Είναι αδύνατο να μην προσηλωθείς στην κουβέντα μαζί του. Και όχι μόνο επειδή τα λέει ωραία, αλλά επειδή σε εντυπωσιάζει η τόση αφοσίωσή του σ΄αυτό που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου, αποκαθηλώνεται στη σκηνή, ενσαρκώνοντας έναν βασιλιά που παλεύει με δαίμονες και φαντάσματα του παρελθόντος. Μιλάει γι’ αυτό και τα μάτια του λάμπουν, “το ζει” ακόμα κι όταν απλά το συζητά πίνοντας καφέ. Όχι, δεν υποδύεται απλά τον Ριχάρδο Β’. Αυτό το φθινόπωρο, ο Τάσος Νούσιας είναι ο Ριχάρδος Β’…
Συνέντευξη στη MAΡΙΑ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ
– Ας ξεκινήσουμε με τις προφανείς δυσκολίες ενός μονολόγου. Κατ’ αρχάς, πόσο δύσκολο είναι να υποδύεται ένας ηθοποιός όλους τους χαρακτήρες σε ένα έργο και, κατά δεύτερον, τι ψυχολογικό κόστος έχει αυτό για όποιον μπαίνει σ’ αυτήν τη διαδικασία;
Προς στιγμήν, εγώ το πληρώνω –ή το ξεχρεώνω– με insomnia…
– Μηδέν ύπνος; Τίποτα;
Πολύ ταραγμένος ύπνος. Για αρκετό καιρό.
Ωστόσο, με την έναρξη των παραστάσεων, αυτή η ένταση μετριάζεται. Προηγουμένως πήγαινε σωρευτικά· οι πρόβες ήταν συνεχείς, για πάρα πολύ καιρό… Οι δε απαιτήσεις ενός μονολόγου είναι τεράστιες: 90 λεπτά non-stop πάνω στη σκηνή, κατά τα οποία θα πρέπει να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά και το δικό σου.
– Αλήθεια, μπορεί ο ηθοποιός να βαρεθεί; Πώς μπορεί να το αντιστρέψει αυτό;
Μη νομίζεις ότι ο ηθοποιός δεν βαριέται τον εαυτό του όταν δεν παράγει δημιουργικές φόρμες επί σκηνής, όταν δεν ιντριγκάρεται ο ίδιος. Και συνήθως αυτό έχει παράλληλη πλεύση: με τον τρόπο που μου αποκαλύπτεται εμένα το κείμενο, κάνοντάς με να αποκτώ σχέση μαζί του, να εμβαθύνω και να γίνεται ενδιαφέρον για μένα, με τον ίδιο τρόπο περνάει στη συνέχεια ως ολοκληρωμένη και ολοκληρωτική εμπειρία στον θεατή. Έτσι, συνδέεται μαζί σου. Αν δεν συμβεί αυτό, αρχής γενομένης από εσένα, δεν έχεις παράσταση.
Οπότε, για να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη ερώτηση, ναι, προς το παρόν έχω insomnia. Άρα, μιλάμε και για ένα μεγάλο βαθμό δυσκολίας ως προς την αποφόρτιση. Γιατί εδώ κάνουμε κάτι πολύ σωματικό, παράλληλα με τον λόγο.
– Όταν ένας ηθοποιός παίζει με άλλους στη σκηνή, προφανώς υπάρχει μια διάδραση, η οποία και καθορίζει το πώς θα εκφραστεί ο ίδιος. Στην περίπτωση του μονολόγου, που δεν υπάρχει άλλος στη σκηνή, ο “άλλος” με τον οποίο έχεις πάρε-δώσε είναι το κοινό. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει, λοιπόν, το κοινό σε έναν μονόλογο;
Στην πραγματικότητα, ο Ριχάρδος Β’ είναι ένα έργο πολυπρόσωπο, έχει πάνω από 30 πρόσωπα, δεν είναι γραμμένος μονολογικά. Εδώ έχει γίνει δραματουργική επεξεργασία, έχουμε κρατήσει όλα αυτά τα ουσιαστικά σπαράγματα που συνθέτουν τη διαδρομή του: ουσιαστικά, στο έργο, ο Ριχάρδος καταλαμβάνεται από τα πνεύματα των ανθρώπων που συνάντησε στη ζωή του και τον οδήγησαν στη φυλακή, απεκδυόμενος το αξίωμά του με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο.
