Ο Μπάμπης Στόκας σού είναι οικείος. Όχι επειδή τον γνωρίζεις προσωπικά. Επειδή η φωνή του υπάρχει παντού, σε όλες τις αναμνήσεις σου – στα φοιτητικά σου χρόνια, στις συναυλίες, στις μαζώξεις με την παρέα να ακούγεται κάπου στο background, στα ζόρια σου τα αισθηματικά, να λέει όλα αυτά που θα ήθελες εσύ να πεις. Χαλαρός και ωραίος συνομιλητής ο ίδιος, μιλάει με την ίδια άνεση για τραγούδια που δρουν ψυχοθεραπευτικά, για τους εμβληματικούς Πυξ Λαξ, για το ραδιόφωνο που περνάει «τη χειρότερη εποχή του», αλλά και για τον χρόνο, το πολυτιμότερο πράγμα που έχουμε, τελικά. Μία συζήτηση από εκείνες, τις ωραίες…
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Panik Oxygen το νέο σου άλμπουμ «Κι έρχεται η Αγάπη ξανά», δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά το προηγούμενο ολοκληρωμένο άλμπουμ. Γιατί τόσο πολύ;
Ενδιάμεσα έκανα, βέβαια, διάφορα πράγματα με φίλους.
Δεν έχω και πολύ καλή επαφή με τον χρόνο, ξέρεις. Ξεχάστηκα λίγο… (γέλια)
Μα ξεχνιέται ένα άλμπουμ; (γέλια)
Όλα ξεχνιούνται…
Γενικά, δεν είμαι άνθρωπος που τον «τρώει» και πολύ η καριέρα. Τα πράγματα τα κάνω περισσότερο όταν είναι η ώρα τους. Για να περάσουν τόσα χρόνια, μάλλον δεν είχε έρθει η ώρα.
Σκέφτομαι μήπως, τελικά, στους ανθρώπους που δεν το «κυνηγάνε» τόσο, η επιτυχία δίνεται πιο απλόχερα…
Ας μην το κάνουμε τώρα τόσο κλισέ…
Εγώ πάντα λειτουργώ με πράγματα που μου αρέσουν. Δεν μπορώ να κάνω πράγματα που δεν μου αρέσουν – εκτός τού ότι δεν είμαι καλός, δεν το απολαμβάνω κι εγώ. Είναι καλύτερα να είσαι χαλαρός, από το να θέλεις μονίμως να είσαι «μέσα στα πράγματα», συνέχεια στην πρώτη γραμμή.
Εγώ βρέθηκα στην πρώτη γραμμή χωρίς να το επιδιώξω. Δηλαδή οι φίλοι μου γελάνε… Αλλά, χωρίς να είμαι καθόλου μοιρολάτρης, νομίζω ότι αυτό που είναι να κάνει ο καθένας, με ένα τρόπο θα το κάνει.
Μεταξύ των δύο άλμπουμ, λοιπόν, μεσολάβησαν αρκετά χρόνια. Και μέσα σε αυτά τα ενδιάμεσα χρόνια, έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα. Κάποια χρόνια πριν, ας πούμε, θα ήταν μάλλον αδιανόητο για πολλούς το να κάνεις εσύ ντουέτο με την Άννα Βίσση.
Κοίταξε… αυτές είναι οι τρέλες που κάνουμε εμείς συνήθως. Τις κάναμε και πιο παλιά.
Η ιδέα για το ντουέτο με την Άννα ήταν δική μου, εγώ βρήκα το τραγούδι. Η Άννα είναι σπουδαία τραγουδίστρια, είμαστε και πολύ φίλοι, οπότε… ήταν και πιο εύκολο να συμβεί. Είναι και πολύ «φρέσκια» η Άννα, η φωνή της είναι λες κι είναι κοριτσάκι. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει πιο παλιά και με τον Καρρά.
Χρειάζεται, λοιπόν, να κάνεις και κάποια πράγματα λίγο «έξω απ’ τη φόρμα», για να γίνει κάτι ωραίο και διαφορετικό.
Δεν γράφεις ένα τραγούδι επειδή θες, ντε και καλά, να γίνει επιτυχία. Γράφεις ένα τραγούδι επειδή σε βασάνισε και προσπαθείς ν’ απελευθερωθείς.
