Είναι ένας άνθρωπος που γνώρισε τη νύχτα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Τελευταία, άρχισε να αγαπά την ημέρα και “να στήνει υπό το φως του ήλιου” τις ισορροπίες του. Πάντα θα υπάρχει το φλερτ με τη νύχτα, γιατί είναι ένας καλλιτέχνης που δεν πιστεύει στο απόλυτο άσπρο ή στο απόλυτο μαύρο. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, που καταφέρνει με τις επιλογές του να ξεχωρίζει όλες τις ώρες της ημέρας…
Συνέντευξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
– Παρακολουθώντας λίγο τις τελευταίες συνεντεύξεις που έχεις δώσει, μου δίνεις την αίσθηση ότι είσαι σε μια φάση που προσπαθείς να ανακτήσεις κάποιες χαμένες ισορροπίες. Ισχύει αυτό;
Δεν είναι χαμένες, γιατί δεν υπήρξαν ποτέ. Μάλλον τώρα στήνονται. Τώρα μάλλον χρειάζονται, και αυτό αφορά και την επαγγελματική, και την διαπροσωπική, και τη φάση που είμαι μόνος μου.
Μέχρι στιγμής, οι αντιδράσεις ήταν ακραίες. Τώρα βάζω λίγο αυτές τις αντιδράσεις σε μία βάση, δεν στερώ τίποτα κι ακούω λίγο πιο πολύ στο μυαλό, παρά στην καρδιά.
– Έζησες μια περίοδο που, όπως είπες χαρακτηριστικά, είχες πάρει την κάτω βόλτα. Αυτό ήταν για μία οκταετία, αν θυμάμαι καλά, με καταχρήσεις, ξενύχτια…
Ήταν η φάση που δούλευα νύχτα πολύ και, εντάξει, άμα δουλεύεις στη νύχτα, καπνίζεις πολύ, το βιολογικό ρολόι είναι ανάποδο, αλκοόλ, ξοδέματα, γοητεία…
Τη νύχτα την ξέρω από το 1995, από 15 χρόνων, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε. Είμαι 22 χρόνια ενεργός, σε όλα τα πόστα. Μεγάλο σχολείο. Απλά φτάνει η στιγμή που δεν αντέχεις πια. Πέρασε αυτός ο καιρός και λίγο μου ‘έφυγε’ η γοητεία του πράγματος. Και βοήθησαν και κάποιες συγκυρίες σε αυτό. Δηλαδή σταμάτησαν οι “Άγαμοι Θύται”, άρχισε να πηγαίνει καλά το πράγμα στο θέατρο, οπότε δεν χρειαζόταν να βγάλω λεφτά τη νύχτα για να ζω. Γιατί, εντάξει, τη νύχτα δεν την έκανα επειδή ήταν γοητευτική, τη νύχτα την έκανα για να δουλεύω, για να πληρώνομαι.
– Και το κομμάτι αυτό έχει κλείσει τώρα; Είναι οριστικό;
Είναι ένα κομμάτι που κλείνει. Τώρα κόβεται σιγά-σιγά και η έξοδος. Έκατσε, γιατί οι καινούριες μου πρόβες είναι 10 το πρωί και στην αρχή λέω “Ωχ”, αλλά μετά λέω “Χμμμ, καλή ευκαιρία να μη βγω”. Γιατί μετά την παράσταση εγώ πάντα βγαίνω έξω, να πιω 1-2 ποτάκια κ.λπ. Αυτό το ‘κάθε βράδυ’ μετά έγινε τρέλα. Έχει υπερένταση η νύχτα: πας σε ένα μαγαζί και μετά νομίζεις ότι χαλαρώνεις, αλλά τελικά πας σπίτι και θες άλλο ένα δίωρο-τρίωρο. Οπότε, με έπαιρνε ο ύπνος στις 4 και 5 το πρωί. Η παράσταση εδώ είναι απαιτητική. Θέλει αθλητική ζωή, οπότε όλο αυτό το πράγμα δεν βόλευε.
Δουλεύοντας νύχτα, λες “Πεινάω” και τρως στις 5 η ώρα το πρωί ό,τι να ’ναι. Τώρα σηκώνομαι, τρώω πρωινό, προσπαθώ να μπω σε μία άλλη φάση. Κάνω το ξενύχτι μου, άμα γουστάρω, αλλά είναι πια περιορισμένο και στοχευμένο.
