Είναι τόσο ζεστή και αληθινή, που σε κάνει απ’ τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας σας, να νιώσεις ότι πίνεις καφεδάκι και τα λες χαλαρά με μια φίλη απ’ τα παλιά. Ίσως αυτά να είναι στοιχεία που κουβαλά μαζί της απ’ τη Νάουσα, όπως λέει και η ίδια. Ίσως πάλι να έχουν να κάνουν με μια ακομπλεξάριστη προσωπικότητα, που δεν χρειάζεται να αποδείξει κάτι μετά από τριάντα χρόνια καριέρας και απλά γουστάρει να βρίσκει ανήσυχους ακροατές, ώστε να μοιραστεί μαζί τους αυτό το μοναδικό πάθος που έχει για τη μουσική. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου έχει μια εναλλακτική ματιά για το κλασικό και μια κλασική αγάπη για το εναλλακτικό. Και συνεχώς αναζητά αυτό που κάτι έχει να πει και να δώσει σ’ αυτό το περίεργο “σήμερα” που ζούμε…
Συνέντευξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
Θέλω να σε πάω λίγο πίσω στη Νάουσα… Ποιες είναι οι πρώτες εικόνες που σου έρχονται από εκείνα τα χρόνια;
Η γειτονιά που γεννήθηκα, η Άνω Πόλη. Ήταν η άνω γειτονιά, εκεί που είχαν τα σπίτια τους οι πρόσφυγες. Μικρά σπιτάκια, έτρεχε ποταμάκι, τα νερά δεξιά και αριστερά από τα σπίτια, χωματένιοι δρόμοι, κλέφτες κι αστυνόμοι, που λέει και το τραγούδι… Παίζαμε όλα τα παιχνίδια, υπήρχε μια απίστευτη ελευθερία. Παιδιά βρόμικα μες στα χώματα, που τρέχουν, που ζουν με έναν τρόπο που, δυστυχώς, τα σημερινά παιδιά δεν μπορούν να ζήσουν. Ασχολούνται κυρίως με γκατζετάκια. Θυμάμαι τους ζουρνάδες που ήταν ο τρόπος που γλεντούσαμε σε διάφορες γιορτές, γάμους σε οτιδήποτε κοινωνικό συνέβαινε και, βέβαια, θυμάμαι ότι η οικογένεια, η μεγάλη οικογένεια των Τσαλιγοπουλαίων, είχε το πρώτο πικ-απ στη γειτονιά… Αυτό το πικ-απ που ήταν και μπαρ μαζί και είχε μέσα το βερμούτ και δεν ξέρω τι άλλο… Η οικογένεια του παππού μου είχε πέντε παιδιά σε διαφορετικές ηλικίες, οπότε άκουσα σε πολύ-πολύ μικρή ηλικία όλη την ωραία μουσική. Ξεκίνησα δηλαδή να ακούω μουσική από τεσσάρων χρόνων, ας πούμε. Ο παππούς άκουγε Τσιτσάνη και Καλδάρα -έπαιρνε όλα αυτά τα ωραία μικρά δισκάκια, τα παιδιά άκουγαν τα πολιτικά τραγούδια, ακούγαμε όλους τους μεγάλους συνθέτες εκείνης της εποχής και αργότερα, μέσα στην εφηβεία μου, από τον αδερφό μου που είναι μεγαλύτερος έξι χρόνια, άκουσα και όλη την καλή ξένη ροκ σκηνή…
Εκτός από την γενικότερη αγάπη προς τη μουσική, υπήρχε και κάποιος μέσα στην οικογένεια που να ασχολείται επαγγελματικά με το χώρο αυτό;
Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης. Ένας πάρα πολύ καλός ψάλτης, που νομίζω ότι δεν είχε τόσο πολύ μεγάλη σχέση με τη θρησκεία, αλλά πιο πολύ ήθελε να ψέλνει, γιατί του άρεσε πάρα πολύ. Τραγουδούσε, βέβαια, και πάρα πολύ ωραία σμυρναίικα και τα δημοτικά τραγούδια της Νάουσας. Ήταν σούπερ ταλέντο στην οικογένεια! Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου είχαν μια καταπληκτική συνοικιακή ταβέρνα, “Η μηλιά”, όπου και μέσα από αυτό βίωσα το πώς είναι η μικρή κοινωνία με τα καλά και με τα άσχημά της. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια κρατάω το πόσο ωραία είναι μία μικρή κοινωνία και, επίσης, το πώς σε αυτές τις δεκαετίες τα πράγματα ακόμη πήγαιναν νορμάλ, εξελίσσονταν λογικά. Δεν είναι όπως τώρα, που τρέχουν όλα πάρα πολύ γρήγορα. Τώρα φτάσαμε στον Άρη!
