Ο Κωνσταντίνος Καζάκος νιώθει μια απίστευτη ελευθερία όταν είναι στη σκηνή με την μπάντα του και παίζουν τα αγαπημένα τους τραγούδια. Η μουσική είναι η αγάπη του, η εκτόνωσή του. Έχει, επίσης, φετίχ με τις κιθάρες και δηλώνει ότι είναι το μοναδικό πράγμα που τον ηρεμεί όταν είναι εξαγριωμένος. Και τι μπορεί να τον εξαγριώσει; Η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η “ευκολία” που κυριαρχεί σε όλα, εις βάρος της ουσίας και της ποιότητας. Η άρνηση να παλέψουμε για να αλλάξουμε έστω και κάτι από όλα αυτά που μας ενοχλούν…
Συνέντευξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
– Θα περίμενε κανείς ότι θα μιλούσαμε με αφορμή μια θεατρική παράσταση, αλλά κάνουμε μια συνέντευξη με αφορμή κάποιες μουσικές παραστάσεις. Πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου;
Μου άρεσε πολύ να ακούω μουσική από μικρός. Και ξεκίνησα να παίζω κιθάρα στα 11-12, κάπου εκεί… Έκανα δύο χρόνια κλασική κιθάρα, αλλά επειδή εγώ ήθελα να παίζω Iron Maiden και διάφορα άλλα, τη σταμάτησα στα 14 και από τότε… αυτοδίδακτος “ηλεκτρικός κιθαρίστας”!
– Τι ερεθίσματα είχες; Τι σου άρεσε όταν ήσουν πιτσιρικάς;
Ο πατέρας μου άκουγε ρεμπέτικα, η μάνα μου άκουγε πιο πολύ γαλλική μουσική, Σαρλ Αζναβούρ – αυτά τα ωραία τα γαλλικά. Κλασική μουσική, επίσης, άκουγαν και οι δύο. Τα βασικά μου ακούσματα ήταν αυτά.
Και μετά, ένας οικογενειακός φίλος μού έκανε δώρο τον πρώτο μου δίσκο, ένα διπλό LP, το “The best of rainbow”. Το ανοίγω και βλέπω έναν τύπο με μια κιθάρα, γονατισμένο κάτω… Μέχρι τότε, από σύγχρονη μουσική άκουγα Beatles, αυτά τα pop-άκια εκείνης της εποχής.
Και βάζω και ακούω ξαφνικά “Man on the silver mountain”. Και λέω “Τι γίνεται εδώ;”. Μου άρεσε πολύ αυτός ο ήχος και κόλλησα.
– Η μπάντα σχηματίστηκε για τα lives ή ξεκίνησε ως μια παρέα που έκανε την τρέλα της;
Σ’ αυτή τη μπάντα, κατ’ αρχάς, είμαστε φίλοι. Δεν μπορώ τις μπάντες με “σεσιονάδες” μουσικούς. Το έχω κάνει και αυτό, λειτουργούν μια χαρά, ok, αλλά εγώ λειτουργώ όταν είμαι με παρέα.
Με τον Γιώργο Αντωνόπουλο, που είναι ο πιο παλιός, παίζουμε τουλάχιστον 12 χρόνια μαζί, είναι κιθαρίστας και τώρα σε μένα παίζει μπάσο. Αλλά όταν κάναμε απλά live, παίζαμε δυο κιθάρες. Με τη Ζωή Μουράτογλου συνεργαζόμαστε επίσης 7-8 χρόνια. Είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και καλό παιδί, κάνουμε τις πλάκες μας πάνω στη σκηνή και περνάμε ωραία.
