Θα μπορούσε να είναι συμφοιτητής σου (στην Ιατρική). Η όλη φιγούρα του συνδυάζει τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου ευφυή, με θετική διάθεση και καλλιτεχνικές ανησυχίες, με τον οποίο θα ήθελες οπωσδήποτε να πας για καφέ. Μιλώντας μαζί του, συνειδητοποιείς ότι ο Λάμπρος Φισφής είναι ένας άνθρωπος που μελετάει πολύ τις κινήσεις του. Και, κυρίως, δουλεύει πολύ. Πολύ. Αυτό και μόνο αρκεί για να μπει κανείς αυτόματα στο “Φισφής φαν κλαμπ”.
Συνεντεύξη στη Μαρία Λυσάνδρου
– “Τι ζούμε;” λέγεται η παράσταση που υπογράφεις και παρουσιάζεις αυτή την περίοδο στο Θέατρο Βέμπο. Θα σε ρωτήσω, λοιπόν, το προφανές…
Θα με ρωτήσεις “Τι ζούμε”; Ξέρεις, η ερώτηση “Τι ζούμε;” δεν είναι ακριβώς… ερώτηση, είναι πιο πολύ ένα επιφώνημα: πώς λες “Άι σιχτίρ”, ρε παιδί μου… Για μένα, το “Τι ζούμε” είναι και με ερωτηματικό, και χωρίς. Είναι μια συλλογή από ιστορίες που έχουν να κάνουν με το τι γίνεται γύρω μας αυτή την περίοδο – αν και η παράσταση δεν έχει τίποτα από πολιτική, παρουσιάζει περιστατικά της καθημερινότητας.
– Η παράσταση στηρίζεται σε καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, σύμφωνα με την περιγραφή της. Κι επειδή την έχω παρακολουθήσει, έχω την εξής ερώτηση: Πόσο “καθημερινός” άνθρωπος είναι ένας δικαστής που αποφασίζει… βάσει ζωδίων;
Εμένα μου αρέσει να παίρνω έναν καθημερινό άνθρωπο και να του προσθέτω μια κωμική υπερβολή ή να αλλάζω λίγο την κατάσταση, ώστε να πάει προς την κωμωδία. Ο δικαστής που αποφασίζει βάσει ζωδίων δεν είναι καθημερινός χαρακτήρας, αλλά ο άνθρωπος που αποφασίζει για τη ζωή του βάσει ζωδίων είναι κάποιος που συναντάς καθημερινά.
Το συγκεκριμένο σκετς είναι απίστευτο, γιατί ο θεατής έχει μπει σε μια κατάσταση κωμικού σουρεαλισμού και, όταν σε κάποια φάση της δίκης ακούγεται το “Είμαι Δίδυμος!”, το κοινό κάνει ένα “Ααααααα!”. Έχει τύχει άνθρωπος που μου έχει πει “Το αφεντικό μου μας έβαλε να τελειώσουμε όλες τις δουλειές σήμερα, γιατί από αύριο είναι ανάδρομος ο Ερμής και δεν ήθελε να υπάρχουν ανυπόγραφα συμβόλαια”…
– Ποια ήταν η πρώτη ιστορία που έγραψες, πάνω στην οποία έχτισες μετά την υπόλοιπη παράσταση;
Κοίταξε, εμένα μου ζητήθηκε να γράψω μία επιθεώρηση, αλλά εγώ δεν ήθελα να γράψω μια επιθεώρηση με την κλασική της έννοια. Οπότε, εξαρχής το σχέδιό μου ήταν να φτιάξω μια παράσταση με αυτοτελείς ιστορίες που να συνδέονται με κάποιον άξονα και να προσπαθήσω να χωρέσω όσο περισσότερες μπορώ μέσα σ’ αυτήν.
Σε μια κλασική επιθεώρηση, μια ιστορία διαρκεί περίπου 10-15 λεπτά. Εγώ ήθελα να περάσω τον νέο ρυθμό κωμωδίας, τη νέα γλώσσα, η οποία είναι πολύ πιο γρήγορη και περιεκτική. Όταν είπα “Εγώ θα βάλω 12 διαφορετικές ιστορίες”, μου λέγανε “Δεν γίνεται, δεν χωράει με τίποτα, ο κόσμος δεν θα μπορεί να το παρακολουθήσει…”. Αλλά εγώ πιστεύω ότι, πλέον, ο κόσμος είναι εκπαιδευμένος να παρακολουθεί την κωμωδία με άλλη ταχύτητα.
