_Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί στην τηλεόραση σε επιλέγουν κυρίως για κωμικούς ρόλους; Το αποδίδεις κάπου αυτό;
Μόνο για κωμικούς ρόλους, μόνο! Ναι, το αποδίδω σε δύο παράγοντες: Κατ’ αρχάς, με γνώρισαν μέσα από κωμωδία. Και η αλήθεια είναι ότι, στην Ελλάδα, δεν είμαστε και τόσο «ανοιχτοί» στο να τολμήσουμε εύκολα κάτι διαφορετικό. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, είναι παγκόσμιο το φαινόμενο. Την Τζούλια Ρόμπερτς, ας πούμε, την έχεις συνδεδεμένη με τις κομεντί. Είχε κάνει μεν μερικές διαφορετικές ταινίες, που ήταν και σταθμοί στη ζωή της, και ήταν και η ίδια πολύ καλή, αλλά τελικά τη θυμάσαι κυρίως για τις κομεντί.
Νομίζω ότι η ανθρώπινη φύση έχει ένα ίδιο χαρακτηριστικό, το οποίο μας ωθεί να κατηγοριοποιούμε ανθρώπους και καταστάσεις. Αν, λοιπόν, εσένα σε δουν να κάνεις κάτι καλά και να αρέσει στον κόσμο, την επόμενη φορά θα σε σκεφτούν για κάτι ανάλογο. Είναι, βέβαια, κι αυτό που λέμε «συνταγή πετυχημένη δεν την αλλάζεις»…
Βέβαια, μου έχει τύχει στο θέατρο να μου πει σκηνοθέτης «Κωμωδία εσύ; Μα είσαι σούπερ δραματική φυσιογνωμία!». Είναι και πώς «θα κάτσει» στον καθένα…
Ο άλλος λόγος πιστεύω ότι έχει να κάνει με το physique. Εγώ, ούτως ή άλλως, έχω και μια εμφάνιση που δεν θα έλεγες ότι μπορώ να κάνω την ενζενί, το αντικείμενο του πόθου – μιλώντας πάντα με βάση τη τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πρότυπα της Ελλάδας, έτσι; Και δεν το λέω καθόλου με πίκρα. Είναι πολύ λίγοι οι ηθοποιοί στην Ελλάδα που έχουν δοκιμαστεί και στο δράμα, και στην κωμωδία.
_Για τον ίδιο τον ηθοποιό, όμως, είναι καλή αυτή η κατηγοριοποίηση;
Ε, όχι, βέβαια! Και είναι και πολύ βαρετό.
Στην πραγματικότητα, ο ηθοποιός καλείται να πει ιστορίες. Όσο πιο διαφορετικές είναι, τόσο πιο ενδιαφέρον είναι το πράγμα. Υπάρχει, βέβαια, μία πρόκληση και στο ότι σου προτείνουν πάνω-κάτω τους ίδιους ρόλους – και πάντα το παλεύω, ακόμα κι αν τα εκφραστικά μου μέσα είναι τα ίδια. Πάντα βλέπω το «βιογραφικό» του κάθε ρόλου και σκέφτομαι «κάτσε να δω τι διαφορετικό μπορώ να κάνω εδώ…», το δουλεύω. Βέβαια, μπορεί κάποιος να μου πει «Άσ’ το κοριτσάκι μου, μη δουλεύεις και τόσο πολύ, εμείς δεν βλέπουμε καμία διαφορά!» (γέλια) Εγώ, όμως, αισθάνομαι καλά, γιατί ξέρω ότι έχω δουλέψει πάνω σ’ αυτό, ότι έχω προσπαθήσει να εξελίξω τον εαυτό μου…
_Πάντως η Ελπίδα, ο ρόλος σου στον «Έρωτα Φυγά», στο OPEN, δεν έχει καμία σχέση: δολοπλόκα, σπάταλη…
Η Ελπίδα είναι αντιπαθητική. Και αυτή είναι μια τεράστια διαφορά από τους υπόλοιπους ρόλους που έχω κάνει. Εδώ μιλάμε για την περίπτωση ενός πολύ τοξικού χαρακτήρα, ενός ανθρώπου που δεν χρωστάει καλή κουβέντα σε κανέναν. Δηλαδή, τελειώνουμε το 10ωρο γύρισμα με τον Καζανά, που είναι ο άνδρας μου στη σειρά, και του φορτώνω, του φορτώνω… και του λέω «Ρε ‘συ, τι είπε πάλι το στόμα μου σήμερα;» (γέλια)
Πώς να σου το πω… Είναι η γυναίκα που τη βλέπεις και αλλάζεις πεζοδρόμιο – και ενεργειακά!
