Τον περιμένεις λίγο πιο “παιδί”. Δεν είναι. Αντιθέτως, ο Θοδωρής Μαραντίνης σου αποδεικνύει ότι, πίσω από τον πάντα κεφάτο και αεικίνητο τραγουδιστή των Onirama, υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν κάνει τίποτα αβασάνιστα. Ο ίδιος διανύει μια περίοδο προβληματισμού, γεγονός που υπόσχεται σύντομα ένα καινούριο “πρόσωπο” δικό του, αλλά και των Onirama. Κι αν κρίνει κανείς από τα λεγόμενά του, το μόνο σίγουρο είναι πως ό,τι κι αν προκύψει, θα έχει ενδιαφέρον…
συνεντεύξη στη Μαρία Λυσάνδρου
11η Σεπτεμβρίου σήμερα που συναντιόμαστε. Μπορείς να θυμηθείς μια “καταστροφική” μέρα στη ζωή σου, που σε έβαλε σε διαδικασία να αναθεωρήσεις πρόσωπα και καταστάσεις;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ένα συγκεκριμένο γεγονός στο μυαλό μου. Αλλά σε μένα κάπως έτσι συμβαίνει: υπήρξαν διάφορες τέτοιες φάσεις που ήταν πολύ περίεργες και δύσκολες. Μπορεί να ήταν πέντε μέρες, ένας μήνας, μια σεζόν, που όμως στη δική μου ψυχοσύνθεση λειτούργησαν λυτρωτικά μετά. Πρέπει να πέσουμε χαμηλά, να “πέσει λίγο ξύλο”, που λέω εγώ, για ν’ αποφασίσουμε να κάνουμε την αλλαγή…
– Μήπως, όμως, τέτοιες καταστάσεις μπορεί και να μας “μαγκώσουν” λίγο, αντί να μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε;
Έτσι κι αλλιώς, το λυτρωτικό κομμάτι έρχεται μακροπρόθεσμα. Γιατί, κατά τη διάρκεια αυτής της “καταστροφής”, υπάρχει πολλή απομόνωση, αποσταθεροποίηση και μια αποστασιοποίηση από ανθρώπους και καταστάσεις. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι κάπως το δημιουργώ έμμεσα, αν κάποια στιγμή καταλάβω ότι το έχω ανάγκη.
Αλλά αν το σκεφτείς, μοιραία, μετά από μια δύσκολη κατάσταση υπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Εξαρτάται από σένα πώς θα τη διαχειριστείς, ώστε αυτή είτε να σε κάνει πιο δημιουργικό, είτε να σου φέρει ξανά ένα ίδιο αποτέλεσμα, μέχρι να πάρεις το σωστό μάθημα.
Θεωρώ ότι τέτοιες ζόρικες καταστάσεις είναι μαθήματα. Απλά είναι πολύ δύσκολο ως άνθρωποι να το δούμε έτσι.
– Εδώ και μερικούς μήνες κυκλοφορεί το καινούριο cd των Onirama. Γιατί “Pop Αrt”;
Νομίζω ότι ήταν η πιο ποπ στιγμή μας, παρόλο που μουσικά, από την αρχή, εμείς φλερτάραμε πολύ και με άλλα είδη – ενορχηστρωτικά, στιλιστικά… Λίγο με το έντεχνο, λίγο με το ροκ, λίγο με το πιο dance στοιχείο.
Αρχικά δεν ήταν να γίνει συγκεκριμένος δίσκος. Ξεκινήσαμε και κάναμε τραγούδια ξεχωριστά, συνεργαστήκαμε και με άλλους ανθρώπους… Κάποια στιγμή μαζεύτηκαν όλα αυτά, και λέμε με τα παιδιά: “Πρέπει να τα βάλουμε σε ένα δίσκο!”. Τα κάναμε λίγο ανάποδα τα πράγματα αυτή τη φορά.
