_Τα τελευταία δύο χρόνια, πολλές μελέτες έκαναν λόγο για τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε η πανδημία τους ιατρούς πρώτης γραμμής, ειδικά στα νοσοκομεία αναφοράς covid. Ποιες ήταν οι βασικότερες επιπτώσεις που βιώσατε εσείς – τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά;
Η πανδημία επηρέασε όλους τους επαγγελματίες υγείας, ανεξάρτητα από τη θέση που υπηρετούν. Από μια μελέτη που διενεργήθηκε στην Ελλάδα1 και αφορούσε στο πρώτο κύμα, φάνηκε πως άγχος και κατάθλιψη αφορούσαν σε 25-33% των ιατρών που αντιμετώπιζαν ασθενείς COVID-19, ενώ η επαγγελματική εξουθένωση αναφερόταν σε πολύ υψηλότερα ποσοστά (συναισθηματική εξάντληση 65%, αποπροσωποποίηση 92%, χαμηλά προσωπικά επιτεύγματα 51%). Ειδικά, για τους ιατρούς στην πρώτη γραμμή στα νοσοκομεία αναφοράς ωστόσο, θεωρώ πως η επίπτωση υπήρξε σημαντικά υψηλότερη.
Στην αρχή της πανδημίας κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ένα νέο, ελάχιστα χαρακτηρισμένο μεταδοτικό νόσημα, που οδηγούσε σε θάνατο χιλιάδες ανθρώπους σε γειτονικές μας χώρες, μη έχοντας προετοιμαστεί επαρκώς τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης, όσο και υποστήριξης. Γνωρίζαμε ελάχιστα για τον ιό, υπήρχε ανεπαρκής στελέχωση, ελλιπείς υποδομές…
Ξαφνικά πολλαπλασιάστηκε ο φόρτος εργασίας και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον που έθετε και τη δική μας ασφάλεια σε κίνδυνο (και των οικογενειών μας, κατ’ επέκταση), λόγω της συνεχούς έκθεσης στον ιό. Στην πορεία οργανωθήκαμε καλύτερα, αποκτήσαμε καλύτερη στελέχωση και αποκτήσαμε εμπειρία στη διαχείριση των προβλημάτων που σχετίζονταν με τη νόσο.
Ωστόσο, η συνεχής ενασχόληση με ένα μόνο νόσημα τα τελευταία δύο χρόνια και, μάλιστα, κάτω από εξαιρετικά στρεσογόνες συνθήκες (ατελείωτες ώρες εργασίας, μικρή οικονομική και κοινωνική ανταπόδωση, παρατεταμένη και επιπεπλεγμένη νοσηλεία ασθενών, αυξημένη θνητότητα, περιορισμοί και δυσκολίες στην επικοινωνία με το οικείο περιβάλλον των ασθενών), έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος των νοσοκομειακών ιατρών σε επαγγελματική εξουθένωση, αποπροσωποποίηση, σωματική και συναισθηματική εξάντληση. Οι περισσότεροι συνάδελφοι αναφέρουν διαταραγμένο ύπνο, κακή διατροφή, μειωμένη άσκηση, αλλά και αρνητικά συναισθήματα, όπως θλίψη, άγχος, μελαγχολία, απαισιοδοξία, παραίτηση, ακόμα και δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Οι περισσότεροι από εμάς βάλαμε τον εαυτό μας σε δεύτερη μοίρα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο φροντίδας της δικής μας υγείας.
_Αν, από όλες τις δυσκολίες που είχατε να αντιμετωπίσετε ως ιατρός ΜΕΘ σε ένα νοσοκομείο covid, σας ζητούσα να μου ξεχωρίσετε εκείνη που σας σημάδεψε πιο βαθιά, ποια θα μου λέγατε;
Νομίζω ότι η περίοδος που με σημάδεψε περισσότερο ήταν το πρώτο κύμα της πανδημίας. Η ψυχολογική επιβάρυνση που βιώναμε όλοι από το γεγονός πως νοσηλεύαμε ασθενείς που βρίσκονταν σε απόλυτη απομόνωση από τους οικείους τους, ήταν τεράστια. Η ενημέρωση γινόταν αυστηρά από το τηλέφωνο.