Εδώ έχεις κι άλλο ένα εξαιρετικό εργαλείο στα χέρια σου, που εγώ θεωρώ ύψιστο, το οποίο πυκνώνει πολλά κομμάτια από την ανθρώπινη φύση. Αυτό το είδος είναι η Ποίηση. Έχεις να κάνεις με ένα στιχουργικό ρυθμό και, μέσα σε δύο ατάκες ή σε μία φράση, να ξεκινάς μια κουβέντα για το τι εστί άνθρωπος, πού πηγαίνει, πώς διαχειρίζεται τη ζωή του κ.ο.κ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε μόνο με κομμάτια μέσα από τον Σαίξπηρ, για να δεις πόσο σύγχρονος είναι. Και είναι τραγικό το να συνειδητοποιείς ότι η ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει να ωριμάσει, δεν έχει διαχειριστεί κανένα από αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα, εκτός ελαχίστων…
– Γιατί τώρα αυτό το έργο; Τι σας ώθησε να το ανεβάσετε φέτος; Είναι κάτι προσωπικό σας; Θεωρείτε ότι ταιριάζει στη δεδομένη χρονική περίοδο…;
Είναι όλα. Αλλά αρχίζεις από εσένα. Πάντα εσύ είσαι και το γέννημα, και ο γεννήτορας. Η σχέση μου με το κείμενο αυτό αρχίζει από τα 18 μου. Με έναν μονόλογο μέσα από τον Ριχάρδο Β’ έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Είμαι συγκλονισμένος με αυτό το κείμενο από τον πρώτο καιρό, όταν η εφηβεία, η οποία προσδίδει μια αίσθηση αθανασίας στον άνθρωπο, ταυτόχρονα αρχίζει να εγκαθιδρύει μέσα του και φόβους, όταν αρχίζουν σιγά-σιγά να προβάλλουν αυτά τα οικουμενικά ερωτήματα, τα οποία καλείσαι να διαχειριστείς…
Μετά από τόσα χρόνια σπουδής, εμπειρίας, δουλειάς κ.ο.κ., το έργο αυτό βρίσκει εμένα πιο ώριμο να μιλήσω μέσω του κειμένου, με τον τρόπο που το έχει γραμμένο ο Σαίξπηρ. Άρα, μέσα εκεί υπάρχουν θέματα και ποιότητες που αφορούν εμένα σε πρώτο χρόνο.
Έγινε, λοιπόν, αυτή η δραματουργική επεξεργασία, μέσω της οποίας καταλήξαμε σε ένα μονόλογο. Ήθελα πολύ καιρό να κάνω ένα μονόλογο, να αναμετρηθώ μόνος στη σκηνή με τις αντοχές μου, με τις ικανότητες που έχω αποκτήσει, και όλα αυτά να τα ανταλλάξω. Και να δω και αν μπορώ να τα καταφέρω… Γιατί καλά μπορεί να λες εσύ “το ’χω”, “με συγκινεί”, αλλά όταν έρχεται η ώρα αυτό να σωματοποιηθεί, να ερμηνευθεί και να παραδοθεί, υπάρχει άλλος βαθμός δυσκολίας.
Υπάρχει πάντα ο ηγέτης, ο οποίος τραβάει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο αν είναι φωτισμένος ή όχι.
– Τι θα είναι πιο σημαντικό για εσάς στο τέλος των παραστάσεων: το να είναι το θέατρο γεμάτο κάθε βράδυ ή το να “περάσει” όλος αυτός ο προβληματισμός που περικλείει το έργο σε αυτόν που παρακολουθεί από απέναντι;
Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να πάνε παράλληλα. Και είναι πολύ ωραία πάσα αυτή, γιατί εμείς δεν κάνουμε “ελιτίστικο” θέατρο. Το θέατρο που παρήγαγε ο Σαίξπηρ ήταν το λαϊκό θέατρο της εποχής εκείνης. Δεν ήταν απλά δημοφιλές· “κρεμόταν” μια τεράστια κοινότητα από το εκάστοτε επόμενο έργο του.
Έτσι όπως ήταν το Globe Theatre, δίπλα στον Τάμεση, το πρώτο εγκατεστημένο μεσαιωνικά θέατρο, είχε διαβαθμίσεις ως χώρος: υπήρχε η πλατεία, η οποία μπορεί να είχε λάσπες επειδή είχε βρέξει, και έμπαινε εκεί, με το ένα penny, φτωχός κόσμος από διάφορες τάξεις (υπηρέτες, αμαξάδες, εργάτες κ.λπ.). Μετά άρχιζαν τα θεωρεία, εκεί ανέβαιναν οι άρχοντες. Και πιο πάνω ήταν οι βασιλείς, σε εξέχουσα θέση.
