Είναι ένας άνθρωπος πολύ θετικός και ταλαντούχος, ο οποίος σύντομα θα έχει στις “αποσκευές” του μία τεράστια μουσική “προίκα”: ένα άλμπουμ γεμάτο φως, που φέρει την υπογραφή των Νικόλα Πιοβάνι και Λίνας Νικολακοπούλου. Η “Όμορφη ζωή” του Θοδωρή Βουτσικάκη είναι αυτή την περίοδο γεμάτη δημιουργικές στιγμές και έχει τη δύναμη να πάει κόντρα στην κατήφεια και τη μιζέρια της εποχής…
Συνέντευξη στον Θεόδουλου Παπαβασιλείου
– Πλησιάζουμε επιτέλους στην κυκλοφορία του καινούργιου άλμπουμ;
Φτάνουμε! Μέσα Φεβρουαρίου επίσημη κυκλοφορία, μετά από τριάμισι περίπου χρόνια πολύ έντονης εσωτερικής και εξωτερικής διεργασίας. Και μιλάω για την αναμονή μέσα μου, το πώς την περίμενα αυτή τη δουλειά να κυκλοφορήσει, αλλά και φυσικά για την προετοιμασία, τις συζητήσεις με τους δημιουργούς, τις σκέψεις για τις μουσικές του Νικόλα Πιοβάνι που επιλέξαμε, για να γράψει η Λίνα Νικολακοπούλου ελληνικό στίχο… Κάποιες μουσικές που είναι ήδη γνωστές και αγαπημένες από κινηματογράφο, κάποιες από θέατρο και κάποιες μουσικές, οι οποίες γίνονται τραγούδια για πρώτη φορά.
Ήταν ένα όνειρο κάποια στιγμή να συναντήσω τον Πιοβάνι, ήταν ένα όνειρο κάποια στιγμή να συναντήσω τη Νικολακοπούλου, αλλά δεν είχα τολμήσει να φανταστώ ότι θα μπορούσαν όλα να γίνουν σε ένα, και να έχω τους δύο ανθρώπους αυτούς απέναντί μου στο ίδιο τραπέζι…
– Τι θα ακούσουμε σε αυτό το άλμπουμ;
Σε αυτό το άλμπουμ θα ακούσουμε και θα αισθανθούμε πως είναι όμορφη η ζωή. Δηλαδή, τις αποχρώσεις των συναισθημάτων και των αισθημάτων, να θυμηθούμε το πώς είναι να είναι όμορφη η ζωή, να υμνείς την αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις και τις αποχρώσεις.
Πιστεύω, δηλαδή, ότι έχουν καταφέρει οι δύο δημιουργοί να βάλουν τις νότες και τις λέξεις αυτές, που μπορούν να δώσουν στον καθένα την αισιοδοξία και το “φως” να θυμηθεί για τους δικούς του λόγους πως η ζωή είναι ωραία.
– Γιατί πιστεύεις ότι αγαπήθηκε τόσο πολύ το “Όμορφη ζωή”; Ήταν μια ανάσα αισιοδοξίας μέσα σε μια περίοδο γενικότερης μιζέριας;
Το καλύτερο φάρμακο! Νομίζω αυτό είναι, δηλαδή η αμεσότητα που έχει ο λόγος της Λίνας Νικολακοπούλου, ο λόγος που έβαλε σε αυτό το τραγούδι, η παρότρυνση, το “Βγες, τραγούδα τη ζωή”. Υπενθύμισε αυτό που είπαμε και πριν, ότι υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι να θυμόμαστε ότι η ζωή είναι ωραία, πέρα από τη μιζέρια και την κατήφεια ή όλες αυτές τις αφορμές αρνητικών συναισθημάτων που λαμβάνουμε καθημερινά.
Εγώ πιστεύω και αγαπώ πάρα πολύ αυτή τη σκέψη που έχω διαβάσει από έναν ξένο συγγραφέα: ότι όπως τα πάντα στη ζωή είναι διπλά, έτσι και το σκοτάδι υπάρχει για να μας θυμίζει την αξία που έχει το φως. Οπότε, νομίζω ότι μέσα σε αυτή τη σκέψη είναι και αυτό το κομμάτι, και φυσικά η μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, που είχε γράψει για την ταινία με τον Ρομπέρτο Μπενίνι και βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής.