Πιο πολύ είναι σαν συλλογή αυτός ο δίσκος, παρά σαν LP, που λέγαμε παλιά. Όταν τα μαζέψαμε κάποια στιγμή για να τα ακούσουμε συνολικά, λέω: “Τώρα θα έχει καμία συνοχή αυτό το πράγμα;” Όλως περιέργως, αυτό ήταν το κομμάτι που τα συνέδεε: Ήταν λίγο πιο ποπ, κάτι λίγο πιο “γυαλιστερό”, πιο “έγχρωμο”. Έτσι, και λίγο αυτο-σαρκαζόμενοι μέσα από το “Pop Αrt”, καταλήξαμε σε αυτόν τον τίτλο.
– Το cd περιλαμβάνει και τρεις διασκευές. Αγαπάτε γενικώς τις διασκευές ως συγκρότημα.
Πολύ, πολύ.
– Γιατί αυτό; Είναι μια “safe” επιλογή; Μήπως είναι και λίγο το γούρι σας;
Κοίταξε, “safe επιλογή” δεν μπορείς να την πεις ακριβώς… Γιατί τραγούδια όπως το “Μηδέν”, το “Τόσα καλοκαίρια” και το “Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα” είναι τόσο “κλασικά”, που μπορεί να είναι μεγαλύτερο το ρίσκο της διασκευής τους. Γιατί ναι μεν είναι γνωστά, έχουν όμως αγαπηθεί τόσο πολύ, που είναι δύσκολο να τα ξανακούσει κάποιος αλλιώς. Συνήθως γίνεται σύγκριση και αυτό δεν σε βοηθάει. Γι’ αυτό και συνήθως πολλές διασκευές γίνονται σε τραγούδια όχι και τόσο γνωστά.
– Πάντως, και τα τρία τραγούδια που επιλέξατε στο cd είναι πολύ μεγάλες επιτυχίες…
Εμείς, από τότε που ξεκινήσαμε, κάναμε διασκευές. Είναι ένα στοιχείο που το ’χουμε πολύ μέσα μας. Κάθε τραγούδι που διασκευάζουμε το πιάνουμε από το μηδέν και το στήνουμε όπως θα στήναμε ένα δικό μας τραγούδι.
Μέχρι στιγμής, πάντως, έχουμε πάρει πολύ θετικά σχόλια – από το “Το ξέρω, θα ’ρθεις”, μέχρι τη “Γυριστρούλα” του Λάκη Παπαδόπουλου. Έχουμε πάρει θετικά σχόλια και από τους ίδιους τους δημιουργούς, κι αυτό είναι πολύ ωραίο συναίσθημα.
– Ας το πάμε λίγο πιο φιλοσοφικά: Σε εκφράζουν καθόλου ως άνθρωπο όλα όσα λέει το “Μηδέν”; Αν έγραφες π.χ. εσύ ένα τραγούδι μετά από 20 χρόνια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα θα είχες ζήσει και μάθει στη ζωή σου, θα μπορούσε να είναι αυτό;
Ναι, θα μπορούσε. Θα ήταν ακριβώς αυτό το τραγούδι!
Το λέω γιατί τώρα είμαι σε μια φάση επαναπροσδιορισμού πραγμάτων, προσωπικών και επαγγελματικών – ίσως και λόγω ηλικίας, και λόγω πορείας, αυτό είναι μοιραίο. Νιώθω ότι έχει κλείσει ένας κύκλος και πρέπει να ανοίξει ένας καινούριος.
– Ρωτάω γιατί το συνδέω και με άλλα δικά σου στοιχεία: ‘Yolo’ (You Only Live Once) ήταν το τραγούδι που γράψατε για την εκπομπή World Party. ‘Yolo’ είναι και το όνομα της εταιρείας σου. Υπάρχουν κάποια κοινά σημεία.
Ακριβώς. Είναι λίγο η νέα μου προσέγγιση στα πράγματα, στα δρώμενα και στη ζωή μου γενικότερα. Προσπαθώ να αφήσω πίσω το παλιό, να πιάσω το καινούριο.