Συχνά, μέσω αυτού του απρόσωπου τρόπου, ερχόμασταν στη δύσκολη θέση να ενημερώσουμε ανθρώπους που δεν μας είχαν δει ποτέ στη ζωή τους, ενώ είχαμε την ευθύνη της φροντίδας και της ζωής των συγγενών τους, για δυσάρεστες εξελίξεις ή ακόμη και την κατάληξη του ασθενούς. Βιώναμε τον πόνο τους που δεν μπορούσαν να αποχαιρετίσουν τους δικούς τους, ούτε ακόμη μέσα από την τελετή της ταφής. Σε πολλές περιπτώσεις, βιώναμε μια ματαιότητα των προσπαθειών μας, μια και ό,τι και αν κάναμε, η έκβαση φαινόταν προδιαγγεγραμμένη για κάποιους ασθενείς.
Για τους ασθενείς που είχαν συνείδηση (δεν ήταν, δηλαδή, σε καταστολή) βιώναμε τον φόβο, την ανασφάλεια και, πολύ περισσότερο, τη μοναξιά τους στη διάρκεια της νοσηλείας τους. Για εκείνους, εμείς παίρναμε τον ρόλο του συγγενούς που εμψυχώνει, δίνει δύναμη και κουράγιο, για να τα καταφέρουν μέχρι το τέλος. Για τον λόγο αυτό, και η χαρά μας ήταν όμοια με εκείνη των συγγενών κάθε φορά που έβγαινε κάποιος ασθενής από τη ΜΕΘ. Ήταν μια μικρή νίκη.
_Γυναίκες ιατροί ΜΕΘ – άνδρες γιατροί ΜΕΘ. Θεωρείτε ότι υπήρχαν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο βίωσαν την όλη πίεση της πανδημίας; Και, αν ναι, ποιες ήταν αυτές;
Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., περισσότερο από 70% των επαγγελματιών υγείας (ιατρών, νοσηλευτών/τριών) στη διαχείριση της COVID-19 παγκοσμίως είναι γυναίκες2.
Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν πως οι γυναίκες επαγγελματίες υγείας βιώνουν περισσότερες δυσκολίες συγκριτικά με τους άνδρες συναδέλφους τους, εξαιτίας των ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ των δύο φύλων στην αναγνώριση της δουλειάς τους, τις λιγότερες ευκαιρίες για επαγγελματική ανέλιξη/εξέλιξη, την παρενόχληση και τις χαμηλότερες αποδοχές σε πολλά μέρη του κόσμου.
Επιπλέον, οι γυναίκες βιώνουν τη δυσκολία να ισορροπήσουν μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Εργάζονται με τους ίδιους ρυθμούς με τους άνδρες στην πρώτη γραμμή, στο τέλος της ημέρας όμως συνεχίζουν τη «βάρδια» τους στο σπίτι, όπου η οικογένεια περιμένει τη μητέρα/τη σύζυγο να φροντίσει τις ανάγκες της, περιορίζοντας τον χρόνο τους για ξεκούραση και εξουθενώνοντάς τες ψυχολογικά ακόμη περισσότερο.
_Κι ενώ οι υγειονομικοί χαρακτηρίστηκαν αρχικά «ήρωες», όσο η πανδημία εξελισσόταν το κλίμα άρχισε σιγά-σιγά να αντιστρέφεται, με μεγάλη μερίδα ασθενών και συγγενών να επιτίθενται σε γιατρούς, ακόμα και να τους απειλούν νομικά εάν προχωρούσαν σε διασωλήνωση. Πόσο εύκολο είναι για ένα γιατρό να διαχειριστεί τέτοια περιστατικά;
Αυτή η εξέλιξη, δυστυχώς, μας επηρέασε αρνητικά σε σημαντικό βαθμό τον τελευταίο χρόνο. Σκεφτείτε πως, έχοντας ήδη μια αδιάκοπη ενασχόληση με αυτούς τους ασθενείς (οι ίδιοι άνθρωποι σε κυκλικά ωράρια, παρέχοντας καθημερινά ιατρικές υπηρεσίες, χωρίς περιόδους επαρκούς ξεκούρασης), να πρέπει να καταναλώνουμε επιπλέον χρόνο και ενέργεια για να πείσουμε ασθενείς (και συγγενικό περιβάλλον) πως, έχοντας φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της αναπνευστικής ανεπάρκειας με ανάγκη νοσηλείας στη ΜΕΘ, είναι «μονόδρομος» πια να ακολουθήσουν τη θεραπεία, την αναπνευστική υποστήριξη και, αν απαιτηθεί, τη διασωλήνωση, προκειμένου να έχουν μια ευκαιρία στη ζωή.