– Στο ραδιόφωνο “κυριαρχούν” τραγούδια που μιλάνε για τον χωρισμό, για πόνο, εκδίκηση… Δηλαδή, ακόμη και στην περίπτωση που μιλάμε για ένα ωραίο συναίσθημα όπως ο έρωτας, η αγάπη, δίνουμε έμφαση στην αρνητική πλευρά…
Νομίζω ότι αυτό ίσως καταδεικνύει τον εθισμό που έχει ο άνθρωπος, ή τέλος πάντων η κοινωνία, σε μια δεδομένη χρονική φάση, προς το αρνητικό συναίσθημα, προς το σκοτάδι. Και αυτό καταδεικνύεται και μέσα από αυτό που λες.
Σε αυτό είναι που πρέπει να πάμε κόντρα, όχι για να αποδείξουμε κάτι, αλλά για να κατανοήσουμε ότι και η άλλη πλευρά είναι υπαρκτή. Και όχι απλά υπαρκτή, αλλά και δεσπόζουσα. Απλά ίσως δεν της έχουμε δώσει τα τελευταία χρόνια τόσο χώρο.
Αισθάνομαι σαν να υπάρχει ένας μαγνήτης προς το αρνητικό, ότι έχουμε βυθιστεί και πρέπει να βρούμε τα μέσα για να πάμε κόντρα σε αυτό.
– Την “άλλη” μουσική σκηνή –ξέρω ότι δεν σου αρέσει να βάζεις ετικέτες– την παρακολουθείς; Ξεχωρίζεις κάποιους από τους “απέναντι”, τους πιο “εμπορικούς” ας πούμε;
Προσπαθώ, χωρίς ποτέ να υπάρχει ο αρκετός χρόνος για όλα, να παρακολουθώ πολλά. Και για πρακτικούς λόγους ακόμη. Κάνω μια υποθετική εικόνα: είμαι εγώ σε ένα μαγαζί, το οποίο είναι άδειο, και δίπλα υπάρχει ένα άλλο μαγαζί που είναι γεμάτο. Ή το αντίθετο. Δεν με αφορά να ξέρω τι συμβαίνει;
Θα σου πω ποια κοπέλα μου έχει κάνει εντύπωση, αφού πρώτα σου πω ότι δεν αισθάνομαι “απέναντι”. Δεν αισθάνομαι κανένα άνθρωπο “απέναντι”. Δεν με ενοχλεί καθόλου το τι είδος τραγουδιού επιλέγει ο καθένας να τραγουδήσει, να γράψει, να συνθέσει κ.λπ. Το μόνο που με ενοχλεί είναι το να μην σέβεσαι αυτό που κάνεις, γιατί έτσι δεν σέβεσαι και τον ακροατή και το κοινό.
Από τους πιο εμπορικούς καλλιτέχνες, μου έχει κάνει πολύ θετική εντύπωση η Ελένη Φουρέιρα. Και επειδή έχει τύχει να τη συναντήσω δυο φορές, ακόμα και ο τρόπος που “στέκεται” σε μια κουβέντα, σε μια πρώτη γνωριμία, στη σύσταση, στο πώς θα μιλήσει για τη δουλειά της, για την πορεία της, μου έχει κάνει εντύπωση θετική. Ο τρόπος που δουλεύει. Είναι πολύ “ταγμένη”, είναι “πιστή” σε αυτό που κάνει. Άσχετα αν κάνει μια μουσική που εγώ δεν ακούω.
Ακόμα αισθάνομαι ότι είμαι στα πολύ πρώτα μου βήματα, για να δείξω όλο το φάσμα του ρεπερτορίου που θέλω να υπηρετήσω.