– Αυτή την αλλαγή την κάνεις επειδή συνειδητοποίησες ότι δεν πάει άλλο ή ότι πρέπει;
Όχι, μαζί ήρθαν. Ένα “Πρέπει, δεν πάει άλλο”. Είδα ότι μπορώ να βγάζω λεφτά και την ημέρα. Αλλά για να βγάζω λεφτά την ημέρα, πρέπει να είμαι καθαρός. Τώρα το βλέπω με τις πρωινές πρόβες που κάνω με την “Προδοσία” για το Μικρό Παλλάς και απαιτούν να είμαι focused. Και νομίζω μου έκατσε καλά αυτό το 10 το πρωί, που ήρθε σαν εξωτερικός παράγοντας και δεν χρειάστηκε να το βάλω εγώ. Γιατί ποτέ δεν είπα, για παράδειγμα, από μόνος μου “Θα ξυπνήσω οπωσδήποτε την τάδε ώρα για να πάω για τρέξιμο”.
Το “Πρόσεχε τι εύχεσαι” είναι η ωραιότερη ατάκα αυτού του έθνους. Πραγματικά, ό,τι έχεις σκεφτεί έντονα, θα γίνει. Δεν το λέω μεταφυσικά. Εννοώ ότι οδηγείς τον εαυτό σου στο να γίνει. Αυτό, όμως, που σκέφτηκες δεν είχε ακριβώς σχέση με το πώς έρχεται στα αλήθεια.
– Αυτή η κάτω βόλτα τι μαθήματα σου έχει αφήσει – και τι πληγές, ενδεχομένως;
Η κάτω βόλτα έρχεται ακριβώς επειδή υπήρχαν πληγές και νόμιζες ότι, με αυτό τον τρόπο, λίγο θα ξεχαστούν. Δεν αφήνει τώρα πληγές. Αφήνει ένα πολύ σοφό σκοτάδι. Ξέρεις απλά πώς λειτουργούν κάποια πράγματα.
Εντάξει, μου άφησε στομάχι, κάτι παλινδρομήσεις, κάτι πόνους στα γόνατα από την ορθοστασία, το τσιγάρο που λέγαμε πριν… Έφτασα να κάνω 2-3 πακέτα την ημέρα και έκανα μια φορά ποδήλατο στη Ρόδο και κόντεψα να δω τον Χάρο! Εκεί τι γίνεται; Το ‘πρέπει’ μαζί με το ‘θέλω’ έσκασαν μαζί. Γιατί σκέφτομαι το θέατρο στο μέλλον και θέλω να είμαι ενεργός πολύ, για καιρό, καιρό, καιρό!
Είμαι 37 και η ηλικία αυτή είναι κομβικό σημείο για το από εδώ και πέρα. Εντάξει, είδαμε τη γοητεία, ωραία είναι. Παρόλα αυτά, σου λέω, συνειδητά φλερτάρω λίγο πάλι με αυτή τη φάση. Αλλά την αποφεύγω στη φάση της δουλειάς, γιατί δεν μπορώ άλλο να πηγαίνω στις 10 η ώρα σε ένα μαγαζί και να φεύγω 5 το πρωί κατεστραμμένος για να βγάλω το μεροκάματό μου! Είδα ότι πρέπει να βρω άλλο τρόπο να επιβιώνω.
– Ξεκίνησες από μαθητικούς θεατρικούς αγώνες στη Ρόδο, με σκοπό έτσι να ξεχωρίσεις λίγο, να κερδίσεις το ενδιαφέρον καμιάς κοπέλας…
Ναι, αυτά στην εφηβεία έτσι λειτουργούν…
– Και μετά, όμως, όταν ήρθε το ‘μπαμ’ της αναγνώρισης και όλα τα γυναικεία βλέμματα έπεσαν πάνω σου, είχες πάθει ένα σοκ…
Ναι, γιατί δεν ξέρεις τι να το κάνεις αυτό που εύχεσαι! Το “Πρόσεχε τι εύχεσαι” είναι η ωραιότερη ατάκα αυτού του έθνους. Πραγματικά, ό,τι έχεις σκεφτεί έντονα, θα γίνει. Δεν το λέω μεταφυσικά. Εννοώ ότι οδηγείς τον εαυτό σου στο να γίνει. Αυτό, όμως, που σκέφτηκες δεν είχε ακριβώς σχέση με το πώς έρχεται στα αλήθεια. Λες για παράδειγμα, “Θέλω να ζήσω τον έρωτα”. “Πάρ’ τον!”. Αυτό θα έρθει όπως το θες, από εκεί και πέρα το διαχειρίζεσαι; Γιατί εκεί αρχίζουν τα “Χριστέ μου, γιατί τώρα το είπε αυτό; Γιατί συνέβη αυτό;” κ.λπ.