Οι απειλές για διώξεις και δικαστικές διενέξεις μάς επιφόρτισαν με επιπρόσθετο ψυχολογικό φορτίο, επιτείνοντας περαιτέρω την εξουθένωση και την αποπροσωποποίηση, επηρεάζοντας αρνητικά τη απόδοσή μας στη φροντίδα των ασθενών.
Tα τελευταία δύο χρόνια, οι περισσότεροι από εµάς βάλαµε τον εαυτό µας σε δεύτερη µοίρα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο φροντίδας της δικής µας υγείας.
_Πόσο απαραίτητη αποδεικνύεται, τελικά, η ενσυναίσθηση για ένα γιατρό, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί ασθενείς που νοσούν σοβαρά, χωρίς να έχουν κανένα δικό τους άνθρωπο δίπλα τους;
Η επαγγελματική εξουθένωση, αλλά και η διατάραξη της ψυχικής υγείας και ισορροπίας των ιατρών, οδηγεί σταδιακά στην απώλεια της ενσυναίσθησης.
Η ενσυναίσθηση αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική σχέση ιατρού-ασθενούς. Συμβάλλει στη δημιουργία μιας σχέσης ασφάλειας και εμπιστοσύνης με τον ασθενή, αλλά ταυτόχρονα και στην ενδυνάμωση του ασθενούς, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υγείας του. Επιπλέον, με την εναισθητική προσέγγιση των ιατρών μειώνονται δραματικά τα καταθλιπτικά συμπτώματα και το άγχος των ασθενών με σωματική νόσο και βελτιώνεται η ποιότητα ζωής τους.
Σε χώρους ειδικά όπως οι ΜΕΘ COVID, όπου οι ιατροί και οι νοσηλευτές είναι ίσως τα μοναδικά άτομα, με τα οποία έχει την ευκαιρία να επικοινωνήσει ο ασθενής (αλλά και το συγγενικό του περιβάλλον), η διατήρηση της ενσυναίσθησης είναι εξαιρετικά σημαντική.
_Λένε ότι η ενσυναίσθηση είναι μια δεξιότητα που μπορεί να διδαχθεί σε ένα άτομο. Θεωρείτε ότι οι Ιατρικές Σχολές της χώρας μας έχουν δώσει την απαιτούμενη έμφαση στον συγκεκριμένο τομέα;
Δυστυχώς, ενώ η Ιατρική Σχολή προετοιμάζει με εξαιρετικό τρόπο τους μελλοντικούς ιατρούς από πλευράς γνώσεων και κατάρτισης, δεν περιλαμβάνει ακόμη στον κύκλο σπουδών μαθήματα που να τους προετοιμάζουν για την επικοινωνία με τους ασθενείς και το περιβάλλον τους, καθώς και για τη διαχείριση του φορτίου της σωματικής και ψυχολογικής κόπωσης που επιφέρει το επάγγελμα.
Είναι γεγονός πως η εκπαίδευση των ιατρών στις δεξιότητες επικοινωνίας και η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης είναι πολύ χρήσιμα εργαλεία, μια και η εκμάθηση δεξιοτήτων επικοινωνίας, όπως η τεχνική της ενεργητικής ακρόασης, η κατανόηση και απόκτηση μη λεκτικής επικοινωνίας, και η αναγνώριση των συναισθηματικών και των γνωστικών μεταβλητών, υποβοηθά την ανάπτυξη μιας σχέσης κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
_Και τι γίνεται με την ενσυναίσθηση που θα έπρεπε να δείξει η ίδια η κοινωνία απέναντι στους γιατρούς; Έχουμε κι εκεί δρόμο ακόμα;
Νομίζω πως σε αυτό το πεδίο έχουμε αρκετό δρόμο ακόμη. Ας μην ξεχνάμε πως οι ιατροί είναι απλοί άνθρωποι, με όρια στη σωματική και ψυχική αντοχή. Έχουν παρόμοιους φόβους, άγχη και αγωνίες σε σχέση με τον κορωνοϊό, όπως ο υπόλοιπος κόσμος, όντας ταυτόχρονα πιο ευάλωτοι και περισσότερο εκτεθειμένοι στους κινδύνους της πανδημίας.