Ο Κώστας Λεμονίδης, που παίζει κιθάρα, ήταν συμμαθητής στο σχολείο, 3 χρόνια μικρότερος από εμένα, και αυτό είναι πολύ συγκινητικό. Έβλεπε τότε τα “Αχτύπητα Φιλέτα”, το συγκρότημα που είχαμε στο σχολείο, και ήμασταν η αφορμή αυτός ο άνθρωπος να πιάσει την κιθάρα και να αρχίσει να παίζει. Τώρα, είναι ένας πολύ ωραίος κιθαρίστας. Έχει κάνει 3 δίσκους δικούς του…
Και είναι και ο ντράμερ μας, ο ξάδελφος, ο Άρης Καζάκος, ο οποίος στα νιάτα του ήταν φοιτητής στην Αγγλία και έχει παίξει ντραμς σε όλα τα underground club-άκια του Λονδίνου. Αυτοί είμαστε.
– Η μουσική, πέρα από αγάπη, πάθος και εκτόνωση, είναι πλέον και επάγγελμα για σένα;
Όχι. Επάγγελμα δεν είναι, δεν ήταν ποτέ. Αυτό ίσχυσε μόνο μία σεζόν στο Casablanca, όταν ήμουν με τη Νίνα Λοτσάρη και τον Παναγιώτη Πετράκη και κάναμε το “Vendetta Show”. Τότε, ναι, έβγαζα λεφτά από αυτό. Τώρα δεν βγάζω. Το κάνω γιατί γουστάρω να το κάνω.
Ποτέ δεν έβγαλα καλά λεφτά από τη μουσική. Γιατί είναι και το είδος της μουσικής που παίζω, το οποίο δεν είναι και πολύ εμπορικό στην Ελλάδα. Η rock μουσική τώρα στην Ελλάδα… χαιρέτα μου τον πλάτανο! Έχει φανατικό κοινό μεν, αλλά είναι μικρό.
– Ποια άλλα ακούσματα έχεις; Ποιοι τραγουδιστές σου αρέσουν από τη σύγχρονη ελληνική σκηνή;
Λατρεύω τα ρεμπέτικα, μου αρέσουν κάποια παλιά λαϊκά… Τα τωρινά είναι λίγο ανούσια και πολύ λίγα τραγούδια μπορούν να σου εντυπωθούν. Τα περισσότερα είναι “γιαουρτάκια”, είναι μαζική παραγωγή – όπως είναι και το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής σήμερα. Και της ξένης μουσικής. Όλα αυτά που ακούμε, δηλαδή, είναι τραγικά.
Όπως και να το κάνουμε, ένα τραγούδι όπως εκείνα που γράφονταν στα ’70s, δεν πρόκειται να ακούσεις με τίποτα. Δεν θα ακούσεις “Bohemian Rhapsody”… Πλέον είναι όλα σε κουτάκια από τη μουσική βιομηχανία και οι καλλιτέχνες δεν έχουν την ελευθερία που είχαν τότε.
– Η ενασχόλησή σου με τη μουσική ήταν και ένας τρόπος να διαφοροποιηθείς λίγο από την πορεία των γονιών σου;
Όχι. Γιατί δεν διαφοροποιήθηκα. Ηθοποιός είμαι, δεν είμαι μουσικός!
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδιστή. Κιθαρίστας είμαι, ο οποίος τραγουδάει, αλλά δεν έχω καμία εκπαιδευμένη φωνή, δεν έχω κάνει σπουδές. Απλά στα Rock και τα Blues ταιριάζει η φωνή μου και τα βγάζω πέρα σχετικά καλά.
– Σε έχει κουράσει να σε ρωτάνε συνεχώς για τη μητέρα σου, τον πατέρα σου…;
Αφάνταστα! Γι’ αυτό και δεν απαντάω πλέον και γίνομαι κακός. Γιατί ο άλλος, λογικά, θα ρωτήσει. Αλλά εγώ έχω βαρεθεί να απαντάω σε τέτοιες ερωτήσεις, δεν πρόκειται να ξαναμιλήσω γι’ αυτά. Τα έχω πει, τα έχω ξαναπεί… Φτάνει.