– Παρακολουθώντας κάποιος την πορεία σου, θα μπορούσε να πει ότι είσαι, για την ώρα, σε κάποιο πολύ συγκεκριμένο ύφος και είδος. Θα τολμούσες στην παρούσα φάση μία ανατροπή, κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που έχεις ήδη κάνει;
Στη δισκογραφία είμαι μόλις τέσσερα-τεσσεράμισι χρόνια, με έναν προσωπικό δίσκο που έχω με τον Δημήτρη Μαραμή, έναν ποιητικό δίσκο. Τώρα βγαίνει η δεύτερή μου δουλειά, αυτή με τον Νικόλα Πιοβάνι και τη Λίνα Νικολακοπούλου.
Αντιλαμβάνομαι ότι προς τα έξω, προς το παρόν, αυτό μπορεί να φαίνεται ότι είναι συγκεκριμένο, αλλά εγώ μέσα μου έχω την εικόνα τού τι θέλω να κάνω για την επόμενη 10ετία. Δεν αισθάνομαι ότι είναι “συγκεκριμένο”. Ίσα ίσα, αισθάνομαι την ανάγκη τού να ορίσω ακόμα περισσότερο τα σημεία που θέλω να σταθώ καλλιτεχνικά, τις συνεργασίες και τη δισκογραφία που θέλω. Γιατί είμαι ένας τραγουδιστής που από την αρχή ονειρευόμουν αυτό που λέμε δισκογραφία, να κάνω πρώτες εκτελέσεις σε τραγούδια, σε μουσικά έργα. Για εμένα, αυτό πάντα ήταν πολύ μεγάλο ζητούμενο. Ίσως έτσι μεγάλωσα, είναι κομμάτι της παιδείας μου.
– Μία ανατροπή θα μπορούσε να αφορά και τους χώρους στους οποίους εμφανίζεσαι. Έχεις μεγάλη απήχηση στους νέους ανθρώπους, δεν θεωρείς ότι οι χώροι που επιλέγεις ίσως να είναι λίγο πιο “δύσκολοι” για τη νέα γενιά;
Χαίρομαι που το τοποθετείς έτσι, για να μπορέσουμε να κάνουμε ακριβώς όλη την κουβέντα στην προηγούμενη ερώτηση.
Ακόμα αισθάνομαι ότι είμαι στα πολύ πρώτα μου βήματα, για να δείξω όλο το φάσμα του ρεπερτορίου που θέλω να υπηρετήσω. Εγώ ξέρω μέσα μου τι ρεπερτόριο θέλω να υπηρετήσω, τι μελετώ, τι αγαπώ. Αυτό, φυσικά, δεν έχει προλάβει να φανεί μέχρι τώρα. Θα είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα αυτό που γίνεται με τον δίσκο με τον Πιοβάνι και τη Λίνα, γιατί, πέρα από τα 9 καινούργια τραγούδια, με τοποθετώ ρεπερτοριακά και στον χάρτη, σε αυτό που λέμε “μεσογειακό ρεπερτόριο”.
Όσον αφορά τους χώρους, υπάρχει ένα πρόβλημα, το οποίο το έχουμε εντοπίσει, νομίζω, όλοι. Υπάρχει θέμα με τους χώρους στους οποίους μπορούμε να εμφανιστούμε ως νέοι καλλιτέχνες. Με αφορμή τη συνεργασία με τον Πιοβάνι, έκανα μια πολύ ωραία μεγάλη συναυλία με τη Νικολακοπούλου στο Μέγαρο Μουσικής, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Υπήρχε μια ωραία αφορμή, για να γίνει σε έναν εμβληματικό χώρο μια τέτοια συναυλία. Με κάλεσε η Λίνα στις δικές της βραδιές που έκανε στον “Παρνασσό”. Το 2018 έκανα για πρώτη φορά προσωπική περιοδεία στην Ελλάδα, με την υπογραφή της Νικολακοπούλου στην επιμέλεια του προγράμματος, και κάναμε τις “βόλτες” μας. Στο Ηράκλειο παίξαμε σε πλατεία, στη Μάνη παίξαμε στη Βάθεια, ανάμεσα από τα κάστρα και τους πύργους, στα Μέθανα παίξαμε πάνω στο λιμάνι. Είναι ο τόπος καταγωγής της Λίνας, ήρθε κόσμος από τον Πόρο, από τριγύρω χωριά, από παντού.