Πάντως, μιλώντας γι’ αυτά που έχουν αλλάξει, έχω την εντύπωση ότι πλέον βλέπω και λιγότερους διαχωρισμούς ως προς τα είδη της μουσικής…
Τα πράγματα είναι κατευθυνόμενα, χωρίς έμπνευση – γι’ αυτό και, για μένα, είναι φοβερά βαρετά. Καταντάει λίγο γελοιότητα. Δεν βλέπουμε να γίνονται πράγματα σημαντικά, δεν βλέπουμε καλούς τραγουδιστές, δεν βλέπουμε καλά τραγούδια…
Οι άνθρωποι που κάνουν καλά τραγούδια έχουν μεγάλο πρόβλημα στο πώς θα τα ακούσει ο κόσμος – ας ξεκινήσουμε από αυτό. Δηλαδή, αν σκεφτείς ότι κάνουν meeting στο ραδιόφωνο, για να δουν ποιο τραγούδι δικό σου θα βάλουν στη λίστα… Εκεί εκμηδενίζεται και η προσωπικότητα του παραγωγού, έτσι; Γιατί έτσι δεν έχει και νόημα. Άμα είναι, βάλ’ το εκεί να παίζει μόνο του!
Εγώ ήμουν πάντα της άποψης ότι, στο ραδιόφωνο, θα πρέπει να καλείς τον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει και να κάνει αυτός την πρότασή του. Αυτό γινόταν παλιά. Δηλαδή εσύ μπορούσες να επιλέξεις ένα τραγούδι δικό μου που σου άρεσε, και να έπαιζες αυτό. Κι αν γινόταν και επιτυχία, ήσουν υπερ-χαρούμενη, γιατί έλεγες «εγώ το πρότεινα». Έτσι αναδεικνυόταν και η προσωπικότητα του παραγωγού. Είναι που είναι και 3-4 μόνο τα έντεχνα ραδιόφωνα…
Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο.
Παρατηρείται, πάντως, και το εξής φαινόμενο: σταθμοί που έπαιζαν συγκεκριμένο είδος μουσικής, να έχουν εντάξει στο «ρεπερτόριό» τους και τραγούδια που δεν θα περίμενες ν’ ακούσεις – τραγούδια άλλων ειδών…
Δεν νομίζω ότι φταίει αυτό. Φταίει το ότι έπαιζαν τα ίδια τραγούδια συνεχώς και δεν έψαχναν να βρουν άλλα τραγούδια από τους ίδιους καλλιτέχνες, που ήταν επίσης σημαντικά.
Όταν παίζεις συνεχώς Ντύλαν, και το μόνο που παίζεις είναι το “All along the watchtower”… Μα ο Ντύλαν δεν είναι μόνο το “All along the watchtower”! Kαι, ξαφνικά, ένας αχταρμάς. Εμένα δε μ’ αρέσει ο αχταρμάς.
Ένα άλλο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων είναι ότι, πλέον, οι τηλεοπτικές σειρές γίνονται η αφορμή για να γράφονται τραγούδια. Γράφονται πια ολόκληρα soundtrack για τις ανάγκες των σειρών και πολλά γίνονται επιτυχίες…
Ξέρεις γιατί; Γιατί το τραγούδι της σειράς θα το ακούσεις 100 φορές, είναι πολύ απλό! Είναι θέμα προβολής. Το ότι γράφονται τραγούδια ειδικά για μια σειρά δεν είναι κακό. Αντιθέτως…
Ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να τον αγαπάς. Έχει ανάγκη να μάθεις ότι έβγαλε μια δουλειά, κι ας μην την αγοράσεις. Αλλά το να βγάλει ένα δίσκο, κι εσύ να μην το μάθεις ποτέ…
Ζούμε σε μια υπερ-ιλιγγιώδη εποχή όσον αφορά τους χρόνους. Δεν έχει ο καθένας τον χρόνο να κάθεται να ψάχνει, όπως παλιά. Εγώ, επειδή είμαι παλιός πια, λειτουργώ αλλιώς: Όταν με ενδιέφερε κάτι, το έψαχνα – είτε ήταν τραγούδι, είτε ήταν γυναίκα. Τώρα πια είναι όλα έτοιμα.