Ο Σαίξπηρ, λοιπόν, γράφει για όλους. Τα έργα, δομικά, περιέχουν μέσα όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση – και ο καθείς ταυτίζεται ανάλογα. Γι’ αυτό και δεν φοβάται να καταπιαστεί, καλή ώρα, ακόμα και με έναν έκπτωτο βασιλέα, να πει μια βιογραφική ιστορία που, ίσως για πρώτη φορά, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του…
– Μπήκα, λοιπόν, στη διαδικασία να διαβάσω πριν έρθω την ιστορία του Ριχάρδου Β’…
Είναι συγκλονιστική! Και ίσως να είναι από τους μοναδικούς που παρέδωσε στέμμα ο ίδιος στον Ερρίκο Δ’ (ή Μπόλιμπροκ, όπως λέγεται στο έργο).
Ο καιρός μας μάς έχει αποκόψει από τη συγκέντρωση και τη συγκρότηση, μέσα από μια fast forward αντίληψη και αισθητική. Στα social media γίνονται όλα πολύ εύκολα, ασχολείσαι με ένα θέμα επιδερμικά. Είμαστε όλοι μονίμως hyper-active, είμαστε όλοι ελλειμματικής προσοχής.
Άρα, το να φέρω έναν κόσμο στο θέατρο, ώστε να συνδεθεί με αυτήν την ιστορία που τον αφορά σε πρώτο χρόνο, αφήνοντάς τη να λειτουργήσει μέσα του ως “ταγκαλάκι”, που έλεγε ο Παΐσιος, ως δαίμονας που θα τον βάλει στη διαδικασία να προβληματιστεί, θα πρέπει να το κάνω με έναν τρόπο πολύ καθαρό, πολύ καλά δοσμένο από εμένα. Χωρίς νεωτερισμούς και ευφυολογήματα, από τα οποία πάσχει το ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια, όπου ο σκηνοθέτης είναι πολύ πιο… έξυπνος από τους υπόλοιπους, προσπαθώντας να δώσει κάτι που επιβιώνει μόνο στο μυαλό του, με αποτέλεσμα να κατακρεουργούνται τα κείμενα και, ενώ πας να δεις π.χ. Τσέχωφ, λες “Πού είναι το κείμενο;”.
Στον Σαίξπηρ κυριαρχεί ο λόγος, όπως και στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Ο λόγος του Σαίξπηρ αποκτά όλες τις διαστάσεις που απασχολούν τον άνθρωπο, την ανθρωπότητα – είναι συμπαντικά τα θέματά του. Μέσα στο κείμενο έχεις υπαρξιακές αναζητήσεις, έχεις πολιτικά θέματα, έχεις κοινωνικά θέματα, θρησκειολογικά ή θρησκευτικά, συνδέσεις με τον Θεό, οι οποίες αγγίζουν και μεταφυσικές πλευρές. Τι είσαι, ποιος είσαι, πού πας ως άνθρωπος…
Αυτό ακριβώς είναι και το σπουδαίο αυτών των κειμένων – γι’ αυτό αποκτούν αυτήν την τεράστια διαχρονία και το βάθος, αυτό σημαίνει “κλασικό”. Είναι σαν τον έρωτα: εκμηδενίζουν ουσιαστικά και τον χρόνο, και την απόσταση…
– Και τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά στη συγκεκριμένη παράσταση;
Εδώ ο δικός μας αγώνας είναι να έχει το κείμενο αυτό που του αξίζει. Εν αρχή ην ο λόγος, και αριστοτελικά και βιβλικά – ο λόγος είναι Θεός, και ο Θεός είναι Λόγος. Άρα, πάμε με την αξιωματική αρχή του λόγου. Δεν παραβιάζουμε το κείμενο, παρά μόνο το πυκνώνουμε, ώστε να μετασχηματιστεί σε μονόλογο δομικά και δραματουργικά, φέρνοντας τον ήρωα αυτόν στην κατάσταση κλονισμού, στην οποία βρίσκεται.
