Παθολογική ζήλια Η λεπτή γραμμή μεταξύ ενδιαφέροντος και εμμονής | Ψυχολογία - planbemag.gr
Plan Be Mag
Ψυχολογία

Παθολογική ζήλια
Η λεπτή γραμμή μεταξύ ενδιαφέροντος και εμμονής

Γιατί ζηλεύουμε στις σχέσεις μας; Είναι η ζήλια έρωτας; Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τον έρωτα και την αγάπη από την παθολογική δυσπιστία απέναντι στον σύντροφό μας;

τou Ραζμίκ Αγαμπατιάν

Η ζήλια είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό συναίσθημα μεταξύ δυο ανθρώπων που συνδέονται ερωτικά και θέλουν να διασφαλίσουν ο καθένας, από την πλευρά του, την αποκλειστικότητα στη σχέση. Επιπλέον, είναι θετική για το ζευγάρι, γιατί μέσα από τη διεκδίκηση και το ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον, εκδηλώνεται η αγάπη και η εκτίμηση, η τρυφερότητα και η υγιής δέσμευση. Σκοπός, λοιπόν, δεν είναι να καταπνίξουμε ή να εξαφανίσουμε αυτό το συναίσθημα, αν αυτό βρίσκεται εντός ορίων. Άλλωστε, ο έρωτας τροφοδοτείται από την αδιάκοπη, εσωτερική ανάγκη μας να είμαστε οι σημαντικοί για το πρόσωπο που αγαπάμε!
Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ζήλια εκφράζεται μέσα από ασφυκτικό έλεγχο και κτητικότητα.

Τα είδη της ζήλιας
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η νευρωτική και η παθολογική.
• Τη φυσιολογική ζήλια την αισθάνονται λίγο-πολύ όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται από τη συμπεριφορά κάποιου τρίτου.
• Η νευρωτική ζήλια εμφανίζεται σε υπερευαίσθητα άτομα και, συνήθως, βασίζεται σε βαθιά ριζωμένα αισθήματα ενοχής και στον μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται “προβολή” (η πράξη τού να “προβάλλουμε” τα δικά μας αρνητικά ή κοινωνικώς μη αποδεκτά συναισθήματα σε κάποιον άλλο, π.χ. τις ενοχές μας για το ότι έχουμε πει ψέματα, κατηγορώντας τον άλλο ότι δεν είναι ειλικρινής).
• Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την επίμονη ιδέα της απιστίας. Αυτή η παράλογη, παθολογική συμπεριφορά προκαλεί καχυποψία, ανασφάλεια, θυμό, απογοήτευση και κατάθλιψη στο ζευγάρι. Συνθλίβει τον έρωτα και, συχνά, καταλήγει σε επιθετικότητα.
“Οι άνθρωποι που εμφανίζουν τέτοιου είδους νοσηρότητα, χάνουν τον έλεγχο και συχνά αναπτύσσουν παρανοϊκές ιδέες που καταλήγουν σε ζηλοτυπικό παραλήρημα”, εξηγεί η κα Αθανασία Σκαρβελάκη, Ψυχολόγος MSc. Κι αυτό, διότι δημιουργούν αρρωστημένα σενάρια, τα οποία πιστεύουν, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται από την κοινή λογική και την πραγματικότητα.
Το άτομο που βιώνει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα, αισθάνεται συνήθως μειονεκτικά απέναντι στον σύντροφό του – ακόμα κι αν δεν το παραδέχεται. Το αποτέλεσμα είναι να “ψάχνει” διαρκώς, προκειμένου να βρει πειστήρια και αποδείξεις για την υποτιθέμενη απιστία. Μέσα από αυτή τη διαστρεβλωμένη οπτική, παρεξηγεί και παρερμηνεύει τη συμπεριφορά του συντρόφου του, ταλαιπωρώντας τελικά και εκείνον.