Έχω μια αίσθηση ότι έχεις κάνει ένα κύκλο… Χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις δικές σου, όταν ξεκίνησες ήσουν λίγο “φρικιό”, λίγο στον κόσμο σου, λίγο εναλλακτική…
Τελείως!
Σ’ ένοιαζε, κυρίως, να τραγουδάς σε αυτούς που γουστάρουν, να κάνεις αυτό που γουστάρεις, χωρίς να σε ενδιαφέρει αν αυτό είναι ευρύτερα αποδεκτό. Νομίζω ότι μπήκες στη συνέχεια σε ένα, εντός πολλών εισαγωγικών “καλούπι” και έχεις επανέλθει τώρα στο αρχικό “κόνσεπτ”, στην πιο ώριμη εκδοχή, όπου πάλι κάνεις αυτό που γουστάρεις, χωρίς να σε νοιάζει και πολύ το να είναι αποδεκτό από όλους…
Ακριβώς. Δε με ενδιαφέρει το hit. Η αλήθεια είναι αυτή. Γράφω κι εγώ μουσικές πια, μαζί με τον Σπύρο και χρησιμοποιώ όλους τους πολύ καλούς μου τραγουδοποιούς, τους φίλους μου, για να κάνω αυτό που θέλω. Βλέπω ότι μπορώ να το κάνω πια, γιατί τραγουδάω τριάντα χρόνια! Τα έκανα όλα με τη σειρά τους. Γνώρισα πολύ καλούς συνθέτες, πολύ καλούς μουσικούς, έκανα πολλά hit, πάρα πολλά τραγούδια έχουν αγαπηθεί από τη δισκογραφία μου, αλλά η καρδιά μου πάντα χτυπούσε στο μυστήριο, στο εναλλακτικό. Πάντα ήθελα και κάτι λίγο διαφορετικό. Όχι γιατί δεν ήμουν ευχαριστημένη, αλλά γιατί είναι άλλο πράγμα η δισκογραφία και άλλη τέχνη είναι οι live εμφανίσεις. Θεωρώ ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη τέχνη τελικά: το πώς δημιουργείς ένα live. Δεν είναι μόνο αν θα βάλεις σε σωστή σειρά τα τραγούδια, είναι το τι θα δώσεις, τι θέλεις να πάρεις και αυτά είναι τα πιο σημαντικά. Νιώθω ότι αυτό είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, το να δώσω αλήθεια, να δώσω καρδιά, να κάνω τον κόσμο να θυμηθεί κάτι που το έχει ξεχάσει, που το έχουμε κρυμμένο, που λειτουργεί ως DNA, αλλά θέλει κάποιος, ας πούμε, να το ξεθάψει. Η τέχνη του τραγουδιού είναι πραγματικά μοναδική στο να “ξεθάβει” πράγματα, στο να ανασύρει δηλαδή μνήμες, να ανασύρει μυρωδιές, να ανασύρει πράγματα που προέρχονται από πολύ-πολύ παλιά. Αυτός είναι ο στόχος. Μέσα στα χρόνια, διώχνοντας τον εγωισμό του “εγώ τραγουδάω, γιατί μου αρέσει να τραγουδάω”, κατάλαβα ότι έχω μεγάλη ευθύνη απέναντι σε αυτό. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει τεράστια μουσική παράδοση, από πολλές μεριές. Από την παράδοση, το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το σμυρναίικο, το έντεχνο, από πολλές πολλές πλευρές! Πραγματικά είμαστε τυχεροί, γιατί δεν έχουν όλοι οι λαοί τόσο σημαντική μουσική όπως εμείς.