– Το ‘Yolo’ ως φιλοσοφία, όμως, δεν έχει και μια μικρή ανευθυνότητα;
Έχει μια μικρή ανευθυνότητα, αλλά νομίζω ότι όλα αυτά τα προσαρμόζεις σε σχέση πάντα με τον χαρακτήρα σου, τον τρόπο ζωής, τις συνθήκες. Δηλαδή είσαι και στην Ελλάδα – δεν μπορείς να είσαι και πολύ ‘Yolo’ όταν γίνονται όλα αυτά που γίνονται, έτσι; Οπότε ίσως είναι μια άμυνα.
– Στίχος ή μουσική είναι για σένα το σημαντικότερο σε ένα τραγούδι;
Είναι ο συνδυασμός, σίγουρα ο συνδυασμός…
Εντάξει, στην Ελλάδα ο στίχος έχει μια βαρύτητα παραπάνω. Δηλαδή, αν το δεις σε σχέση με το εξωτερικό, εκεί νομίζω ότι η μουσική “μετράει” περισσότερο. Στην Ελλάδα νομίζω ισορροπεί ανάμεσα στα δύο, είναι λίγο 50-50.
– Και γιατί, ειδικά στην Ελλάδα, ο στίχος να είναι πιο σημαντικός;
Ίσως γιατί εμείς έχουμε την ποίηση, έχουμε και το έντεχνο τραγούδι. Στο εξωτερικό δεν υπάρχει αυτό. Εμάς είναι και λίγο στο DNA μας: “το ’χουμε” λίγο και το πιο “ψαγμένο”, το πιο λυρικό. Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν και σουξέ φτιαγμένα από πολύ απλοϊκό στίχο…
– Θα σκεφτόσουν ποτέ κατ’ αρχάς να γράψεις και, σε δεύτερο στάδιο, να πεις κάποιο άλλο είδος τραγουδιού; Λαϊκό, ας πούμε.
Μου αρέσει να δοκιμάζω. Και ως μπάντα έχουμε δοκιμάσει πράγματα – αν όχι τόσο δισκογραφικά, περισσότερο σε επίπεδο live και συνεργασιών. Μου αρέσει να πειραματίζομαι, αλλά θέλω να είμαι σε ένα τέτοιο επίπεδο, που να νιώθω ότι το κάνω και καλά. Δηλαδή όχι, σώνει και ντε, “θα πω ένα λαϊκό ή ένα ρεμπέτικο ή ένα χέβι-μέταλ”. Οπότε, είναι σαν επόμενο βήμα να κάνω και κάτι διαφορετικό. Θα προτιμούσα το ρεμπέτικο παρά το λαϊκό, να σου πω την αλήθεια.
– Ρεμπέτικο, ε; Πιο “βαρύ” μου φαίνεται από το λαϊκό…
Ναι, νομίζω ναι. Και αρέσει πολύ και στους υπόλοιπους της μπάντας. Έχουμε πει ότι, κάποια στιγμή, μπορεί να στήσουμε μια τέτοια παράσταση. Δεν ξέρω αν θα έχει επιτυχία, αλλά σίγουρα θα έχει πολύ ενδιαφέρον!
– Στις εμφανίσεις σας, σε έχω ακούσει πολλές φορές να λες: “Θα πούμε τώρα τα τραγούδια από το τάδε cd. Εντάξει, δεν το πήρατε πολλοί, αλλά δεν πειράζει, ακούστε το τώρα!”. Παράπονο; Αυτοσαρκασμός;
Αυτό είναι λίγο η “σχολή” του Robbie Williams, που είναι αγαπημένος μου καλλιτέχνης: μου αρέσει να αυτοσαρκάζομαι και να επικοινωνώ με το κοινό.