Όταν εγώ το έβλεπα απ’ έξω το επάγγελμα, έλεγα “Αυτοί είναι ευτυχείς όλοι, έχουν λύσει τα προβλήματά τους”, γιατί το βλέπεις σαν ψευδαίσθηση, έτσι το είχα φανταστεί εγώ… Όμως γίνεται πανικός και στη σόου μπιζ!
Ο κόσμος δεν ξέρει ότι είναι πολύ ψυχοφθόρα η δουλειά που κάνει ένας ηθοποιός. Δεν ξέρει πολύς κόσμος ότι, όταν έρχεται ο τάδε σκηνοθέτης, τον πιέζει ψυχικά, εκτίθεται. Ο σκηνοθέτης φεύγει, όλοι φεύγουν, ο ηθοποιός μένει εκεί με τον κόσμο. Και άντε να ξεχάσει τα δικά του, τα οποία είναι υπαρκτά – θέματα υγείας, γονείς, χωρίσματα, εφορίες, ό,τι περνάει ο καθημερινός κόσμος, δηλαδή όλοι. Όλοι είμαστε τρελαμένοι από τα ίδια πράγματα. Όλοι! Δεν υπάρχει πια η απόσταση που υπήρχε κάποτε, οι ηθοποιοί, δηλαδή, του κινηματογράφου που ήταν κάτι μυθικό, και ο απλός κοσμάκης. Τώρα είναι όλοι στην ίδια κατάσταση. Και αυτό θεωρείται και το καλό της κρίσης. Έφερε τα πράγματα από τον μύθο στην πραγματικότητα.
– Τελικά λειτουργεί ψυχαναλυτικά το επάγγελμά σας;
Είναι λάθος αυτό και είναι λάθος που το βλέπαμε έτσι για πολύ καιρό. Για μένα θα μιλήσω. Έλεγα “Α, έχω το θέατρο και μου λύνει τα θέματα…”. No. No, no, no! Δουλεύεις έξω από την παράσταση, έτσι ώστε να παρουσιάζεις τα πράγματα, χωρίς να εμπλέκεσαι, αντικειμενικά στον κόσμο. Πρέπει να λειτουργείς σαν καθρέφτης. Αν ο καθρέφτης σου έχει προβλήματα, γάμησέ τα!
– Άρα, όχι μόνο δεν λειτουργεί ως ψυχανάλυση, αλλά δημιουργεί επιπλέον ανασφάλειες…
Είναι ανασφαλές από τα γενοφάσκια του. Λόγω ανασφάλειας κάνεις αυτή τη δουλειά. Λόγω του φόβου της πραγματικότητας και της βαρεμάρας, και της πλήξης… Κάποιοι ηθοποιοί δεν μπορούν να το αποκωδικοποιήσουν. Εγώ έχω κάνει πολύ-πολύ δρόμο για να σου πω αυτά που σου λέω. Ώρες έχω σκεφτεί μόνος μου, ώρες έχω πάει σε γιατρούς, ώρες έχω μιλήσει με κόσμο και ακόμα… Είναι ένα ανασφαλές πράγμα. Δεν ξέρεις κάθε πότε θα δουλέψεις. Εγώ τώρα ψάχνω δουλειά για το καλοκαίρι. Παίρνω να δω τι γίνεται, τι λεφτά θα έχει, πότε θα τα πάρω.
