Δεν χρειάστηκαν πολλά: μια βόλτα στο Παγκράτι, ένα μεσημέρι Σαββάτου, αποδείχθηκε πολύ διαφωτιστική. Το σκεπτικό ήταν να μιλήσουμε με ανθρώπους που, λόγω της φύσεως της δουλειάς τους, εξακολούθησαν να εργάζονται κανονικά καθ’ όλη τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων. Οι ερωτήσεις ήταν ίδιες για όλους – πόσο είδαν να πειθαρχούν οι άνθρωποι στα μέτρα, αν είδαν διαφορές στη συμπεριφορά ανάλογα με την ηλικία του καθενός, αν σημειώθηκε αλλαγή στα προϊόντα που αγόραζαν οι περισσότεροι, αλλά και ποια η ψυχολογία των ανθρώπων τώρα που ξεκινά η σταδιακή άρση των μέτρων. Τα συμπεράσματα είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτα. Γιατί ποιοι θα μπορούσαν να “καταγράψουν” καλύτερα τη συμπεριφορά της κοινωνίας, από εκείνους που είχαν την ευκαιρία όλο αυτό το διάστημα να παρατηρούν πρόσωπα και πράγματα, πίσω από τους πάγκους τους;
Συνεντεύξεις – Επιμέλεια: Μαρία Λυσάνδρου
– Άρης Αλεξίου, περιπτεράς
Στη συμπεριφορά των ανθρώπων, υπάρχει μία μερίδα για όλα: ένα 20% είναι χαλαροί, δεν τους απασχολεί καν το θέμα του κορονοϊού. Ένα 30% είναι κάπου ενδιάμεσα – τους απασχολεί μεν, χωρίς όμως να αγχώνονται ιδιαίτερα, κάπου ξεχνιούνται. Μετά, είναι ένα 30% που είναι πάρα πολύ προσεκτικοί. Και είναι και όλοι οι υπόλοιποι που απλά κρατάνε μια απόσταση…
Η ηλικία δεν ξέρω αν παίζει ρόλο σ’ αυτό. Από όσα έχω προσέξει εγώ, μάλλον είναι θέμα χαρακτήρα, και όχι ηλικίας – το πώς αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ο καθένας τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι δεν κάνουν και πολλά για την ασφάλεια. Στους 100 ανθρώπους άνω των 60, μόνο οι 10 προσέχουν. Και σε αυτή τη διαδικασία μπαίνουν κυρίως λόγω της πίεσης που τους ασκείται μέσω της τηλεόρασης, μέσω των συγγενικών προσώπων και των γύρω φίλων. Λάβετε, όμως, υπ’ όψιν σας ότι υπάρχει και μία μερίδα ηλικιωμένων που δεν βλέπουν πολύ τηλεόραση και, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει.
Ως προς την αγορά των τσιγάρων εν καιρώ κορονοϊού… θα έλεγα ότι τον πρώτο καιρό ήταν περίπου στα ίδια, δεν έπεσαν καθόλου. Απλώς μπορεί κάποιοι να έπαιρναν μαζεμένα κάποια πακέτα και να ξαναέρχονταν μετά από 3-4 μέρες, ενώ πριν μπορεί να έρχονταν κάθε μέρα. Στην πορεία, εφόσον πέρασε ο μεγάλος πανικός, τα πέντε πακέτα μαζεμένα που έπαιρνε κάθε φορά κάποιος, έγιναν τρία. Άρχισε, δηλαδή, να έρχεται λίγο πιο συχνά. Άλλοι, πάλι, εξακολούθησαν να παίρνουν πολλά πακέτα, όχι επειδή φοβόντουσαν να βγαίνουν, αλλά επειδή πλέον βαριόντουσαν να βγαίνουν. Υπήρξαν και περιπτώσεις που έπαιρναν κούτες…
Αν βλέπαμε τη συμπεριφορά του καθενός, ανάλογα με τη μόρφωσή του, θα έλεγα ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, τους οποίους καταλαβαίνεις από τη στάση τους ότι έχουν μια X μόρφωση και στάση ζωής, οι οποίοι είναι συνήθως πιο προσεκτικοί σε πολλά πράγματα: και στο να τηρούν τις αποστάσεις, και στο να έχουν πάντα ένα υγρομάντηλο στην τσέπη…
Τώρα, ως προς τα προϊόντα που αγόραζε ο κόσμος, αν εξαιρέσετε ότι είχα λιγότερους πελάτες αυτή την περίοδο λόγω της κατάστασης, θα έλεγα ότι δεν είδα μεγάλες διαφορές με πριν. Σε κάποια προϊόντα, αναλογικά, είχα την ίδια κίνηση με πριν. Δεν ήταν όπως κάποια άλλα, που έπεσαν 60-70%, όπως π.χ. οι τσίχλες. Ούτε και με τις σοκολάτες ασχολιόταν κανείς – πέρα από κάποιους που ξέρω ότι τους έχουν γενικώς αδυναμία και τις έπαιρναν τρεις-τρεις. Τα πατατάκια και τα αναψυκτικά είχαν, λίγο-πολύ, μια καλή κίνηση, που σημαίνει ότι κάποιοι κάθισαν στο σπίτι και… πέρασαν καλά!