Δεν αρκεί να λες απλά κάποια λόγια. Από κάτι πάσχει αυτός ο ήρωας, κάτι του συμβαίνει, είναι έγκλειστος στη φυλακή, παρατημένος, διαβαίνοντας όλη την κλίμακα: από τη θέωση (γιατί ο βασιλιάς στην Αγγλία είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, δεν είναι σχήμα λόγου), κατευθείαν στην αποκαθήλωση. Βρίσκεται, λοιπόν, σε μια φυλακή, εγκαταλελειμμένος από όλους, προδομένος, κάνοντας μια αποτίμηση τού τι έφταιξε στη ζωή του, προσπαθώντας να λυτρωθεί.
Κάνει, λοιπόν, ένα σοβαρό βήμα απέναντι σε δύο τεράστιες “κυρίες”, την εξουσία και τη ματαιοδοξία. Το να απεκδυθείς, όντας εξουσιαστής, κομμάτι της εξουσίας και να το διαχειριστείς μέσα σου λέγοντας “τελειώσαμε πια”, είναι τεράστια υπόθεση…
– Κι όμως, ενώ όλα αυτά στο έργο αφορούν έναν βασιλιά, στην πραγματικότητα ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί με όσα τον απασχολούν. Μπορεί να συμβεί σε όλους.
Ακριβώς! Κατ’ αρχάς, η πρώτη “εξουσία” ξεκινάει από τον γονέα στο παιδί, από το παιδί στο άλλο παιδί στο σχολείο, από εσένα που είσαι αρχισυντάκτρια στους υπόλοιπους, στους οποίους θα πρέπει να δώσεις κατευθύνσεις…
Ποτέ ο άνθρωπος δεν απαλλάχθηκε από αυτή τη νόρμα, από αυτήν την “κανονικότητα”, ακόμα και στις πιο υγιείς κοινωνίες. Υπάρχει πάντα ο ηγέτης, ο οποίος τραβάει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο αν είναι φωτισμένος ή όχι.
Για σκέψου τώρα να βρεθείς στην εξουσία από κληρονομικό δικαίωμα. Να είσαι από μικρή ηλικία βασιλιάς με υπηρέτες, με βεγγέρες, με πλούτη…
– Και ο συγκεκριμένος βασιλιάς ανέβηκε στον θρόνο όντας παιδί ακόμα.
Δέκα χρόνων! Βέβαια, είχε αντιβασιλέα τον θείο του, τον Γκαντ, τον πατέρα του Ερρίκου Δ’.
– Αυτός, βέβαια, του έκανε και μεγάλη ζημιά…
Πρόσεξε, τώρα, το πολιτικό κομμάτι της ιστορίας. Σαν να μην πέρασε μια μέρα! Λέει ο Γκαντ στον Ριχάρδο: “Αχ, ανιψιέ, κι όλου του κόσμου αν ήσουν βασιλιάς, θα ’ταν ντροπή να δώσεις με νοίκι αυτήν τη χώρα. Όταν, όμως, για κόσμο σου δεν έχεις παρά μονάχα τη χώρα αυτή, δεν είναι περισσότερο και από ντροπή να την ντροπιάζεις έτσι;”. Αυτό εμένα κατευθείαν μου κάνει ενοικίαση, ενεχυροδανεισμό μιας χώρας στο ΤΑΙΠΕΔ για 100 χρόνια. Μια πώληση ονόματος, της Μακεδονίας, σε μια ανύπαρκτη χωρική οντότητα, κρατική οντότητα – ό,τι θέλεις πες το. Πώς το κάνεις αυτό;
Αυτός διαλύει τα ταμεία του κράτους, υπερφορολογεί και αρχίζει και υφαρπάζει την περιουσία από όλο το αριστοκρατικό κομμάτι (λόρδους, άρχοντες κ.ο.κ.). Του σκάει κι ένας πόλεμος με την Ιρλανδία μόνιμα, πηγαίνει να τον πατάξει, εξορίζει τον ξάδελφό του κι άλλο ένα αρχοντόπουλο, και γίνεται το πιο μισητό πρόσωπο στη χώρα. Έρχεται ο άλλος από την εξορία, εκμεταλλευόμενος το κενό, και γίνεται ματς στη σκακιέρα.
– Ο ίδιος, όμως, προβληματίζεται για όλα αυτά, παίκτης ων. Δεν είναι ότι υπέστη κάποια αδικία· όντως έκανε λάθη!