Πάντως, για να απαντήσω στην ερώτηση, από τις πρώτες ιστορίες που έγραψα ήταν όντως αυτή με τα ζώδια. Αλλά φαντάσου ότι έχω γράψει το διπλάσιο από αυτό που έχεις δει! Είμαι της άποψης ότι είναι καλύτερο να γράφεις περισσότερο, να δοκιμάζεις, να βλέπεις τι “δουλεύει” και τι όχι. Θέλει έναν πειραματισμό η κωμωδία.
– Λες ότι ο κόσμος είναι πια εκπαιδευμένος στο νέο είδος κωμωδίας. Οπότε θα ρωτήσω: Οι Έλληνες είμαστε καλό ή κακό κοινό για stand up comedy;
Οι Έλληνες γενικά για κωμωδία είναι καλό κοινό. Εγώ έχω παίξει για Ολλανδούς, για Άγγλους, για Γερμανούς, για Γάλλους, για Αμερικάνους…
Το ελληνικό κοινό σου δίνει ενέργεια, σου δίνει γέλιο, δεν το τσιγκουνεύεται. Του Έλληνα γελάει όλο του το σώμα, ενεργοποιείται, χτυπιέται – δεν χαμογελάει απλά, όπως ο Ολλανδός. Εντάξει, χάνει λίγο σε κάποια κομμάτια, δεν είναι και ό,τι πιο έμπειρο υπάρχει στο stand up comedy, μαθαίνει ακόμα.
– Και τι σημαίνει “έμπειρο κοινό” στο stand up comedy;
Να καταλαβαίνει άμεσα τι είναι stand up comedy, να ξέρει πώς δουλεύει, με ποιον τρόπο παραδίδονται το κείμενο και τα αστεία… Δεν είναι κάτι βαθιά ριζωμένο στην παράδοσή μας. Δεν είναι σαν τον Άγγλο, ας πούμε, που έχει stand up comedy 40 χρόνια.
Το μόνο άλλο αρνητικό του Έλληνα, σε σχέση με άλλους λαούς, είναι ότι δεν “το έχει” πολύ με τον αυτοσαρκασμό.
– Δεν τον πολυ-σηκώνουμε;
Είναι μια δυσκολία αυτή, ναι. Και λέγοντας “αυτοσαρκασμό”, δεν εννοώ ότι ο Έλληνας δεν γελάει όταν μιλάς για τον Έλληνα – όχι. Εννοώ ότι ο Έλληνας είναι ο άνθρωπος που μπορεί να μη γελάσει όταν το αστείο έρθει πολύ κοντά του. Όταν, ας πούμε, κάνεις ένα σκετς που σατιρίζει τους δημόσιους υπαλλήλους, μπορεί να μη γελάσει αν είναι ο ίδιος δημόσιος υπάλληλος, να το πάρει προσωπικά. Αλλά αμέσως μετά, άμα κάνεις ένα σκετς που σατιρίζει π.χ. τους ταξιτζήδες, θα γελάσει γιατί δεν είναι ταξιτζής.
Ο Έλληνας γελάει με τη σάτιρα του άλλου. Όταν, όμως, η σάτιρα αρχίζει να τον αφορά, υιοθετεί μια στάση άμυνας, “Ξέρεις, δεν είναι έτσι τα πράγματα”. Εντάξει, κατανοητό…
– Σου έχει τύχει ποτέ κάποιος να παραπονεθεί για κάτι που είπες;
Ναι. Και για το σκετς που έχουμε με τους Κύπριους, μπορεί ένας Κύπριος να σου πει “Δεν μου άρεσε, δεν είμαστε έτσι”. Ισχύει.
Δηλαδή άμα αρχίσω εγώ τώρα και σατιρίζω τους δημοσιογράφους, μπορεί να γελάσεις ή μπορεί και να μου πεις “Εντάξει, Λάμπρο, δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι έτσι, αυτά είναι κάποια λανθασμένα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει…”.
Δυστυχώς η κωμωδία έτσι λειτουργεί: με στερεότυπα, τα οποία στην τελική μπορεί να μην ισχύουν και 100%. Στη συγκεκριμένη παράσταση, από την έναρξη, προσπαθούμε να το αποφύγουμε αυτό – δηλαδή να μην παρουσιάσουμε έναν Έλληνα βλάχο, ένα κοριτσάκι ή μία γιαγιά… Θέλουμε να δείξουμε ότι η κωμωδία δεν είναι μόνο 5-6 κλισέ που “αρμέγουμε” εδώ και χρόνια.