Τα σμυρναίικα, τα παραδοσιακά, τα λαϊκά, τα ρεμπέτικα τραγούδια, εξέφραζαν τις χαρές, τις ανησυχίες, τους καημούς μιας εποχής…
Και τα δεινά μιας εποχής…
Και τα δεινά μιας εποχής, ακριβώς. Τώρα έχουμε τραγούδια που να εκφράζουν την εποχή μας; Είτε τους νέους, είτε γενικότερα αυτό που ζούμε όλοι τα χρόνια αυτά;
Ναι, νομίζω ότι υπάρχουν. Αρκεί να έχουμε τη δυνατότητα να τα εντοπίσουμε. Γιατί πλέον γράφονται πάρα πολλά τραγούδια, πάρα πολλοί δίσκοι, βγαίνουν πάρα πολλά πρόσωπα στο τραγούδι, στη σύνθεση, στο στίχο και υπάρχουν πράγματα από νέους δημιουργούς που ούτε καν τα ξέρουμε. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμη τα γνωστά ονόματα, οι γνωστοί τραγουδιστές και ο τρόπος τους. Οπότε, αυτό θέλει και λίγο περισσότερο ψάξιμο από τους ακροατές, από τους θεατές, στο να βρουν και τι άλλο “τρέχει”. Υπάρχει και μία συνήθεια, λέμε “α, θα πάμε να ακούσουμε αυτόν, εκείνον”, “θα πάρουμε το δίσκο αυτού που ξέρουμε”, δεν θα δώσουμε τα λεφτά μας για να πάρουμε ένα δισκάκι που έχει κάνει με κόπο ένα νέο παιδί. Λίγο το φοβόμαστε. Αφηνόμαστε, λοιπόν, και ακούμε από το laptop, χωρίς κανένα ηχείο την προσπάθεια ενός νέου παιδιού, που δεν έχει τρόπο να φτάσει στη δισκογραφία και κάνει κάτι στο youtube. Είναι πολύ μυστήρια όλα αυτά. Έχω την εντύπωση, βέβαια, ότι αυτός που πραγματικά έχει ταλέντο και το θέλει πολύ και είναι πάθος πραγματικό, αληθινό, ουσιαστικό η μουσική και το τραγούδι για αυτόν, αργά ή γρήγορα θα βρει τον τρόπο να πάρει το βήμα.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες, οι γνωστοί που λέγαμε πριν, θα έπρεπε να εκφράσουν κάπως περισσότερο, μέσα από τις δημιουργίες, από τις ερμηνείες τους, αυτό που νιώθει ο κόσμος σήμερα, που είναι λίγο πιο πιεσμένος από την κρίση και όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του;
Νομίζω υπάρχει αυτό. Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά που λέει ότι ο κόσμος, επειδή περνάει πάρα πολύ δύσκολα, δεν θέλει τραγούδια που να τον στεναχωρούν. Θέλει τραγούδια να τον εκτονώνουν. Περάσαμε σε μια άλλη φάση. Το τραγούδι θέλουμε, κυρίως, να μας κάνει να περνάμε καλά. Δεν είναι σωστό, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Δεν θέλουμε τραγούδια που να μας πονάνε. Παλιότερα, ας πούμε, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας έγραφαν τραγούδια που μιλούσαν για τον πόλεμο, για την ξενιτιά…Όλοι οι μεγάλοι αυτοί λαϊκοί