Κάνοντας λόγο για «εγγραμματοσύνη υγείας», πολλοί θεωρούν ότι πρόκειται για μια ανάγκη που αφορά κυρίως στους ασθενείς. Ωστόσο, πόσο ακριβές είναι αυτό;
Η εγγραμματοσύνη υγείας έχει δύο διαστάσεις: Η ατομική αναφέρεται στον βαθμό κατά τον οποίο τα άτομα είναι σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση, να κατανοήσουν, να αξιολογήσουν και, τελικά, να αξιοποιήσουν πληροφορίες που αφορούν στην υγεία κατά τη λήψη σχετικών αποφάσεων. Το ζητούμενο εδώ είναι η λήψη ενημερωμένων αποφάσεων από τα άτομα για κάθε θέμα που άπτεται της υγείας τους.
Υπάρχει, όμως, και η διάσταση που αναφέρεται στο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο που διέπει τους οργανισμούς που σχετίζονται με την Υγεία και οι οποίοι θα πρέπει να διευκολύνουν όλους ισότιμα στα παραπάνω.
Και οι δύο διαστάσεις είναι κρίσιμες, καθώς η βελτίωση της εγγραμματοσύνης υγείας σε ατομικό επίπεδο προϋποθέτει αντίστοιχες δράσεις σε θεσμικό επίπεδο.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το 2022 το Ινστιτούτο Πολιτικής Υγείας για λογαριασμό της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, το επίπεδο εγγραμματοσύνης υγείας των Ελλήνων είναι χαμηλό, με 2 στους 3 να δυσκολεύονται να κατανοήσουν βασικές πληροφορίες σχετικά με θέματα που αφορούν στην υγεία τους. Πού αποδίδετε εσείς αυτό το φαινόμενο, ειδικά στη χώρα μας;
Το ζήτημα της εγγραμματοσύνης υγείας δεν έχει απασχολήσει την πολιτική υγείας στη χώρα μας, το περιεχόμενο της οποίας διαμορφώνεται στη βάση της παρωχημένης αντίληψης ότι το κράτος απλά υποχρεούται να προσφέρει φροντίδες υγείας σε όσους τις αναζητούν. Αυτή, όμως, η περιοριστική λογική δεν είναι ικανή να βελτιώσει το επίπεδο υγείας του πληθυσμού.
Πρώτα απ’ όλα, τα συστήματα υγείας δεν απευθύνονται μόνο στους ασθενείς, αλλά και στους υγιείς, υπό την έννοια ότι μεριμνούν, αφ’ ενός, για μια σειρά δράσεων προληπτικού ελέγχου και, αφ’ ετέρου, για την υιοθέτηση ωφέλιμων για την υγεία συμπεριφορών.
Τα ευρήματα της έρευνάς μας επιβεβαιώνουν την ανάγκη για μια παρέμβαση της πολιτείας προς την κατεύθυνση αυτή, καθώς της δυσκολίας στην κατανόηση βασικών πληροφοριών υγείας προηγείται, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, η δυσκολία εύρεσης αυτών των πληροφοριών.
Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε τι επίπεδο βρισκόμαστε στον τομέα αυτόν; Υπάρχουν καθόλου στοιχεία, έστω και ενδεικτικά;
Αν και είναι δύσκολο μεθοδολογικά να γίνουν συγκρίσεις, μπορούμε να σημειώσουμε ότι, στην περίπτωση της χώρας μας, έχουν καταγραφεί ανησυχητικά ερευνητικά ευρήματα σχετικά με τις «παρενέργειες» της χαμηλής εγγραμματοσύνης υγείας του πληθυσμού, όπως π.χ. η χαμηλή συμμόρφωση στην τήρηση των οδηγιών για τη λήψη φαρμάκων.
Για παράδειγμα, σε πρόσφατη μελέτη μας σε ασθενείς με υπέρταση και δυσλιπιδαιμία, διαπιστώσαμε ότι το 25% των ασθενούν ξεχνούν κάποιες φορές να λάβουν την αγωγή τους, ενώ ένα 10% περίπου διακόπτουν μόνοι τους την αγωγή τους χωρίς καν να ενημερώσουν τον ιατρό τους.
