Η μουσική τους θα σε βρει παντού. Σε ψαγμένα φεστιβάλ της Ευρώπης, σε μεγάλες συναυλίες στην Ελλάδα, στο χωριό το χωριουδάκι σου, ακόμη κι αν βρίσκεσαι ξεχασμένος σε κάποιες ακρογιαλιές και μετράς δειλινά κι αναμνήσεις του χθες. Τα παιδιά της γειτονιάς σου, αλλά και παρέες κάθε ηλικίας τραγουδάνε τους σκοπούς τους, ενώ την ίδια ώρα Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί χορεύουν στο ρυθμό τους. Πάνε 16 χρόνια από τότε που τα αδέρφια Λύσανδρος και Ορέστης Φαληρέας ξεκίνησαν να “πειράζουν” δημιουργικά και πάντα με σεβασμό γνώριμους ήχους από τα παλιά και δέκα περίπου χρόνια από το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα. Τη θετική ενέργεια που βγάζουν επί σκηνής, την ένιωσα κι εκτός αυτής, όταν τους συνάντησα σε ένα χώρο που έχουν φτιάξει στα Εξάρχεια, για τις πρόβες και τις μουσικές τους συναντήσεις. Λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου live album τους, λίγο πριν από μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία και τις καλοκαιρινές τους συναυλίες, μιλήσαμε γι’ αυτό το νοσταλγικό ταξίδι στη σύγχρονη μουσική και τους επόμενους σταθμούς του…
Συνέντευξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
Πάντα είχα την περιέργεια για το πώς ξεκίνησε αυτό το πρότζεκτ. Ξυπνήσατε μια μέρα και είπατε, “ας πειράξουμε λίγο τον Χιώτη, λίγο τον Τσιτσάνη”, να δούμε τι θα βγει;
Εμείς ξεκινήσαμε ουσιαστικά, γύρω στο 2000, ακούγοντας παραγωγούς όπως ο dj Shadow, οι Thievery Corporation, o Moby κ.ά.., που έκαναν κάτι αντίστοιχο, με τον δικό του τρόπο ο καθένας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο dj Shadow, που πήρε δείγματα από παλιά μουσική της δικής του κουλτούρας, διάφορα είδη αλλά κυρίως αμερικάνικη μουσική της δεκαετίας ‘60 – ‘70 και ξεκίνησε να “κόβει” μικρά δείγματα, samples, να τα επεξεργάζεται και να φτιάχνει ένα δικό του, ένα καινούριο ήχο, με βάση όλα αυτά. O πρώτος δίσκος που έβγαλε, το “Endtroducing”, είναι ένας δίσκος που αποτελείται μόνο από samples, δεν έχει τίποτα ηχογραφημένο καινούριο. Πρώτος ο Ορέστης σκέφτηκε, γιατί σπούδαζε ψηφιακές τέχνες τότε στη Βαρκελώνη και είχε περισσότερη επαφή με την τεχνολογία, να κάνουμε το ίδιο πράγμα με το ελληνικό ρεπερτόριο. Και ξεκινήσαμε με ένα κομμάτι του Κερομύτη, το “Ντυμένη σαν αρχόντισσα”, με το “Η ζωή μας είναι λίγη” της Σοφίας Βέμπο και το “Δεν θέλω πια να ξαναρθείς” του Μανώλη Χιώτη. Αυτά ήταν τα τρία πρώτα τραγούδια που ξεκινήσαμε να “πειράζουμε”, γύρω στο 2002.