Και δεν είναι μόνο η έλλειψη χρόνου. Είναι και ότι, παλιά, υπήρχε κυρίως το ραδιόφωνο. Τώρα υπάρχει και το YouTube, το οποίο προτιμά πολύς κόσμος για ν’ ακούει μουσική. Οι πηγές, δηλαδή, είναι πλέον πολλές.
Συμφωνώ απόλυτα. Για μένα, το ραδιόφωνο περνάει τη χειρότερή του εποχή. Και, με τον ρυθμό που πάει, σε λίγα χρόνια δεν θα το ακούει κανείς, θα εξαφανιστεί.
Πολύ απαισιόδοξο αυτό, όμως…
Ε, ναι. Βάζεις ένα σταθμό στο αμάξι και παίζει συνεχώς το ίδιο τραγούδι και, λίγο μετά, πάλι το ίδιο. Αυτό κάπου είναι ενοχλητικό, ξέρεις…
Και δεν έχει να κάνει με το ίδιο το ραδιόφωνο· έχει να κάνει με τον τρόπο που το χειρίζονται. Δεν χρειάζεται να είσαι Αϊνστάιν για να τα καταλάβεις αυτά.
Το ραδιόφωνο είναι ένα λειτούργημα. Ουσιαστικά, προτείνεις στον κόσμο μουσική, προτείνεις στίχο, προτείνεις αισθητική.
Ξέρεις, έχει περάσει κάπως η άποψη ότι το έντεχνο τραγούδι δεν είναι εμπορικό. Αν μιλήσεις με κάποιους, θα δεις ότι διαχωρίζουν το «έντεχνο» τραγούδι από το «εμπορικό».
Το έντεχνο είναι τρομακτικά εμπορικό τραγούδι. Εγώ το βλέπω και σ’ εμάς: είχαμε κάνει τραγούδια πριν 35 χρόνια, και οι πιτσιρικάδες τα τραγουδάνε ακόμα και σήμερα. Αυτή, λοιπόν, η διάρκεια αποδεικνύει και την εμπορικότητα.
Διαβάζοντας παλαιότερες συνεντεύξεις σου, πέτυχα μία, στην οποία έπρεπε να δώσεις μία λέξη για κάθε γράμμα του αλφαβήτου. Είδα, λοιπόν, τη λέξη «εξαρτήσεις» στο -ε-, είδα «ήττα» στο -η-, είδα «θυμός» στο -θ-, «λάθη» στο -λ-… Μπορεί όλα αυτά να είναι αφορμές για να γραφτεί ένα ωραίο τραγούδι;
Ανέκαθεν ήταν! Το ωραίο τραγούδι γράφεται πάντα όταν υπάρχει κάτι που πάει προς το «κόκκινο». Δεν μπορείς αλλιώς να κάνεις Τέχνη. Τέχνη κάνεις όταν είσαι συγκινημένος, όταν είσαι θυμωμένος, όταν, γενικώς, είσαι σε μια συναισθηματική εγρήγορση.
Το ραδιόφωνο είναι ένα λειτούργηµα. Ουσιαστικά προτείνεις στον κόσµο µουσική, προτείνεις στίχο, προτείνεις αισθητική.
Βέβαια, είδα και το «ψώνιο» στο -ψ-… (γέλια)
Εντάξει, το ψώνιο είναι πάντα αδερφάκι με τη δόξα…
Έχεις πέσει ποτέ σ’ αυτή την παγίδα;
Ε, πάντα πέφτεις… έστω και για λίγο. Αλλά εμένα δεν μου αρέσουν οι φανφάρες, ούτε τα πολλά λόγια, ούτε οι κόλακες – γενικώς τους αποφεύγω στη ζωή μου. Ξέρω ποιοι είναι αυτοί που μ’ αγαπούν όντως για τη δουλειά μου, και ποιοι είναι αυτοί που κάνουν ότι μ’ αγαπούν για τη δουλειά μου…
Καλό είναι να μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει αυτά – και μιλάω για όλους μας…
Αλίμονό μας! Ειδικά αν είσαι κι εκτεθειμένος, υποχρεωτικά πρέπει να το κάνεις αυτό. Αλλιώς ζεις στον παραμυθόκοσμο. Ωραίος ο παραμυθόκοσμος, αλλά για άλλα πράγματα…
Έχεις πει, επίσης, «ακούω καλή μουσική». Τι ορίζεις εσύ ως «καλή μουσική»; Αν μπούμε τώρα στο αμάξι σου και βάλεις μπρος, τι θα ακούσω να παίζει;
«Καλή μουσική», για μένα, είναι εκείνη που «μιλάει» στο συναίσθημα και την εσωτερικότητά σου, που σε κάνει να αναζητήσεις πράγματα, να σκεφτείς, να ερωτευτείς… να μπορέσεις να σηκώσεις την πέτρα και να κοιτάξεις από κάτω. Δεν είναι, δηλαδή, τα οφθαλμοφανή.