Πάντως, ο στόχος της αύξησης της εγγραμματοσύνης υγείας αποτελεί προτεραιότητα σε πολλές χώρες, ανεξάρτητα μάλιστα από το επίπεδο των παρεχόμενων φροντίδων υγείας.
Η βελτίωση της εγγραµµατοσύνης υγείας πρέπει να αποτελέσει µια σταθερή προτεραιότητα της πολιτικής υγείας, καθώς αποτελεί έναν στόχο µε δυναµικό χαρακτήρα.
Εφόσον, λοιπόν, ως χώρα μπαίνουμε στη διαδικασία προαγωγής της εγγραμματοσύνης υγείας, σε ποιους τομείς θεωρείτε ότι πρέπει να δοθεί άμεσα προτεραιότητα; Με λίγα λόγια, σε ποιους τομείς πάσχουμε περισσότερο από πλευράς ενημέρωσης;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γίνει αντιληπτό το εύρος της ανάγκης για εκπαίδευση των πολιτών στα ζητήματα υγείας. Σημειώνεται ότι η εγγραμματοσύνη υγείας δεν αφορά μόνο στους ασθενείς, ωστόσο μια πρώτη παρέμβαση θα μπορούσε να είναι προσανατολισμένη π.χ. σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις.
Το ζήτημα της συμμόρφωσης στις οδηγίες των επαγγελματιών υγείας αναδεικνύεται επίσης ως ιδιαίτερα σημαντικό, και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής προς τούτο δράσης.
Ως γενικό στόχο θα μπορούσαμε να θέσουμε την υποστήριξη και παρότρυνση των πολιτών για τη χρήση έγκυρων και εύκολα διαθέσιμων πληροφοριών, κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν στην υγεία τους. Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι θα είναι προσβάσιμη η σχετική πληροφορία και, δεύτερον, ότι οι δομές υγείας θα διέπονται από μια λογική υποστήριξης της ενημερωμένης απόφασης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια αλλαγή φιλοσοφίας του συστήματος υγείας, η οποία είναι απαραίτητη, καθώς αν αντιμετωπίσουμε την εγγραμματοσύνη υγείας ως ζήτημα ατομικής ευθύνης, δεν πρόκειται να τη βελτιώσουμε.
Παρουσιάζοντας τα πορίσματα της εν λόγω έρευνας, κατά το 11ο Συνέδριο της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, αναφέρατε ότι «οι ασθενείς που έχουν χαμηλή εγγραμματοσύνη υγείας κοστίζουν 4 φορές περισσότερο στο σύστημα υγείας, συγκριτικά με τους ασθενείς με υψηλή εγγραμματοσύνη». Αυτό θέλω λίγο να μας το εξηγήσετε.
Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει καταγραφεί η επίπτωση της χαμηλής εγγραμματοσύνης υγείας και στις δαπάνες υγείας, συνήθως λόγω της αυξημένης χρήσης υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων, αλλά και των δυσμενών εκβάσεων. Αυτές μπορούν να αποδοθούν σε μια σειρά από παράγοντες, όπως π.χ. η καθυστερημένη διάγνωση λόγω της μη ευαισθητοποίησης απέναντι σε ένα σύμπτωμα (γεγονός που αποτελεί απόρροια της ελλιπούς πληροφόρησης) ή της αδυναμίας αξιολόγησης ενός κινδύνου υγείας.
Είναι ενδεικτικό ότι η χαμηλή εγγραμματοσύνη υγείας έχει συσχετισθεί με αυξημένη πιθανότητα επίσκεψης στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών και νοσηλείας, καθώς και με αυξημένο κίνδυνο μη τήρησης του θεραπευτικού πλάνου.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της εγγραμματοσύνης υγείας είναι σύνθετο και έχει πολλαπλές συνέπειες στα άτομα και τα συστήματα υγείας.