Κάθε ιστορία έχει μέσα πόνο, αγανάκτηση, πίκρα… Από εκεί βγαίνει η κωμωδία.
– Στην παράσταση που είχα παρακολουθήσει, είχες ανεβάσει στη σκηνή έναν τύπο από το κοινό, ο οποίος είχε μπει πάρα πολύ στο πετσί του ρόλου, τον θυμάσαι; Φαινόταν να το ζει σε τέτοιο βαθμό, που έλεγες “Μα είναι δυνατόν; Μήπως είναι συμφωνημένο;”.
Γενικά, στη συναναστροφή με τον κόσμο τίποτα ποτέ δεν πρέπει να είναι συμφωνημένο. Το κομμάτι της συναναστροφής είναι κάτι που φοβάται ο Έλληνας, αλλά, όταν γίνεται σωστά, βγαίνει πολύ ωραίο. Κι αυτό γιατί δημιουργεί ένα κλίμα παρέας: εκτός από τους οκτώ πάνω στη σκηνή, γνωρίζεις κι άλλους πέντε από κάτω, ανταλλάσσεις απόψεις, κάνεις χαβαλέ.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι στόχος για τον κωμικό να μιλήσει σε κάποιον που δεν θέλει να μιλήσει, γιατί μετά γίνεται άβολο. Κάνεις μια γενική ερώτηση και τότε καταλαβαίνεις ποιοι από το κοινό είναι διατεθειμένοι να συμμετέχουν, να ανέβουν πάνω στη σκηνή. Οπότε, άμα γίνεται ελεγχόμενα, προστατευμένα και ωραία, είναι κάτι που αρέσει πολύ και στον κόσμο κάτω, και σε αυτούς που συμμετέχουν πιο ενεργά. Πάντως, με τίποτα δεν θέλεις να σου ανέβει κάποιος ο οποίος είναι full ψημένος, γιατί εκεί μπορεί να σου πετάξει όλο τον σχεδιασμό έξω. Υπάρχουν, βέβαια, τεχνικές να το κοντρολάρεις.
– Στο ανάποδο τι γίνεται; Όταν ο άλλος στέκεται εκεί ανέκφραστος κι ακούνητος;
Τίποτα! Υπάρχει πρόβλεψη από πριν: όλα αυτά είναι φτιαγμένα με μία δομή, δεν πατάει όλη η κωμωδία πάνω στο αν θα σου κάτσει “καλός” άνθρωπος από το κοινό.
Μπορεί τη μία μέρα να έχεις κάποιον που μιλάει πολύ, την άλλη να έχεις κάποιον που δεν μιλάει. Ή να έχεις ένα κοινό ολόκληρο που συμμετέχει full και, την άλλη μέρα, ένα που συμμετέχει λιγότερο. Αλλά πάντα βρίσκεται ο τρόπος να λειτουργήσει η παράσταση.
– Μπορεί, ανάλογα με το κοινό, να αλλάξει μια παράσταση stand up comedy – να αλλάξουν λίγο οι ατάκες, να πάει “αλλού” το πράγμα;
Όχι πάρα πολύ. Πάντα το κοινό επηρεάζει, πάντα η λογική λέει να πας στην παράσταση με λευκό πίνακα. Αλλά πάντα έχεις κι ένα υλικό, το οποίο είναι σχεδιασμένο να δουλεύει όπως και να έχει. Εκεί είναι η ουσία: να φτιάξεις μια παράσταση που να δουλεύει σε διαφορετικό κόσμο. Έτσι κι αλλιώς, όμως, κάθε παράσταση είναι με τον τρόπο της διαφορετική – όχι τόσο σε κείμενα ή σε ατάκες. Άλλος ο κόσμος της Δευτέρας, άλλος της Τρίτης, άλλοι οι έφηβοι, άλλοι οι 30άρηδες…
– Έχεις παρατηρήσει καθόλου το κοινό στις παραστάσεις; Εντόπισες ποιες ηλικίες πάνω-κάτω προτιμούν το stand up; Νεότεροι, μεγαλύτεροι…;
Το δικό μου το κοινό δεν έχει πλέον ηλικία. Δηλαδή, όταν ξεκίνησα, προφανώς με στήριζαν πιο πολύ οι νέοι. Χρόνο με τον χρόνο, το κοινό πλέον κυμαίνεται από 15 μέχρι 65 ετών (σίγουρα, όμως, ο πυρήνας είναι από 20 μέχρι 35). Και πρέπει να προσπαθήσεις να βρεις κάτι που θα τους κάνει όλους να γελάσουν.