_Σε επηρεάζει αυτό τελειώνοντας το γύρισμα; Μετά από τόσες ώρες… τοξικότητας;
Όχι! Ίσα-ίσα, αισθάνομαι κιόλας ότι έχω εκτονωθεί! Επειδή η Ελπίδα είναι μια γυναίκα μέσα στη βρισιά και την κατάρα, κι εσύ μπορεί να πας στο γύρισμα φορτωμένος επειδή βρήκες κίνηση, επειδή σε πήρε η μητέρα σου την πιο άκυρη στιγμή για να σου πει κάτι άσχετο… Ε, εγώ εκτονώνομαι σκηνικά και μετά αισθάνομαι και ανακουφισμένη, «ααααα… τα ‘πα και ξεθύμανα!». Δεν έχει σημασία που αποδέκτης είναι ο κακομοίρης ο Καζανάς… (γέλια)
_Έχει ενδιαφέρον, όμως, να κάνεις κάτι τόσο «κόντρα»…
«Κόντρα»… Τώρα, κοίτα να δεις… στην πραγματικότητα, σε όλους τους χαρακτήρες του «Έρωτα Φυγά» βλέπεις και την καλή και την κακή πλευρά. Πιστεύω ότι, κάποια στιγμή, θα δούμε και την καλή πλευρά της Ελπίδας. Οι χαρακτήρες δείχνουν ότι υπάρχει μια πολύ λεπτή κόκκινη γραμμή σε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Εν δυνάμει είμαστε όλοι και κακοί, και καλοί – είναι θέμα επιλογής.
Ναι, για μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ήθελα πάρα πολύ να παίξω δράμα, να παίξω μια κακιά. Έτσι κι αλλιώς, οι κακοί είναι οι πιο ενδιαφέροντες ρόλοι – τέτοιοι άνθρωποι είναι εμμονικοί, είναι μανιακοί… Το να μπορέσεις να μπεις μέσα στην ψυχοσύνθεση ενός τέτοιου χαρακτήρα, που είναι τόσο μακριά από σένα, που είσαι ο μέσος όρος ως άνθρωπος, είναι τρομερή πρόκληση!
_Το γεγονός ότι πρόκειται για μια σειρά εποχής δημιουργεί περισσότερες απαιτήσεις ως προς την ενσάρκωση ενός ρόλου; Χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση, σε σχέση με έναν σύγχρονο χαρακτήρα;
Φυσικά, ναι… Διαβάζοντας τον ρόλο, χρειάζεται να μπεις σε μια λογική, του τύπου «Αυτό, τώρα, έχει γραφτεί για το ’55. Πώς μιλούσαν αυτές οι γυναίκες τότε;». Υπάρχουν, ας πούμε, κάτι εκφράσεις, τις οποίες δεν χρησιμοποιούμε πια. Πώς θα τις πω για να βγουν φυσιολογικά; Ποια ήταν η κινησιολογία των γυναικών αυτών, ποια ήταν η στάση σώματός τους όταν υπήρχαν απέναντι άνδρες;
Και ειδικά η Ελλάδα του ’50, που βρισκόταν σε μια δεκαετία εξέλιξης μετά από όλους αυτούς τους πολέμους… Κι ενώ στην Αθήνα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αστικό περιβάλλον, είχαν αρχίσει να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες, στην επαρχία η ταξική διαφορά ήταν τεράστια. Η κοινωνία ήταν δύο ταχυτήτων: από τη μια οι πολύ πλούσιοι και, από την άλλη, οι υπηρέτες – σκλάβοι.
Πρέπει να σταθείς σ’ αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί πραγματικά ήταν ένας άλλος κόσμος! Κι αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο, όταν πρόκειται για σίριαλ καθημερινό. Οι ρυθμοί του καθημερινού είναι ιλιγγιώδεις!
Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, κάποτε υπήρχε ένας διαχωρισμός των ηθοποιών που έπαιζαν σε καθημερινά σίριαλ, από εκείνους που έπαιζαν σε εβδομαδιαία. Το οποίο είναι μια τεράστια μπούρδα… Για τον πολύ απλό λόγο ότι, για να μπορέσεις να σταθείς επάξια στο καθημερινό και να επιβιώσεις, πρέπει να είσαι A-class.
