“Παίρνω συνέντευξη και μετά μετατρέπω τις απαντήσεις του υποκειμένου σε προσωπική διήγηση”, λέει ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στην ταινία του Ρομάν Πολάνσκι “Αόρατος Συγγραφέας” που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2010, αποτελώντας διασκευή του μυθιστορήματος του Βρετανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ρόμπερτ Χάρρις. Το πολιτικό αυτό θρίλερ περιγράφει πώς ένας συγγραφέας-φάντασμα (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ), έναντι αδράς αμοιβής, προσλαμβάνεται για να ολοκληρώσει την αυτοβιογραφία ενός πρώην πολιτικού (Πιρς Μπρόσναν), ο οποίος επιθυμεί με τον τρόπο αυτό να αποκαταστήσει τη φήμη του στο ευρύ κοινό.
της Γιώτας Χουλιάρα
Όταν η ταινία (βρετανικής, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής) βγήκε στις αίθουσες, οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με τις πολιτικές προεκτάσεις και μηνύματά της, καθώς παρέπεμπε στις πολιτικές αποφάσεις του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, μερικά χρόνια νωρίτερα. Ελάχιστοι τότε ενδιαφέρθηκαν για τη ζωή του συγγραφέα-φάντασμα, όπως την παρουσίαζε μέσα από το έργο του Χάρρις ο Πολάνσκι.
– Ghost writer
O ghost writer, στα Ελληνικά “συγγραφέας-φάντασμα”, προσλαμβάνεται για να γράψει λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά έργα, ομιλίες ή άλλα κείμενα, τα οποία επισήμως πιστώνονται σε άλλο πρόσωπο. Διασημότητες, στελέχη, συμμετέχοντες σε ειδησεογραφικά δρώμενα και πολιτικοί ηγέτες συχνά προσλαμβάνουν ghost writers, για να σχεδιάσουν ή να επεξεργαστούν αυτοβιογραφίες, απομνημονεύματα, άρθρα περιοδικών ή άλλο γραπτό υλικό.
Στη μουσική, οι ghost writers συχνά χρησιμοποιούνται για να γράφουν τραγούδια, στίχους και μουσικά κομμάτια. Οι συγγραφείς ενός κινηματογραφικού/τηλεοπτικού σεναρίου μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τους ghost writers, για να επεξεργαστούν ή να ξαναγράψουν τα σενάριά τους από την αρχή, προκειμένου να τα βελτιώσουν.
Συνήθως υπάρχει ρήτρα εμπιστευτικότητας στη σύμβαση/συμβόλαιο που υπογράφεται μεταξύ του ghost writer και του πιστωμένου συγγραφέα/δημιουργού, που υποχρεώνει τον πρώτο να παραμείνει ανώνυμος. Σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, ο ghost writer αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα ή τον εκδότη για τις γραπτές του υπηρεσίες και ευφημιστικά αναφέρεται στο βιβλίο ως “ερευνητής” ή “βοηθός έρευνας”.
Οι ghost writers προσλαμβάνονται για διάφορους λόγους. Συνήθως οι πολιτικοί διαθέτουν τους correspondence officers ή, όπως τους αναφέρουμε στην ελληνική πραγματικότητα, “Γραφείο Τύπου”, όπου δημοσιογράφοι ή συγγραφείς απαντούν στα μηνύματα, γράμματα, ερωτήματα ή e-mails που λαμβάνουν από το κοινό. Τελευταία, μάλιστα, είναι συχνό το φαινόμενο να προσλαμβάνονται άτομα για να χειρίζονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των πολιτικών, καθώς αποτελεί τον άμεσο τρόπο επικοινωνίας με τους εν δυνάμει ψηφοφόρους.
Σε άλλες περιπτώσεις, προσλαμβάνονται από διασημότητες ή δημόσια πρόσωπα που δεν έχουν τον χρόνο, την πειθαρχία ή τις δεξιότητες γραφής για να γράψουν μια έρευνα εκατοντάδων σελίδων ή την αυτοβιογραφία τους. Ακόμη κι αν η διασημότητα έχει τις ικανότητες γραφής για να γράψει ένα σύντομο άρθρο, μπορεί να μην ξέρει πώς να δομήσει και να επεξεργαστεί ένα βιβλίο μερικών εκατοντάδων σελίδων, έτσι ώστε να είναι θελκτικό για το κοινό.
Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις, στις οποίες οι επικεφαλής μεγάλων εκδοτικών οίκων χρησιμοποιούν ghost writers για να αυξήσουν τον αριθμό των βιβλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο με το όνομα εξαιρετικά εμπορικών δημιουργών, ή για να κυκλοφορήσουν άμεσα ένα βιβλίο που συνδέεται με την επικαιρότητα.