Όταν έρχεται όλη αυτή η μνήμη, προσπαθεί να πάει κόντρα, αισθάνεται αδικημένος. Σιγά-σιγά αυτό λειαίνεται μέσα σ’ αυτή τη μιάμιση ώρα, μπαίνει σε ένα “τρανς” ο δικός μας Ριχάρδος, συνδιαλέγεται με τα πρόσωπα που συνάντησε στην πορεία του, μετουσιώνεται σε αυτά τα πρόσωπα και ξαφνικά… ξαναγυρνάει στη φυλακή! Συνειδητοποιεί αυτήν τη βύθιση.
Υπάρχει άλλο ένα πρόσωπο στο έργο, ο Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, ένα νέο και εξαιρετικό παιδί, ο οποίος βρίσκεται στη σκιά του Ριχάρδου λαμβάνοντας πολλές διαστάσεις. Είναι αυτός που του σκαλίζει τη μνήμη, του λέει “Θυμήσου…”. Είναι ο σταυλίτης, αυτός που του φρόντιζε το άλογο, ο οποίος όμως στην πορεία γίνεται ο δαίμονάς του, μετατρέπεται σε έναν ιδιότυπο άγγελο. Αυτός ο σταυλίτης, ουσιαστικά, και από γραφής Σαίξπηρ, είναι ο μόνος που του έχει απομείνει.
Τον επισκέπτεται, επίσης, η φωνή της βασίλισσας. Και εδώ δημιουργούμε ιντερμέδια σονέτων, τα οποία είναι μαγικά μέσα εκεί. Είναι πάρα πολύ ωραία η επεξεργασία που έχει γίνει δραματουργικά από τη Μαρλέν Καμίνσκυ, είναι σπουδαία…
Πάμε, λοιπόν, να κάνουμε αισθητικά μια παράσταση, ώστε να έχει ειδικό βάρος. Έχει φοβερό χιούμορ και πολλή ψυχή. Και, ταυτόχρονα, γίνεται μαγικός ρεαλισμός.
Ο καιρός μας μας έχει αποκόψει από τη συγκέντρωση και τη συγκρότηση, μέσα από μια fast forward αντίληψη και αισθητική. Είμαστε όλοι μονίμως hyper-active, είμαστε όλοι ελλειμματικής προσοχής.
– Να υποθέσω ότι βγαίνετε λυτρωμένος μέσα από αυτήν την παράσταση;
Θα πρέπει να βγαίνω λυτρωμένος. Λυτρώνομαι κατά διαστήματα, ακόμη είμαι στον πηγαιμό…
– Ο κόσμος βγαίνει λυτρωμένος;
Αυτό θα μας το πει ο κόσμος. Είμαι κι εγώ περίεργος.
– Πρακτικά τι να πούμε για το έργο;
Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο Άλφα.Ιδέα, Πατησίων και Στουρνάρη. Τον χώρο τον έχουν πάρει ο Κώστας Γάκης και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής με τον Λευτέρη τον Πλασκοβίτη. Τα παιδιά επιχειρούν συνεχώς με ένα δικό τους βλέμμα πάνω σε κλασικά κείμενα, κι έτσι κολλήσαμε. Είμαστε πάρα πολύ “συγγενείς” στο θέατρο που κάνουμε.
Άρα, δεν βρισκόμαστε τυχαία σ’ αυτόν τον χώρο. Είναι πάρα πολύ ωραίος, φτιαγμένος με πολλή φροντίδα και αγάπη, προσεγμένος χώρος. Και λέω χαρακτηριστικά του χώρου όχι τυχαία: είναι πολύ σημαντικό, γιατί πολλοί άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους “Πώς να πλησιάσω τώρα στο Πολυτεχνείο, έτσι που έχει απαξιωθεί η περιοχή;”.
Θα αναβαθμιστεί η περιοχή, ενεργοποιείται ξανά η Στουρνάρη. Τον παλιό καιρό, αυτός ήταν ο χώρος του θεάτρου, το κεντρικό σημείο. Έχει τέσσερα θέατρα, πέντε. Απαξιώθηκε αυτή η περιοχή του κέντρου – κι αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση, πολύ θλιβερή επίσης. Η περιοχή εκεί θα έπρεπε να είναι ένα διαμάντι…
– Δίπλα σας φέτος είναι και το “Ζαγόρι”…
Το “Ζαγόρι” είναι ο συμπαραστάτης μας, δεν είναι απλά ένας χορηγός. Έχουμε μια σπουδαία παράλληλη πορεία.