Δεύτερο, ξεβρακώνεσαι στην παράσταση, κι εκείνη την ώρα είσαι υπέρ-ευαίσθητος. Γι’ αυτό και πολλοί ηθοποιοί μετά στο καμαρίνι δεν θέλουν πολλά-πολλά. Γιατί έχεις μπει σε μια φάση, ένα τριπάρισμα το οποίο δεν είναι ψυχοθεραπευτικό, είναι διαφυγή για κάποιες ώρες. Λες “Έχω ένα θέμα στο σπίτι, αλλά τώρα στην παράσταση θα περάσουμε καλά 2 ώρες, θα το ξεχάσω”. Αλλά λίγο μετά, έρχεται αυτό. Τώρα, ας πούμε, εγώ έχω την παράσταση. Την ώρα της παράστασης θα το ξεχάσω αυτό που κουβαλάω. Δεν μου το λύνει, μου το σκεπάζει για κάνα δίωρο.
Αυτή είναι η διαφορά με την ψυχαναλυτική… Είναι μια καλή ευκαιρία, βέβαια, όταν μελετάς κάποιους ρόλους και καταστάσεις, λες “Α, είδες και αυτό στη ζωή συμβαίνει” ή “Δεν συμβαίνει στη ζωή, αλλά κοίτα πώς θα μπορούσε να συμβεί”. Πάντα είναι σε ένα διάλογο.
– Εσύ έχεις ανακαλύψει πράγματα για σένα από αυτή την αλληλεπίδραση με τον ρόλο;
Ναι, βέβαια! Ή ανακαλύπτεις πράγματα για τον εαυτό σου ή ανακαλείς πράγματα του εαυτού σου.
– Είπες πριν ότι η κρίση έφερε κάποια πράγματα από τον μύθο στην πραγματικότητα. Έχει επιδράσει θετικά, πιστεύεις, στο κομμάτι του θεάτρου και της τηλεόρασης;
Στην τηλεόραση δεν ξέρω ακριβώς. Θεωρώ, έτσι που την κοιτάω, ότι προσπαθεί ακόμα να διατηρήσει μια μυθολογία που υπήρχε πολύ έντονη στη χώρα αυτή στα 90’s, για παράδειγμα. Παρόλα αυτά, το Ίντερνετ, επειδή τα ξεμπροστιάζει όλα πιο πολύ, το επαναφέρει το σκηνικό σε μια πραγματικότητα. Θεωρώ ότι η τηλεόραση είναι ακόμα σε μια προσπάθεια να μη φανεί ότι έχει κρίση. Γι’ αυτό βλέπεις τεράστια σκηνικά, τεράστια φώτα, ότι, και καλά, όλα είναι εντάξει.
Στο θέατρο, έχει έρθει πιο κοντά η αφήγηση. Δηλαδή δεν έχει πια τόση απόσταση από τον κόσμο. Έχει ανάγκη το πράγμα να γίνει λαϊκό, με την έννοια ‘για τον άλλον, για όλους’. Αυτό εμένα μου αρέσει στο θέατρο. Επίσης, μπλέκονται πια ηθοποιοί από “διαφορετικές γειτονιές”. Οι θίασοι είναι πιο μπλεγμένοι, δεν υπάρχουν πια οι ‘εικονολάτρες’ και οι ‘εικονομάχοι’, αυτά τα δύο άκρα. Εμένα μου αρέσει αυτό. Ήταν το όνειρό μου πάντα όλοι να παίζουμε όλα. Άσχετα άμα είναι μια καλή ή κακή παράσταση. Το αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει με το πόσο κουλτουριάρηδες ή εμπορικούς ηθοποιούς πήρες. Η παράσταση είναι καλή παράσταση ή κακή παράσταση.