Εγώ πιστεύω ότι η μουσική είναι, βασικά, σκηνοθεσία. Δηλαδή γράφεις ένα τραγούδι και «φοράς τα ρούχα» που θέλει. Αν είναι να πας στο βουνό, φοράς άρβυλα. Αν είναι να πας σε δεξίωση, φοράς μια τουαλέτα. Η αισθητική είναι που κάνει τη διαφορά.
Ουσιαστικά, όλοι τα ίδια πράγματα λέμε· απλώς τα λέμε με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό «σκηνικό». Εμένα με ενδιαφέρει το «σκηνικό».
Και ποιο θα ήταν ένα ενδιαφέρον «σκηνικό» για σένα;
Στόχος μου είναι, αν ακούσεις ένα τραγούδι μου, να μπορείς να καταλάβεις αν είναι φθινόπωρο, αν είναι άνοιξη, πού μπορεί να βρίσκομαι, πού θα ήθελες να βρίσκεσαι εσύ – γιατί δεν είναι απαραίτητο να βρεθείς εκεί που βρίσκομαι εγώ… Το βασικό, όμως, είναι να σε πάει κάπου, κάπου που θα είναι ωραία.
Έτσι κι αλλιώς, κάτι που αγγίζει εσένα για συγκεκριμένο λόγο, εμένα μπορεί να με αγγίξει για κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό δεν είναι και το ωραίο με τη μουσική;
Ακριβώς! Εγώ μπορεί να έχω γράψει ένα τραγούδι αγάπης για τον σκύλο μου, τον οποίο λατρεύω, κι εσύ να το ακούς και να το ταυτίζεις με τον άνθρωπο που αγαπάς…
Σημασία έχει, όμως, να είναι αληθινό. Δεν μπορεί να είσαι καλλιτέχνης και να είσαι ψεύτης, γιατί αυτό, αργά ή γρήγορα, αποκαλύπτεται. Δεν έχει σημασία πόσο καλός είσαι· κάθε φορά προσπαθείς να γίνεσαι και λίγο καλύτερος. Κι αυτό ισχύει για όλες τις δουλειές.
Επιμένω ότι το σημαντικότερο είναι να είσαι αληθινός – και στις ερωτικές σχέσεις, και τις φιλικές. Όταν υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ των ανθρώπων, τα πράγματα είναι λιγότερο επώδυνα. Αλλά έχουμε μάθει όλοι να κρυβόμαστε… κάτι που δεν μας αρέσει να λέμε ότι μας αρέσει, και κάτι που μας αρέσει να λέμε ότι δεν μας αρέσει.
Βέβαια, καμιά φορά, η ειλικρίνεια μπορεί να είναι πιο επώδυνη από το ψέμα. Αλλά τουλάχιστον εκεί ξέρεις τι σου γίνεται…
Όχι, δεν πειράζει. Είναι το καλύτερο…
Αν εσύ μου πεις κάτι που δεν μ’ αρέσει, αλλά είναι το καλύτερο για σένα, οφείλω να το σεβαστώ και να δω αν μπορώ ν’ αντεπεξέλθω ή όχι. Όταν είσαι ειλικρινής, υπάρχει πάντα το ρίσκο να σου πει ο άλλος «άντε, γεια». Αλλά έτσι είναι το πράγμα, τι να κάνουμε τώρα…
Ας πάμε λίγο και στους Πυξ Λαξ… Είχες πει κάποτε ότι, στις συναυλίες σας, οι άνθρωποι από κάτω ήταν συνομήλικοί σας. Τώρα που έχετε ξαναρχίσει τις συναυλίες, αρκετά χρόνια μετά, τι ηλικίες βλέπεις;
Όταν ξαναβρεθήκαμε με τον Φίλιππο και είπαμε ότι θ’ αρχίσουμε να παίζουμε πάλι, του είχα πει πριν το πρώτο live: «Αν ανεβούμε να παίξουμε και δούμε μόνο συνομήλικούς μας από κάτω, σημαίνει ότι σιγά-σιγά θα πρέπει να την κοπανήσουμε». Διότι, αν δεν υπάρχει «νέο αίμα» από κάτω, δεν υπάρχει κανένα νόημα να συνεχίσεις να παίζεις.