Η ενσυναίσθηση από την πλευρά της κοινωνίας ενισχύει την ανθεκτικότητα των ιατρών, βελτιώνει την ποιότητα φροντίδας προς τον ασθενή, καθώς και τη σχέση ιατρού-ασθενούς.
_Η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία, του Δ.Σ. της οποίας είστε μέλος, πραγματοποιεί ένα διαδραστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τίτλο «Ενσυναίσθηση, Ενδυνάμωση, Επικοινωνία», με την ευγενική χορηγία της φαρμακευτικής εταιρείας Chiesi, με σκοπό τη βελτίωση της επικοινωνίας πνευμονολόγου – ασθενούς. Τι περιλαμβάνει ακριβώς η συγκεκριμένη πρωτοβουλία;
H Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία είχε την πρωτοβουλία της διοργάνωσης του βιωματικού εκπαιδευτικού προγράμματος «Ενσυναίσθηση, Ενδυνάμωση, Επικοινωνία», αφουγκραζόμενη την ανάγκη των πνευμονολόγων να εκπαιδευτούν σε δεξιότητες σωματικής και ψυχολογικής «θωράκισης», έχοντας βιώσει την επαγγελματική εξουθένωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η προσπάθεια αυτή δεν θα ήταν εφικτό να υλοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα, χωρίς τη σημαντική στήριξη από την πρώτη στιγμή της φαρμακευτικής εταιρείας Chiesi.
Οι βασικοί στόχοι του προγράμματος είναι η εκπαίδευση των ιατρών σε τεχνικές διαχείρισης του καθημερινού στρες και της έλλειψης χρόνου, η αποκατάσταση της αποτελεσματικής επικοινωνίας με διαφορετικές περιπτώσεις ασθενών, η εκπαίδευση σε τεχνικές που συμβάλλουν στη θεραπευτική συμμόρφωση του ασθενή, καθώς και η εκπαίδευση σε τεχνικές που συμβάλλουν στη δική μας συναισθηματική θωράκιση όχι μόνο ως επαγγελματιών, αλλά και ως ανθρώπων που στέκονται δίπλα στον κάθε ασθενή και την οικογένειά του.
_Το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα απευθύνεται και σε νοσοκομειακούς, αλλά και σε ιδιώτες ιατρούς. Ποια είναι η μέχρι στιγμής ανταπόκριση που έχετε συναντήσει και ποια τα σχέδια για τη συνέχεια του προγράμματος;
Το πρώτο workshop για νοσοκομειακούς πνευμονολόγους, διάρκειας 5 ωρών, πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στις 19 Μαρτίου 2022 και επαναλήφθηκε για ιδιώτες πνευμονολόγους στις 2 Απριλίου.
Το πρόγραμμα πρόκειται να επαναληφθεί αρκετές φορές μέσα στο έτος στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ανάλογα με την εκδήλωση ενδιαφέροντος των συναδέλφων, προκειμένου να συμπεριλάβει περισσότερα μέλη. Υπεύθυνη εκπαίδευσης είναι η κα Ελισσάβετ Κάλμπαρη, κλινική ψυχολόγος, από την εταιρεία Self Balance.
Είναι ένα πρόγραμμα που, μέσω της ενδυνάμωσης/καλλιέργειας της ενσυναίσθησης, θέτει τις βάσεις για την αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ ιατρού-ασθενούς, γεγονός που, πέραν των ευεργετικών αποτελεσμάτων που έχει στην κλινική πράξη, αποτελεί σημαντική δεξιότητα και για εμάς τους ίδιους.
1. From Recession to Depression? Prevalence and Correlates of Depression, Anxiety, Traumatic Stress and Burnout in Healthcare Workers during the COVID-19 Pandemic in Greece: A Multi-Center, Cross-Sectional Study. Pappa S, Athanasiou N, Sakkas N, Patrinos S, Sakka E, Barmparessou Z, Tsikrika S, Adraktas A, Pataka A, Migdalis I, Gida S, Katsaounou P. Int J Environ Res Public Health. 2021 Mar 1;18(5):2390.
2. Gender Equity in the Health Workforce: Analysis of 104 Countries. Geneva: World Health Organization. WHO. Boniol M, McIsaac M, Xu L, Wuliji T, Diallo K, Campbell J. (2019).