Εμένα μου αρέσει να μπλέκονται, ας πούμε, σχολές και μυαλά διάφορα, παλιά και νέα, και να μη μένουμε συντηρητικά σε κάτι ασφαλές. Μου αρέσει αυτή η ταραχή που συνέβη. Είναι πιο κοντά το θέατρο στον κόσμο πια. Το βλέπεις και στις τιμές. Για κάποιους μήνες είχαμε 7 E εισιτήριο. Να έρθουν όλοι. Γιατί να μην έρθουν όλοι;
– Έχουν αλλάξει και τα κριτήρια του κοινού;
Εννοείται! Κάποτε έλεγε “Α, παίζει ο τάδε που τον είδαμε στην τηλεόραση…”. Πάει, “το μυρίζει” ο κόσμος πια, το καταλαβαίνεις. Είναι πιο εκπαιδευμένος, έχει δει πολύ θέατρο. Ακόμα και κόσμος που δεν έβλεπε συχνά ή έβλεπε μία παράσταση, τώρα βλέπει πιο πολύ. Το βλέπω κι εδώ. Πολύς κόσμος της ηλικίας μας, ας πούμε, χαμός! Δεν είναι μόνο αυτό το αστικό που ήτανε κάποτε. Βλέπουν όλοι όλα…
– Εσένα σε έχει αλλάξει η κρίση ως προς τις επαγγελματικές επιλογές; Κάνεις, για παράδειγμα, πράγματα που ενδεχομένως να μην έκανες παλιά;
Ναι, αλλά πάντα κρατάω έναν πήχυ, ένα στάνταρ, μια αισθητική. Αλλά και αυτήν την πάω όχι απόλυτα και με φασισμό προς τον εαυτό μου. Άμα δούμε τα δύσκολα, θα δουλέψουμε όπου να ‘ναι, δεν τρέχει κάτι. Παρόλα αυτά, την αισθητική σου την κουβαλάς όπου και να πας.
Ο κόσμος θα μετρήσει τα λεφτά του, κι αυτό εμάς μας κάνει καλό, γιατί μας κάνει ανταγωνιστικούς. Έχει σφίξει το πράγμα και κάνει ‘κρα’ ο κόσμος για καλή παράσταση. Και κάνουν ‘κρα’ και οι ηθοποιοί με άγχος να γίνει καλή δουλειά. Είναι ωραίο να είναι καλές οι δουλειές και έχει ανέβει σε μεγάλο βαθμό ποιοτικά και πιο ουσιαστικά το θέατρο. Καταλαβαίνει, πλέον, ο κόσμος και λέει “Οk, γιατί να δω μια παράσταση που έχουν πρόσοψη ολόκληρη την πολυκατοικία φτιαγμένη και έχει κοστίσει 25 χιλιάρικα; Μπορώ να την δω την παράσταση και χωρίς αυτό το σκηνικό!”. Δεν σου λέω ότι μόνο το αφαιρετικό είναι καλό ή μόνο το ένα ή το άλλο. Αλλά παλιά έδιναν σημασία σε άλλα πράγματα, πιο φαινομενικά οι θεατές. Τώρα βλέπουν πιο πολύ την ουσία. Το ζω εδώ στις “Πέτρες”, που βλέπουν ότι λέμε αλήθεια μέσα από αυτή την ψεύτικη ιστορία για το πώς αντιμετωπίζουμε τη ζωή.
– Να μιλήσουμε λίγο για την παράσταση “Πέτρες στις τσέπες του”. Τι πραγματεύεται;
Βρισκόμαστε στην Ιρλανδία, σε ένα χωριό. Είναι ένα χωριό όπου διαρκώς πάει το Hollywood και γυρνάει ταινίες, και βάζει κομπάρσους τους χωριανούς. Είναι δύο τύποι από το χωριό που θέλουν να ανέλθουν στο σύστημα και προσπαθούν να χωθούν μέσα στη φάση. Το γύρισμα συνεχίζεται. Πεθαίνει ένα παιδί, βάζει πέτρες στις τσέπες του, αυτοκτονεί και μετά ξεκινάει μια πάλη για το αν θα γίνει το γύρισμα ή αν θα γίνει η κηδεία του παιδιού.
Εμείς κάνουμε όλους τους ρόλους. Έτσι είναι γραμμένο. Και παλεύουν τώρα Hollywood – χωριό, ψευδαίσθηση – πραγματικότητα, φούσκα – θάνατος, χρήματα – ζωή, αυτά τα δίπολα. Αυτά πραγματεύεται στα αλήθεια.