– Πόσο σε περιόρισε, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, το γεγονός ότι είσαι ο γιος της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου;
Είχα από μικρός ένα πολύ ανεπτυγμένο αίσθημα ευθύνης. Ήξερα ότι οι γονείς μου είναι αυτοί που είναι. Όντας, ας πούμε, 16-17 χρονών, είχα στο μυαλό μου ότι δεν πρέπει να κάνω “χοντρές” μαλακίες, διότι θα τους κάνω ρεζίλι. Σαφώς και έκανα, αλλά ήμουν πιο… μαζεμένος.
Και στη δουλειά, στο θέατρο δηλαδή, ήξερα ότι πάντα θα περιμένουν από μένα πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι από έναν πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό. Τότε που είχα βγει, ήταν όλοι “με τις καραμπίνες” από κάτω. Δεν θα το έκαναν αυτό σε κάποιον που δεν τον έλεγαν “Καζάκο”. Γιατί οι πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί, καλώς ή κακώς, θα κάνουν και λάθη. Aλλά εμένα δεν μου συγχωρήθηκε το όποιο στραβοπάτημα έκανα ως νέος ηθοποιός. Πάρε να έχεις!
Οπότε, το θέμα του ονόματος, το ότι πάντα θα πρέπει να αποδεικνύω κάτι, εμένα δεν με ακουμπάει. Άμα ανέβεις πάνω στη σκηνή, πρέπει έτσι κι αλλιώς να αποδείξεις γιατί είσαι εκεί! Οπότε, είτε σε λένε Καραγκιοζόπουλο, είτε σε λένε Καζάκο, το ίδιο είναι.
– Μίλησες πριν για την ποιότητα της σημερινής μουσικής. Η ποιότητα της σημερινής τηλεόρασης;
Κοίτα, η τηλεόραση ποτέ δεν έχει ποιότητα. Ποτέ. Η τηλεόραση είναι ένα καταναλωτικό αγαθό, είναι βιομηχανία. Πού και πού, βέβαια, θα βγει και κάτι καλό – κάποια σειρά, κάποια εκπομπή. Αλλά είναι οι εξαιρέσεις του κανόνα. Δεν νομίζω ότι έχουμε ποιοτική τηλεόραση. Έχουμε μεν ανθρώπους που ξέρουν να κάνουν καλή τηλεόραση, αλλά η πλειοψηφία είναι χάλια, δεν μου αρέσει. Νομίζω ότι η δουλειά της τηλεόρασης είναι να κρατάει τον κόσμο “κοιμισμένο”. Και το κάνει πολύ καλά αυτό.
– Θα έκανες κάτι που δεν σε εκφράζει απόλυτα, καθαρά για βιοποριστικούς λόγους; Ειδικά αυτήν την περίοδο που είναι πιο ζόρικα τα πράγματα…
Το έχω κάνει – και όχι μία και δύο φορές… Σαφώς και προσπαθώ να μην το κάνω, αλλά κάποια στιγμή επιβάλλεται.
– Έχεις μετανιώσει για επιλογές σου; Ή θεωρείς ότι, όταν τις έκανες, έπρεπε;
Έπρεπε να τις κάνω. Για τέτοια πράγματα δεν έχω μετανιώσει.
Μετανιώνω μόνο για πράγματα που δεν έχω κάνει. Αυτό που με “τρώει” είναι αυτό που λες “Τι θα είχε συμβεί, ΑΝ το είχα κάνει αυτό, ΑΝ είχα πάει εκεί…”.
– Τα παιδιά σου, ο Ιάσονας και η Τζένη, πώς επηρεάζουν τις αποφάσεις σου – είτε είναι επαγγελματικές, είτε έχουν να κάνουν με τη στάση ζωής σου;
Πάντα τα παιδιά τα έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου σε ό,τι κάνεις. Πρέπει, δηλαδή, να έχεις δουλειά, για να είναι καλά και τα παιδιά σου. Άμα ξαφνικά δεν έχεις δουλειά, σκέφτεσαι τι θα γίνουν. Τα παιδιά είναι η ζωή σου, στην ουσία. Είναι δυνατόν να μη σε επηρεάζουν;
– Σε αγχώνει περισσότερο ως πατέρα η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης;
Νομίζω ότι ο Ιάσονας, που είναι τώρα 7, έχει μια δυνατότητα να μεγαλώσει λίγο πιο χαλαρός. Ίσως κάτι να αλλάξει μέχρι να φτάσει 20!