– Οι συνθήκες εργασίας
Οι ghost writers μπορεί να έχουν ποικίλους βαθμούς συμμετοχής στην παραγωγή ενός συγγραφικού έργου. Μερικοί από αυτούς προσλαμβάνονται για να επεξεργαστούν και να εξομαλύνουν ένα τραχύ σχέδιο έργου ή ένα μερικώς ολοκληρωμένο έργο, ενώ άλλοι προσλαμβάνονται για να κάνουν ουσιαστικά οι ίδιοι το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής, με βάση ένα σκελετό που παρέχεται από τον επίσημα πιστωμένο συγγραφέα.
Στην περίπτωση συγγραφής της αυτοβιογραφίας μιας διασημότητας, ο ghost writer θα χρειαστεί να προχωρήσει σε συνεντεύξεις και συζητήσεις τόσο με το πρόσωπο που ενδιαφέρεται να γράψει την αυτοβιογραφία του, όσο και με μέλη του στενού οικογενειακού και φιλικού κύκλου. Ανάλογα με το υπογεγραμμένο συμβόλαιο, δίνονται και στον συγγραφέα-φάντασμα τα αντίστοιχα δικαιώματα. Το συμβόλαιο, επίσης, καθορίζει αν ο ghost writer είναι ελεύθερος να ακολουθήσει το δικό του ύφος γραφής ή υποχρεούται να μελετήσει παλαιότερα πονήματα του συγγραφέα και να κινηθεί βάσει αυτών.
Στις περιπτώσεις που προσλαμβάνεται για να γράψει μυθοπλασία στο ύφος ενός ήδη καταξιωμένου συγγραφέα, είναι υποχρεωμένος να μελετήσει σε βάθος τα προηγούμενα βιβλία και να διατηρήσει πιστά το ύφος του συγγραφέα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εκδοτικοί οίκοι συνήθως προσλαμβάνουν ολόκληρη ομάδα από ghost writers, οι οποίοι αναλαμβάνουν να μετατρέψουν σε μυθοπλασία την αρχική ιδέα του συγγραφέα και να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Οι συγγραφείς-φαντάσματα πληρώνονται είτε ανά σελίδα (σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις ανά λέξη), είτε με συνολικό αριθμό λέξεων ή ακόμη και με ένα ποσοστό των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των πωλήσεων. Αν ο συγγραφέας-φάντασμα είναι γνωστός, ενδεχομένως να πληρωθεί με συνδυασμό όλων των παραπάνω, δηλαδή και χρηματικό ποσό για την συγγραφή/επιμέλεια του βιβλίου και με ποσοστά από τις πωλήσεις, ειδικά αν πρόκειται για best-seller. Σημειωτέον ότι, στην αμερικανική αγορά, το ποσό της αμοιβής για ένα συγγραφικό πόνημα μπορεί να κυμαίνεται από 5.000 μέχρι και 500.000 δολάρια.
“Ακούω ότι η αυτοβιογραφία μου είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Μία από αυτές τις ημέρες θατο διαβάσω κι εγώ!”
Ρόναλντ Ρήγκαν
– O ghost writer του Κένεντι
Όταν ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (γνωστός ως Τζακ Κένεντι) σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Harvard, είχε αναλάβει να γράψει μια διατριβή με τίτλο “Appeasement in Munich”, στην οποία θα διαπραγματευόταν τη βρετανική στάση στη Συμφωνία του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938). Ήταν ήδη γνωστό ότι ο πατέρας του Τζακ, Τζόε Κένεντι, ο οποίος υπήρξε πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήθελε με κάθε τρόπο να προωθήσει την πολιτική σταδιοδρομία του γιου του. Τον έπεισε, λοιπόν, να μετατρέψει τη συγκεκριμένη διατριβή σε μια δημοσιευμένη έκδοση, η οποία κυκλοφόρησε το 1940 με τον τίτλο “Why England slept”, πουλώντας συνολικά σε ΗΠΑ και Βρετανία 80.000 αντίτυπα. Ο νεαρός Τζακ εισέπραξε από τις πωλήσεις 40.000 δολάρια και αγόρασε ένα αυτοκίνητο Buick, ενώ οι εισπράξεις από τη βρετανική έκδοση του βιβλίου διατέθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου στο Πλύμουθ της Αγγλίας, το οποίο είχε βομβαρδιστεί από τη γερμανική Luftwaffe.