Γιατί ζηλεύουμε παράλογα;
Η ζήλια στη σχέση είναι ένα πολύ έντονο συναίσθημα, έχοντας τις ρίζες της στον αρχέγονο πόνο της εγκατάλειψης και στον φόβο του αποχωρισμού και της απώλειας. Αυτό που κάνει τη διαφορά στη ζήλια που νιώθουν όλοι οι άνθρωποι είναι η ένταση και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε ένας από εμάς την εκφράζει, εξηγεί η κα Σκαρβελάκη.
Ο Φραντσέσκο Αλμπερόνι, στο βιβλίο του “Περί Έρωτος”, γράφει ότι η ζήλια είναι πάντα η προδοσία της αποκλειστικότητας. Επομένως, για να τη νιώσουμε, πρέπει να υπάρχει και ένας αντίζηλος-αντίπαλος, ο οποίος υποπτευόμαστε ή ανησυχούμε μήπως μας “εκθρονίσει”. Στην ουσία, πρόκειται για ένα είδος άγχους, το οποίο εκδηλώνουμε όταν αισθανόμαστε ότι απειλείται το κεκτημένο μας. Επίσης, σχετίζεται με την αξία που έχει για μας ο/η σύντροφός μας, κατά πόσον, δηλαδή, έχουμε επενδύσει συναισθηματικά σε αυτό το πρόσωπο, θεωρώντας το σημαντικό για τη ζωή μας.
Αλλά και η έλλειψη σιγουριάς και εμπιστοσύνης για την ίδια τη σχέση συνιστά βασική αιτία της ερωτικής ζήλιας. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα αρχέγονα και βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν στη διατήρησή τους. Έτσι, η συμπεριφορά εκείνου που ζηλεύει καθορίζεται και από τον τρόπο σκέψης του, και όχι απαραίτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως π.χ. η προκλητική στάση του συντρόφου του.


Το σύνδρομο του Οθέλλου
“Με απατά! Και άλλο δεν μου μένει, παρά να την σιχαίνομαι! Ω, βάσανον του γάμου! Αυτά τα πλάσματα κανείς να τα θαρρή δικά του, και όμως η αγάπη των δική του να μην ήναι! […] Αλλά την Μοίραν δεν μπορεί κανείς να την ξεφύγη. Τα κέρατα σ’ το μέτωπον εκείνη μας χαράζει από την πρώτην μας στιγμήν!… Ιδού η Δεισδαιμόνα.” (Οθέλλος ΙΙΙ, iii, μετάφραση Δημήτριου Βικέλα, εκδόσεις Gutenberg).
Το πιο κλασικό, αλλά και ακραίο, παράδειγμα παθολογικής ζήλιας αποτελεί ο σαιξπηρικός Οθέλλος, ο οποίος, καθώς ζήλευε παράφορα τη Δεισδαιμόνα, της αφαίρεσε τη ζωή φοβούμενος ότι τον απατούσε.
Κατά την παθολογική ζήλια ή “Σύνδρομο του Οθέλλου”, το άτομο κατασκευάζει μια σειρά αδιάψευστων στοιχείων απιστίας από ασήμαντα γεγονότα, αρνείται να αλλάξει τις πεποιθήσεις του ακόμα και αν έρχεται αντιμέτωπος με αντίθετες πληροφορίες, και κατηγορεί με ένταση την/τον σύντροφο για απιστία.


Γυναικεία και ανδρική ζήλια
Σε κάθε περίπτωση, η ζήλια αποτελεί ένα κοινό συναίσθημα τόσο για τους άνδρες, όσο και για τις γυναίκες, επισημαίνει η ειδικός.
Αυτό, όμως, που διαφέρει είναι το αντικείμενο του φόβου ανάμεσα στα δυο φύλα:
• Οι γυναίκες φοβούνται περισσότερο την απώλεια της αγάπης από τον σύντροφό τους. Στην ουσία, μπαίνουν στη διαδικασία σύγκρισης με την “αντίπαλο”, όσον αφορά το συναισθηματικό κομμάτι της σχέσης. Σε αρκετές περιπτώσεις, λοιπόν, θα μπορούσαν “να καταπιούν” μια εφήμερη σεξουαλική απιστία του άνδρα, αρκεί να μη δενόταν συναισθηματικά με μια άλλη γυναίκα.
• Η ανδρική ζήλια ενεργοποιείται και μόνο στην ιδέα ότι η αγαπημένη τους μπορεί να έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον. Σύμφωνα με την ψυχολόγο, αυτό συμβαίνει γιατί, από τη φύση τους, οι άνδρες λειτουργούν ανταγωνιστικά με τα άλλα αρσενικά. Πράγμα που σημαίνει ότι, για να αισθάνονται ασφαλείς και κυρίαρχοι έναντι των υπόλοιπων ομόφυλων τους, επιθυμούν η γυναίκα τους να τους είναι αφοσιωμένη (πολλές φορές με παράλογους τρόπους), ψυχή τε και σώματι.