Περιμένατε τότε πως, όλο αυτό θα είχε τόση μεγάλη απήχηση;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Είχαμε και μία άλλη μπάντα τότε οι δυο μας, που κι εκεί χρησιμοποιούσαμε samples, αλλά από ξένη μουσική μόνο και αυτό το κάναμε κάπως “στο πλάι”. Κάποια στιγμή, ολοκληρώσαμε αυτά τα τρία κομμάτια σε μία αρχική μορφή, δώσαμε ένα demo στην EMI και αυτό το demo τους άρεσε πολύ και μας πρότειναν να κάνουμε ένα δίσκο, που θα ήταν εξ’ ολοκλήρου βασισμένος σε αυτή την ιδέα. Αυτό έγινε πολύ χαλαρά στην αρχή, γύρω στο 2005 και, από τότε αρχίσαμε να το κάνουμε πιο εντατικά, με αποτέλεσμα ο δίσκος αυτός να βγει το 2007.
Όταν “πειράζετε” ένα τραγούδι, έχετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας ότι αυτό ενέχει κάποιο ρίσκο, λόγω του ότι είναι ήδη γνωστό και αγαπημένο ή υπερέχει η πρόκληση να το “φρεσκάρετε” και να του δώσετε μια νέα υπόσταση στο σήμερα;
Ειδικά όταν κάναμε τον πρώτο δίσκο, είχαμε μια ανησυχία, ως προς το πώς μπορεί να αντιδράσουν οι μεγαλύτεροι κυρίως άνθρωποι. Αυτοί που έχουν γνωρίσει αυτά τα τραγούδια με έναν άλλο τρόπο και μπορεί να θεωρούσαν ότι αυτό που κάναμε είναι κάτι βέβηλο. Παρόλα αυτά το δοκιμάσαμε. Όντως υπήρξαν αντιδράσεις, αλλά ήταν λίγες σε σχέση με αυτούς στους οποίους άρεσε. Και φυσικά, η άποψη του καθένα είναι απόλυτα σεβαστή. Αν κάποιος μας πει, “παιδιά, αυτό που κάνετε είναι τελείως λάθος, δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης”, είναι πολύ σεβαστή άποψη, γιατί η μουσική είναι για τον κόσμο. Αν σε κάποιον δεν αρέσει, δεν αρέσει. Δεν μπορείς να τους πεις, “όχι είναι σωστό γιατί αρέσει σε μένα”.
Αν κρίνω από την αποδοχή που έχετε και από το εύρος των ηλικιών που σας στηρίζουν, νομίζω ότι είναι πολύ λίγες οι ουσιαστικές ενστάσεις, αν υπάρχουν…
Είναι λίγες ευτυχώς, αλλά είναι σεβαστές. Δεν μπορούμε δηλαδή να επιχειρηματολογήσουμε και να πούμε ότι έχει άδικο κάποιος που πιστεύει αυτό. Ο καθένας πρέπει να ακούει αυτό που του αρέσει και να έχει άποψη για τη μουσική. Η μουσική υπάρχει για να περνάμε καλά, όχι για να την ακούμε υποχρεωτικά.
Υπάρχει κάποιο παλιό τραγούδι που το δουλέψατε, αλλά το αποτέλεσμα δεν σας ικανοποίησε και το αφήσατε στο συρτάρι;
Υπάρχουν πολλά τέτοια κομμάτια. Όταν ξεκινάμε, ακούμε ένα κομμάτι, μας γεννιέται μία ιδέα ότι “ναι, αυτό το τραγούδι μπορεί να ταιριάξει με αυτό το στιλ”, ότι μπορούμε να το συνδυάσουμε με κάποιο άλλο κομμάτι ή να το εντάξουμε σε ένα καινούριο ηχητικό πλαίσιο, αλλά μπορεί η ιδέα αυτή, μετά από ένα διάστημα επεξεργασίας, να σκαλώσει και να δούμε ότι δεν έχει νόημα.
Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να πείτε “αυτό έχει νόημα, αξίζει να βγει”;
Δεν το σκεφτόμαστε έτσι. Για παράδειγμα, όταν κάναμε το “Ακρογιαλιές δειλινά”, σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ωραίο να γίνει μια ενορχήστρωση σε στιλ mambo big band, όπως έκανε για παράδειγμα ο Perez Prado τη δεκαετία του ’70, με πολλά πνευστά, κρουστά κτλ και ξεκινήσαμε να το δοκιμάζουμε. Το αν τελικά θα ολοκληρωθεί, εξαρτάται από το αν θα συνεχίσει να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον και αν τελικά το αποτέλεσμα στο οποίο φτάνουμε μας ικανοποιεί. Αυτό είναι το κριτήριο. Δεν είναι ότι λέμε πως, “αυτό το κομμάτι πρέπει να το ξαναφέρουμε στην επιφάνεια”. Σε καμία περίπτωση.
Υπάρχουν κομμάτια, συνθέτες, δημιουργοί, ερμηνευτές που δεν τους “αγγίζετε”;
Όχι, αυτό δεν το κάνουμε ποτέ. Δεν κατηγοριοποιούμε. Ακούμε κάθε κομμάτι γι’ αυτό που είναι. Μπορείς να ακούσεις ένα κομμάτι από ένα ερμηνευτή, που δεν σ’ αρέσει γενικά, αλλά το συγκεκριμένο κομμάτι να έχει μέσα του κάτι, που να σου γεννήσει μια ιδέα. Γενικά είμαστε ανοιχτοί. Δεν βάζουμε κατηγορίες, γιατί δεν αρέσει να βάζουν κι εμάς σε κατηγορίες.
Τι το ιδιαίτερο υπάρχει σε αυτό το ρεπερτόριο που σας έκανε να το επιλέξετε;
Πάρα πολλά. Πρώτα απ’ όλα έχει ένα πολύ διαφορετικό ήχο, γιατί οι μέθοδοι παραγωγής ήταν πολύ διαφορετικές. Έχει ένα ηχόχρωμα τελείως διαφορετικό.
Έχει και μια αίσθηση αθωότητας μουσικά και στιχουργικά;
Τουλάχιστον στιχουργικά σε καμία περίπτωση δεν είναι αθώο. Είναι αρκετά πιο συγκεκριμένο. Όσο προχωράει η μουσική και έρχεται προς το σήμερα, ο στίχος γίνεται πιο εσωτερικός, λίγο πιο υπερβατικός… Στα παλιά τραγούδια, ειδικά στα ρεμπέτικα, είναι όλα πολύ άμεσα. Κάθε τραγούδι έλεγε μια ιστορία ή περιέγραφε μια συναισθηματική κατάσταση του συνθέτη. Και στα ελαφρά τραγούδια, που ήταν πιο ρομαντικά και πιο “λουλουδάτα”, ίσχυε το ίδιο. Έλεγαν “ασ’ τα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα”, για παράδειγμα. Έβλεπες την εικόνα. “Ας ερχόσουν για λίγο” έλεγε η Δανάη ή “η ζωή μας είναι λίγη”, που έλεγε η Βέμπο. Κάθε κομμάτι έχει ένα συγκεκριμένο θέμα και αυτό είναι κάτι που, για μας τουλάχιστον, είναι πολύ γοητευτικό. Οπότε, είναι και ο ήχος, είναι και ο στίχος και είναι και τα καθαρά μουσικά πράγματα. Στις παλιότερες ηχογραφήσεις, υπάρχουν και κάποια σημεία που εντός εισαγωγικών είναι πιο άτεχνα. Δεν είναι όλα λαμπικαρισμένα στην εντέλεια και καμιά φορά αυτά τα σημεία έχουν πολύ ενδιαφέρον.