To συγκεκριμένο συγγραφικό πόνημα του Τζακ θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια να εξιλεωθεί ο πατέρας του, ο οποίος ως Αμερικανός πρεσβευτής είχε κρατήσει μια αμφιλεγόμενη στάση, υποστηρίζοντας τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος ζητούσε επιτακτικά συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ. O Τζακ, μέσα από το βιβλίο του, ενισχύει μια αμερικανοβρετανική συμμαχία και παραπέμπει ουσιαστικά σε ένα άλλο βιβλίο, εκείνο του πρωθυπουργού της βρετανικής νίκης, Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ο Τσώρτσιλ, το 1938, στο δικό του έργο, με τίτλο επίσης “Why England slept”, εξέταζε την αύξηση της γερμανικής ισχύος στην Ευρώπη και πώς, ενδεχομένως, θα μπορούσε να αποτραπεί.
Ωστόσο, οι καλά γνωρίζοντες αναφέρουν ότι η πολιτική ανάλυση του Τζακ Κένεντι δεν ήταν δική του, αλλά μια οργανωμένη προσπάθεια που ενορχήστρωσε με ακρίβεια ο πατέρας του. Ο Τζόε Κένεντι ζήτησε από τον Χένρυ Λους, εκδότη και δημοσιογράφο, ο οποίος είχε τη φήμη ανθρώπου που επηρέαζε την αμερικανική Κοινή Γνώμη, να γράψει τον πρόλογο. Στη συνέχεια, επιστρατεύτηκε ένας άλλος άνθρωπος των media, ο δημοσιογράφος Άρθουρ Κροκ, γνωστός από τη θητεία του στους New York Times. Ο Άρθουρ έπρεπε να επιμεληθεί και να μετατρέψει σε βιβλίο τη διατριβή του νεαρού Τζακ. Ήταν, μάλιστα, εκείνος που πρότεινε τον τίτλο “Why England slept”.
Η καθοριστική συμβολή των δυο αυτών προσώπων ουσιαστικά μεταμόρφωσε τη διατριβή του Κένεντι σε best-seller και, όπως αναφέρουν ο Αμερικανός ιστορικός και ερευνητής Γκάρρυ Ουίλς και ο βιογράφος Φρανσουά Φορεστιέ, οι Λους και Κροκ ήταν εκείνοι που έγραψαν το πρώτο πολιτικό μανιφέστο του μετέπειτα αγαπημένου προέδρου των Αμερικανών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο Τζόε Κένεντι αρχικά είχε απευθυνθεί στον Βρετανό πολιτικό και οικονομολόγο Χάρολντ Λάσκι για να γράψει τον πρόλογο, αλλά ο Λάσκι αρνήθηκε. ‘Οπως αποκάλυψε αργότερα, αισθάνθηκε ότι “το βιβλίο ήταν αποτέλεσμα ενός ανώριμου μυαλού και ότι αν δεν είχε γραφτεί από τον γιο ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου, δεν θα είχε βρεθεί εκδότης”.
– Πάγια τακτική των διασημοτήτων
Ο Κένεντι δεν ήταν ο μόνος διάσημος που χρησιμοποιήσε ghost writers για τα συγγραφικά του πονήματα (λέγεται ότι υιοθέτησε τη συγκεκριμένη τακτική και σε άλλο βιβλίο του). Ένας από τους πολιτικούς που επίσης χρησιμοποίησε ghost writer για τη βιογραφία του, ήταν ο Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος δεν δίστασε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις αποκαλύπτοντας χαρακτηριστικά: “Ακούω ότι η αυτοβιογραφία μου είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Μία από αυτές τις ημέρες θα το διαβάσω κι εγώ!”.
Το ίδιο παράδειγμα ακολούθησε και η οικογένεια Μπους, η οποία χρησιμοποίησε τον Κρίστοφερ Μίτσελ, τον οποίο απασχολούσε για να γράφει τους λόγους τους. Ο Μίτσελ έγραψε τόσο το βιβλίο “Decision Points” του πατέρα Τζωρτζ Μπους, όσο και την αυτοβιογραφία της συζύγου του, Μπάρμπαρα.
Επιπλέον, τουλάχιστον τρεις συγγραφείς-φαντάσματα φέρονται να βοήθησαν τη Χίλαρι Κλίντον να γράφει τα απομνημονεύματά της, με τους New York Times να αποκαλύπτουν το 2001 ότι μάλιστα πληρώθηκαν αδρά. Ενώ φαίνεται ότι υπέρογκο ποσό εισέπραξε και η συγγραφέας-φάντασμα των αδελφών Καρντάσιαν (εξακολουθεί να παραμένει ανώνυμη).
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ghost writers είναι ένα είδος σύγχρονων image makers, οι οποίοι απλά ξεδιπλώνουν την εικόνα που επιθυμεί ο πελάτης τους στο χαρτί.