Ζούμε πλέον στην εποχή των singles, και όχι στην εποχή του ολοκληρωμένου δίσκου. Το κοινό που έρχεται στις εμφανίσεις μας ξέρει μόνο τα singles, αυτά που παίζουν στο ραδιόφωνο. Εγώ, ας πούμε, παλιά όταν πήγαινα στη συναυλία των Κατσιμίχα ή των Πυξ Λαξ, είχα ακούσει πριν όλο τον δίσκο. Όποιο τραγούδι και να παίζανε, το ήξερα! Τώρα, αν παίξουμε ένα τραγούδι που δεν έχει παίξει πολύ στο ραδιόφωνο, το κοινό σε κοιτάει λίγο “Τι είναι αυτό που μας λες τώρα, ρε μεγάλε;”. Ιδίως όταν πάει κάπου για να περάσει καλά. Και σ’ εμάς έρχεται για να διασκεδάσει. Δεν γίνεται εσύ να τον “φλομώσεις” με… άποψη!
Οπότε, εκεί προσπαθώ κι εγώ να σκεφτώ κάποια τεχνάσματα, να σπάσει λίγο ο πάγος. Το χιούμορ είναι πολύ καλό εργαλείο για τις συναυλίες.
– Πού αποδίδεις εσύ το ότι, τα τελευταία χρόνια, είναι λίγο “περίεργα” τα πράγματα στη μουσική βιομηχανία; Είναι θέμα εποχής;
Δεν θεωρώ ότι πάνε άσχημα τα πράγματα στη μουσική, να σου πω την αλήθεια… Θεωρώ ότι η μουσική υπάρχει και πάει καλά. Αρκετά καλά.
Η διαφοροποίηση στην Ελλάδα είναι η εξής: δεν υπάρχουν πλέον εμφανίσεις έξι μέρες την εβδομάδα (που δεν υπήρχαν πουθενά στον κόσμο, έτσι;). Αυτό για μένα δεν είναι κακό ως γεγονός, παρόλο που οικονομικά θα ήταν τέλειο στη δική μας περίπτωση. Έχουν μπει κάποια πράγματα στη θέση τους.
Από εκεί και πέρα, η μουσική υπάρχει, επιτυχίες γίνονται. Απλώς έχει αλλάξει η μορφή που συνδέεται το κοινό με τη μουσική και το προϊόν. Υπάρχει το Internet, υπάρχουν τα live, δεν αποτυπώνονται αυτά μόνο στο cd. Θεωρώ ότι είμαστε σε μεταβατική φάση.
Εγώ βλέπω ότι και καινούριοι καλλιτέχνες βγαίνουν, και ο κόσμος βγαίνει έξω, παρά την οικονομική κρίση. Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα η μουσική να τα πηγαίνει λίγο καλύτερα, γιατί συνήθως σε περιόδους κρίσης η Τέχνη ανεβαίνει. Ο κόσμος απλά είναι πιο επιλεκτικός, προσέχει περισσότερο πού θα ξοδέψει τα λεφτά του. Κάτι το οποίο είναι επίσης καλό για μένα – μας συμφέρει, δεν μας συμφέρει…
– Τελικά, ο τραγουδιστής κάνει την μπάντα ή η μπάντα τον τραγουδιστή;
Κοίταξε, μια μπάντα είναι μια ομάδα ανθρώπων, μια παρέα. Είναι μια οικογένεια. Οπότε, για να έχει διάρκεια, πρέπει να είναι διακριτοί οι ρόλοι, για να μην υπάρχουν πολλές διαμάχες. Από τη στιγμή που υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, κάποιος θα έχει και τον ρόλο αυτού που φαίνεται περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είναι πιο σημαντικός. Και παγκόσμια, και σε άλλου επιπέδου μπάντες, βλέπουμε ότι μπορεί ο Κηθ Ρίτσαρντς, ο κιθαρίστας των Rolling Stones, να είναι εξίσου –ίσως και πιο– σημαντικός κι από τον Μικ Τζάγκερ.
– Μπορεί μια καλή μπάντα να αναδείξει έναν μέτριο τραγουδιστή;
Το καλό με την μπάντα, για μένα, είναι ότι μπορούν να είναι όλοι μέτριοι, αλλά ο μέσος όρος και η κοινή τους συνισταμένη να δημιουργεί κάτι πολύ καλό. Επιπλέον, το καλό στην μπάντα είναι ότι η μετριότητα κάποιου μπορεί να καλυφθεί από το ταλέντο κάποιου άλλου – οπότε, αυτό θεωρώ ότι είναι και το πιο ωραίο!