Οι διασκευές και η μίξη του παλιού με το καινούριο είναι πολύ δημοφιλής ήχος τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης αναπροσασμογής στο χώρο της μουσικής ή είναι απλά μια μόδα;
Σίγουρα υπάρχει μια τάση και σίγουρα δεν μπορούμε να ξέρουμε το πόσο θα κρατήσει ή ποιος ο λόγος που συμβαίνει αυτό. Γενικότερα, αυτό είναι μια τάση στη μουσική. Κατά καιρούς γεννιέται ένα καινούριο είδος, το οποίο πηγάζει από τα παλιότερα κομμάτια. Τα μισά κομμάτια των Led Zeppelin για παράδειγμα, είναι παλιά αμερικάνικα blues. Δεν είναι κάτι τόσο καινούριο. Η μουσική αναγεννάται μέσα από την επαναπροσέγγιση του παλιού. Μέσα σ’ αυτή την επαναπροσέγγιση μπαίνει και κάποιο νέο στοιχείο και προχωράει παραπέρα.
Η εποχή, με τις δυσκολίες που “κουβαλάει”, επιβάλλει εντός εισαγωγικών στίχους και μουσικές που να αποπνέουν αισιοδοξία και θετικά μηνύματα ή κάτι που να αντικατοπτρίζει και να προβληματίζει γι’ αυτά που ζούμε;
Αυτό είναι επιλογή του καλλιτέχνη. Κάποιοι θέλουν να δώσουν μια νότα αισιοδοξίας, γιατί αυτό αισθάνονται ότι θέλουν να βγάλουν από μέσα τους, κάποιοι θέλουν να κριτικάρουν, να σχολιάσουν, να περιγράψουν μια κατάσταση, η οποία είναι ενδεχομένως δυσάρεστη… Ο καθένας το κάνει όπως νιώθει. Αυτό που έχει σημασία, είναι όντως αυτό το πράγμα που θέλεις να πεις, είτε είναι η καλή, είτε η κακή πλευρά, να πηγάζει από μέσα σου. Όταν πηγάζει από μέσα σου, αγγίζει και τον άλλο.
Τα live σας είναι ένα πολύ μεγάλο party, ο κόσμος ξεδίνει και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, που το έχει ανάγκη αυτά τα τελευταία χρόνια. Σας αγχώνει εσάς αυτό; Ότι, δηλαδή, κάποιες χιλιάδες που είναι κάτω, ήρθαν για να περάσουν καλά;
Το άγχος της σκηνής με τον καιρό εξαλείφεται. Νιώθεις όλο και πιο άνετα μετά από τα πολλά live. Αυτό που αισθανόμαστε είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι στο κοινό. Ανεξάρτητα αν έχεις ταξιδέψει πάρα πολλές ώρες, αν έχεις ταλαιπωρηθεί, αν οι συνθήκες ας πούμε π.χ. του ήχου ή του χώρου που παίζεις δεν είναι οι καλύτερες, ο κόσμος έχει έρθει, έχει πληρώσει και θέλει να περάσει καλά. Έχεις μια ευθύνη απέναντί του. Ειδικά στους καιρούς που ζούμε, που δεν περισσεύουν τα χρήματα, είναι πολύ σημαντικό να έχεις προετοιμαστεί σωστά και να έχεις μια καλή διάθεση και μια ενέργεια, ανεξάρτητα από τα αν τα πράγματα έχουν κυλήσει όπως τα ήθελες ή αν έχουν προκύψει κάποιες αναποδιές.
Από κει και πέρα, από τη στιγμή που θα ανέβεις στη σκηνή, μπορεί να έχεις απέναντι σου ένα ακροατήριο που είναι ορεξάτο και κατευθείαν σου δίνει ενέργεια και, κάποιες φορές, ευτυχώς σπάνια, μπορεί να έχεις ένα ακροατήριο που είναι πιο μαγκωμένο, πιο ντροπαλό, πιο μαζεμένο, για τον οποιοδήποτε λόγο. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει λίγο εσύ να το “σπρώξεις”. Αλλά συνήθως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό είναι κάτι που διαρκεί λίγα λεπτά. Στη συνέχεια εξαλείφεται κι έχουμε μια συνεχή ανταλλαγή ενέργειας.