Οι χορηγοί στην Αρχαία Ελλάδα ήταν σε περίοπτη θέση. Χωρίς τους χορηγούς, δεν θα υπήρχε ούτε Ολυμπιάδα, ούτε το θέατρο, ούτε η Τέχνη, ούτε οι θεατρικοί αγώνες. Χορηγοί βρίσκονταν πίσω από την προετοιμασία των παλιών υποκριτών, η οποία κρατούσε πάνω από ένα χρόνο, και δούλευαν παράλληλα με τον Ευριπίδη που έγραφε, τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο. Αυτοί πλήρωναν τους ανθρώπους για να κάνουν αυτήν τη σπουδαία δουλειά και να φανερώσουν το θέατρο ως κοινωνικό εργαλείο…
– Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε, έτσι;
Το 2015 κάναμε τον “Προμηθέα Δεσμώτη”. Μεγάλος στόχος ήταν να ενεργοποιηθεί μετά από 18 χρόνια η Δωδώνη. Το πρότζεκτ διολίσθησε πολλές φορές. Και το τελειωτικό χτύπημα, το οποίο πήγε να μας τσακίσει εντελώς: μια εβδομάδα πριν κάνουμε πρεμιέρα, μπαίνουμε στα capital controls. Ήταν όλη αυτή η τρελή κατάσταση με τους ανθρώπους στα ΑΤΜ. Δεν κινείται λογαριασμός, δεν κινείται τίποτα. Κι εμείς πρέπει να μετακινηθούμε 18 άνθρωποι. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε ρευστό, δεν μπορούσαμε να κινήσουμε κάρτες, δεν γινόταν τίποτε!
Έρχεται ο Νίκος ο Χήτος από το “Ζαγόρι”, χορηγός, ο οποίος προφανώς έχει μαζέψει και κρατάει ρευστό (με τον ίδιο τρόπο κάνει τις πληρωμές και στους υπαλλήλους του) και, από αυτήν τη δεξαμενή, βγάζει και μας δίνει λεφτά για να φύγουμε. Τόσο παραστάτης! Είχε όλη την ευχέρεια να πει ότι δεν γίνεται, ότι αυτό μας ξεπερνάει…
Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι απλά χορηγός, βηματίζει με τη δουλειά, τη συναισθάνεται. Και, το κυριότερο, έχει μια ηθική, μια εντιμότητα στον λόγο του. Ήρθε, λοιπόν, ξανά να μπει χορηγός μας και εδώ, στον Ριχάρδο!
– Bλέπω ότι και η τιμή του εισιτηρίου είναι αρκετά χαμηλή. 10 ευρώ μόνο.
Ναι, γιατί θέλουμε να έρθει κόσμος. Να έρθει κόσμος και να μπει μέσα σε αυτήν τη συνθήκη.
Δεν πρέπει να το φοβηθούν επειδή ακούνε “Σαίξπηρ”. Ο Σαίξπηρ απευθύνεται στον πιο απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο της πλατείας. Πρέπει να έρθει, να κοινωνήσει μαζί μας αυτά τα σπουδαία κείμενα. Είναι πολύ σημαντικό, αυτόν τον κόσμο θέλω περισσότερο από οτιδήποτε…
Όλους τους θέλω εκεί. Αλλά μιλάω γι’ αυτήν την ειδική κατηγορία ανθρώπων που στο μυαλό τους το αντιμετωπίζουν λίγο βαριά: “Θα καταλάβω;”, “Δε θα καταλάβω;”, “Θα βαρεθώ;”.
Ας έρθει. Κι αν βαρεθεί, θα του τα δώσω εγώ τα λεφτά!
Photo credits: Δημοσθένης Γαλλής
“Ριχάρδος Β’ – Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά”
Από 29 Σεπτεμβρίου, έως 11 Νοεμβρίου
Παίζουν: Τάσος Νούσιας, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος
Φωνή της Βασίλισσας: Μάιρα Μηλολιδάκη
Σκηνοθεσία-δραματουργία-σκηνογραφία: Marlene Kaminsky
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Παραστάσεις
Τετάρτη και Σάββατο: 21:00, Κυριακή: 19:00
Εισιτήρια: 10 ευρώ (προπώληση), 15 ευρώ (ταμείο), 12 ευρώ (ΑΜΕΑ, φοιτητικό, μαθητικό)
Προπώληση στο Viva.gr
Θέατρο Άλφα.Ιδέα: 28ης Οκτωβρίου 37, Αθήνα (www.alfaidea.gr)