Καλησπέρα, κατ’ αρχάς να σας πω ότι ούτε ψάχνοµαι, ούτε µου λείπει κάτι. ∆όξα τω Θεώ, µια χαρά παιδί είµαι, ανθρώπινα και µόνο σας γράφω. Απλά, προσπάθησα να µπω λίγο στο µυαλό σας και δεν µπόρεσα. Σας είναι εύκολο να το κάνετε εσείς; Και µην αγχώνεστε, δεν πρόκειται να σας ενοχλήσω. Και αυτά σας τα λέω γιατί σε αυτό το ρηµάδι το ιντερνέτ θα έχετε διαβάσει πολλά, όπως και εγώ. Αν δεν θέλετε, αλίµονο. Απλά µου το λέτε και το σέβοµαι. #δικό_σας
Η αφορµή για τις σκέψεις που ακολουθούν δόθηκε από τη σειρά του Ant1+ «Στα 4», στην οποία πρωταγωνιστεί η Γεωργία Καλτσή, και την κουβέντα που κάναµε µε τον Δηµήτρη Κίτσο, έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της νέας γενιάς, που υποδύεται τον υδροθεραπευτή στην εν λόγω σειρά (σηµ.: Δηµήτρη, δεν θα σχολιάσω τις κάλτσες που φόραγες στη συνάντησή µας για τη συνέντευξη, γιατί πάνω απ’ όλα είµαι Κύριος!).
Ο Κίτσος, λοιπόν (ωραίες κάλτσες φίλε!), απάντησε σε µία ερώτηση γύρω από το θέµα των ατόµων µε αναπηρία µε µία ερώτηση: Και ποιος µας λέει ότι κάποιος που είναι σε ένα αµαξίδιο, κάποιος που έχει µία σωµατική αναπηρία, είναι πιο δυστυχισµένος από εµάς; Οεο. «Κανείς» ήταν η αυθόρµητη πρώτη σκέψη-απάντησή µου στο ερώτηµα. Κι αν αντιστοίχως απαντήσουµε τόσο αυθόρµητα, χωρίς φιλτραρίσµατα και δεύτερες σκέψεις σε πολλά ερωτήµατα που σχετίζονται µε τη διαφορετικότητα, τη συµπερίληψη, την ισότητα και τον σεβασµό, τότε πολλά στερεότυπα θα καταρρεύσουν και πολλοί κοινωνικοί µύθοι θα καταρριφθούν. «Της κατάρρευσης», ένα πράµα.
Ένα στερεότυπο είναι και η ταύτιση τού «την υγειά µας να ‘χουµε» µε την ευτυχία. Κάποιος που είναι σε ένα αναπηρικό αµαξίδιο, δεν έχει την υγειά του, άρα δεν είναι ευτυχισµένος ή, έστω, τόσο ευτυχισµένος όσο εµείς που «στεκόµαστε όρθιοι». Κι ας είµαστε µε κρίσεις πανικού, σε ένα συνεχές άγχος για το σπίτι, τη δουλειά, την καριέρα, τις σχέσεις, της Παναγιάς τα µάτια. Κι ας είµαστε µόνοι µέσα κι έξω, µη έχοντας έναν άνθρωπο να µοιραστούµε λύπες και χαρές, να βριστούµε, να ξεµαλλιαστούµε και να κλάψουµε αγκαλιασµένοι. Μπορούµε, όµως, να περπατήσουµε! Και να πάµε πού, πσυχούλες µου;
Ίσως ήρθε η ώρα να δώσουµε µια γροθιά στο κατεστηµένο µας (βάζω και µια κλισέ έκφραση να πιάσω και τους µπούµερς, όχι µόνο τα νεανικά κοινά) και να τη δούµε αλλιώς. Να µη βγάζουµε εκ του ασφαλούς… ανασφαλή συµπεράσµατα, να µη µας εγκλωβίζουν τα στερεότυπα και οι αναχρονιστικές αντιλήψεις, και να αναπνεύσουµε λίγο ελεύθερα, απαλλαγµένοι από αχρείαστα και άχρηστα βάρη.
Δεν µας κόφτει, ρε αδερφέ, µε ποιον κοιµάται κάποιος, µε πόσες ξυπνάει, τι φοράει (καλτσάρες φόραγε ο Κίτσος!), τι δουλειά επιλέγει να κάνει, από πού είναι, πόσων χρονών είναι, πόσα λεφτά έχει, πώς θέλει να ζήσει, να νιώσει, µε ποιους θέλει να τα ζήσει και να τα νιώσει αυτά που γουστάρει. Ούτε µπορούµε να ξέρουµε πώς είναι µέσα του, τι σκέφτεται, τι δαίµονες ή αγγέλους κουβαλάει το είναι του.
Είµαστε στην εποχή της ταχύτητας και της αβεβαιότητας. Κι αν κάτι θα πρέπει να θέσουµε υπό αµφισβήτηση τώρα, είναι όλα αυτά που µας πλάσαραν ως δεδοµένα κάποιοι άλλοι. Μπορεί να µεγαλώσαµε µε αυτά, να γαλουχηθήκαµε από αυτά, µα ήρθε πλέον η ώρα του απογαλακτισµού. Αν είµαστε τόσο περήφανοι που είµαστε όρθιοι, ας σταθούµε στα πόδια µας. Φορώντας τα δικά µας παπούτσια και τις δικές µας κάλτσες. Γιατί ακόµη και αυτά µπορούν να κάνουν τη διαφορά στο πόσο ελεύθερα προχωράµε µπροστά…
Θεόδουλος Παπαβασιλείου
t.papavasiliou@tpb.gr