“Δεν πιστεύω στο είδος της μαγείας που υπάρχει μέσα στα βιβλία μου. Αλλά πιστεύω ότι κάτι πολύ μαγικό μπορεί να συμβεί όταν διαβάζεις ένα καλό βιβλίο”, έχει πει η J. K. Rowling, δημιουργός του διασημότερου λογοτεχνικού μάγου της εποχής μας, του Χάρι Πότερ. Κι όμως, η σημερινή εποχή, με τους τρελούς καθημερινούς ρυθμούς της, μάλλον με ξόρκι κακιάς μάγισσας μοιάζει. Και το βιβλίο, που θα μπορούσε να λύσει τα μάγια, δείχνει να έχει τυλιχτεί από έναν μανδύα αορατότητας…
Το διάβασμα σε κρίση
“Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου” η 23η Απριλίου, υπενθυμίζοντάς μας αυτή τη μαγική ομορφιά τού να ταξιδεύεις σε άλλους κόσμους, φανταστικούς και μη, μέσα από τις ιστορίες χάρτινων ηρώων. Κι αν κάποτε το διάβασμα αφορούσε πολύ κόσμο, τα τελευταία χρόνια το βιβλίο στην Ελλάδα δείχνει να περνάει μια κρίση, συμβαδίζοντας με το κλίμα των καιρών που θέλει την κρίση να είναι, πέρα από οικονομική, και πνευματική.
Έρευνες των τελευταίων χρόνων έδειξαν ότι το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι σχετικά μικρό και, παράλληλα, μειώνεται σταθερά. Σε σύγκριση, δε, με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα δείχνει να μην “το ’χει” και πολύ με το διάβασμα. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, ένας στους τέσσερις ενδιαφέρεται να αγοράσει εφημερίδα, στην Ιρλανδία ένας στους πέντε, ενώ στη Γερμανία ένας στους τρεις. Στην Ελλάδα, μόνο ένας στους έντεκα! Και, αν αυτό συμβαίνει με την εφημερίδα που διαβάζεται γρηγορότερα, είναι μάλλον ξεκάθαρο το τι συμβαίνει σε επίπεδο βιβλίου.
Γιατί δεν διαβάζουμε (οι Έλληνες);
Η σχέση του Έλληνα με το βιβλίο δείχνει να οφείλεται, τουλάχιστον κατά ένα σημαντικό ποσοστό, στο σύστημα Παιδείας και ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ελληνικό σχολείο, το οποίο αναγκάζει τον μαθητή να καταφεύγει στην “παπαγαλία”, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την κριτική του ικανότητα. Έτσι, από νωρίς ο Έλληνας αντιμετωπίζει το βιβλίο εχθρικά και αισθάνεται το διάβασμα καταπιεστικό.
Ωστόσο, ένας επίσης σοβαρός λόγος απαξίωσης του βιβλίου είναι και η φοβερή τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, που έχει οδηγήσει σε μια ολοκληρωτική “κατάληψη” της ζωής μας από… οθόνες! Οι υπολογιστές και η τηλεόραση έχουν κυριαρχήσει, με την εικόνα ως βασικό τους όπλο. Και η εικόνα είναι πάντα αμεσότερη και πιο εντυπωσιακή, σε αντίθεση με ένα βιβλίο, το διάβασμα του οποίου απαιτεί συγκέντρωση και συνεχή πνευματική εγρήγορση. Έτσι, το βιβλίο φαίνεται και εδώ να είναι ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης…
Αλλά και οι σημερινές καταναλωτικές κοινωνίες έχουν συμβάλει στο φαινόμενο, καθώς αναγκάζουν τους ανθρώπους να επιδίδονται σε έναν διαρκή αγώνα απόκτησης αγαθών, με αποτέλεσμα να περνούν αμέτρητες ώρες στη δουλειά. Αυτή η ελάττωση του ελεύθερου χρόνου είναι λογικό να οδηγεί και στην ελάττωση της διάθεσης για ανάγνωση βιβλίων.
Στην περίπτωση των Ελλήνων, άλλος ένας σημαντικός λόγος, ο οποίος παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις την περίοδο της κρίσης, είναι και το ότι οι τιμές των βιβλίων θεωρούνται συχνά απαγορευτικές για τους πολλούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και οι “βιβλιοφάγοι” να είναι πλέον πιο συγκρατημένοι, καταφέρνοντας έτσι ένα σοβαρό χτύπημα και στην ίδια την αγορά του βιβλίου.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη οπτική. Σύμφωνα με τον κ. Σωκράτη Καμπουρόπουλο, πρώην σύμβουλο του ΕΚΕΒΙ (του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, ενός φορέα που δεν υπάρχει πια – κάτι δείχνει κι αυτό), οι διεθνείς έρευνες δείχνουν ότι οι οικονομικές κρίσεις στρέφουν το κοινό στο βιβλίο για ψυχαγωγία. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί και μια εξήγηση για την αυξημένη δημοτικότητα της λογοτεχνίας στην Ελλάδα, μεταξύ όσων εξακολουθούν να τιμούν το διάβασμα.