συνθέτες, οι ρεμπέτες, έγραφαν πολύ ανοιχτά για τα ναρκωτικά και όλα αυτά είναι η δική μας περιουσία και καταγράφουν καταπληκτικά τις εποχές. Τώρα, ας πούμε, δεν μιλάμε για τα ναρκωτικά, ελάχιστα τραγούδια γράφουν για αυτό. Δεν μπορούν να γράψουν εύκολα με έναν λαϊκό τρόπο, γιατί ο έντεχνος τρόπος εμπεριέχει πάρα πολλά από αυτά τα συναισθήματα που λέμε. Ο λαϊκός τρόπος, όμως, δεν υπάρχει. Ο λαϊκός τρόπος εμμένει στον έρωτα και δεν μιλάει για τα άλλα πράγματα. Δεν υπάρχουν, όμως και λαϊκοί συνθέτες αυτή τη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι, εξαιτίας της μεγάλης μου αγάπης προς το λαϊκό τραγούδι, είπα να προσπαθήσω να γράψω κι εγώ μουσική, να πάρω διάφορα στοιχεία από τους φίλους μου. Για αυτό έκανα και το “Τράβα ρε μάγκα”. Να δω πώς μπορούμε να μιλήσουμε στην εποχή μας με αυτό τον τρόπο του Σκαρβέλη. Μπορούμε να πούμε αυτή τη φράση, να μιλήσουμε πιο λαϊκά και όχι έντεχνα; Γιατί εγώ είμαι παιδί του έντεχνου τραγουδιού. Καινούρια λαϊκά τραγούδια δεν έχω τραγουδήσει. Τώρα, όμως, με τους Boğaz Musique, προσπαθώ να πάρω το νήμα από τη Σμύρνη και το ρεμπέτικο. Γι’ αυτό δεν έχω μπουζούκι και έχω μπαγλαμάδες και τζουράδες, μαζί με ηλεκτρικές κιθάρες και το κανονάκι που προέρχεται από τη Μ. Ασία. Προσπαθώ να δημιουργήσω έναν τρόπο, ώστε να μπορούμε να ξανακούσουμε και αυτές τις μουσικές και αυτά τα λόγια. Και παίρνοντας στοιχεία από αυτά τα lives, να μπορώ να κάνω έναν δίσκο με τους Boğaz Musique, που να έχει αυτόν τον ήχο. Γίνεται δηλαδή έτσι όπως θα έπρεπε να γίνει κανονικά: εκμεταλλεύομαι την μπάντα μου για να έχω έναν καινούριο ήχο στη δισκογραφία.
Σου αρέσει να “πειράζεις” τα τραγούδια… Αυτό το κάνεις γιατί θέλεις να τα φέρεις πιο κοντά σε νέο κοινό ή γιατί θέλεις να τα προσαρμόσεις μουσικά στο σήμερα;
Θέλω να τα προσαρμόσω στο σήμερα. Δεν είναι ο στόχος μου να τα κάνω πιο θελκτικά για τους νέους ανθρώπους. Είναι, επίσης, και το γεγονός ότι εγώ τραγουδάω πάρα πολλά χρόνια και κουράστηκα να παίζω αυτά τα τραγούδια απλά και μόνο προς διασκέδαση, για τον κόσμο. Πάντα, για πολλά χρόνια, το πρώτο μέρος ήταν το υλικό που δισκογραφούσαμε εμείς και το δεύτερο μέρος ήταν να κάνουμε το κέφι του κόσμου. Εγώ βρίσκω, λοιπόν, να το κάνω αυτό με έναν άλλο τρόπο, που να αρέσει πρώτα σ’ εμένα…
Είναι ο κύκλος που λέγαμε στην αρχή…
Ακριβώς! Και ξέρω ότι, αν αρέσει σε μένα, αυτό θα το δώσω και με πιο πολύ ενδιαφέρον στον κόσμο.