Προς μεγάλη μας έκπληξη, είδαμε στους 5.000 κόσμο που είχαμε από κάτω, τους 3.000 να είναι νέα παιδιά, πολλά από τα οποία δεν πρέπει να είχαν καν γεννηθεί όταν σταμάτησε την πρώτη φορά η μπάντα. Ε, αυτό είναι πάρα πολύ συγκινητικό και σου δίνει μία δύναμη…
Το λέω διότι, όταν πρωτοξεκινήσαμε, αυτό που κάναμε αφορούσε νέους ανθρώπους, γιατί ήμασταν κι εμείς νέοι. Και ήμασταν πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό, και βγαίναμε μετά και τα πίναμε, και περνάγαμε ωραία. Τώρα, όμως, μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ να είναι νέοι άνθρωποι από κάτω. Κάτι σημαίνει αυτό.
Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σου, κάνει μια μπάντα και τα τραγούδια της να κρατάνε στον χρόνο και ν’ αφορούν τους ανθρώπους ακόμα και 20 χρόνια μετά;
Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτό που λέγαμε πριν: η ειλικρίνεια. Δεν γράφεις ένα τραγούδι επειδή θες, ντε και καλά, να γίνει επιτυχία. Γράφεις ένα τραγούδι επειδή σε βασάνισε και προσπαθείς ν’ απελευθερωθείς. Από τη στιγμή που θα το τελειώσεις, παύει να είναι δικό σου· είναι όλου του κόσμου. Αυτό, αυτομάτως, σε κάνει να ηρεμήσεις – εμένα, τουλάχιστον, αυτό μου συμβαίνει.
Όπως και όταν τραγουδάω (αυτό το έχω πει παλαιότερα και έχει παρεξηγηθεί), δεν τραγουδάω για σένα. Τραγουδάω για μένα. Όταν εγώ καλύπτω τον εαυτό μου, καλύπτω κι εσένα – είναι πολύ απλό. Να πω ψέμα ότι τραγουδάω για τον κόσμο; Θέλω να ευχαριστιέμαι εγώ, κι όταν ευχαριστηθώ εγώ, θα ευχαριστηθεί σίγουρα και ο κόσμος. Το καταλαβαίνουν και οι άνθρωποι από κάτω, είμαι σίγουρος πια.
Αν και δεν ξέρω τι μπορεί να μου απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση… Αν οι Πυξ Λαξ ήταν μόνο ένα τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
Ξέρεις, οι Πυξ Λαξ είναι μια πολύ ιδιαίτερη μπάντα. Εμάς πάντα μας βασάνιζε πολύ το να βρούμε έναν ήχο.
Ο αγώνας του καλλιτέχνη είναι να βρει έναν ήχο, για να μπορέσει να πει «εγώ είμαι διαφορετικός». Όταν, λοιπόν, βρίσκαμε αυτόν τον ήχο, στο επόμενό μας δίσκο παίζαμε κάτι άλλο, ανακαλύπταμε καινούργια πράγματα.
Νομίζω ότι η μπάντα αυτή άντεξε στον χρόνο, γιατί δεν έμεινε ποτέ στάσιμη. Δεν πήραμε την πεπατημένη και κάτσαμε εκεί… Δεν γράψαμε, δηλαδή, το «Δεν θα δακρύσω πια για σένα», και μετά γράψαμε άλλα 17 τραγούδια ίδια. Αν κοιτάξεις, αυτό σ’ εμάς δεν υπάρχει. Κι αυτό, νομίζω, είναι το πιο σημαντικό πράγμα που κάναμε: Δεν είχαμε αγωνία να «υπηρετήσουμε» το κοινό μας – γι’ αυτό και, πολλές φορές, ήρθαμε σε μεγάλη κόντρα μαζί του.
