Η υψηλή κακή χοληστερόλη (LDL-χοληστερόλη) συνδέεται άμεσα με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, τα οποία αποτελούν τον Νο1 παράγοντα θνησιμότητας στην Ελλάδα. Κι όμως, καθώς είναι ασυμπτωματική, οι περισσότεροι τείνουμε να παραμελούμε τη μέτρησή της. Ο Δρ. Ευάγγελος Λυμπερόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αναλαμβάνει να μας διαφωτίσει για το θέμα τονίζοντας ότι, και σε αυτήν την περίπτωση, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία.
Συνεντεύξη στη Μαρία Λυσάνδρου
– Γύρω στα 3 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα παρουσιάζουν υπερχοληστερολαιμία – ένα νούμερο πραγματικά σοκαριστικό. Πού αποδίδετε εσείς αυτό το γεγονός; Φταίει ο τρόπος ζωής μας; Είναι γονιδιακό το θέμα;
Είναι αλήθεια ότι περίπου 1 στους 3 Έλληνες έχει υψηλά επίπεδα χοληστερόλης – και αναφερόμαστε στην κακή χοληστερόλη, την LDL. Οι υπολογισμοί αυτοί, ωστόσο, ίσως είναι και συντηρητικοί, καθώς περιλαμβάνουν και παιδιά. Αν μιλήσουμε ειδικά για τους ενήλικες, ενδέχεται να είναι και 1 στους 2.
Τώρα, τι φταίει γι’ αυτό; Προφανώς, κάποιοι συμπολίτες μας έχουν γονιδιακό πρόβλημα. Μιλάμε για τους ανθρώπους με οικογενή υπερχοληστερολαιμία, οι οποίοι στην Ελλάδα υπολογίζονται γύρω στις 40.000.
Ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος βλέπει τα επίπεδα της κακής του χοληστερόλης να αυξάνονται με την πάροδο των χρόνων, βλέποντας παράλληλα και το βάρος του να αυξάνεται. Η ζωή μας γίνεται όλο και περισσότερο καθιστική, ενώ σιγά- σιγά απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή, μεσογειακή διατροφή και ακολουθούμε μια διατροφή περισσότερο “Δυτικού τύπου”, η οποία περιλαμβάνει συχνά έτοιμο φαγητό.
Αυτός ο συνδυασμός καθιστικής ζωής και κακών διατροφικών επιλογών, αλλά και το γεγονός ότι οι γυναίκες σε κάποια στιγμή μπαίνουν στην εμμηνόπαυση, οδηγούν στην αύξηση των επιπέδων της κακής χοληστερόλης.
– Η κακή χοληστερόλη συνδέεται άμεσα και με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα οποία αποτελούν τη Νο 1 αιτία θνησιμότητας στην Ελλάδα. Αυτό μπορεί να είναι και θέμα νοοτροπίας; Οι Έλληνες δεν πολυπροσέχουμε την υγεία μας…
Ας ξεκινήσουμε από τον βασικό λόγο, για τον οποίο κάνουμε τη συζήτηση αυτή, τα καρδιαγγειακά νοσήματα: κυρίως έμφραγμα και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Μιλάμε για πολύ περισσότερους από όσους πεθαίνουν από καρκίνο, τον οποίο όλοι φοβόμαστε. Κι όμως, τελικά, πεθαίνουμε σε μεγάλο ποσοστό από καρδιαγγειακά νοσήματα…
Ο μόνος τρόπος για να τα προλάβεις, είναι να παρέμβεις στους παράγοντες που τα προκαλούν.
– Και ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες;
Κατ’ αρχάς, το κάπνισμα. Δυστυχώς, είμαστε πρωταθλητές στην Ευρώπη, μην πω και παγκοσμίως, στο ποσοστό του καπνίσματος. Άρα, λοιπόν, αν η ερώτηση είναι αν οι Έλληνες προσέχουμε την υγεία μας, η απάντηση δίνεται από το γεγονός ότι δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να απαγορεύσουμε το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους 100%. Αυτό δείχνει ότι δεν σεβόμαστε την υγεία μας, ούτε την υγεία του συνανθρώπου μας.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η πίεση, η υπέρταση. Η πίεση σχετίζεται άμεσα με τα καρδιαγγειακά, και ιδίως τα εγκεφαλικά επεισόδια. Εκεί ίσως είμαστε περισσότερο ευαισθητοποιημένοι, γιατί όλοι έχουμε ένα πιεσόμετρο στο σπίτι, ο ένας μετράει τον άλλον….