– Θα παρότρυνες τα παιδιά σου να φύγουν, να πάνε “έξω”;
Όχι, δεν θα το έκανα. Να πάνε “έξω” να σπουδάσουν, ναι. Αλλά να πάνε “έξω” να μείνουν, δύσκολα. Δεν θέλω να τα χάσω, θέλω να τα έχω εδώ να τα βλέπω!
– Εγωιστικό, όμως, αυτό. Αν δεν μπορούν να κάνουν κάτι εδώ; Πόσα νέα παιδιά δεν βρίσκουν δουλειά…
Θα πρέπει να μάθουν και να παλεύουν.
– Και στο εξωτερικό, αν πάνε, θα παλέψουν…
Εννοώ να παλέψουν και για τη χώρα τους. Αν σηκωθούμε και πάμε όλοι “έξω”, τι θα γίνει; Δεν θα μείνει κανένας! Δεν στέκει αυτό.
Και τώρα θυμήθηκα τον χαμό με αυτό που είχε πει ο πατέρας μου, πριν κάνα-δυο χρόνια… Του είχαν πάρει μια συνέντευξη και είχε πει γι’ αυτούς που φεύγουν ότι αυτό είναι “προδοσία”. Δεν εννοούσε ότι είναι “προδότες” τα παιδιά που φεύγουν… “Προδοσία” είναι όλη αυτή η συνθήκη που αναγκάζει τα καλύτερα μυαλά μας, τον “αφρό”, να εγκαταλείπει τη χώρα. Έτσι εξανδραποδίζεται η χώρα, η Ελλάδα θα γίνει μια χώρα ηλιθίων.
– …φταίνε τα μυαλά;
Ε, βέβαια, φταίνε. Πρέπει να κάτσουν να παλέψουν, να αλλάξουν την κατάσταση. Τώρα βρισκόμαστε σε έναν οικονομικό “πόλεμο”, ο οποίος μπορεί να μην έχει νεκρούς σε μάχες, αλλά οι “νεκροί” υπάρχουν. Ε, άμα δεν παλεύουμε, θα χάσουμε. Απλά.
– Με το Ίδρυμα “Τζένη Καρέζη” τι γίνεται; Είχε κάποια προβλήματα πριν μερικά χρόνια…
Ναι, πάντα υπάρχουν. Τώρα είναι μόνιμα τα προβλήματα, λόγω κρίσης.
– Υπάρχει κίνδυνος να κλείσει;
Ο κίνδυνος ελλοχεύει, παραμονεύει στη γωνία. Γιατί τα έσοδα έχουν μειωθεί σε ψιχουλάκια. Και άμα δεν έχουμε έσοδα καθόλου, είναι πολύ δύσκολο. Δεν έχουμε ούτε επιχορηγήσεις κρατικές, ούτε τίποτα. Ό,τι δώσει η αγάπη του κόσμου. Όταν ο κόσμος δεν έχει λεφτά να δώσει, υπάρχει θέμα. Προσπαθούμε να κρατηθούμε στη ζωή. Το καταφέρνουμε, αλλά πάρα πολύ δύσκολα. Θέλουμε βοήθεια – και δεν νομίζω ότι είμαστε οι μόνοι.
Όταν μιλάς για καρκίνο, για Σκλήρυνση κατά Πλάκας, για Λύκο και για αρθρίτιδες, δεν “πουλάς”. Σου λέει ο άλλος “Ωχ, άσε με” και αλλάζει κανάλι.
Στην τηλεόραση αλλάζεις κανάλι. Στη ζωή, όμως, δεν μπορείς να το αλλάξεις το κανάλι. O καρκίνος πλέον χτυπάει την πόρτα στον καθένα μας. Ήμασταν 1 στους 4 και τώρα πάμε για 1 στους 3! Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει περιστατικό. Πρέπει να αφήσουμε τα ταμπού και να δούμε λίγο το “διά ταύτα”.