Αν μιλήσουμε για την ψυχολογία του κόσμου, αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι, το τελευταίο διάστημα, στο μυαλό πολλών έχουν χαλαρώσει ήδη τα μέτρα. Ο φόβος έχει φύγει, ξέρουν ότι τα πράγματα πάνε καλά, οπότε βλέπεις γενικώς μια χαλάρωση. Θεωρούν όλοι αυτονόητο πλέον ότι περιμένουμε να ξεκινήσει και πάλι η κανονικότητα. Ενώ πριν, τη δύσκολη περίοδο, φοβόντουσαν πάρα πολύ – οι περισσότεροι για τους δικούς τους και κάποιοι για τους ίδιους. Όσοι είχαν μάνα και πατέρα εν ζωή, πρόσεχαν. Όσοι ήταν εργένηδες ή ζούσαν μακριά από τους γονείς, ήταν λίγο στο “φλου”.
– Αργύρης Κοκονάς, εργαζόμενος σε αρτοζαχαροπλαστείο
Η διαφορά των πελατών, σε σχέση με την προ καραντίνας εποχή, είναι ότι ήταν όλοι φοβισμένοι –με τον ίδιο τον κορονοϊό, με τον τρόπο που έπρεπε οι ίδιοι να συμπεριφέρονται, με τον τρόπο που εμείς σερβίραμε τα πράγματα… Όλοι φοβούνταν μην κολλήσουν, γι’ αυτό και είχαν ένα θέμα με τις αποστάσεις, με τους κανόνες υγιεινής π.χ. αν εμείς φορούσαμε γάντια. Με λίγα λόγια, παρατηρούσαν όλα αυτά για τα οποία άκουγαν στην τηλεόραση, η τηλεόραση τους επηρέασε πολύ… και περισσότερο τους μεγαλύτερους. Όχι, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν και νεότεροι που τα πρόσεχαν αυτά…
Νομίζω ότι όλοι, σιγά-σιγά, έχουν προσαρμοστεί στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπεριφέρονται όταν επισκέπτονται τα καταστήματα. Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις. Οι άνθρωποι που είναι πιο μεγάλοι σε ηλικία, ας πούμε, είναι “μοιρασμένοι”. Υπάρχει, δηλαδή, μια μερίδα που δεν καταλαβαίνει, κυκλοφορεί πολύ έξω, δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους.
Από πλευράς ψυχολογίας… οι περισσότεροι έρχονται και μας λένε “Τι μας βρήκε… πότε θα τελειώσει οριστικά αυτό… από ’δω και πέρα να δούμε τι θα γίνει…”. Βλέπεις ότι θέλουν να μιλήσουν. Από την άλλη, είναι και πολύς κόσμος που δεν βγαίνει καθόλου από το σπίτι, τους εξυπηρετούν άλλοι.
Ως προς τον τρόπο που ψωνίζουν οι πελάτες, δεν είδαμε μεγάλες αλλαγές. Η μόνη διαφορά είναι ότι πολλοί ψωνίζουν μαζεμένα και έρχονται ξανά μια βδομάδα μετά.
Σε σχέση με τη σταδιακή άρση των μέτρων, οι μεγαλύτεροι είναι λίγο απογοητευμένοι, γιατί ξέρουν ότι δεν ισχύει γι’ αυτούς, ότι αναγκαστικά θα παραμείνουν μέσα… Κατά τα άλλα, όλοι το περιμένουν πώς και πώς! Εντάξει, έχει κουραστεί ο κόσμος…
– Βαλεντίνος Καργιώτης, υπάλληλος κάβας
Έχω δει ανθρώπους σε μικρότερες ηλικίες να κρατάνε αποστάσεις και να τηρούν κατά γράμμα αυτό που λένε οι ειδικοί. Οι αρκετά μεγαλύτεροι δεν βλέπω να το τηρούν. Επιπλέον, όσο περνάει ο καιρός, μερικοί πιστεύουν ότι όλο αυτό που συμβαίνει το μεγαλοποιούν “κάποιοι”. Επειδή τα πράγματα πάνε καλά εδώ, πολύς κόσμος αρχίζει να τα βλέπει όλα πιο χαλαρά. Μέχρι και χειραψίες έχουν ξεκινήσει! Του τύπου “έλα μωρέ, σιγά…”.