Ένα παράδειγμα;
Όταν κάναμε το «Άσ’ την να λέει» με τον Καρρά, οι «σκληροπυρηνικοί» ακόλουθοί μας δεν ενθουσιάστηκαν. Όταν έκανε ο Nick Cave το τραγούδι με την Kylie Minogue, το “Where the Wild Roses Grow”, ήταν ένα αριστούργημα. Κι όμως…
Αλίμονό μου, αν ρώταγα εγώ τον καθένα τι να κάνω!
Μα και στη δική σας περίπτωση, «έπιασε». Το ντουέτο με τον Βασίλη Καρρά ήταν τεράστια επιτυχία…
«Έπιασε», ναι, γιατί κάναμε την πλάκα μας και γουστάραμε. Είχαμε ένα τραγούδι που έχει μέσα τσέλα και βιολιά, χωρίς κανένα λαϊκό όργανο, όπως το «Άσ’ την να λέει», που αν βγάλεις τη φωνή του Καρρά δεν είναι λαϊκό, αλλά αν την προσθέσεις, είναι. Αυτό ήταν τρομερά ενδιαφέρον!
Και όλο αυτό με την «τελευταία συναυλία» των Πυξ Λαξ που όλο έρχεται; Κλισέ ερώτηση, αλλά δεν άντεξα… (γέλια)
Η μπάντα σταμάτησε το 2004 και ξανάπαιξε το 2011. Δεν κατάλαβα… έπρεπε να ρωτήσουμε τους ανθρώπους αν έπρεπε να ξαναπαίξουμε;
Είχαμε πει ότι θα ξαναπαίζαμε σε μια δεκαετία, αλλά πέθανε ο Μάνος (Ξυδούς) το 2011 και, τελικά, παίξαμε σε μια επταετία.
Έλεγα ότι το πήρατε κι εσείς στην πλάκα…
Στην πλάκα το πήραμε! Αλλά τι να κάνουμε τώρα… Όποτε γουστάρουμε κι εμείς παίζουμε, κι όποτε γουστάρουμε δεν παίζουμε! Είναι απλό!
Κανένα καινούργιο τραγούδι από τους Πυξ Λαξ θ’ ακούσουμε;
Ε, σιγά-σιγά τώρα αυτά…
Δεν προβλέπεται τώρα άμεσα, γιατί θα βγάλει και ο Φίλιππος τώρα δικό του άλμπουμ.
Και μια και λέμε για άλμπουμ, να πούμε και για το «Κι έρχεται η Αγάπη ξανά». Κατ’ αρχάς, θα σταθώ στον τίτλο: Τον βρίσκω πολύ αισιόδοξο…
Θεωρώ ότι υπάρχει ένα θέμα με την αγάπη σήμερα. Έχει πάει περισσότερο προς την κακή της πλευρά, παρά προς την καλή. Αυτός ο δίσκος είναι καθαρά προσωπικός και πολύ εσωτερικός – έχει να κάνει, δηλαδή, με συναισθήματα και αφορά περισσότερο ανθρώπους που «νιώθουν».
Δεν είναι ότι στήθηκε επί τούτου… Είναι μια προσπάθεια να καταλάβω κι εγώ τι γίνεται γύρω μου, αν πραγματικά οι άνθρωποι σήμερα ποντάρουν στο συναίσθημα και τους αφορά ακόμα.
Ακούς πολλούς, κορίτσια τα περισσότερα, που λένε «Α, δεν ακούω έντεχνο, με ρίχνει». Μα φυσικά και σε ρίχνει, γιατί μέσα σου γίνεται χαμός, υπάρχει κάποιο πρόβλημα…
Εμένα δεν με ρίχνει, με ανεβάζει! Ένα καλό τραγούδι, ένα καλό ποίημα μού δίνει και μια ώθηση. Άμα σε ρίχνει, να το ψάξεις.
Μα η μουσική είναι και φύσει ψυχοθεραπευτική…
Ακριβώς αυτό είναι! Γι’ αυτό θα έπρεπε να σε ανεβάζει! Όταν ο άλλος «σου ψιθυρίζει στ’ αυτί» αυτό που αισθάνεσαι, δεν θα έπρεπε να σε ρίχνει, θα έπρεπε να σε κάνει να σκεφτείς «έχω άλλον ένα φίλο που νιώθει σαν κι εμένα. Και μου το ‘κανε και τραγούδι να τ’ ακούω!».
