Τα μη φυσιολογικά επίπεδα ορμονών είναι μία από τις αιτίες που οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό εμφανίζουν ψυχικά συμπτώματα. Δεν είναι, όμως, η μοναδική.
Μελέτη από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ αποκάλυψε ότι ίσως ευθύνονται και κάποιες αλλαγές που συμβαίνουν στο μέγεθος μερικών κεντρικών τμημάτων του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, έδειξαν ότι τμήματα του εγκεφάλου, όπως είναι ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, συρρικνώνονται όταν τα επίπεδα των ορμονών είναι υψηλά. Όταν, όμως, ομαλοποιηθούν και τα συμπτώματα υποχωρήσουν, τα τμήματα αυτά επανέρχονται, σε μεγάλο βαθμό, στο φυσιολογικό τους μέγεθος.
Ο υπερθυρεοειδισμός, ο οποίος οφείλεται στην αυτοάνοση υπερπαραγωγή αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων (νόσος Graves), προκαλεί ευρείας κλίμακας συμπτώματα, όπως αύξηση της όρεξης, επιτάχυνση του μεταβολισμού, απώλεια βάρους, κόπωση, νευρικότητα, ευερεθιστότητα, εφίδρωση και αίσθημα παλμών. Επίσης, έχει παρατηρηθεί και αυξημένος επιπολασμός του άγχους, της κατάθλιψης και γνωστική εξασθένιση, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, αλλά και με ασθενείς που πάσχουν από άλλες χρόνιες παθήσεις του συγκεκριμένου αδένα.
«Τα περισσότερα από αυτά υποχωρούν όταν τα επίπεδα των ορμονών επανέλθουν στα φυσιολογικά, αλλά σε ποσοστό ασθενών η πλήρης ψυχική υγεία δεν ανακτάται», εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του EΚΠΑ και Διευθυντής Χειρουργικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.
Τι έδειξε η μελέτη των Σουηδών
Παλαιότερα, οι γνώσεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι τα ψυχικά συμπτώματα σχετίζονταν μόνο με τα μη φυσιολογικά επίπεδα ορμονών. Ωστόσο, η πρόσφατη έρευνα των Σουηδών επιστημόνων άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο, με τη διαπίστωσή τους ότι η πάθηση επιδρά αρνητικά στον εγκέφαλο.
Για τις ανάγκες της μελέτης, έλαβαν υπ’ όψιν τους στοιχεία 62 γυναικών που είχαν διαγνωστεί πρόσφατα με τη νόσο του Graves, 48 από τις οποίες παρακολουθήθηκαν για 15 μήνες. Ελήφθησαν μαγνητικές τομογραφίες, και ο όγκος της αμυγδαλής και του ιππόκαμπου (που βρίσκονται στον μέσο κροταφικό λοβό) συγκρίθηκε τόσο με τα κλινικά δεδομένα, όσο και με τις απαντήσεις ερωτηματολογίων, καθώς και με ευρήματα από νευροψυχολογικά τεστ. Όλα τα παραπάνω συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα στοιχεία μιας ομάδας με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς είχαν μικρότερες περιοχές στον μέσο κροταφικό λοβό από ό,τι οι άνθρωποι που περιλήφθηκαν στην ομάδα ελέγχου. Η μελέτη αυτή, δηλαδή, καταδεικνύει την εμπλοκή του εγκεφάλου στη νόσο Graves σε επίπεδο που δεν είχε εντοπιστεί προηγουμένως.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η απώλεια όγκου στον μέσο κροταφικό λοβό υπήρχε κατά τη διάγνωση και ότι η απόκριση στη θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα και/ή η χειρουργική επέμβαση επέφερε μερική αποκατάσταση αυτών των περιοχών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα πρώτα ευρήματα έδειξαν ότι οι συγκεκριμένες δυναμικές μεταβολές αποκαλύπτουν ένα άγνωστο μέχρι σήμερα επίπεδο συμμετοχής του εγκεφάλου τόσο κατά το υπερθυρεοειδικό στάδιο της πάθησης, όσο και μετά τη θεραπεία. Μελλοντικά θα δημοσιευθούν περαιτέρω δεδομένα.
Το άγχος και η κατάθλιψη είναι συχνές διαταραχές που επηρεάζουν ασθενείς με διάφορα χρόνια σωματικά νοσήματα, μεταξύ αυτών και η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς. Παρότι ένα ποσοστό ανθρώπων με υποθυρεοειδισμό εμφανίζει κατάθλιψη, ο κύριος όγκος εκείνων που υποφέρουν από το ψυχικό αυτό νόσημα πάσχει από υπερθυρεοειδισμό.
Η αντιμετώπισή του γίνεται με φαρμακευτική αγωγή, με θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο και με θυρεοειδεκτομή. Η τελευταία αυτή θεραπευτική προσέγγιση συστήνεται, διότι και θεραπεύει άμεσα τον υπερθυρεοειδισμό, και προφυλάσσει από την εμφάνιση οφθαλμικής νόσου (εξόφθαλμο), ιδιαίτερα αν ο ασθενής είναι καπνιστής.
Συστήνεται, επίσης, σε έγκυες, θηλάζουσες ή μητέρες μικρής ηλικίας, αφού η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο έχει επιπλοκές. Προτείνεται, επίσης, και σε ασθενείς που εμφανίζουν επιπλοκές στη λήψη αντιθυρεοειδικών φαρμάκων.
Σήμερα, η θυρεοειδεκτομή έχει εξελιχθεί, από μια επικίνδυνη επέμβαση, σε μια συχνά εκτελούμενη αλλά απαιτητική χειρουργική πράξη, που ενέχει εξαιρετικά λίγους κινδύνους συγκριτικά με το παρελθόν, εφόσον εκτελείται από έμπειρους χειρουργούς.