– Στη σκηνή είσαι αεικίνητος, όλο πάνω-κάτω, δεν σταματάς καθόλου! Έχεις μπει ποτέ στη διαδικασία να σκεφτείς: “Μέχρι πότε θα με παίρνει να το κάνω αυτό; Μήπως πρέπει να κάνω και κάτι άλλο;”.
Όπως σου είπα και πριν, βρίσκομαι σε μια φάση προβληματισμού. Φτάνοντας σιγά-σιγά στα 40, έχοντας και δύο παιδιά, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να χοροπηδάω όλη την ώρα, ούτε και να το κάνω αυτό για πάντα. Εδώ βλέπω τη Μαντόνα και δεν μου αρέσει πλέον το αποτέλεσμα – που είναι “Η Μαντόνα”, έτσι;
Νιώθω ότι, κάποια στιγμή, πρέπει να αρχίσεις να συμβιβάζεσαι με την εικόνα σου, να αντιληφθείς ότι μεγαλώνεις και λίγο να διαφοροποιηθείς. Ένας λόγος που έκανα πέρυσι το ‘X-factor’ ήταν αυτός: να δοκιμάσω κάτι άλλο, να δω πώς λειτουργώ με την τηλεόραση, να δω αν μου πάει.
– Και τελικά; Σου πάει;
Νιώθω ότι μου πάει αρκετά, νιώθω ότι μπορώ να κάνω πράγματα. Όχι τα πάντα, αλλά υπάρχουν κομμάτια της τηλεόρασης που θα μπορούσα, με λίγη καθοδήγηση, πολλή δουλειά και προετοιμασία, να τα χειριστώ καλά και να αισθάνομαι και όμορφα.
Και μουσικά αρχίζω να σκέφτομαι αυτό το re-branding, για να το πούμε λίγο με πιο μαρκετινίστικους όρους, που πρέπει να έρθει σιγά-σιγά. Γιατί είναι και δύσκολο, όταν είσαι στους Onirama, οι οποίοι 17 χρόνια είναι συνυφασμένοι με το “πάρτι”, με το “χοροπηδάμε και περνάμε καλά”, να βγεις ξαφνικά σε ένα σκαμπό και να αρχίσεις να λες τα δικά σου με την κιθάρα σου.
Αλλά, να σου πω την αλήθεια, βαριέσαι κιόλας να κάνεις το ίδιο πράγμα συνέχεια. Είναι σαν να τρως το ίδιο φαγητό 17 χρόνια. Ε, δεν γίνεται, όσο νόστιμο κι αν είναι!
Φτάνοντας σιγά-σιγά στα 40, έχοντας και δύο παιδιά, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να χοροπηδάω όλη την ώρα, ούτε να το κάνω αυτό για πάντα.
– Έχει συζητηθεί αρκετά το ότι είσαι πολύ ενεργός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάνω, λοιπόν, την εξής ερώτηση: “Υπερ-έκθεση στα social media. Αναγκαίο για έναν καλλιτέχνη; Ψώνιο; Εθισμός; Και τα τρία μαζί;”
Σίγουρα το κοκτέιλ έχει και από τα τρία συστατικά. Τώρα το ποσοστό νομίζω ότι εξαρτάται και από το πώς το κάνει κανείς.
Τα social media αυτή τη στιγμή είναι κάτι υπαρκτό, κάτι πολύ δυναμικό – και σε επίπεδο κοινωνικό, και σε επίπεδο επαγγελματικό, συγκεκριμένα για εμάς. Είναι πιο “δυνατό” να προωθήσεις μια εμφάνισή σου ή ένα καινούριο σου τραγούδι μέσα από τα social media, παρά με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Άρα, για μας είναι και ένα βασικότατο κομμάτι της δουλειάς. Επιπλέον, το κοινό που έχουμε εμείς συγκεκριμένα είναι λίγο-πολύ το κοινό που χρησιμοποιεί social media.