Τα μεγάλα οφέλη του βιβλίου
Κι όμως, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει μέχρι και θεραπευτικά για τον αναγνώστη, καθώς τα οφέλη που προσφέρει μπορούν να επιδράσουν πάνω του και σε πνευματικό, αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Κατ’ αρχάς, το βιβλίο προσφέρει ψυχαγωγία – ενίοτε και δωρεάν: Αν κάποιος δεν έχει πολλά χρήματα για να αγοράσει ένα βιβλίο, μπορεί κάλλιστα να επισκεφθεί την πιο κοντινή του τοπική βιβλιοθήκη (και υπάρχουν αρκετές). Αν αυτό είναι δύσκολο, μπορεί να ψάξει βιβλία μέσω Διαδικτύου, τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα και σε ηλεκτρονική μορφή.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου μπορεί να βοηθήσει στη χαλάρωση μετά από μια δύσκολη μέρα. Αυτό οδηγεί και σε μια εσωτερική ηρεμία, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι η ανάγνωση πνευματικών κειμένων ελαττώνει την αρτηριακή πίεση, ενώ παράλληλα βοηθά και άτομα που πάσχουν διαταραχές της διάθεσης ή αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα. Ένα ωραίο μυθιστόρημα μπορεί να μας κάνει να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, να μας αποσπάσει την προσοχή και να μας βοηθήσει να διώξουμε το άγχος και την πίεση της μέρας.
Επιπλέον, σε μια εποχή που το Διαδίκτυο έχει εισβάλει στη ζωή μας, είναι λογικό η προσοχή μας να διασπάται συνεχώς –e-mails, facebook, ηλεκτρονική ενημέρωση–, οδηγώντας μοιραία σε αύξηση του άγχους και, τελικά, μείωση της παραγωγικότητας. Κι όμως, διαβάζοντας ένα βιβλίο η προσοχή μας παραμένει εστιασμένη, βοηθώντας μας να αφομοιώσουμε όλες τις λεπτομέρειες του κειμένου. Λίγη ώρα διαβάσματος ενώ πηγαίνουμε στη δουλειά (στο μετρό ή στο λεωφορείο), μπορεί να μας βοηθήσει να ξεκινήσουμε την εργασία μας πιο συγκεντρωμένοι.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι το διάβασμα μπορεί να βελτιώσει τη μνήμη: διαβάζοντας ένα βιβλίο, χρειάζεται να θυμόμαστε τους χαρακτήρες, την πλοκή, ακόμα και λεπτομέρειες που έχουν σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας. Κάθε νέα ανάμνηση υποχρεώνει τον εγκέφαλο να δημιουργήσει καινούργια μονοπάτια, ενδυναμώνοντας έτσι τις ήδη υπάρχουσες αναμνήσεις και πληροφορίες.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η διατήρηση της πνευματικής εγρήγορσης μπορεί να επιβραδύνει –ή και να προλάβει– την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ και της άνοιας. Όπως συμβαίνει και με το σώμα, έτσι και το μυαλό χρειάζεται άσκηση για να παραμείνει δυνατό και υγιές. Το διάβασμα ενός βιβλίου, λοιπόν, μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη άσκηση για το μυαλό.
Επιπλέον, όσο περισσότερο διαβάζουμε, τόσο περισσότερες λέξεις μαθαίνουμε και, αναπόφευκτα, βελτιώνουμε το λεξιλόγιό μας, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη ευχέρεια στον γραπτό και στον προφορικό λόγο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις γνώσεις που μπορεί να λάβουμε μέσα από το διάβασμα, ενισχύει και την αυτοεκτίμησή μας.
“Συνηθίζοντας να διαβάζεις, χτίζεις για τον εαυτό σου ένα καταφύγιο από όλες τις δυστυχίες τις ζωής”, έχει πει ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας των αρχών του 20ού αιώνα, Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ. Αν αυτό το προσαρμόσουμε στη σημερινή εποχή, όλα δείχνουν ότι είχε δίκιο.