Το IMAM BAILDI, παρέπεμπε αρχικά στο ανακάτεμα των ήχων, σε αυτή την μίξη Ανατολής και Δύσης. Τώρα μπορεί να παραπέμπει και στο ανακάτεμα 8 διαφορετικών προσωπικοτήτων, που αποτελούν την μπάντα. Τι προσφέρει μουσικά αυτό το “πάντρεμα”;
Οι άνθρωποι αυτοί που απαρτίζουν τώρα το συγκρότημα, ο καθένας έχει πάρα πολύ σημαντική επιρροή, φέρνει το δικό του μουσικό του ύφος στις συναυλίες και, όσο περνάει ο καιρός, αυτό περνάει και στα άλμπουμ. Το ύφος των μουσικών και φυσικά και των φωνών, της Ρένας Μόρφη και του MC Yinka που είναι οι βασικοί συνεργάτες μας, επηρεάζει πάρα πολύ το αποτέλεσμα. Είναι πλούτος για μας αυτό. Καινούριες ιδέες, καινούριες προσεγγίσεις, καινούρια συναισθήματα. Αισθανόμαστε πάρα πολύ τυχεροί που έχουμε αυτούς τους συνεργάτες.
Έχω μετρήσει 19 συναυλίες σε πόλεις του εξωτερικού από τις 11 Μαΐου μέχρι τις 2 Ιουλίου. Εντυπωσιακό και ενδιαφέρον μεν, αλλά και πολύ κουραστικό δεν είναι όλο αυτό;
Όταν πηγαίνεις περιοδεία, μετά από τις πρώτες 2-3 μέρες, μπαίνεις σε ένα ρυθμό. Ξυπνάς, μπαίνεις στο βαν, φτάνεις σε μια καινούρια πόλη, κάνεις sound check, παίζεις και αυτό το πράγμα γίνεται συνεχόμενα. Σε επίπεδο κούρασης και δυσκολιών, μπορεί κάποιες φορές να έχεις ξενυχτήσει και να πρέπει να ξυπνήσεις 6 το πρωί για να προλάβεις μια πτήση και μετά να ταξιδέψεις άλλες 5 ώρες για να φτάσεις κάπου και να κάνεις κατευθείαν sound check και live…Είναι μερικές μέρες που είναι κουραστικές, αλλά πάντα όλο αυτό αφορά το μέχρι να ανέβεις στη σκηνή. Μετά έχεις τον κόσμο απέναντι σου, ο οποίος έχει πάρα πολλή ενέργεια και εξαλείφεται η όποια κούραση.
Και οι δικοί σας άνθρωποι που μένουν πίσω;
Στο επίπεδο των ανθρώπων που αφήνεις πίσω σου είναι πολύ δύσκολο, γιατί μένουν μόνοι τους για ένα πολύ μεγάλο διάστημα. Είμαστε πολύ τυχεροί που οι άνθρωποι αυτοί το κατανοούν και μας στηρίζουν.
Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχετε να αντιμετωπίσετε όταν παίζετε στο εξωτερικό; Η δυσκολία του στίχου, η διαφορετική νοοτροπία…;
Υπάρχουν κάποια κομμάτια, τα οποία στηρίζονται κατά πολύ μεγάλο βαθμό στον στίχο και ως εκ τούτου είναι πολύ δύσκολο να τα παίξεις στο εξωτερικό. Ωστόσο, αυτό το οποίο εισπράττει ο κόσμος, είτε είσαι στην Ελλάδα είτε είσαι έξω, είναι μια ενέργεια κι ένα συναίσθημα. Υπάρχουν κομμάτια, όπως είναι για παράδειγμα το “Σημείωμα”, που είναι ένα αργό, ατμοσφαιρικό, που περιγράφει μια ιστορία, στηρίζεται πολύ στον στίχο, αλλά παρόλα αυτά, δοκιμάσαμε να το παίξουμε έξω. Εντάξει, δεν θα το συμπεριλάβουμε σε ένα φεστιβάλ που θα παίξουμε τρία τέταρτα, είναι 11:30 κι έχει 5000 άτομα που θέλουν να χορέψουν. Αλλά όταν κάνουμε μια εμφάνιση στη Γερμανία για παράδειγμα, σ’ ένα κλειστό χώρο 300-400 ατόμων, όπου είναι πιο συναυλιακή και πιο κοντινή η σχέση που έχεις με το κοινό, θα το παίξουμε. Και παρόλο που δεν καταλαβαίνουν τον στίχο, συγκινούνται, τους αρέσει, μπορεί να έρθουν μετά να σε ρωτήσουν τι έλεγε το κομμάτι κτλ.