Τώρα όσον αφορά το πόσο ψώνιο ή εθισμός είναι, έχει να κάνει νομίζω και με το πώς το χρησιμοποιείς και τι κάνεις μέσα από αυτό. Εμένα μου αρέσει πολύ το Ιnstagram, ας πούμε, με εκφράζει πολύ το θέμα “φωτογραφία”. Μου αρέσει να αποτυπώνω τη στιγμή, αλλά και να κάνω χαβαλέ. Προσπαθώ και μέσα από εκεί να υπάρχει λίγο αυτοσαρκασμός, λίγο χιούμορ, να μην είναι όλο αυτό πολύ “πλαστικό” και υποκριτικό. Αλλιώς θα ήταν και λίγο μάταιο.
– Πόσο χρειάζεται να φιλτράρεις όσα σου γράφουν από κάτω, για να παραμείνεις προσγειωμένος; Γιατί θα βρεθούν π.χ. πολλοί που θα σου γράψουν: “Μεγάλε, είσαι ο καλύτερος τραγουδιστής που κυκλοφορεί, ο ωραιότερος κ.λπ., κ.λπ…”.
Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι αυτής της δουλειάς. Γιατί, όντως, όλη αυτή την τροφοδότηση της ματαιοδοξίας δεν είναι εύκολο να τη διαχειριστείς.
Όσο κι αν έχεις προετοιμαστεί, μόλις συμβεί τα χάνεις λίγο – και νομίζω ότι οφείλεις και να τα χάσεις, σε ένα βαθμό. Το “πόσο” θα τα χάσεις, όμως, έχει να κάνει με την παιδεία σου, τον χαρακτήρα σου και τους ανθρώπους που έχεις επιλέξει να έχεις γύρω σου. Γιατί αυτοί πρέπει να σε γειώνουν, αυτός είναι ο ρόλος τους, για να κατανοείς ότι όλο αυτό είναι απλά ένα κομμάτι της δουλειάς σου, το οποίο πρέπει ν’ αφήνεις απ’ έξω όταν πας σπίτι σου, όταν είσαι με τον άνθρωπό σου ή με την οικογένειά σου.
– Εσύ έχεις ανθρώπους να σε γειώνουν;
Θεωρώ πως ναι. Σίγουρα η οικογένειά μου είναι βασικό κομμάτι και πηγή γείωσης. Έτσι κι αλλιώς, αν γυρνάς σπίτι 6 το πρωί, μετά από ποτά, ξενύχτια, φλερτ, μεθύσια και ξαφνικά έχεις να αλλάξεις πάνα, θα γειωθείς, θες δε θες!
Αυτή τη στιγμή, ο άνθρωπος που το κάνει αυτό για μένα είναι η γυναίκα μου, με την οποία μιλάμε την ίδια γλώσσα και μπορεί να καταλάβει πιο εύκολα. Ήταν στον χώρο πριν από μένα. Αρχικά αυτή με βοήθησε πολύ, γιατί εμένα μου ήρθαν και μαζεμένα όλα: με το που μπήκα στον χώρο, ξαφνικά έγινε μεγάλη επιτυχία το τραγούδι μας, ήρθε η συνεργασία με τον Αντώνη Ρέμο και, συγχρόνως, είδα και τη σχέση μου σε όλα τα περιοδικά. Είχα πάθει σοκ! Κάποια στιγμή, δηλαδή, είχα γίνει αγοραφοβικός.
Από εκεί και πέρα, οι γονείς μου, οι φίλοι μου (έχω ακόμη φίλους από το Δημοτικό, από τη γειτονιά μου) είναι αυτοί που με κρατάνε, όσο με κρατάνε…
– Με την πολιτική ασχολείσαι;
Όχι. Κάθε φορά που προσπαθώ να ασχοληθώ, με θλίβει πολύ και με ρίχνει. Ειδήσεις, ρε παιδί μου… Τις παρακολουθώ και στεναχωριέμαι, πολλές φορές αισθάνομαι και προσβεβλημένος, και το κλείνω.
