Αν, μέχρι πέρυσι, σε ρωτούσε κάποιος ποιους αντιπροσωπεύει ο τίτλος “Power of Love” (ελληνιστί “Η δύναμη του Έρωτα”), το πιθανότερο είναι να σκεφτόσουν ένα ζευγάρι σε ένα ρομαντικό μυθιστόρημα ή σε μια ταινία. Το τελευταίο πράγμα που θα ερχόταν στο μυαλό σου θα ήταν μια ντουζίνα αγόρια με τατουάζ και κοντά “καγκουράδικα” παντελόνια, κι άλλη μια ντουζίνα κορίτσια με έναν τόνο make up, δωδεκάποντα και τρέσες, που προσπαθούν να τα φτιάξουν μεταξύ τους μπροστά σε κάμερες, σε ένα τηλε-ριάλιτι, που οι περισσότεροι συμφωνούν μεν στη… μηδενική ποιότητά του, αλλά το κρυφοχαζεύουν ενοχικά, παρά ταύτα (χαρίζοντάς του ανέλπιστα υψηλές τηλεθεάσεις).
της Λίλας Σταμπούλογλου
Το τελευταίο που θα σκεφτόσουν είναι ότι η δύναμη του έρωτα θα προσπαθούσε ν’ αποκαλυφθεί μέσα από φοβερά Ελληνικά, όπως για παράδειγμα το αμίμητο “δεν χρειάζεται ν’ ανακαινίσουμε την κουβέντα” και “σε μεγάλη συγκρητικότητα”. Ή το κορυφαίο “γενικά είμαι προφυλακτική”, τα οποία βγήκαν από στόματα παικτών, κάνοντας τα αφτιά των τηλεθεατών να πέσουν και τα σόσιαλ μίντια να λυσσάξουν στα σχόλια. Ή μέσα από συζητήσεις με υψηλού επιπέδου φιλοσοφικά ερωτήματα, τύπου “θα τα έφτιαχνες με άντρα με ριγέ παντελόνι;” ή “πρέπει να κερνάει ο άνδρας στο πρώτο ραντεβού;”.
Ή μέσα από εξίσου υψηλού επιπέδου τοποθετήσεις στα παραπάνω φιλοσοφικά ερωτήματα, όπως το: “Εγώ δεν κερνάω την κοπέλα αν δεν ολοκληρωθεί η σχέση, γιατί άμα αρχίσω να την κερνάω, θα νομίζει ότι θέλω να τη ρίξω και ότι έχω αλλού το νου μου, και ότι περιμένω κάτι παραπάνω”. Ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, όταν μου τύχαινε να βγω με κανέναν και να μην έκανε, έστω, την κίνηση καλής θέλησης να βγάλει το πορτοφόλι, τη στιγμή που ερχόταν ο λογαριασμός. Εγώ νόμιζα ότι είναι απλώς τσιγκούνης ή ότι δεν έχει λεφτά. Και ευχόμουν να είναι το δεύτερο, γιατί το πρώτο δεν παλεύεται.
Μιας και διανύουμε τον μήνα του έρωτα, λοιπόν, και απέχουμε ελάχιστα από τη μέρα “του Άγιου Βαλεντίνου”, δεν μπορώ να μη θέσω κι εγώ ένα φιλοσοφικό ερώτημα, ανάλογο με αυτά που παρακολουθούμε στο εν λόγω ριάλιτι: Είναι αυτό έρωτας;
Το αμέσως επόμενο φιλοσοφικό ερώτημα που θα θέσω, είναι αν ό,τι συμβαίνει εκεί μέσα αντιπροσωπεύει πράγματι ένα κομμάτι της κοινωνίας. Μας αντιπροσωπεύει, άραγε; Καθρεφτιζόμαστε εμείς πάνω στον παίκτη με το καγκουράδικο στυλάκι και την παίκτρια miss Βarbie Κάτω Πατησίων; Δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά νομίζω πως ναι. Όχι όλοι, βεβαίως, αλλά αρκετοί από εμάς τους μοιάζουν – λιγότερο ή περισσότερο.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα άτομα που πασχίζουν να βρουν τον έρωτα εκεί μέσα (ή ό,τι τέλος πάντων θεωρούν ως έρωτα) είναι τύποι της διπλανής μας πόρτας. Οι οποίοι συνάπτουν σχέσεις κάπως έτσι, ανώριμα και ελαφρά, επιφανειακά και επιπόλαια, απλώς δεν έχουν κάμερες και φώτα, ούτε τη Μαρία Μπακοδήμου να τους κάνει ερωτήσεις και να συντονίζει τη σχέση τους. Η βάση, όμως, είναι ίδια. Η ποιότητα και η συσκευασία παρόμοια.