Σίγουρα προσαρμόζουμε το πρόγραμμά μας για έξω. Ένα μεγάλο μέρος του θα είναι κομμάτια, τα οποία στηρίζονται κυρίως στη μουσική, για να μπορεί ο άλλος να χορέψει, να εκτονωθεί, αλλά θα βάλουμε και μερικά όπως το “Σημείωμα”, “Τα παιδιά της γειτονιάς σου”, γιατί όπως είπαμε πριν, ο κόσμος εισπράττει ενέργεια και συναίσθημα. Μπορεί να μην καταλάβει το κομμάτι, αλλά να τα εισπράξει αυτά και να τον πάρεις μαζί σου.
Η μουσική τι προσφέρει σε σας προσωπικά και τι μπορεί να προσφέρει στον κόσμο;
Μπορείς να πεις άπειρα πράγματα γι’ αυτό. Η μουσική πρέπει να προσφέρει το ίδιο πράγμα και σ’ αυτόν που την γράφει και σ’ αυτόν που την ακούει και, τουλάχιστον, εμείς προσπαθούμε γι’ αυτό. Και θα λέγαμε ότι ο πιο σημαντικός είναι αυτός που την ακούει, όχι ο καλλιτέχνης. Είναι καλό σαν καλλιτέχνης να έχεις αυτή την αντιμετώπιση στη μουσική σου. Να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση αυτού που την ακούει. Η μουσική πρέπει να σε κάνει να αισθάνεσαι κάτι. Να σε βάζει σε μία κατάσταση διαφορετική από αυτή που ήσουν πριν την ακούσεις. Δεν έχει σημασία αν θα σε κάνει να χαμογελάσεις, να μελαγχολήσεις, να νοσταλγήσεις, να φανταστείς μια άλλη κατάσταση, να σου προσφέρει μια λύση σε ένα πρόβλημα που έχεις. Κάτι πρέπει να σου κάνει. Κάπως πρέπει να σε ακουμπήσει. Αυτός είναι ο σκοπός.
Το live άλμπουμ ήταν μια ανάγκη της ομάδας; Ήταν κάποια τραγούδια που λέγατε μόνο σε συναυλίες και θέλατε να τα εντάξετε και σε ένα άλμπουμ, ήταν μια προσπάθεια να μεταφέρετε την ατμόσφαιρα των live…;
Όλα αυτά που περιγράφεις ισχύουν. Πρώτον, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούμε samples από παλιά κομμάτια, όταν αυτό μεταφράζεται σε μια ζωντανή παράσταση, σε μια συναυλία, αλλάζει. Δεν μπορείς να βγαίνεις και να ακούγονται όλα αυτά τα samples κι εσύ να κάνεις ότι παίζεις ή να κάνεις ότι τραγουδάς. Ο τρόπος που παίζουμε τα κομμάτια ζωντανά, είναι τελείως διαφορετικός από τον τρόπο που υπάρχουν μέσα στα άλμπουμ μας. Κι αυτό θέλαμε να το αποτυπώσουμε. Θεωρούμε ότι, μετά από αρκετά χρόνια που παίζουμε σε συναυλίες, έχει αυτό αποκτήσει μια ταυτότητα, η οποία είναι ξεχωριστή από την στουντιακή δουλειά, αλλά είναι και αυτή πάρα πολύ αξιόλογη και πολύ ενδιαφέρουσα. Ένας λόγος είναι αυτός.