– Το Ίδρυμα προσφέρει ανακουφιστική-παρηγορητική φροντίδα, έτσι;
Όχι μόνο αυτό. Είναι ολιστική η αντιμετώπιση – δηλαδή και ψυχολογική υποστήριξη, και για τον άρρωστο και για την οικογένειά του. Όταν κάποιος πονάει και υποφέρει μέσα σε ένα σπίτι, τρελαίνεται όλο το σπίτι, δεν είναι μόνο εκείνος που έχει ανάγκη.
Είναι εξαιρετική η δουλειά που γίνεται στο Ίδρυμα και ελπίζω να έχουμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να την κάνουμε για πολλά χρόνια ακόμα. Αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια.
– Υπάρχει κάτι μέσα σε αυτή τη γενικότερη μαυρίλα που σε κάνει να αισιοδοξείς για το μέλλον; Εννοώ το πιο άμεσο μέλλον, όχι όταν γίνει 20 ο Ιάσονας!
Πάντα κοιτάζω να βλέπω τα καλά. Στην πολιτική και την οικονομική μας κατάσταση, δεν μπορώ να δω καλά. Ούτε φως στο τούνελ βλέπω. Αλλά χαρά και ελπίδα μου δίνουν σαφώς τα παιδιά μου, οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που με αγαπάνε, η οικογένειά μου και η δουλειά μου.
Ως καλλιτέχνης, έχω το καλό ότι ασχολούμαι με πράγματα που γουστάρω τρελά. Γιατί γουστάρω πάρα πολύ να κάνω και θέατρο και μουσική.
Κατά τα άλλα, ζούμε εποχές πολύ άσχημες. Ο κόσμος έχει χάσει τελείως την επαφή του με το βιβλίο, δεν διαβάζει κανένας τίποτα. Τα νέα παιδιά ασχολούνται μόνο με ίντερνετ και βλακείες! Αφήνουν τη ζωή τους να περνάει από μπροστά τους χωρίς να κάνουν αυτά που θα έπρεπε. Μην ξοδεύετε τη ζωή σας μπροστά από οθόνες, μην το κάνετε αυτό! Και γι’ αυτό φταίμε εμείς, που δεν έχουμε μάθει στα παιδιά μας να διαβάζουν βιβλία.
Πρέπει ο κάθε γονιός να πάρει την ευθύνη και να καλλιεργήσει ο ίδιος τα παιδιά του, είναι το χωράφι του! Άμα δεν το κάνει, θα το πληρώσει αργότερα…
– Φέτος γιατί απέχεις από το θέατρο;
Δούλευα το καλοκαίρι, για χειμώνα δεν “έκατσε” κάτι. Τώρα μιλάω για κάτι τηλεοπτικό. Ίδωμεν!
– Περιμένουμε κάτι άλλο από σένα στο άμεσο μέλλον; Κάτι ανακοινώσιμο;
Ανακοινώσιμο δεν έχω κάτι. Τώρα έχω τις εμφανίσεις στο Jazz Point (Ακαδημίας 18) κάθε δεύτερη Παρασκευή του μήνα. Κι αυτό δεν είναι αμιγώς επαγγελματικό, το κάνω όπως και έναν δίσκο που είχα κάνει πριν από 10 χρόνια: από εσωτερική ανάγκη. Ήμουν 500% σίγουρος ότι εμπορικά δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, αλλά τον έκανα, το ευχαριστήθηκα και ηρέμησα.
Με ρώτησαν αν θα το ξανακάνω. Κομμάτια έχω, αλλά δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός για να χρειάζεται να βγάζω δίσκο κάθε χρόνο. Άμα το αισθανθώ, θα το κάνω!
Photo Credits: Δημήτρης Σκουλός
Photo Credits: Athens – Art.gr