Η νοοτροπία των παικτών είναι αυτή που θα δεις πολύ συχνά να περνάει από δίπλα σου στον δρόμο, να κάθεται δίπλα σου στη δουλειά και στο λεωφορείο, να μένει στο διπλανό διαμέρισμα, να σε σερβίρει, να σ’ εξυπηρετεί, να σου μιλάει, να σε κοιτάζει. Και, ναι, να σε φλερτάρει: ”ti kaneis koukla?” θα σου πει το πιθανότερο, σε άπταιστα greeklish, σε κάποιο σοσιαλμιντιακό ταχυδρομικό κουτί.
Νομίζω ότι το ριάλιτι αυτό έχει μέσα του κάτι από το DNA του Νεοέλληνα. Τη σκοτεινή πλευρά του DNA του, εκείνη που ευθύνεται για την πτώση του πνευματικού επιπέδου και την κυριαρχία της απαιδευσιάς και της αμορφωσιάς, της αγένειας και της άξεστης συμπεριφοράς γύρω μας. Εκείνο το κακό DNA, που μας κάνει “να γράφουμε” τους κανόνες και τον διπλανό μας, να καπνίζουμε όπου βρούμε, να παρκάρουμε όπου βρούμε, ακόμα και πάνω σε ράμπες ή σε θέσεις ΑμΕΑ, και ν’ αποκτά νόημα η ζωή μας όταν κλείνουμε τραπέζι Σαββατόβραδο σε κάποια πίστα στο Γκάζι, ή όταν η ψεύτικη βλεφαρίδα στρώνει πάνω στο μάτι και το στρασάκι στο νύχι μένει στέρεο. Και να μας φταίνε όλοι οι άλλοι, εκτός από εμάς τους ίδιους.
Και μπορεί να ειρωνευόμαστε το τηλε-ριάλιτι για τον ντεμέκ έρωτα που πλασάρει, ας σκεφτούμε, όμως, ότι και έξω απ’ αυτό, στην πραγματική ζωή, οι σχέσεις γίνονται όλο και πιο ρηχές. Ακόμα και οι σχέσεις των πιο “κανονικών” ανθρώπων, εκείνων που δεν θα πήγαιναν ποτέ να παίξουν σ’ ένα “Power of Love”.
Μας φαίνεται επιφανειακός ο τηλε-έρωτας του Πάνου Ζάρλα και της Στέλλας Μιζεράκη (το ζευγάρι νικητών του περσινού κύκλου. Παρεμπιπτόντως, χώρισαν), αλλά συγνώμη, μισό λεπτό: δεν είναι επιφανειακό το ότι και στη ζωή αναζητάμε τον έρωτα σε εφαρμογές τύπου Tinder και ότι τα φτιάχνουμε μέσω ίνμποξ στο facebook; Και τα φιλοσοφικά ερωτήματα περί σχέσεων που τίθενται στο παιχνίδι, μια χαρά τα ακούς και σε παρέες που πίνουν καφέ και ποτό δίπλα σου. Ειδικά αυτές οι κουβέντες, που ακούς από παρέες διπλανών τραπεζιών, είναι αποκαλυπτικές για το επίπεδό μας.
Δεν είναι επιφανειακός ο τρόπος που αρκετά ζευγάρια σμίγουν και φτάνουν, δυστυχώς, στο σημείο να στήνουν οικογένειες; Οι οποίες πολύ σύντομα φυσικά χαλάνε, γιατί δεν έχουν γερά θεμέλια να αντέξουν τις ευθύνες και τις δυσκολίες. “Να ’ναι καλά τα διαζύγια, απ’ αυτά ζούμε”, θα λένε πια οι δικηγόροι. Πόσο εύκολα, αλήθεια, τα σπάμε και χωρίζουμε τις ζωές μας, παρά τους όρκους αφοσίωσης που δίνουμε. Τόσο εύκολα χωρίζουμε, που όταν πια βλέπουμε ζευγάρι να έχει αντέξει στον χρόνο, το κοιτάμε σαν αξιοθέατο. Σαν εξωγήινους που ήρθαν από άλλον πλανήτη τους βλέπουμε.
Σας χάλασα λίγο το κέφι, ε; Τι να σας κάνω, που ζούμε στην εποχή της ρηχότητας. Της ευκολίας. Της ελαφράδας. Της ανωριμότητας. Της επιφάνειας. Και οι σχέσεις μας, μοιραία, έχουν κάτι από την εποχή. Τα φτιάχνουμε για τους λάθος λόγους και τα χαλάμε πάλι για τους λάθος λόγους.
Μη στεναχωριέστε, όμως. Η ρόδα γυρίζει. Οι εποχές αλλάζουν, όπως και τα ήθη, τα έθιμα, οι συμπεριφορές. Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικός μας θα ‘ναι. Ο αληθινός έρωτας.
Ελπίζω.