτη και το 30% προ-διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζουν!
Τα κλασικά συμπτώματα του προχωρημένου διαβήτη που θα πρέπει να ανησυχήσουν κάποιον είναι η πολυδιψία, που συνοδεύεται από πολλά ούρα, και η αυξημένη όρεξη που, ενώ συνοδεύεται συνήθως από πολυφαγία, συνοδεύεται από μείωση του βάρους. Σε πιο προχωρημένο στάδιο, υπάρχει αυξημένο αίσθημα κόπωσης, ξηροστομία, υπνηλία και αδυναμία συγκέντρωσης, σημειώνει ο ειδικός παθολόγος δρ. Αντώνιος Λέπουρας.
Οι ανεξήγητες κράμπες, συνοδευόμενες από εύκολη μυϊκή κόπωση και πολυδιψία, μπορεί επίσης σε κάποιες περιπτώσεις να υποκρύπτουν αδιάγνωστο διαβήτη. Κάποιες νόσοι, όπως η μεγαλοβλαστική αναιμία από έλλειψη βιταμίνης Β12, η δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη), το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος κ.λπ.), θυρεοειδίτιδες, αλλά και νόσοι του παγκρέατος έχουν αυξημένα ποσοστά διαβήτη, γι’ αυτό και συνιστάται τακτικός προληπτικός έλεγχος στα άτομα που τις εμφανίζουν, τονίζει ο ειδικός.
• Ο ρόλος της άσκησης
Η άσκηση αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ρύθμισης του σακχαρώδους διαβήτη, εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά. Αυξάνει την ευαισθησία του οργανισμού στην ινσουλίνη και μειώνει το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα, βελτιώνει τον μεταβολισμό της γλυκόζης, των πρωτεϊνών και των λιπών, ενώ επιδρά θετικά στις καρδιοπάθειες και στην καλύτερη κυκλοφορία του αίματος. Επιπλέον βελτιώνει την ψυχική υγεία και τη μυϊκή ευκαμψία, όπως σημειώνει ο δρ. Ηρακλής Τσανικίδης, παθολόγος με εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη και πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ν. Πιερίας.
Όπως τονίζει ο γιατρός, όταν έχει κανείς διαβήτη τύπου 1, είναι σημαντικό να γνωρίζει πώς να προσαρμόζει τη δόση της ινσουλίνης, υπολογίζοντας τι τρώει και τι άσκηση κάνει. Δεν υπάρχει γενική δοσολογία για την άσκηση. Ο καθένας έχει διαφορετικές διακυμάνσεις στο σάκχαρό του. Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνεται καταγραφή της τιμής του σακχάρου πριν και μετά την άσκηση.
Και στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2, η άσκηση μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη, αλλά και στην καθυστέρηση της εμφάνισής του.
Υπάρχουν δύο τρόποι άσκησης, οι οποίοι είναι σημαντικοί για τον έλεγχο του διαβήτη, όπως αναφέρει ο δρ. Τσανικίδης:
– Αερόβια άσκηση (το περπάτημα, η πεζοπορία, το ποδήλατο, το τρέξιμο, η κολύμβηση). Οι αερόβιες είναι ασκήσεις αντοχής που δεν απαιτούν μεγάλη ταχύτητα. Συνιστώνται 30 λεπτά με μέτρια ή μεγάλη ένταση για 5 ημέρες την εβδομάδα ή συνολικά 150 λεπτά.
– Αναερόβια άσκηση. Συμπληρώνει την αερόβια και προσφέρει επιπλέον οφέλη.
– Ασκήσεις με βάρη ή οποιαδήποτε άσκηση με αντιστάσεις. Μπορούν να κάνουν το σώμα πιο ευαίσθητο στη δράση της ινσουλίνης και να μειώσουν το σάκχαρο. Δύο φορές την εβδομάδα είναι αρκετές, επιπρόσθετα στην αερόβια άσκηση.
Αν κάποιος εμφανίσει επιπλοκές από τον διαβήτη, θα πρέπει να προσέξει ποια άσκηση είναι ασφαλής γι’ αυτόν, συζητώντας το με τον γιατρό του.
• Σημαντική η σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου
Η σχέση γιατρού και ασθενούς ήταν και παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχούς θεραπείας, τονίζει ο δρ. Ευάγγελος Φουστέρης, παθολόγος με μετεκπαίδευση στον σακχαρώδη διαβήτη και επιστημονικός συνεργάτης του Διαβητολογικού Κέντρου στο Γ.Ν.Π. Τζάνειο. Η επιτυχημένη σχέση μεταξύ των δύο είναι βασική για την παραμονή του ασθενούς στο θεραπευτικό πλάνο, αλλά και για τη μακρόχρονη αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Κατ’ αρχάς, ακόμη και ο χώρος της ιατρικής εξέτασης μπορεί να παίξει ρόλο στην επίτευξη μιας αποτελεσματικής επικοινωνίας: τα χρώματα, η θερμοκρασία, η ιδιωτικότητα, η ηρεμία είναι πολύ σημαντικά.
Παράλληλα, η στάση του σώματος τόσο του ιατρού, όσο και του ασθενούς, μπορεί να καθορίσει τη μεταξύ τους σχέση. Πριν ακόμα ξεκινήσει η συνέντευξη με τον ασθενή, ο ιατρός πρέπει να τον παρατηρήσει: ο τρόπος βαδίσματος, η επιτήδευση στην ένδυση, μέχρι και ο τρόπος με τον οποίο εξερευνά τον χώρο, μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες τόσο για την ψυχοσυναισθηματική, όσο και για τη σωματική υγεία του ασθενή, σημειώνει ο δρ. Φουστέρης.
Κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, ο ιατρός θα προσπαθήσει να αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει για την καταγραφή του ιατρικού προβλήματος σε ήρεμο τόνο και να καθοδηγήσει τη συζήτηση προς την ανάδειξη των ιατρικών προβλημάτων, απαλλάσσοντας τον ασθενή από λανθασμένες πεποιθήσεις και ενοχές.
Αφού καταγραφεί και αναδειχθεί το πρόβλημα, πρέπει να καθοριστούν οι στόχοι της θεραπευτικής αντιμετώπισης και να συζητηθούν από κοινού οι τρόποι με τους οποίους θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Η θεραπευτική απόφαση οφείλει να ληφθεί από κοινού, από θεραπευτές και θεραπευόμενους, τονίζει ο ειδικός. Με αυτόν τον τρόπο, καλλιεργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας μεταξύ ιατρού και ασθενούς, το οποίο αποδεικνύεται κεφαλαιώδους σημασίας για την εφαρμογή του θεραπευτικού πλάνου και, τελικά, την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων.