“Μα καλά, είναι δυνατόν να κάνουμε τώρα συζήτηση περί ισότητας των δύο φύλων; Και να θέλουμε, αυτό δεν γίνεται! Είναι διαφορετικές “ποιότητες”! Άρα, μη συγκρίσιμες!”, είπε ο φίλος μου ο Νάσος με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου, ενώ συζητούσαμε περί Ημέρας της Γυναίκας και σχέσεων ανδρών-γυναικών.
Είχε δίκιο: Ενώ η μέση γυναίκα, μιλώντας για ποιότητα, το πιθανότερο είναι να αναφέρεται σε ένα ρούχο που έχει χρυσοπληρώσει στο Attica ή στο σίριαλ “Το Νησί”, που 5 λεπτά το παρακολουθούσε κι άλλα 15 έκλαιγε (αθάνατες Μega στιγμές…), η βασικότερη σύναψη του μέσου ανδρικού εγκεφάλου σχετικά με την έννοια “ποιότητα” σχετίζεται με το “Έλα ρε Λίο, παικταρά μου, ποιότητααααα!!!” ενώ παρακολουθεί Μπαρτσελόνα στο Champions League (ενδεχομένως να το πει και για το καινούργιο τζιπ του κολλητού, που το πήρε βάζοντας υποθήκη το σπίτι, τη γυναίκα – και την πεθερά του).
Άρα, οι γυναίκες είναι αυτάρεσκες και “ευαίσθητες”, ενώ οι άνδρες αιώνια παιδιά και επιφανειακοί; Όχι. Αυτό που λέω είναι ότι, τελικά, ως υπάρξεις, άνδρες και γυναίκες “τρέχουμε” διαφορετικό λογισμικό.
Το κακό είναι ότι ως κοινωνία έχουμε μπει εδώ και αιώνες σε μια εμπόλεμη διαδικασία, επιδιδόμενοι σε έναν αγώνα δρόμου αποδείξεως της “αξίας” μας, που μας αδικεί κατάφωρα – άνδρες-γυναίκες. Κι αυτό γιατί οι ρόλοι μας ήταν εξαρχής ίσοι και διακριτοί. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον για να ισορροπήσει, για να μπορέσει να βιώσει το πραγματικό νόημα της ζωής: τη σωματική, την πνευματική και την ψυχική ολοκλήρωση. Την Αγάπη. “Ποτέ δεν θα υπάρξει νικητής στη μάχη μεταξύ των δύο φύλων. Υπάρχει υπερβολική συναδέλφωση με τον εχθρό”, έχει πει ο Κίσσινγκερ.
Αλλά εμείς εκεί. Χάνουμε χρόνο, παλεύοντας συνεχώς να αποδείξουμε πράγματα:
- Οι άνδρες ότι έχουν το πάνω χέρι, ότι δεν τα έχουν χάσει (που τα έχουν χάσει…) με την “επέλαση” των γυναικών και την ανάληψη ρόλων “αποκλειστικά δικών τους” μέχρι πρότινος – ένα γεγονός που λειτουργεί τραυματικά πάνω στον ψυχισμό τους και συχνά απειλητικά για τον ανδρισμό τους.
- Οι γυναίκες ότι είμαστε εξίσου ικανές (που είμαστε), “ανεξάρτητες”, ότι “δεν έχουμε ανάγκη κανέναν άνδρα”, χάνοντας τελικά το μέτρο και καταλήγοντας βαθιά ανολοκλήρωτες και επίσης τραυματισμένες.
Καταλήγω στο ότι είναι απαραίτητη αυτή η ποιοτική διαφοροποίηση. Είναι υγιές, κάποιες φορές, το μυαλό του άλλου να είναι στον Μέσι και της άλλης στον καλλωπισμό της. Αυτό δεν υποτιμά κανέναν· αντίθετα, τους αποφορτίζει και δίνει μεγαλύτερο νόημα, τελικά, στην ένωση των δύο σε πράγματα που έχουν πραγματικά αξία: στη συντροφικότητα, στην αλληλοσυμπλήρωση, στην οικογένεια.
Μαρία Σ. Λυσάνδρου