Κλείνεις 30 χρόνια στη δισκογραφία φέτος, το 2017. Τι κρατάς από αυτή την πορεία; Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ξεχωρίζεις, που είναι πιο πάνω από τις υπόλοιπες;
Πολλές, αλίμονο! Αν πούμε ότι βασιζόμαστε στην τύχη, υπήρξα πάρα πολύ τυχερή. Γνώρισα πολύ σημαντικά πρόσωπα στη ζωή μου, που μπόρεσα να μοιραστώ και εμπειρίες και συναισθήματα. Από πού να ξεκινήσω; Από τον Νταλάρα, τον Χατζηδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τη Γαλάνη; Τα πρόσωπα της δικής μου γενιάς, όπως είναι ο Ανδρέου, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο -μεγαλώσαμε μαζί με τον Γιώργο και κάναμε πράγματα από καρδιάς. Ο Λειβαδάς, που τον ξέρω από τότε που ήταν 24 χρονών, ο Ζούδιαρης, ο Πορτοκάλογλου…Τόσα πολλά πρόσωπα! Δεν παρακάλεσα ποτέ να μου γράψει κάποιος τραγούδι. Ήμουν η Μούσα αυτών των ανθρώπων, δηλαδή έγραφαν για μένα…
Υπάρχει κάτι που δεν έκανες αυτά τα 30 χρόνια και το μετάνιωσες; Κάτι που σου παρουσιάστηκε σαν ευκαιρία, μια πρόκληση που τη φοβήθηκες…;
Όχι! Ειδικά στις προκλήσεις πάντα ήμουν μέσα! Οι προκλήσεις για μένα ξεκινήσανε από την αρχή. Όταν ξεκίνησα στη Θεσσαλονίκη να τραγουδάω σμυρναίικα και ρεμπέτικα, έκανα συγχρόνως κλασικό τραγούδι και η δασκάλα μου ήθελε να με κάνει λυρική τραγουδίστρια, γιατί ήμουν colouratura. Συγχρόνως, ο πρώτος δίσκος που έβγαλα, ενώ τραγουδούσα σμυρναίικα και ρεμπέτικα, ήταν το “Σώπα κι άκουσε”, που ήταν ένα άκρως δυτικό τραγούδι. Τραγούδησα το “Αν τύχει”, που είναι μια καταπληκτική Bosa Nova και τραγούδησα σαν τη Sandé, που ακόμη δεν την ήξερα. Θέλω να πω ότι, όταν μπαίνεις και είσαι ανοιχτός μέσα στο τραγούδι, λες “ναι” στο καλό τραγούδι, δεν ενδιαφέρεσαι από πού προέρχεται αυτό.
Στην παρούσα φάση, αυτό που σε ιντριγκάρει μουσικά είναι οι ήχοι Δύσης – Ανατολής, Βαλκανίων – παράδοσης; Ως κράμα;
Ναι. Θέλω τη Μεσόγειο. Θέλω αυτοί οι ήχοι να μπορούν να γίνουν ένα κράμα και να μπορούν να είναι μέσα σε ένα τραγούδι, σε ένα λαϊκό τραγούδι, σε ένα μεσογειακό τραγούδι. Δηλαδή να μην είναι ακριβώς δυτικό, να χρησιμοποιήσουμε και τη Δύση αλλά και τη Μεσόγειο σε μία ισορροπία. Έτσι ανοίγουν και οι ορίζοντες, έτσι μπορούμε δηλαδή να έχουμε στοιχεία από πάρα πολλές μουσικές και να τις χρησιμοποιήσουμε κάνοντας πολύ ωραίες παραγωγές.
Βλέπουμε πολλά νέα παιδιά, καινούριες και παλιότερες μπάντες να μπαίνουν στη διαδικασία διασκευών παλιών τραγουδιών, να παίζουν με τους ήχους της παράδοσης, με το παλιό τραγούδι…
Πρέπει να συμβαίνει αυτό! Και μπορεί να ακούμε και μέσα στα καλά και κάποια που δεν είναι πετυχημένα, ως διασκευές, αλλά είναι ανάγκη να ξαναπιάσεις το νήμα από την αρχή και να δίνουμε μια δική μας ερμηνεία. Είναι πολύ σωστό που και οι νέοι ακόμη παίρνουν αυτά τα τραγούδια και τα δίνουν με έναν άλλο τρόπο παιγμένα. Δεν θέλω να βλέπω αυτή τη μουσική ως μουσειακή. Όπως γίνεται με την παράδοση, που κοντεύει να γίνει ένα μουσειακό είδος. Έχω μεταφράσει 3-4 δημοτικά τραγούδια, τα έχω μεταποιήσει, τα έχω φέρει πάνω μου, αλλά θέλω να μπορώ να έχω ένα, ολοκληρωμένο υλικό, να διαλέξω δηλαδή κάποια πολύ σημαντικά τραγούδια της παράδοσης και να μπορέσω να τα πειράξω με την αισθητική που τους πρέπει.