Καθώς οι ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας, αλλά και στην πληροφόρηση σχετικά με θέματα Υγείας, αποτελούν δυστυχώς μια πραγματικότητα για τη χώρα μας, ανοίγοντας την «ψαλίδα» μεταξύ των ανθρώπων που ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και εκείνων που ζουν στην επαρχία, ποιες λύσεις θα βλέπατε εσείς στο πρόβλημα αυτό;
Όπως προαναφέραμε, προϋπόθεση της εγγραμματοσύνης υγείας είναι η ευχερής πρόσβαση στην έγκυρη πληροφορία. Όσον αφορά τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα άτομα που ζουν και δραστηριοποιούνται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα τόσο ως προς την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, όσο και ως προς την πληροφόρηση, πολλές λύσεις μπορούν να αναζητηθούν στην τεχνολογία. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας διαπιστώσαμε πόσο ωφέλιμη μπορεί να αποδειχθεί η τεχνολογία π.χ. με την άυλη συνταγογράφηση, τον προγραμματισμό του εμβολιασμού κατά της Covid-19 κ.λπ.
Θα πρέπει να συνεχίσουμε τα τεχνολογικά αυτά άλματα, καθώς αλλάζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων, και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στις ομάδες με μεγαλύτερη ανάγκη, όπως οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με χρόνια νοσήματα, οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών κ.λπ.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πρόσβαση στο Διαδίκτυο (άρα και στην Πληροφορία), δεν επηρεάζεται από τη γεωγραφική θέση. Ωστόσο, υπάρχει πάντα και το πρόβλημα της κριτικής αξιολόγησης της διαδικτυακής υπερ-πληροφόρησης. Τι μπορεί να γίνει σε μια τέτοια περίπτωση;
Είναι γεγονός ότι η υπερπληροφόρηση λειτουργεί συγχυτικά. Το διαπιστώσαμε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Από την άλλη, είναι ανέφικτο να ελεγχθεί κάθε πηγή πληροφοριών.
Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο ψηφιακό περιβάλλον, στο οποίο κάθε πληροφορία υγείας που θα δημοσιεύεται θα έχει ελεγχθεί για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της. Σε αυτό θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά και οι ιατρικές επιστημονικές εταιρείες, οι οποίες έχουν καταγράψει σημαντικό έργο στην ενημέρωση των επιστημόνων και επαγγελματιών υγείας.
Ασφαλώς, μια τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει να αναληφθεί από το Υπουργείο Υγείας, το οποίο θα αναλάβει και τον συντονισμό του όλου εγχειρήματος.
Βάσει πρωτοβουλίας της αμερικανικής κυβέρνησης για υγιείς πολίτες, η «εγγραμματοσύνη υγείας» αποτελεί έναν από τους βασικότερους στόχους προς επίτευξη μέχρι το 2030. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ελληνική πραγματικότητα, υπάρχει κάποιος ρεαλιστικός χρονικός στόχος για τη δική μας χώρα;
Η επίτευξη της εγγραμματοσύνης υγείας δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να έχει χρονικό ορόσημο καθώς, λόγω των ραγδαίων επιστημονικών εξελίξεων, αποτελεί έναν στόχο με δυναμικό χαρακτήρα. Θα έλεγα ότι η βελτίωση της εγγραμματοσύνης υγείας πρέπει να αποτελέσει μια σταθερή προτεραιότητα της πολιτικής υγείας.
Όσον αφορά την υλοποίηση, αυτή θα πρέπει να έχει ως αφετηρία τη μέτρησή της σε όλη την επικράτεια και τη συσχέτισή της με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πληθυσμού (π.χ. ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο κ.ά.). Αυτό διότι η προσαρμογή του τρόπου επικοινωνίας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιων ομάδων αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας του εγχειρήματος.
Επίσης, καθοριστική θα είναι και η ενεργοποίηση των επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.