Ξέρεις, η καθημερινότητα είναι κάτι που μοιραζόμαστε όλοι, είναι κάτι το οποίο μπορεί να ενώσει ένα κοινό. Το να βγεις, όμως, και να κράξεις τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ, είναι κάτι που μπορεί να διχάσει το κοινό.
– Αυτό είναι πιο πολύ χαρακτηριστικό της επιθεώρησης, ε;
Εντάξει, η επιθεώρηση πιάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση και τη σατιρίζει. Αλλά αυτό πλέον έχει αλλάξει λίγο, γιατί είναι ηλεκτρισμένη η κατάσταση.
Η κωμωδία έχει τη δύναμη να διχάζει το κοινό και τη δύναμη να το ενώνει. Επειδή το είδος του χιούμορ και τα γούστα του καθενός είναι διαφορετικά, μπορεί να διχάσει ένα κοινό με την έννοια “Εμείς γελάσαμε με αυτό” – “Εμείς δεν γελάσαμε”. Ή μπορεί να το ενώσει, κάνοντας όλους να γελάνε.
Αυτό είναι το απίστευτο με την κωμωδία: να έχεις ένα κοινό από 15 μέχρι 65, με διαφορετικό υπόβαθρο και δημογραφικά χαρακτηριστικά, και να τους κάνεις όλους να γελάνε με το ίδιο πράγμα. Κι αυτό είναι τέλειο αν το καταφέρεις!
– Τελικά, stand up comedy μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε; Είναι κάτι που το έχεις έμφυτο ή είναι κάτι που μπορεί και να μαθαίνεται;
Εγώ θεωρώ ότι είναι πιο πολύ θέμα δουλειάς και πολύ λιγότερο θέμα ταλέντου. Σίγουρα πρέπει να έχεις μία επιθυμία να κάνεις τον κόσμο να γελάει, να σου αρέσει, να αγαπάς την κωμωδία. Αλλά, από εκεί και πέρα, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι δουλειά. Είναι μια πολύ πειθαρχημένη διαδικασία, η οποία πρέπει να γίνεται συστηματικά.
Υπάρχουν πάρα πολλοί ταλαντούχοι κωμικοί, οι οποίοι δεν πήγαν μπροστά γιατί δεν δούλευαν. Και υπάρχουν άλλοι, λιγότερο ταλαντούχοι, που δουλέψαν σκληρά και προχώρησαν. Στη δική μου περίπτωση, θα έλεγα πως ό,τι έχω καταφέρει ήταν 70% δουλειά και 30% πηγαίο ταλέντο.
Αυτό είναι το απίστευτο με την κωμωδία: να έχεις ένα κοινό από 15 μέχρι 65, και να τους κάνεις όλους να γελάνε με το ίδιο πράγμα.
– Ισχύει ότι οι περισσότεροι κωμικοί είναι από τη φύση τους πολύ σοβαροί άνθρωποι;
Δεν είναι “καραγκιόζηδες” οι περισσότεροι, ναι. Θα έλεγα ότι είναι νορμάλ άνθρωποι.
– Πολλοί λένε ότι φτάνουν και στο άλλο άκρο…
Ότι είναι καταθλιπτικοί, ας πούμε; Νομίζω ότι, πολλές φορές, η κωμωδία σε έναν άνθρωπο πρωτοεμφανίζεται ως άμυνα, ως αυτοσαρκασμός. Οπότε, πολλοί κωμικοί δεν είχαν υπάρξει και ιδιαίτερα δημοφιλείς στην παιδική τους ηλικία. Δεν ήταν τα παιδιά που έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ, δεν είχαν τις κοπέλες να πέφτουν στα πόδια τους. Είχαν μια αδυναμία, μια πίκρα όσο μεγάλωναν, και το χιούμορ εμφανίστηκε ως άμυνα.
Ψάξ’ το να δεις: δεν υπάρχουν πολλοί όμορφοι κωμικοί, ούτε πολλοί κωμικοί που έχουν τρελή αυτοπεποίθηση. Μπορεί στη σκηνή να φαίνεται ότι έχουν, αλλά στη ζωή τους δεν έχουν. Υπάρχουν, βέβαια, και κωμικοί που είναι καραγκιόζηδες – με την καλή έννοια. Αλλά οι πιο πολλοί που ξέρω εγώ στην παρέα τους δεν ήταν ποτέ οι πιο αστείοι, ούτε οι πιο δημοφιλείς.