Εμείς είμαστε κάβα, προμηθεύουμε ψιλικατζίδικα, περίπτερα, μίνι μάρκετ με νερά, μπίρες και αναψυκτικά. Τον πρώτο καιρό της καραντίνας, είχε πέσει η δουλειά. Τώρα, σιγά-σιγά, “ανοίγει”. Είναι και λόγω καιρού, βέβαια… Επειδή, όμως, έχω πολλές επαφές με προμηθευτές, αυτό που είδα είναι ότι ανέβηκε πολύ η αγορά σε πατατάκι και μπισκότο. Όσο κι αν λένε ότι στην καραντίνα πολλοί άρχισαν να τρώνε υγιεινά, τα στοιχεία άλλα δείχνουν: νομίζω ότι πιο πολλή “σαβούρα” καταναλώθηκε…
Αυτή την περίοδο που αρχίζει και η άρση των μέτρων, οι πιο πολλοί έξω είναι! Επειδή κινούμαι αρκετά έξω, μερικές φορές πραγματικά απορώ… Και είναι χαρακτηριστικό ότι, όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από το κέντρο της πόλης, τόσο πιο χαλαρά είναι τα πράγματα. Μιλάμε για πολύ κόσμο. Αυτό εμένα μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση…
Σε γενικές γραμμές, πάντως, αν είναι να βγάλουμε συμπέρασμα, εγώ βλέπω τον νεαρό κόσμο πιο πολύ να “κρατάει” τα μέτρα. Για παράδειγμα, εμένα οι φίλοι μου που δεν δουλεύουν, κάθονται μέσα – φοβούνται, βέβαια, και για τους γονείς τους. Αλλά κι εγώ, που στη δουλειά πιάνω χρήματα στα χέρια μου, χρησιμοποιώ συνέχεια αντισηπτικό. Με βλέπει ένας παππούς μια μέρα, σε ένα ψιλικατζίδικο, και μου λέει “Δεν έχεις ανάγκη εσύ, αυτά είναι για μας!”. Και ο ίδιος έκανε βόλτες, είχε πάει να πάρει εφημερίδα!
– Χαριλάκης Ντάλλας, ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου
Την περίοδο του κατ’ οίκον περιορισμού, ήταν προφανής ο φόβος που είχε ο κόσμος. Φρόντιζαν να κρατάνε τις αποστάσεις μεν, αλλά καταλάβαινες ότι υπήρχε μια… αβεβαιότητα, μια ανασφάλεια. Ως προς τις ηλικίες εκείνων που ανησυχούσαν περισσότερο δεν μπορώ να πω πολλά γιατί, τουλάχιστον από όσο έχω παρατηρήσει εγώ, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εδώ δεν έβγαιναν πολύ. Αυτή η ανασφάλεια αρχικά υπήρχε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σιγά-σιγά, όμως, το πράγμα άρχισε πάλι “να παίρνει μπρος”.
Σχετικά, τώρα, με αυτά που αγόραζε ο κόσμος, προσωπικά δεν είδα καμιά μεγάλη διαφορά. Αλλά είναι σημαντικό ότι οι άνθρωποι εδώ μας ξέρουν, μου είχαν κι εμένα εμπιστοσύνη, γι’ αυτό και έρχονταν. Είμαστε πολλά χρόνια εδώ…
Τώρα που θα αρθούν σταδιακά τα μέτρα, η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος έχει αναθαρρήσει, η ψυχολογία έχει ανέβει – σε όλα τα επίπεδα! Ανέβηκε και η ψυχολογία, ανέβηκε και ο κόσμος που ψωνίζει. Από ’δω και μπρος, πιστεύω ότι θα υπάρξει μεγάλη βελτίωση.
– Η φαρμακοποιός της γειτονιάς
Οι περισσότεροι άνθρωποι, στις αρχές τουλάχιστον, ήταν πάρα πολύ φοβισμένοι και άκουγαν τις συμβουλές και τις υποδείξεις. Υπάρχουν, όμως, και πολλές γιαγιάδες και παππούδες, οι οποίοι δεν ακούνε τίποτα. Τους βλέπεις και δύο και τρεις φορές την ημέρα να μπαινοβγαίνουν, γιατί “έχουν δουλειές”… Όσο κι αν τους λες “πού είναι τα γάντια;”, εκείνοι σου λένε “εντάξει, θα μου δώσουν στο σουπερμάρκετ”, ή αν ρωτήσεις “έχεις βάλει αντισηπτικό;”, θα σου πουν “έχω στην τσάντα”… Αρκετοί ηλικιωμένοι, λοιπόν, στην αρχή τουλάχιστον, δεν πειθάρχησαν πολύ.