_Δεν μπορείς, λοιπόν, να είσαι μέτριος…
Μπορεί να είσαι και μέτριος, αλλά εγώ δεν λέω αυτό. Λέω ότι, αν κάνεις καθημερινό, μετά μπορείς να κάνεις οτιδήποτε… Οι ρυθμοί είναι ιλιγγιώδεις για όλες τις ειδικότητες – είτε μιλάμε για τον καμεραμάν, είτε για τον ενδυματολόγο, είτε για το σκριπτ.
Εν δυνάµει, είµαστε όλοι και καλοί, και κακοί – είναι θέµα επιλογής
_Εσύ είσαι και στο ραδιόφωνο, στον Easy 97,2, κάνοντας μάλιστα και πρωινή εκπομπή που αρχίζει στις 06:30. Πώς «βγαίνει» η μέρα, με τόσο πρωινό ξύπνημα και τόσες ώρες γυρίσματα; Κατ’ αρχάς, πότε μαθαίνεις τα λόγια σου; (γέλια)
Όταν γυρνάω το βράδυ στο σπίτι μου ή, αν έχω κενό, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Την περίοδο που ήμουν στους «Συμμαθητές», που ήταν καθημερινό, έκανα και θέατρο 7 ημέρες την εβδομάδα, και ραδιόφωνο. Γυρνούσα στο σπίτι μου μεσάνυχτα και καθόμουν να διαβάσω. Αλλά, κοίτα να δεις… είμαι από τους ανθρώπους που πρέπει να έχω κοιμηθεί μετά. Αν διαβάσω το κείμενο τρεις και τέσσερις φορές, και μετά κοιμηθώ έχοντάς το στο μυαλό μου, μπορώ να το επεξεργαστώ καλύτερα. Γιατί θέλω να έχω και τον χρόνο, και την ψυχραιμία να δώσω μετά το κατιτίς παραπάνω – ένα συγκεκριμένο βλέμμα, ας πούμε… Είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι η προετοιμασία είναι απαραίτητη.
_Προφανώς, το «είμαι διαβασμένος» δεν σημαίνει μόνο «ξέρω τα λόγια»…
Εξαρτάται τι σε αφορά. Μπορεί κάποιος να πει «έχω πολλές δουλειές, οπότε είμαι ικανοποιημένος απλά με το να πάω εκεί και να τα πω». Μπορεί κάποιος να είναι από εκείνους τους ιδιοφυείς ηθοποιούς, που δεν είναι πολλοί, οι οποίοι διαβάζουν τον ρόλο δυο φορές και πάνε και τον κάνουν σούπερ…
Εγώ, γενικά, έχω μια πολύ ωραία σχέση με την τηλεόραση, την αγαπώ πολύ. Επειδή, λοιπόν, θεωρώ ότι και αυτή σου δίνει πάρα πολλά, όποιον ρόλο παίρνω στα χέρια μου τον αντιμετωπίζω σοβαρά. Νιώθω ότι χτίζω έναν κόσμο.
Με ρώτησες πώς τα καταφέρνω… Όταν είσαι μέσα στη μεγάλη τρέλα της δουλειάς, δεν συνειδητοποιείς την κούρασή σου. Επιπλέον, δεν σημαίνει ότι όλα τα πράγματα που κάνεις είναι πάντα επιλογή σου.
_Δηλαδή;
Το θέατρο που θα κάνω, ας πούμε, τη «Σεροτονίνη» του Μισέλ Ουελμπέκ, είχαμε κλείσει από πέρυσι να το επαναλάβουμε, γιατί ήταν sold out. Τότε που το αποφασίσαμε, δεν υπήρχε η προοπτική του σίριαλ. Το ραδιόφωνο ήταν, έτσι κι αλλιώς, στάνταρντ.
Όταν, λοιπόν, έσκασε το σίριαλ, η πρόταση ήταν τόσο δελεαστική, που δεν μπορούσα να πω «όχι». Όμως έχω δώσει τον λόγο μου στο θέατρο, δεν θα κάνω πίσω. Θα έπρεπε να είναι πολύ ζόρικα τα πράγματα στο γύρισμα, για να πω ότι δεν το κάνω.
Δυστυχώς, η δουλειά μας τα έχει αυτά. Κι επειδή ακριβώς είναι τέτοιο το επάγγελμα, δεν μπορείς ποτέ να προβλέψεις, ξεκινώντας με τρεις δουλειές, με πόσες θα καταλήξεις στην πορεία. Μπορεί να μην πάνε όλα το ίδιο καλά ή, ας πούμε, να μην πληρωθείς. Γενικώς, είναι πολλά τα μέτωπα, και είναι όλα ανοιχτά.
