Έχω γράψει πολλές φορές κείμενα για τη μάνα, για την αγάπη και τη δοτικότητά της, για τις υπερβολές, τις χαριτωμενιές και τις υστερίες της, για τον καταλυτικό ρόλο που παίζει στη ζωή κάθε παιδιού. Ακριβώς ένα μήνα πριν, βιαίως, συνειδητοποίησα ότι, όλα αυτά τα χρόνια που αρθρογραφώ, ποτέ δεν έχω γράψει κάτι για τη δύναμη του πατέρα.
Ψάχνοντας σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, σε λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και γενικότερα σε όλες τις μορφές δημιουργικής έκφρασης, θα διαπιστώσεις ότι, γενικά και διαχρονικά, ο ρόλος του πατέρα ήταν πάντα σε “δεύτερη μοίρα” σε σχέση πάντα με αυτόν της μητέρας.
Την προσφορά του τη θεωρούμε δεδομένη, όπως δεδομένη θεωρούμε και την αγάπη του, τη στήριξή του σε κάθε μας δύσκολη στιγμή. Μπορεί να μην έχει τον “αβανταδόρικο” ρόλο της μάνας, αλλά είναι κι αυτός πρωταγωνιστής στη ζωή μας και, μάλιστα, πολλές φορές ο αποκλειστικά υπεύθυνος με τα λόγια και τα έργα του για την εξέλιξη της δικής μας πορείας.
Αυτά τα “δεδομένα” στη ζωή μάς ρίχνουν σε μια “συναισθηματική απραξία” που δεν μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε πράγματα την ώρα που πρέπει, αλλά κυρίως να τα εκφράσουμε με κάποιον τρόπο. Κάπως έτσι λειτουργούμε και με την περίπτωση του πατέρα: Ξέρουμε, κατανοούμε, βλέπουμε, αλλά δεν το εκφράζουμε.
Δεν λέμε πόσο σημαντικός είναι στη ζωή μας, πόσο ευγνώμονες νιώθουμε για όλα αυτά που έκανε ώστε εμείς να μεγαλώσουμε σωστά, να σπουδάσουμε και να πάρουμε τον δικό μας δρόμο. Δεν λέμε πόσο σημαντική είναι η μορφή του στα δύσκολα και τα εύκολα, δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να φανταστούμε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα χωρίς την παρουσία του.
Και όταν η παρουσία γίνει ξαφνική απουσία, τότε τα δεδομένα παύουν να είναι δεδομένα και η “συναισθηματική απραξία” μετατρέπεται σε ένα χείμαρο συναισθημάτων και σκέψεων που πρέπει κάπως, κάπου, άμεσα να εκτονωθούν.
Πατέρα, σ’ αγαπώ…
γράφει ο Θεόδουλος Παπαβασιλείου