Αντίθετα, οι νέοι έμειναν στο σπίτι, είτε επειδή δούλευαν από το σπίτι, είτε επειδή είχαν μωρό και φοβούνταν μήπως κολλήσει. Από την άλλη, μέσα από συζητήσεις που είχαμε, φάνηκε ότι πολλοί νέοι πίστευαν ότι όλο αυτό είναι μία “φάρσα”…
Εγώ πιστεύω ότι αυτή η ιστορία έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά, πιο κοντά στην οικογένεια. Έχοντας περάσει η πρώτη και η δεύτερη εβδομάδα, ερχόντουσαν και το έλεγαν – ότι, δηλαδή, ήταν κάτι ωραίο. Κι όχι επειδή έκαναν δουλειές στο σπίτι, αλλά επειδή επιτέλους βρεθήκανε!
Και όντως, και για μένα προσωπικά, το φετινό Πάσχα ήταν διαφορετικό. Έστω κι αν οι γιαγιάδες της οικογένειας ήταν μόνες τους, κι εμείς στο σπίτι – γιατί και εγώ, και ο άνδρας μου είμαστε φαρμακοποιοί, και κανείς δεν μας πλησιάζει. Ούτε τα αδέλφια μας, ούτε κανένας… Φοβούνται.
Τώρα, ως προς τις μάσκες και τη χρήση τους… Ενώ εξηγούμε τις οδηγίες, πολλές φορές η μάσκα ανεβοκατεβαίνει με τα βρώμικα χέρια. Όσες φορές κι αν τα πούμε, οι μεγάλοι τουλάχιστον δεν μαθαίνουν. Και, να σας πω την αλήθεια, προτιμώ να μη φοράνε μάσκα, παρά να τη χρησιμοποιούν τόσο λάθος…
Τώρα που τα πράγματα καλυτερεύουν, οι περισσότεροι εξακολουθούν να συμπεριφέρονται σωστά. Κρατάνε αποστάσεις, μας δείχνουν εμπιστοσύνη… Είχαμε, βέβαια, και δύο περιπτώσεις ανθρώπων που ήρθαν και μας κατηγόρησαν ότι αυξήσαμε τις τιμές, ειδικά στις μάσκες και στο αντισηπτικό. Ήρθαν, φώναξαν, έκαναν φασαρία… Μετά έμαθα ότι έκαναν τα ίδια και αλλού. Αυτοί οι άνθρωποι, στην πραγματικότητα, δεν ήθελαν να αγοράσουν τίποτα – ήθελαν απλώς να βγάλουν κάποια απωθημένα. Κάναμε υπομονή… Αν είναι πιεσμένος ο κόσμος; Όχι πολύς.
Άλλοι άνθρωποι μας έφερναν και φαγητό, μια σπανακόπιτα, επειδή μας έβλεπαν που δουλεύαμε τόσες ώρες. Οι περισσότεροι έδωσαν κυριολεκτικά τον εαυτό τους: “Να είσαι καλά, να προσέχεις, να μη μας αρρωστήσεις…”. Δυστυχώς δεν ήταν όλοι άψογοι, αλλά οι περισσότεροι ήταν ευγενέστατοι και υπομονετικοί.
Υπήρχαν και πολλές γιαγιάδες που έπαιρναν τηλέφωνο. “Τι θέλετε; Πώς να σας εξυπηρετήσω;”, “Τίποτα δεν θέλω να αγοράσω, θέλω να μιλήσω…”. Κι επειδή τους περισσότερους ήξερα ως χαρακτήρες, γιατί είμαστε φαρμακείο της γειτονιάς, ένιωθαν κι εκείνοι μια οικειότητα: “Η κόρη μου μού το κλείνει γρήγορα… Εσύ, παιδί μου;”… Είχαν ανάγκη να μιλήσουν. Καθόσουν, λοιπόν, κι εσύ και μιλούσες… Να ξέρετε ότι αυτό είχε γίνει και στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Αλλά θα σας πω: Αυτό που ακούμε, το “Μπράβο στους Έλληνες που τήρησαν τα μέτρα”, ναι, το πιστεύω κι εγώ. Και “μπράβο” όχι μόνο στους μεγάλους – και στους νέους!