_Πάντως, η δουλειά σας είναι για γερά νεύρα. Φοβερή ανασφάλεια, ρε παιδί μου…
Όποια ευκαιρία σου παρουσιάζεται, πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι. Γι’ αυτό και βλέπεις πάρα πολλούς ηθοποιούς που κάνουν πολλά πράγματα παράλληλα, και καμιά φορά λες «Καλά, ρε παιδάκι μου, έχει λυσσάξει κι αυτός…». Δεν είναι έτσι ακριβώς. Απλώς του έχουν προκύψει πολλές προτάσεις, και λέει «Τώρα μπορεί να έχω ευκαιρίες, του χρόνου μπορεί να μην έχω τίποτα». Οπότε, κάνει όσα περισσότερα μπορεί, τότε που μπορεί.
Επίσης, αν έχεις πολλές προτάσεις, δεν σημαίνει ότι εσύ είσαι πολύ καλός, και ο άλλος που δεν έχει, δεν είναι. Το θέμα είναι απόλυτα συγκυριακό. Είναι και να ταιριάξεις εσύ στο μυαλό κάποιου σκηνοθέτη για έναν συγκεκριμένο ρόλο. Εγώ, ας πούμε, για δύο χρόνια δεν είχα κάνει τηλεόραση και, ξαφνικά, μου προέκυψε μια πρόταση εντελώς κόντρα σε όσα είχα κάνει.
_Τι νομίζεις ότι έχουν δει σε σένα και σε επέλεξαν γι’ αυτόν τον ρόλο; Το έχεις σκεφτεί καθόλου;
Κοίτα να δεις… η Ελπίδα έχει ένα πολύ μαύρο χιούμορ, βιτριολικό. Επιπλέον, είναι μια γυναίκα πολύ εξωστρεφής. Δεν είναι καμιά υποχθόνια, που κάθεται σε μια γωνιά και δεν μιλάει. Δεν είναι και πολύ έξυπνη, καρφώνεται κι από μόνη της… Οπότε, επειδή κι εγώ στην προσωπική μου ζωή έχω μια εξωστρέφεια και ένα μαύρο χιούμορ, δεν κάθισα να το πολυσκεφτώ. Σε όσους μου λένε ότι είναι κόντρα ρόλος, λέω κι εγώ με νόημα «Ε, όχι και τόσο… Έχετε τον νου σας». (γέλια)
_Βλέπω ότι με το ραδιόφωνο έχεις μεγάλη αγάπη… Τι είναι αυτό που σε κάνει να σηκώνεσαι αξημέρωτα κάθε μέρα για να κάνεις εκπομπή, ακόμα κι όταν έχεις τόσο φορτωμένο πρόγραμμα;
Το ραδιόφωνο προέκυψε πολύ τυχαία στη ζωή μου, πριν καν αρχίσω να κάνω τηλεόραση. Εγώ ανήκω και σε μια γενιά που, στα εφηβικά μας χρόνια, ακούγαμε πολύ τους ραδιοφωνατζήδες χωρίς να έχουμε εικόνα, και ερωτευόμασταν φωνές… Και μετά τον έβλεπες, κι έλεγες «Αυτός ήτανε;;; Μα δεν είναι δυνατόν!!!» (γέλια) Για μένα, λοιπόν, όλο αυτό είναι κάτι πολύ μαγικό.
Το ραδιόφωνο μου αρέσει γιατί είναι τρομερά άμεσο, έχεις μια απευθείας επικοινωνία με τον κόσμο και μπορείς να πιάσεις τα vibes του. Αλλά, κυρίως, αυτό που μου αρέσει είναι ότι στο ραδιόφωνο δεν υπάρχει “stop”, ούτε “rewind”. Είναι λίγο σαν το θέατρο – ζεις τα πάντα εκείνη τη στιγμή.
Επιπλέον, δεν έχω να πω λόγια άλλων. Λέω μόνο τα δικά μου λόγια, αυτά που πιστεύω…
_Και, επίσης, δεν εκτίθεσαι οπτικά. Εντελώς το αντίθετο από τη δουλειά στην τηλεόραση και το θέατρο…
Μα μου έχει τύχει να είμαι έξω, να με ακούσουν να μιλάω και να μου πουν «Εσύ είσαι στο ραδιόφωνο!». Δεν ήξεραν καν ότι είμαι ηθοποιός!