Να τα φέρεις στο σήμερα δηλαδή.
Να τα φέρω στο σήμερα. Να ακουστούν και αυτά τα κείμενα και να ακούσουμε και αυτούς τους δρόμους τους ωραίους της δημοτικής παράδοσης, που προέρχονται από το Βυζάντιο. Αυτό είναι κάτι που θέλω. Και στη φάση που είμαι, νομίζω ότι αυτό είναι το μεγαλεπήβολο πράγμα που σκέφτομαι.
Δουλεύεις κάτι τώρα, στην παρούσα φάση;
Εδώ και 5 χρόνια δουλεύω τα καινούρια τραγούδια, που εύχομαι να βγουν μέχρι το Μάρτιο.
Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας πόσο σε επηρεάζουν και δημιουργικά και ως άνθρωπο;
Με επηρεάζουν πάρα πολύ. Αλλά νομίζω ότι απλά βρίσκεις αυτόν τον κώδικα, για να μπορέσεις να βγεις πάνω από αυτά. Η τέχνη βοηθάει πολύ. Νιώθω τυχερή για αυτό. Δεν ξέρω δηλαδή πώς θα ήμουν, αν δεν είχα αυτή την τέχνη ως άρμα, για να πολεμήσω. Είναι πάρα πολύ σκληρά όλα αυτά που ζούμε και δεν έχουμε και από πουθενά φως. Το μόνο φως είναι αυτό το DNA το ελληνικό, που μας κάνει από τη φύση μας αισιόδοξους. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν από μηχανής θεό και τον ανασύρουμε όποτε βρισκόμαστε στα δύσκολα και μας γλιτώνει πάντα! Να ‘ναι καλά!
Πάντα υπάρχει ένας εύκαιρος…
Ακριβώς! Καλό ή κακό αυτό, το χρειαζόμαστε όμως. Είμαστε τέτοιος λαός, που έχουμε μάθει να ζούμε με πάρα πολύ φως, έχουμε μάθει να ζούμε επικοινωνιακά, θέλουμε τις παρέες μας, θέλουμε την οικογένειά μας, θέλουμε να περνάμε και να ζούμε ευχάριστα, να είμαστε χαρούμενοι. Δεν θέλουμε να μπαίνουμε στα δύσκολα και αυτό είναι βιασμός που συμβαίνει για τους περισσότερους, έτσι; Πάντα υπήρχαν φτωχοί άνθρωποι, πάντα υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν πολύ άσχημα. Αλλά τώρα έχει πιάσει το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων. Έχουμε υποστεί έναν τεράστιο βιασμό, γιατί είχαμε συνηθίσει να ζούμε με έναν τρόπο και τώρα μας λένε “Αυτά που ξέρατε, να τα ξεχάσετε και κόψτε το κεφάλι σας”…
Αυτός ο βιασμός μπορεί να έχει και θετικές συνέπειες; Μπορεί να φέρει ένα παιδί πιο δημιουργικό, πιο ισορροπημένο, πιο…;
Ακριβώς. Είχαμε ξεφύγει σαν λαός. Θεωρώ, δηλαδή, ότι αυτή η κρίση θα πρέπει να μας βγάλει όλους πιο δυνατούς. Να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε πίσω και να διορθώσουμε τα λάθη μας. Ο καθένας προσωπικά, για τη δική του ζωή, για τα δικά του λάθη. Κάνουμε πάρα πολλά λάθη, ασελγήσαμε απέναντι στο κανονικό. Πάρα πολλές έξοδοι, λεφτά, αυτοκίνητα, σπίτια χωρίς να υπάρχει υποδομή και, κατά δεύτερον, θεωρούσαμε όλοι ότι ήμαστε μικροί θεοί. Θεωρώ τώρα ότι είναι η ευκαιρία μας να τα διορθώσουμε. Αν θέλουμε να βγάλουμε ένα καλό μέσα από αυτό το κακό, να διορθωθούμε εμείς και να βρούμε την ισορροπία μας.