Ενδεικτικά τα αναφέρω αυτά, για να δείξω ότι, μέσα στη “βόλτα” που κάνουμε, σαφώς και απευθυνθήκαμε και σε κόσμο και σε χώρους που δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που μπορεί να φανταζόμαστε μόνο ως Μέγαρο Μουσικής, δηλαδή ότι ο Θοδωρής είναι ένας καλλιτέχνης που θα πάει μόνο στο Μέγαρο Μουσικής. Δεν ισχύει αυτό. Το Μέγαρο το τιμώ ως χώρο, και με τιμάει κι αυτός ως χώρος. Όταν υπάρξουν και οι άλλοι χώροι που θα με τιμήσουν ως νέο που έρχομαι σε αυτή τη δύσκολη εποχή να υπηρετήσω με σοβαρότητα και με σεβασμό αυτή την πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, τότε και εγώ θα είμαι πολύ χαρούμενος να πάω σε αυτούς να τραγουδήσω.
– Μιλώντας για ανατρεπτικές κινήσεις, θα μπορούσαμε να σε δούμε στη Εurovision, για παράδειγμα;
Γιατί όχι; Η Eurovision είναι ένας θεσμός που έχει φιλοξενήσει από τη Σελίν Ντιόν και τη Λάρα Φαμπιάν, μέχρι τον Σαλβαντόρ Σομπράλ, που είναι επίσης ένας τραγουδοποιός ξένος που αγαπώ πάρα πολύ. Τη μούσα μου, την Ντούλτσε Πόντες, που είναι ίσως η αγαπημένη μου φωνή παγκοσμίως, την Πατρίσια Κας. Έχει φιλοξενήσει μια τεράστια γκάμα καλλιτεχνών που περιλαμβάνει τα πάντα.
Γιατί εγώ να είμαι εκτός από τα “πάντα”; Τι τόσο διαφορετικό υπάρχει σε αυτό που κάνω, για να αποποιούμαι έναν θεσμό, ο οποίος έχει φιλοξενήσει τόσους καλλιτέχνες; Και ο Άντριου Λόυντ Βέμπερ, ένας από τους καλύτερους συνθέτες παγκοσμίως, έχει πάει. Θα έρθω εγώ να πω ότι δεν θα πήγαινα; Το θεωρώ τρελό! Αν με ρωτάς, θα ήθελα ένα πολύ ωραίο τραγούδι για να πάω.
– Πριν πάμε στις θεατρικές αυτή τη φορά εξελίξεις, θέλω να μου πεις γιατί, κατά τη γνώμη σου, ο κόσμος ακόμη μιλάει τόσο πολύ και τόσο θετικά για τον “Ερωτόκριτο”, στον οποίο είχες πρωταγωνιστήσει.
Νομίζω πρέπει να ρωτήσετε τον κόσμο! Εγώ πάντως, ως ερμηνευτής, αν μου πεις μετά από 6 χρόνια “κάνε ξανά τον “Ερωτόκριτο” για 20 παραστάσεις”, θα σου πω “το κάνω με απόλυτη ευχαρίστηση!”. Είναι κάτι το οποίο, όχι απλά δεν έχω βαρεθεί, αλλά κάτι στο οποίο ακόμα ανακαλύπτω πράγματα. Νομίζω ότι και από την πλευρά του ακροατή συνέβη κάτι αντίστοιχο. Είναι κάτι το οποίο ήταν γνήσιο, και σε καθετί γνήσιο μπορείς πάντα να ανακαλύψεις κάτι καινούργιο.
Σε ένα αριστούργημα λογοτεχνικό του Κορνάρου, ήρθε ο Μαραμής και έγραψε μουσική με καρδιά. Σε αυτό το αληθινό πράγμα μπήκαμε όλοι εμείς, νομίζω δώσαμε όλοι τον εαυτό μας και, άρα, αυτό που είδε ο κόσμος ήταν κάτι που “του έμεινε”. Εγώ το ζω ως ερμηνευτής. Δεν το χορταίνω αυτό το έργο!