Εμένα ο αυτοσαρκασμός, ας πούμε, ήταν πολύ βασικός στη ζωή μου. Το να μιλήσω εγώ πρώτος για τις αδυναμίες μου, πριν μιλήσει κάποιος άλλος γι’ αυτές, ήταν κάτι που το προτιμούσα!
– Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σου, βλέπει στο τέλος τις “άκυρες δουλειές” που έχεις κάνει στη ζωή σου. Πόσο το ότι ήσουν ξεναγός σε βάρκα στην Ολλανδία ή μεταφραστής σε site γνωριμιών ή μάγειρας στην Greenpeace, σου έχει δώσει ιδέες για τη δουλειά που κάνεις τώρα;
Δεν νομίζω ότι μου έχει δώσει…
– Μα καθόλου;
Δεν θα έλεγα ότι έχω αντλήσει πολλή κωμωδία από αυτά. Δούλευα από μικρός, αλλά αυτές ήταν δουλειές που έκανα για να έχω ένα εισόδημα, ώστε να μπορώ να συντηρώ τον εαυτό μου τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησα το stand up comedy.
Πολλές φορές, οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι που περιμένουν κάποια θεία έμπνευση να έρθει να τους “μιλήσει”, για να τους δώσει αστεία. Εγώ νομίζω ότι και τα καλλιτεχνικά, και την κωμωδία, πρέπει να τα αντιμετωπίζεις σαν δουλειά, να έχεις μια πειθαρχία: να ξυπνήσεις το πρωί και να κάτσεις στο γραφείο σου, να δουλέψεις συστηματικά για να βγει κάτι.
– Θα θέσω αλλιώς την ερώτηση: Μπορεί ένας που δουλεύει π.χ. σ’ ένα γραφείο στην Εφορία να αντλήσει τις ίδιες αστείες ιδέες με κάποιον που έκανε τον βαρκάρη-ξεναγό στην Ολλανδία;
Όχι απαραίτητα…
– Αυτός με τις “άκυρες δουλειές” δεν έχει ένα avantage;
Όχι, δεν έχει! Γιατί στην Εφορία μπορεί να δεις περισσότερα, έχει περισσότερη πίκρα εκεί…
– Θα μου πεις, στην Εφορία θα δεις πολλά τραγελαφικά· λάθος παράδειγμα έδωσα…
Σίγουρα η Εφορία έχει περισσότερο “ψωμί” από το να δουλεύεις ξεναγός σε βάρκα, ας πούμε!
Από τη ζωή σου και από τις εμπειρίες σου αντλείς πράγματα – είτε αυτό είναι η δουλειά σου, είτε η σχέση σου, είτε ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο. Δεν έχει να κάνει, νομίζω… Η ιστορία του κάθε ανθρώπου έχει πράγματα να αντλήσεις, άμα θες να το πας κωμικά. Γιατί κάθε ιστορία έχει μέσα πόνο, αγανάκτηση, πίκρα… Από εκεί βγαίνει η κωμωδία.
Κανείς δεν βγαίνει στη σκηνή να πει “Ακούστε πόσο τέλεια περνάω στη ζωή μου”. Συνήθως ο κόσμος γελάει με πράγματα που δεν είναι καλά. Όταν ξεκίνησα εγώ, έλεγα για το πόσο δύσκολο είναι το επίθετό μου, πόσο μεγάλα είναι τα φρύδια μου, πόσο δύσκολο είναι να φοράς γυαλιά και να έχεις καλή σεξουαλική ζωή, πόσο κοντός είμαι… Ουσιαστικά, λες τον πόνο σου!
– Άρα, χρειάζεται αυτοσαρκασμός. Αυτό που μπορεί να λείπει στο κοινό, το χρειάζεται οπωσδήποτε ο stand up comedian.
Αναγκαστικά. Ο αυτοσαρκασμός για μένα είναι από τα βασικότερα στοιχεία που πρέπει να έχει ένας κωμικός – για πάρα πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί το κοινό είναι πιο εύκολο να γελάσει με κάποιον άλλον, παρά με τον εαυτό του. Πολλές φορές, δηλαδή, θα πω ένα αστείο που μπορεί να ισχύει 100% για σένα, αλλά επειδή το παίρνω εγώ πάνω μου, γελάς κι εσύ. Άμα το πω για σένα, μπορεί να μη γελάσεις.