– Αυτά τα δίπολα χαρακτήριζαν και την ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια…
Ναι, ας το πούμε έτσι. Κοίτα, δεν πάει να αλλάξει τον κόσμο αυτή η παράσταση, δεν είναι μια τέτοιου τύπου απογραφή. Είναι πιο ελαφριά, αλλά κάνει κάτι ωραίο. Αφήνει τον κόσμο να συνδέεται με όποιο κομμάτι της θέλει: με το θέμα της φιλίας, της αγάπης, το θέμα της ψευδαίσθησης, του Hollywood…
– Εσύ με ποιο θέμα συνδέεσαι πιο πολύ;
Εμένα με αγγίζει η φάση που πάμε να κηδέψουμε το παιδί και λέω κάτι γι’ αυτόν. Ουσιαστικά είναι σαν να μιλάει ο Γιώργος στον Γιώργο, είναι σαν να έχω κηδέψει τον εαυτό μου εκείνη την ώρα και μιλάω για μένα. Είναι μια τέτοια περίεργη στιγμή. Αλλά είναι πολύ προσωπική φάση, είναι εκεί που συναντούν την πραγματικότητα, που πάνε στην κηδεία του παιδιού. Παρόλο που κι εγώ το κάνω με ψευδαίσθηση, κάνω ότι πάω σε μια κηδεία, δεν ξέρω πώς θα είναι αν χάσω έναν φίλο μου. Εκεί μπλέκεται λίγο το παιχνίδι. Γι’ αυτό μιλάμε με τον κόσμο, είναι σαν να του λέμε “Δεν υπάρχει ψευδαίσθηση”.
Άμα χαλάσει το μικρόφωνό μου, κατεβαίνει ο ηχολήπτης, σπάμε τη σκηνή και λέμε “Παιδιά, το θέατρο έτσι είναι”. Ξεχνάμε τα λόγια; “Έτσι είναι οι πρόβες, να ξέρετε!”, τους βάζεις λίγο backstage. Να κατανοήσουν ότι αυτό που βλέπουν είναι φτιαγμένο από κόσμο που έχει προβλήματα, από κόσμο που είναι ανασφαλής και είναι εδώ, από κόσμο που πληρώνεται πολύ λίγο και από κόσμο που κάνει και άλλες 3-4 δουλειές για να ζήσει. Και άμα χαλάσει το μικρόφωνο, δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου, δεν χάθηκε τώρα κάτι.
Και αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Το ξεχνάνε όλοι. Είτε είναι καλή είτε κακή παράσταση, δεν τη θυμάται κανένας από ένα σημείο και μετά.
– Πόσο εύκολο είναι να σου κρατήσει το ενδιαφέρον ένας ρόλος που επαναλαμβάνεται τόσο καιρό;
Ευτυχώς δεν είναι ένας• είναι 14 ρόλοι, και αυτό είναι αστείο. Επίσης, η συνεργασία με τον Μάκη είναι απελευθερωτική. Κοίτα, ακόμα δεν μπορώ να σου πω, γιατί ξεκίνησε πέρυσι τη δεύτερη σεζόν. Εντάξει, πήγε περιοδεία, αλλά θα σου πω μετά τις γιορτές. Εκεί θα αρχίσω να ρετάρω!
Προς το παρόν είναι απόλαυση, γιατί είναι ζωντανή η παράσταση, καμία δεν είναι ίδια με την άλλη. Παρόλο που τα λόγια είναι ίδια, πάντα κάτι αλλάζει. Ξεκινάμε παίζοντας μπάσκετ, ρίχνοντας τρίποντα. Έτσι είναι το ζέσταμα μπροστά στον κόσμο και δεν ξέρεις ποιος θα κερδίσει, οπότε αυτόματα ξεκινάει με ζωντάνια. Οπότε, δεν προλαβαίνω να βαρεθώ, δόξα τω Θεώ. Παρόλο που με διαλύει σωματικά η παράσταση!
– Να κλείσουμε με αυτά που έρχονται. Τι άλλο ετοιμάζεις τώρα;
Τώρα ετοιμάζω την “Προδοσία” του Χάρολντ Πίντερ, στην οποία παίζουμε ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, η Κατερίνα Παπαδάκη κι εγώ, και το σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Θα παιχτεί στο Μικρό Παλλάς από 8 Ιανουαρίου και μετά. Δευτέρα και Τρίτη εκεί, Τετάρτη με Κυριακή εδώ!
* Στο έργο της Μαρί Τζόουνς “Πέτρες στις τσέπες του”, συμπρωταγωνιστούν και συν-σκηνοθετούν οι:
Γιώργος Χρυσοστόμου και Μάκης Παπαδημητρίου. Παραστάσεις: Τετάρτη – Κυριακή στο Θέατρο Κιβωτός, Πειραιώς 115, Αθήνα (τηλ. 210-3427426).