– Να κλείσουμε, λοιπόν, με τον “Μόμπυ Ντικ” που επίσης έρχεται προσεχώς;
Έζησα τη χαρά να λάβω αυτή την πρόσκληση από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, έναν συνθέτη που περίμενα πολύ να συναντήσω, και χαίρομαι που αφορμή είναι ο “Μόμπυ Ντικ”.
Ο “Μόμπυ Ντικ” είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχω ζήσει μέχρι τώρα στο μουσικό θέατρο, και γενικότερα στην πορεία μου. Έχω μεταφερθεί σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο, χωροχρονικό πλαίσιο. Έχω αναγκαστεί να διαβάσω γι’ αυτό το πλαίσιο, γι’ αυτή τη συνθήκη, γι’ αυτό τον λαό, γι’ αυτή την εποχή, πώς ζούσαν τότε. Έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα.
Έχω μπει και στη διαδικασία να υποδυθώ έναν ρόλο, η μεγάλη αξία του οποίου προκύπτει από τη δυαδική σχέση του χαρακτήρα με τον Αχαάβ. Σε αυτό το έργο, σε αυτή την υπόθεση, αυτό που βλέπουμε είναι η σχέση του Αχαάβ με το “αντίπαλο δέος” του, τον Στάρμπακ που υποδύομαι, και του Στάρμπακ, αντίστοιχα, με τον Αχαάβ. Άρα, παρακολουθώ την εξέλιξη της ψυχολογίας μου, ως ρόλος και ως άνθρωπος, στις πρόβες και στην προετοιμασία, σε σχέση με κάποιον άλλο. Αυτό είναι κάτι που το ζω τόσο έντονα πρώτη φορά.
Νομίζω ότι αυτό που θα δείτε θα είναι κάτι, το οποίο θα αρέσει πάρα πολύ. Ο Παπαδημητρίου έχει γράψει τρομερά ενδιαφέροντα μουσικά θέματα γι’ αυτή την παράσταση. Εγώ έχω ξεχωρίσει 3-4 σημεία του έργου στα οποία εγώ προετοιμάζομαι για να βγω στην επόμενη σκηνή, που πιάνω τον εαυτό μου, ακόμη και μετά από 2 μήνες προετοιμασίας, να κάθομαι και να χαζεύω αυτό που ακούω. Ελπίζω ότι δεν θα μου συμβεί και στην παράσταση να ξεχαστώ να βγω! (γέλια)
Και έρχεται και ο Γιάννης να δώσει μία θεατρική διάσταση σε μια παράσταση, η οποία θα έχει πάρα πολλά τεχνολογικά μέσα για να παρουσιαστεί. Άρα, αυτό που υπενθυμίζει ο Κακλέας είναι ότι, άσχετα με τα τεχνολογικά μέσα, με τα ολογράμματα, τα 3D projections κ.λπ., δεν ξεχνάμε ότι εκεί πάνω παίζουμε, και ότι αυτή η θεατρική υπόσταση πρέπει να είναι διάχυτη και στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε και τα κομμάτια.
Όλο αυτό είναι μια μετεξέλιξη των όσων είχα ζήσει μέχρι τώρα. Και ανυπομονώ!
– Κάτι άλλο που περιμένουμε αυτή την περίοδο;
Όχι, νομίζω δεν υπάρχει χρόνος για κάτι άλλο! (γέλια) Αυτό που μπορώ να πω, συνδυαστικά με τον δίσκο, γιατί συνέπεσε χρονικά να παρουσιάζονται και τα δύο πράγματα σχεδόν ταυτόχρονα, είναι ότι η κυκλοφορία του δίσκου δίνει και τις πρώτες μεγάλες συναυλίες που αφορούν αυτή τη δισκογραφική δουλειά, με πρώτη, που είναι και η πρώτη του εξωτερικού για μένα, μεγάλη και προσωπική, είναι στις 6 Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Που είναι η πρώτη μας «έξοδος» επίσημη με τη Λίνα και τον δίσκο στις βαλίτσες μας. Πάμε να παρουσιάσουμε, δηλαδή, αυτή τη δουλειά στο κοινό των Βρυξελλών και να δω και την πρώτη αλληλεπίδραση με αυτά τα τραγούδια με το κοινό.