– Γιατί προσβεβλημένος;
Πώς να σου το πω… Από το να μιλήσω με τον λογιστή μου και να μου πει ότι “τώρα ισχύουν αυτά τα καινούρια πράγματα και πλέον εσύ πληρώνεις 70% φόρο από ό,τι βγάζεις”. Και λέω: “Ρε γαμώτο, γιατί;”.
Από την άλλη, νιώθω άσχημα γιατί κι εγώ, παρόλο που νιώθω έτσι, δεν κάνω τίποτα, όπως δεν κάνει και κανένας άλλος…
Μου αρέσει να πειραματίζομαι, αλλά θέλω να είμαι σε ένα τέτοιο επίπεδο, που να νιώθω ότι το κάνω και καλά.
– Και πού οφείλεται αυτό, κατά τη γνώμη σου;
Είτε νιώθουμε βαθιά μέσα μας την ενοχή (λίγο αυτό το “όλοι μαζί τα φάγαμε”), άρα, ναι, πρέπει να τιμωρηθούμε. Είτε υπάρχει κάτι άλλο, πιο βαθύ, μια αδράνεια που δεν μπορώ να την εξηγήσω – και βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Είτε δεν έχουμε φτάσει ακόμη στα όριά μας. Γιατί δεν γίνεται να μην αντιδράει κανείς!
Επιπλέον, το βλέπω και καλλιτεχνικά. Εγώ περίμενα, μέσα σε όλη αυτή την κρίση, να ανθίσει πάλι το έντεχνο και το πιο πολιτικοποιημένο τραγούδι. Δεν έγινε. Γι’ αυτό λέω ότι υπάρχει μια αδράνεια γενική. Δεν ξέρω, δεν το έχω ψάξει και πολύ… Αλλά και όσο επιλέγω να απομακρύνομαι, τόσο βλέπω ότι, τελικά, πρέπει κάπως να ενεργοποιηθώ.
– Ως άνθρωπος ή και ως καλλιτέχνης; Και δεν εννοώ απαραίτητα να κάνεις κάτι ακραίο, αλλά να κάνεις, ας πούμε, ένα σχόλιο σε μια παράσταση.
Μα κι αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή, για μένα είναι πολύ διαφορετικό. Πριν πέντε χρόνια δεν θα συζητούσα καθόλου για πολιτικά. Ακόμη και που εκθέτω τον προβληματισμό μου σ’ αυτή τη συνέντευξη, ήδη για μένα είναι κάτι.
Τώρα από επαγγελματικής πλευράς, πρέπει να το κάνεις έτσι, ώστε να μη φανεί και ψεύτικο, θέλει λίγο προσοχή. Να μην πεις κάτι, δηλαδή, και να φανεί ότι προσπαθείς να εκμεταλλευτείς το κλίμα.
– Ας πάμε στα καλλιτεχνικά, λοιπόν. Τι λένε τα σχέδια για τον χειμώνα;
Έχουμε κλείσει στο Κέντρο Αθηνών, παρέα με τον Νίκο Οικονομόπουλο.
– Παράξενος συνδυασμός…
Είναι λίγο παράξενος, ναι. Αλλά είναι αυτό που σου είπα πριν: εμάς μας αρέσουν οι πειραματισμοί.
Ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που εκτιμούμε, μας αρέσει η σοβαρότητά του, η αυθεντικότητά του – και εμένα προσωπικά, αλλά και στα άλλα παιδιά της μπάντας. Μας άρεσε από την πρώτη στιγμή. Ίσως να είναι και το διαφορετικό κοινό που μας ιντριγκάρει να το προσεγγίσουμε. Ήδη υπάρχει ένα πολύ καλό κλίμα συνεργασίας, το οποίο δείχνει ότι θα βγάλει ωραία αποτελέσματα. Ξεκινάμε μέσα στον Οκτώβριο. Και, πραγματικά, νιώθω πολύ αισιόδοξος γι’ αυτόν τον χειμώνα.
Βρείτε τους Onirama
www.onirama.gr
www.facebook.com/onirama
www.twitter.com/onirama_band
www.instagram.com/onirama
www.youtube.com/user/oniramaTV