Ο τρίτος παράγοντας είναι η κακή διατροφή, που κουβεντιάσαμε προηγουμένως, και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Εδώ δεν μπορώ να πω ότι τα πάμε καλά, αν και υπάρχει μια τάση τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις μέσες και μικρές ηλικίες, για περισσότερη άσκηση.
Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες δεν προσέχουμε πολύ την υγεία μας. Κάνουμε εξετάσεις, βέβαια, αλλά ίσως δεν τις λαμβάνουμε και πολύ υπ’ όψιν…
– Το γεγονός ότι η υψηλή LDL-χοληστερόλη είναι ασυμπτωματική αποτελεί μεγάλη παγίδα, καθώς δύσκολα μπορείς να την αντιληφθείς. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια σημάδια που ενδεχομένως να μπορούσαν να μας υποψιάσουν και να μας οδηγήσουν στον γιατρό;
Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν μας υποψιάζει τίποτα. Πρέπει να ακολουθήσουμε την οδηγία που λέει “όλοι οι άνθρωποι, ειδικά όταν ενηλικιωθούν, θα πρέπει να εξετάζουν 1 φορά στα 5 χρόνια τη χοληστερόλη τους”, εκτός και αν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επιβάλλει συχνότερες εξετάσεις: Αν είμαι διαβητικός, αν παρουσιάζω υπέρταση ή αν το οικογενειακό μου ιστορικό έχει συχνά εμφράγματα και εγκεφαλικά επεισόδια, εκεί πρέπει να θορυβηθώ και να μετρήσω από πιο μικρή ηλικία τα επίπεδα της κακής μου χοληστερόλης.
– Πότε θεωρείτε ότι πρέπει να αρχίζει ένας τέτοιος προληπτικός έλεγχος της κακής χοληστερόλης;
Μετά από τα 20 μας χρόνια, θα πρέπει να έχουμε μια τιμή και να επαναλαμβάνουμε ανά πενταετία τις μετρήσεις, ακόμα κι αν είναι ικανοποιητικές. Αυτό είναι μια γενική σύσταση.
Στην περίπτωση, βέβαια, που έχουμε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει διαβήτη, έχει υψηλή πίεση και καπνίζει ασταμάτητα, η μέτρηση πρέπει να γίνεται πολύ συχνότερα, ειδικά αν έχει μπει σε διαδικασία παρακολούθησης με αγωγή.
– Και τι γίνεται με τα παιδιά; Υπάρχει στην Ελλάδα σοβαρό πρόβλημα με παιδική υψηλή χοληστερόλη;
Θεωρούμε ότι 1 στους 250 ανθρώπους (άρα και παιδιά) έχει το νόσημα της κληρονομικής υπερχοληστερολαιμίας. Άρα, λοιπόν, αν μέσα στην οικογένεια υπάρχουν άνθρωποι με πολύ υψηλά επίπεδα χοληστερόλης και, μάλιστα, με καρδιαγγειακά επεισόδια σε μικρή ηλικία, οφείλουμε να τη μετρήσουμε και στα παιδιά, οπωσδήποτε μετά την ηλικία των 4 ετών. Αν, πάλι, ένα παιδί είναι παχύσαρκο ή έχει διαβήτη, εννοείται ότι πρέπει να γίνει μέτρηση.
Υπάρχει μια διχογνωμία για το εάν σε ένα παιδί χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, που δεν είναι παχύσαρκο ή διαβητικό, πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένα εξετάσεις για χοληστερόλη. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει μια σαφής τοποθέτηση της ιατρικής κοινότητας σχετικά με αυτό. Δεν θα ήταν κακό να κάνουμε τη μέτρηση, αλλά δεν μπορούμε να τη συστήσουμε σε γενική κλίμακα, όταν δεν υπάρχει προφανής αιτία.
Το πρόβλημα με τα παιδιά σήμερα είναι η παχυσαρκία. Η παιδική παχυσαρκία που, σύμφωνα με τους ειδικούς, “χτυπάει κόκκινο” στην Ελλάδα. Βλέπουμε συνεχώς παιδιά που είναι όλη την ώρα με ένα κινητό τηλέφωνο, με ένα tablet, τρώνε κακό φαγητό και τελικά παχαίνουν. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, το οποίο θα βρούμε μπροστά μας στο μέλλον.
– Τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιούνται πολλές εκστρατείες ενημέρωσης/ευαισθητοποίησης του κοινού για διάφορες νόσους, μεταξύ των οποίων και για την LDL-χοληστερόλη. Βλέπετε εσείς να υπάρχει αποτέλεσμα στην πράξη; Είναι λίγο πιο “υποψιασμένοι” οι άνθρωποι που έρχονται να σας δουν κατά καιρούς, σε σχέση με παλαιότερα;
Είναι αλήθεια ότι, μετά από κάθε τέτοια εκστρατεία, υπάρχει μια “αφύπνιση” πολλών ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται “Εγώ δεν έχω μετρήσει την κακή μου χοληστερόλη. Μήπως να το έκανα;”. Έτσι, ανοίγουν πάλι τις εξετάσεις που είχαν κάνει πρόσφατα, πηγαίνουν στον γιατρό και ρωτούν.
Απλώς αυτό δεν πρέπει να γίνεται μόνο ευκαιριακά. Πρέπει να συντηρείται αυτού του είδους η ενημέρωση, να είναι συνεχής. Γι’ αυτό και ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι πολύ σημαντικός σε αυτό το κομμάτι.
– Ας πούμε συγκεκριμένα πράγματα, λοιπόν: Πώς λειτουργεί η διαδικασία μέτρησης της κακής μας χοληστερόλης;
Πάω, κάνω εξετάσεις για την κακή μου χοληστερόλη και ρωτώ τον γιατρό μου αν αυτή είναι ικανοποιητική. Τώρα, το τι σημαίνει “ικανοποιητική” είναι ένα ερώτημα.
Υπάρχουν τρεις τιμές, ανάλογα με την κατηγορία του πληθυσμού στην οποία ανήκω:
• Αν ανήκω στην κατηγορία υψηλού κινδύνου (π.χ. έχω πάθει έμφραγμα, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έχω σάκχαρο κ.λπ.), η κακή μου χοληστερόλη πρέπει να είναι τουλάχιστον κάτω από 70.
• Αν είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πάθει κάτι από τα παραπάνω, απλά είμαι σε μια μέση ηλικία και μπορεί να έχω λίγο πίεση ή να καπνίζω, ή είμαι ένας άνθρωπος που έχει κληρονομική χοληστερόλη, τότε πρέπει να είναι κάτω από 100.
• Οι υπόλοιποι άνθρωποι θα πρέπει να τη διατηρούν κάτω από 115.
– Και τι γίνεται στην περίπτωση που η κακή χοληστερόλη αποδειχθεί εκτός ορίων;
Αν ο γιατρός τη βρει αυξημένη, θα μου δώσει οδηγίες για κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής μου και θα με επανελέγξει μετά από τρεις μήνες. Αν τα έχω καταφέρει, εντάξει. Αν όμως δεν τα έχω καταφέρει, τότε το επόμενο βήμα, εφόσον κρίνει ο γιατρός, είναι να συνταγογραφήσει κάποιο φάρμακο.
Τα φάρμακα που συνταγογραφούμε συνήθως είναι οι στατίνες. Σχεδόν πάνω από 1 στους 10 Έλληνες παίρνει αυτά τα φάρμακα, καθώς μειώνουν την κακή χοληστερόλη και ταυτόχρονα σώζουν από καινούργιο έμφραγμα, από εγκεφαλικό και από θάνατο. Εάν με τη στατίνη δεν καταφέρουμε αυτό που θέλουμε, τότε υπάρχει δεύτερο φάρμακο, η εζετιμίμπη, η οποία μπορεί να συνταγογραφηθεί είτε ξεχωριστά, είτε στο ίδιο δισκίο.
Αν η περίπτωση είναι δύσκολη και, παρότι δόθηκαν τα παραπάνω φάρμακα, δεν υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε καταφεύγουμε σε μια λύση που έχουμε τα τελευταία χρόνια: πρόκειται για φάρμακα που χορηγούνται κάθε 15 μέρες με μια υποδόρια χορήγηση, δηλαδή σαν μικρό ενεσάκι, τα οποία ρίχνουν την κακή χοληστερόλη ακόμη και σε αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις.
Άρα, το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι υπάρχουν πλέον όλα τα φαρμακευτικά μέσα για να μειώσουμε την κακή χοληστερόλη, μειώνοντας έτσι κατά πολύ και την πιθανότητα για καινούργιο καρδιαγγειακό επεισόδιο.
Ο Δρ. Ευάγγελος Λυμπερόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.