_Μα είναι δυνατόν τώρα…; (γέλια)
Είναι, τι να σου πω κι εγώ! (γέλια)
Πάντως, τα τελευταία τρία χρόνια που κάνω εκπομπή με τον Στάθη Χριστοφορίδη στον Easy 97,2, επειδή είναι και εντελώς διαφορετικό το προφίλ του σταθμού, μπορούμε να ασχοληθούμε και με κοινωνικά θέματα, γενικώς με οτιδήποτε μας ενδιαφέρει, χωρίς να έχουμε κάποιον «κόφτη». Πάντα, βέβαια, με έναν πιο ελαφρύ τρόπο, γιατί είναι ψυχαγωγικός ο σταθμός. Έχουμε ταιριάξει και με τον Στάθη… Ε, όλο αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον!
Είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι «χτίζω» κάτι, σε σχέση με το ραδιόφωνο. Τώρα, ξεκινώντας πλέον για την τρίτη μας σεζόν, έχουμε ένα κοινό που μας ακούει σταθερά. Δεν τους είχαμε όλους εξαρχής, τους ακροατές τους κερδίζεις σιγά-σιγά…
_Αν ήταν να κάνεις μια εκπομπή με το soundtrack της ζωής σου…
Μπα, πολύ βαρετό… Ούτε καν εμένα δεν θα ενδιέφερε!
_Ε, ωραία: πες μια εκπομπή που θα σε ενδιέφερε να κάνεις!
Καλά… αυτή η εκπομπή δεν μπορεί να υπάρξει… (γέλια) Αλλά θα ήθελα να κάνω κάτι τύπου late night, που να μπορεί ο άλλος να παίρνει τηλέφωνο και να λέει τη γνώμη του. Εντάξει, κάτι τέτοιο έχει πάντα και ένα trash στοιχείο, αλλά επειδή έχουμε μπει όλοι σε ένα πράγμα πολύ «clean cut», φτάνοντας πολλές φορές και στο άλλο άκρο. Φοβάσαι πια να εκφέρεις μια γνώμη, γιατί κάποιος θα σ’ την πέσει – γιατί θα πεις σε κάποιον «Άντε, ρε σκαθάρι», και θα πειραχτεί εκείνο το σκαθάρι που υπάρχει στον Αμαζόνιο…
Σ’ αυτή την εκπομπή, λοιπόν, θα μπορεί να παίρνει ο άλλος τηλέφωνο και να λέει την trash-ίλα του. «Δεν σε πήρε τηλέφωνο, κουκλίτσα μου; Ε, δεν σε θέλει, τι δεν καταλαβαίνεις; Πόσο ακόμα θα ξεφτιλίζεσαι;» (γέλια)
Θα το θέσω αλλιώς: Θα έκανα μια εκπομπή – οδηγό για θέματα καθημερινής επιβίωσης. Θέματα εργασιακά, ας πούμε: «Έχω ένα συνάδελφο που ρεύεται συνέχεια στο διπλανό γραφείο. Τι να κάνω;». (γέλια)
_Και για το τέλος, εγώ θα επανέλθω στο σίριαλ: Φέτος ο ανταγωνισμός στη μυθοπλασία είναι μεγάλος. Θέλω, λοιπόν, να μου «πουλήσεις» λίγο το σίριαλ. Γιατί να προτιμήσουμε φέτος να δούμε «Έρωτα Φυγά», στο OPEN;
Θα σου πρότεινα τον «Έρωτα Φυγά» γιατί, κατ’ αρχάς, μιλάει γι’ αυτόν τον αγνό, μυθιστορηματικό έρωτα, που μας έχει λείψει τόσο πολύ. Μιλάει για δύο νέους που ερωτεύονται, που έχουν μέσα τους ένα διαμάντι, και βλέπουμε πώς η κοινωνία (και εκεί μπορεί να κάνεις πολλές αναγωγές και στη δική σου ζωή) προσπαθεί σιγά-σιγά αυτόν τον έρωτα να τον «μαυρίσει», να τον κάνει κάρβουνο.
Νομίζω ότι ο «Έρωτας Φυγάς» θα προκαλέσει μεγάλα συναισθήματα ταύτισης του κοινού με τους πρωταγωνιστές του σίριαλ. Παρακολουθώντας το, σε κάνει να σκεφτείς «Αφού μπορούμε να είμαστε τόσο καλοί, γιατί είμαστε τόσο κακοί;». Θα μας φέρει αντιμέτωπους με τον καλό και τον κακό μας εαυτό. Θα μας θυμίσει πώς ήμασταν και πώς αλλοιωθήκαμε στη διαδρομή, κάνοντάς μας να θέλουμε να ξαναγίνουμε φωτεινοί.