Η “ασθένεια” του θύματος
Οι συνέπειες της παθολογικής ζήλιας είναι καταστροφικές όχι μόνο για το άτομο που τη νιώθει, αλλά και για εκείνο που την υφίσταται, τονίζει η ψυχολόγος. Κι αυτό, γιατί βρίσκεται συνεχώς στη θέση του απολογούμενου χωρίς λόγο.
Επίσης, αισθάνεται να πνίγεται μέσα σε έναν αδιέξοδο αυταρχισμό που υποτιμά την προσωπικότητά του και του στερεί την ατομική του ελευθερία. Με βάση αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, το “θύμα” θα λειτουργήσει με τον τρόπο που ο χαρακτήρας και οι εμπειρίες του παρελθόντος του το επιτρέπουν, επισημαίνει η κα Σκαρβελάκη. Δηλαδή, είτε θα το υπομείνει (κυρίως αν έχει μεγαλώσει σε καταπιεστικό περιβάλλον), είτε θα αντιδράσει, εγκαταλείποντας τη σχέση.
Το άτομο που υφίσταται την παθολογική ζήλια, καλό θα ήταν να αναρωτηθεί τους λόγους υποταγής του μέσα στη σχέση, αναφέρει η ψυχολόγος. Με άλλα λόγια, να εντοπίσει τι είναι εκείνο που το ωθεί να υιοθετεί τον ρόλο του θύματος και γιατί επιτρέπει σε κάποιον άλλο να ελέγχει τη ζωή του. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό βήμα για να περιφρουρήσει τον εαυτό του.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις όπου το ίδιο εσκεμμένα προκαλεί το συναίσθημα της ακραίας ζήλιας με τη συμπεριφορά του. Αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, επιζητά συναισθηματική επιβεβαίωση. Μια τέτοια “λογική”, πράγματι, μπορεί να προκαλέσει έντονα κτητικά συναισθήματα, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν ζηλεύουν παθολογικά, εξηγεί η ειδικός.


Ζηλεύω παθολογικά σημαίνει:
• Έλλειψη εμπιστοσύνης και καχυποψία απέναντι στο αγαπημένο πρόσωπο
• Χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρνητική εικόνα για τον εαυτό μου
• Φόβος του ότι είμαι ανεπαρκής στον συντροφικό μου ρόλο
• Αμφιβολία για τα ειλικρινή αισθήματα του/της συντρόφου
• Διαρκής απαίτηση για επιβεβαίωση “αποκλειστικότητας”
• Συνεχής αγωνία για το αν αξίζω την αγάπη του/της


Το “αντίδοτο”
Το πιο σημαντικό για το άτομο που αισθάνεται ζήλια είναι να εξετάσει τα αίτια αυτού του βασανιστικού συναισθήματος, τους βαθύτερους φόβους και τις επιθυμίες του, και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν όλα αυτά στις σχέσεις και τη ζωή του.
Μια ειλικρινής συζήτηση ανάμεσα στους συντρόφους μπορεί να βοηθήσει να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα, αλλά δεν θα εξαλείψει απαραιτήτως το πρόβλημα. Όσον αφορά στα άτομα που εκφράζουν νοσηρά τη ζήλια τους, αυτά οδηγούνται σε πράξεις αρνητικές, ανάλογες των συναισθημάτων τους, με συνέπεια η παρουσία τους να γίνεται από δυσάρεστη έως ανυπόφορη – αν και, σε στιγμές ψυχολογικής “διαύγειας”, παραδέχονται ότι οι πράξεις τους δυσαρεστούν τόσο τα ίδια, όσο και τον/την σύντροφό τους. Ωστόσο, αδυνατούν να αλλάξουν συμπεριφορά και συνεχίζουν να κάνουν τα ίδια λάθη.
Για να διαχειριστεί, λοιπόν, κάποιος την αρρωστημένη ζήλια του, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να τη συνειδητοποιήσει και να την παραδεχτεί.
Και επειδή ένα παθολογικά ζηλότυπο άτομο θα εκδηλώνει αυτή τη νοσηρότητα μέσα σε κάθε ερωτική του σχέση, είναι χρήσιμη –αν όχι απαραίτητη– η βοήθεια ενός ειδικού, προκειμένου να καταφέρει να διαχειριστεί τις βαθύτερες αιτίες που τον οδηγούν στη συμπεριφορά αυτή. Υπάρχουν πολλές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις (γνωσιακή ψυχοθεραπεία, ψυχοδυναμικά μοντέλα, συστημική προσέγγιση) που μπορούν με επιτυχία να βοηθήσουν το άτομο να ξεπεράσει αυτό το βασανιστικό και συχνά παράλογο συναίσθημα της ζήλιας. Ειδάλλως, οι αναίτιες εντάσεις θα κορυφώνονται με πολύ δυσάρεστα (ενίοτε και επικίνδυνα) αποτελέσματα, τόσο για τους εμπλεκόμενους στη σχέση, όσο και για το οικείο περιβάλλον τους, καταλήγει η ψυχολόγος.