Ας πούμε, ένα αστείο που έλεγα συχνά ήταν ότι κάποιες φορές πάω να κάνω χειραψία, ο άλλος δεν το βλέπει και φεύγει, κι εγώ μένω με το χέρι να περιμένει. Όταν έλεγα ότι αυτό τυχαίνει σε όλους, δεν γελούσε τόσο πολύ ο κόσμος. Όταν το γύρισα πάνω μου κι έλεγα ότι μονίμως μου συμβαίνει αυτό, ξαφνικά το αστείο ζωντάνεψε και πήρε ένα τεράστιο, ομόφωνο γέλιο!
– Τι άλλο είναι καλό να πούμε για την παράσταση;
Η παράσταση “Τι ζούμε;” είναι μία κωμωδία, ένα πάντρεμα ανάμεσα στην επιθεώρηση και σε κάποιες νέες μορφές κωμωδίας που υπάρχουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – είτε αυτό λέγεται “stand up comedy”, είτε λέγεται “sketch comedy”, είτε λέγεται απλά μια πιο γρήγορη και πιο περιεκτική κωμωδία, με πιο αληθινούς χαρακτήρες. Είναι μία νέα προσπάθεια να ξαναέρθει η επιθεώρηση, με άλλη μορφή. Ωραίο είναι να γελάμε με διαχρονικά πράγματα, όπως οι αρχαίες ελληνικές κωμωδίες, αλλά είναι ωραίο να βλέπεις και κάτι το οποίο “πατάει” πάνω στην περίοδο που ζεις, που έχει γραφτεί για σένα. Για μένα πάντα είχε σημασία η απλή καθημερινότητα, όχι η επικαιρότητα.
– Μπορεί και να έχει κουραστεί ο κόσμος. Η πολιτική σάτιρα έχει πάντα λίγο γκρίνια…
Σίγουρα έχει κουραστεί ο κόσμος. Και είναι και κάτι το οποίο, πρακτικά, του θυμίζει μια κατάσταση που τον απασχολεί. Ενώ στο θέατρο κάποιες φορές έρχεται για να ξεχάσει, να ψυχαγωγηθεί για δύο ώρες και να φύγει λίγο πιο ανάλαφρος.
Πολλές φορές, η πολιτική σάτιρα έχει ως αποτέλεσμα το χειροκρότημα και όχι το γέλιο. Είναι ένα χειροκρότημα που λέει “Μπράβο, πες τα!”, αλλά δεν έχει γέλιο. Άρα, δεν είναι τόσο κωμική.
– Και κάτι άλλο: η επιθεώρηση στην Ελλάδα είχε πάντα πολλή βωμολοχία (και, συνήθως, αυτό ήταν που έκανε και τον κόσμο να γελάει). Στην παράσταση δεν υπάρχει καθόλου αυτό το στοιχείο…
Κοίταξε, υπάρχουν κάποια ταμπού στην κοινωνία, τα οποία νομίζουμε ότι δεν τα έχουμε, αλλά τα έχουμε: Το να βρίσει κάποιος στη σκηνή κάνει το κοινό να μετατρέπεται σε σκανδαλιάρικα 10χρονα, τα οποία φωνάζουν “Οοοοο, είπε βρισιά!”, όπως όταν ήμασταν μικροί και λέγαμε “Ιιιιιιι, είπε ‘μαλάκας’!”. Υπάρχει μέσα μας αυτό το “Οοοοο…”, το σχεδόν παράνομο.
Εμένα αυτό δεν είναι το στιλ μου, ούτε οι βωμολοχίες με εκφράζουν ιδιαίτερα. Με στεναχωρεί πάρα πολύ το να γελάει κάποιος μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η βρισιά, είναι κρίμα. Επίσης, το να πεις μια βρισιά και να πάρεις ένα γέλιο είναι εύκολο. Θες να το πας λίγο πιο δύσκολα, ρε παιδί μου!
“Τι ζούμε;”, του Λάμπρου Φισφή
Σκηνοθεσία: Γ. Σαρακατσάνης
Με τους: Γ. Αγγελόπουλο, Μ. Μαθιουδάκη, Δ. Μακαλιά, Αλ. Ούστα, Ζ. Ρούμπο, Γ. Σαρακατσάνη, Λ. Φισφή, Ειρ. Ψυχράμη
Παραστάσεις: Κυριακή 21:30 – Δευτέρα και Τρίτη 21:00
Θέατρο Βέμπο (Καρόλου 18, Μεταξουργείο)
Τηλ.: 210-5221767