Στο άλμπουμ αυτό έχεις αφιερώσει κι ένα τραγούδι στη Γιώτα Γιάννα, το «Δες, ξημερώνει»…
Ναι, είναι ένα τραγούδι που έχω γράψει για μένα. Είναι το πιο προσωπικό τραγούδι του δίσκου μεν, αλλά ταίριαζε απόλυτα με τη Γιώτα. Ένα βράδυ της το είχα παίξει στην «Απανεμιά» και είχε συγκινηθεί πολύ. Και της είπα «είναι για σένα»…
Η Γιώτα είχε πολύ περισσότερη ζωντάνια, ως άνθρωπος, από πολλούς 30χρονους που ήξερα. Κι αυτό, διότι η Γιώτα ζούσε τη στιγμή.
Η γιαγιά μου, όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε «το πιο πολύτιμο πράγμα είναι ο χρόνος». Και η υγεία βέβαια, εννοείται. Αλλά είναι και το πώς περνάμε, τελικά, τον χρόνο μας – και τα χρόνια περνάνε πολύ γρήγορα όσο μεγαλώνεις. Οπότε, έχουμε μια υποχρέωση (εγώ, τουλάχιστον) να είμαστε στη ζωή μας με ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον. Μη σπαταλάμε τον χρόνο μας σε βλακείες…
Αυτός ο δίσκος είναι ιδιαίτερος και για έναν ακόμα λόγο: ένα από τα τραγούδια είναι μελοποίηση ενός ποιήματος του Καβάφη, το «Καλός και κακός καιρός»…
Αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα εδώ και 40 χρόνια.
Μεγάλωσα στο Μενίδι, από την εφηβεία μου και μετά. Εκεί δεν είχαμε μαγαζιά. Κάθε βράδυ κλείναν τα καφενεία, και μαζευόντουσαν εκεί οι πιο μεγάλοι. Τους αφήνανε κάποια ούζα και τσίπουρα, και καθόντουσαν και συζητάγανε μέχρι το πρωί. Εμένα, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ αυτό, καθόμουν και άκουγα. Εκεί πρωτο-έμαθα για τους ποιητές, εκεί πήρα το πρώτο μου βιβλίο, την πρώτη μου κασέτα… Ήμουν ο μικρός της παρέας και δεν μίλαγα πολύ.
Ένα από τα πρώτα βιβλία που μου είχαν δώσει, λοιπόν, ήταν με ποιήματα του Καβάφη, και το «Καλός και κακός καιρός» ήταν μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Πέρασαν σαράντα χρόνια για να το μελοποιήσω… Είδες, λοιπόν, ο χρόνος; Καμιά φορά, σαράντα χρόνια μπορεί να είναι μια στιγμή, και μια στιγμή να είναι σαράντα χρόνια…
Ίσως τώρα να ήταν η ώρα του…
Το πιστεύω. Για να συμβαίνει τώρα, ίσως όντως αυτή να ήταν η ώρα του…
Ας πάω, για το κλείσιμο, και στο πρακτικό του πράγματος: Τι προβλέπει το καλοκαίρι από συναυλίες;
Έχουμε πάνω από 60 συναυλίες φέτος – καμιά 45αριά με τους Πυξ Λαξ και καμιά 15αριά μόνος μου. Σε κάποιες τραγουδάω για τον Μητροπάνο, που ήταν πολύ φίλος κι αγαπημένος μου. Αλλά τραγουδάω και κάποια παραδοσιακά.
Εγώ τραγουδάω γενικά – και παραδοσιακά, και λαϊκά… Μ’ αρέσουν όλα αυτά, είναι κομμάτι του εαυτού μου. Γι’ αυτό και, όσο μεγαλώνω, το εκμεταλλεύομαι.
Τι είναι καλό να πούμε που δεν σκέφτηκα να ρωτήσω;
Μπα… τα σκέφτηκες όλα! (γέλια)
Photographer: Nik Zik
Styling: Χριστίνα Ευσταθίου
Make up & Hair: Έλενα Ντεντη