Εσύ είσαι φύσει αισιόδοξο άτομο;
Εγώ είμαι αισιόδοξη και επικοινωνιακή και big mama! Κρατάω όλα αυτά τα στοιχεία από τη Νάουσα. Μου αρέσει να έχω στο σπίτι μου τους φίλους μου, την οικογένειά μου, να τους μαγειρεύω, να τους νταντεύω, να τους προσέχω, να τους ταΐζω στο στόμα, αν γίνεται! Έχω αυτό το αίσθημα και ξέρω ότι με την αγάπη, τελικά, μπορείς ακόμη και έναν τρελό άνθρωπο να τον ισορροπήσεις και να τον κάνεις να περνάει καλά. Και έχω γνωρίσει πολλούς τρελούς ανθρώπους στη ζωή μου! Η αγάπη που λυτρώνει, βοηθάει πάρα πολύ όλους μας, όλους τους ανθρώπους.
Να έρθουμε και λίγο στις εμφανίσεις σου στη μουσική σκηνή Σφίγγα…
Η Σφίγγα είναι στο κέντρο της πόλης, είναι η δική μου ανάγκη να δημιουργήσω ένα στέκι στο κέντρο της Αθήνας και, αν θέλετε, να μπορέσω να περάσω και έναν ακόμη χώρο στο χάρτη της διασκέδασης. Γιατί δεν έχουμε πολλούς μικρούς χώρους. Κατάφερα μέσα σε αυτά τα 5 χρόνια μαζί με τους Boğaz Musique να βρω έναν πολύ εναλλακτικό τρόπο να παίζουμε. Στην αρχή παίζαμε πολύ λίγα τραγούδια, το live μας κρατούσε μιάμιση ώρα με τα χίλια ζόρια, γιατί έπρεπε να ταιριάζουν στα όργανα τα τραγούδια αυτά. Τώρα, από εκεί που ξεκίνησε ως ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, είναι ένα από τα πιο σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, εναλλακτικά mainstream προγράμματα!
Εναλλακτικά mainstream!
Ακριβώς! Κάποιοι μας λένε “Πώς θα το χαρακτηρίζατε;”…Νομίζω ότι η μουσική που παίζουμε είναι “ένα μικρασιατικό post” και χαίρομαι πολύ, γιατί κατάφερα αυτό να το μεταφέρω στον κόσμο, να κάνω τον κόσμο δηλαδή και να ουρλιάξει και να τραγουδήσει και να σηκωθεί, να αισθανθεί λίγο αυτό το διονυσιακό κομμάτι που μας λείπει από τις live εμφανίσεις. Και επειδή εγώ το έχω ως Ναουσαία επαρχιώτισσα, είπα αυτό να το υπενθυμίσω τώρα που νιώθω και πιο ώριμη. Αλλά δεν ξέρω για πόσο καιρό μπορώ να το κάνω. Για αυτό ήθελα, να μπορώ όλο αυτό το πράγμα να λήξει, να βάλει μια άνω τελεία, ίσως, εδώ στη Σφίγγα.
Η Ελένη Τσαλιγοπούλου συνεχίζει τις εμφανίσεις της μαζί με τους Boğaz Musique στη Μουσική σκηνή Σφίγγα (Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής), κάθε Παρασκευή και Σάββατο.
Οι Boğaz Musique είναι:
Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου – κιθάρες, μπαγλαμάς
Αριστείδης Χατζησταύρου – κιθάρες
Αποστόλης Τσαρδάκας – κανονάκι, τζουράς, μπαγλαμάς
Χάρης Κελλάρης – μπάσο
Αλέκος Σπανίδης – τύμπανα
Αργύρης Διαμαντής – κρουστά