Το άλλο είναι η ατμόσφαιρα των ζωντανών συναυλιών, που είναι μοναδική, πολύ όμορφη, συγκινητική και θέλαμε κι αυτό κάπως να αποτυπωθεί. Τρίτον, είναι, όπως είπες, ότι υπάρχουν κάποια κομμάτια που παίζουμε μόνο στις συναυλίες, δεν τα είχαμε βάλει σε προηγούμενους δίσκους.
Επιπλέον, σε συνάρτηση με το πρώτο που αναφέραμε, δηλαδή την διαφορετικότητα μεταξύ στούντιο και live, αυτή γίνεται ακόμη πιο έντονη στο φωνητικό επίπεδο. Σχεδόν σε όλα τα κομμάτια που είναι στο live άλμπουμ, τραγουδάει η Ρένα Μόρφη και αυτό από μόνο του είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι διαφορετική και πολύ αξιόλογη ερμηνεία. Αλλά και η παρουσία του MC Yinka, που είναι ο βασικός MC που έχουμε, αλλά και του Bnc που είναι σαν καλεσμένος στο μισό δίσκο επιδρούν σημαντικά. Και τέλος, υπήρχε και αρκετή ζήτηση από τον κόσμο που μας έλεγαν στις συναυλίες “άντε παιδιά, πότε θα το βγάλετε αυτό που βλέπουμε και σε ένα δίσκο”, αλλά και στα social media μας το ζητούσαν…
Έχουμε κάτι άλλο στα σχέδια μετά την ευρωπαϊκή περιοδεία;
Θα ακολουθήσει και μια περιοδεία στην Ελλάδα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Μια κεντρική συναυλία, η οποία είναι και ανακοινώσιμη, στις 5 Ιουλίου στο θέατρο Πέτρας. Είναι η πρώτη φορά που κάνουμε μια μεγάλη συναυλία στα δυτικά προάστια. Είναι ένας φανταστικός χώρος, ένα πολύ ιδιαίτερο και ατμοσφαιρικό μέρος και ανυπομονούμε πολύ να παίξουμε εκεί.
Επιπλέον, το άλλο πρότζεκτ που τελειώνει άμεσα και θα κυκλοφορήσει πριν το καλοκαίρι, είναι ένας προσωπικός δίσκος της Ρένας Μόρφη, της τραγουδίστριάς μας, στον οποίο κάνουμε εμείς την παραγωγή.
Εμφανίζεται με το alter ego της που λέγεται Σούλη Ανατολή, το οποίο ήταν το καλλιτεχνικό όνομα της γιαγιάς της, όταν τραγουδούσε τη δεκαετία του ’60 και σε κάποιο βαθμό είναι κι ένας φόρος τιμής από τη Ρένα προς τη γιαγιά της. Τα περισσότερα κομμάτια τα έχουν γράψει οι Δημήτρης Μπελογιάννης και Φοίβος Δεληβοριάς μουσική και στίχους. Το κόνσεπτ είναι ο ήχος της δεκαετίας του ‘60 κυρίως, δηλαδή ένας λαϊκός ήχος, με τη φαρφίζα, την ενορχήστρωση και τον ήχο που είχαν τότε, που τείνουμε να αναπαράγουμε με κάποιον τρόπο, σε ένα λάτιν περιβάλλον. Υπάρχουν και τρεις διασκευές παλαιότερων κομματιών και είναι ένας πολύ όμορφος δίσκος και λόγω των συντελεστών και λόγω της παρουσίας της Ρένας που κάνει το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ, το οποίο έχει πολύ ενδιαφέρον.