Αλήθεια, υπάρχει κάποιος που να πέρασε καλά το καλοκαίρι; Θα µου πείτε, νωρίς το θυµήθηκα να ρωτήσω, αλλά τώρα φθινοπώριασε, πσυχούλες µου, και κάνω ταµείο για την σεζόν που πέρασε.
Κανείς δεν πέρασε καλά. Σας το λέω εγώ που έκανα γκάλοπ. Άλλος χώρισε, άλλος έτρεχε για θέµατα υγείας, άλλος δεν είχε χρήµατα, άλλος τσακώθηκε µε την παρέα, άλλος είχε οικογενειακές κρίσεις. Όλοι χάλια, όλα λάθος.
Κι εκεί που πας εσύ να το παίξεις λίγο ντράµα κουίν, να κάνεις το κοµµάτι σου και την ανατροπή, απαντώντας αρνητικά στην ερώτηση «πέρασες καλά το καλοκαίρι;», σου σκάει ένα «άσε κι εγώ χάλια» και τρελαίνεσαι. Γιατί εσύ είσαι έτοιµος να σκάσεις µονόλογο – αριστούργηµα, αποσκοπώντας στην κάθαρση και κυρίως στο χειροκρότηµα, αλλά τελικά καταλήγεις κοµπάρσος και συµπαραστάτης αγαπηµένων και µη προσώπων που απολύθηκαν, πουλήθηκαν, προδόθηκαν, έκλαψαν και πόνεσαν.
Μη µου µιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια, µίλα µου βρώµικα για το «τώρα» σου. Περνάς καλά στη ζωή σου; Είσαι εντάξει µε το είναι σου, µε τα θέλω σου, µε το µέσα σου; Άσε, θα απαντήσω και πάλι εγώ. Γκάλοπ δεν έκανα, αλλά βλέπω, ακούω, νιώθω, και τα πράγµατα δεν µου κάνουν και τόσο χαρωπά. Μια µελαγχολία πλανάται παντού, χαµόγελα αγνοούνται, µια διάθεση σε συχνή αδιαθεσία και µια ροµποτική εκτέλεση του προγράµµατος της καθηµερινότητάς µας.
Οι περισσότεροι, για τους δικούς µας λόγους ο καθένας, ζούµε την εποχή τού «λιγότερα» σε όλους τους τοµείς. Λιγότερα χρήµατα, λιγότερα ξενύχτια, λιγότερα ταξίδια, λιγότεροι φίλοι, λιγότερος προσωπικός χρόνος, λιγότερα «θέλω»… Και δεν υπάρχει αντίδραση. Αποδεχόµαστε την παραπάνω συνθήκη ως φυσιολογική.
Είναι σαν να µας έχει καταβάλει το κλασικό στερεότυπο που ανέθρεψε γενιές και γενιές, και το οποίο είχε ως στόχο να σε κάνει να πιστέψεις πως, αν έχεις τη δουλίτσα σου, το σπιτάκι σου, τη γυναικούλα ή τον αντρούλη σου, είσαι κοµπλέ. Όλα αυτά τα υποκοριστικά της µεγαλοπρεπείας ή, µάλλον, όλα τα υποκοριστικά του «µεγαλοπρεπούς» ονείρου που είχαν οι παλιοί για τη ζωή τους, αλλά και τη ζωή των επόµενων γενιών, έρχονται και σκάνε κατά καιρούς µέσα στα µούτρα σου, είτε για να σε πείσουν ότι είσαι καλά, είτε για να σου επιβεβαιώσουν ότι είσαι ανεπαρκής.
Δεν ξέρω γιατί βολευτήκαµε µε τα λίγα. Ίσως να είναι πλέον λιγότερα και τα όρια των αντοχών µας, εποµένως βαδίζουµε στη ζωή µε ό,τι αντέχουµε. Με τους λίγους και καλούς φίλους που µας ξέρουν και µας αγαπούν µε τα χούγια µας, µε το να χαµογελάµε όταν το νιώθουµε κι όχι γιατί πρέπει, µε το να κάνουµε λιγότερα αλλά πιο ουσιαστικά πράγµατα, γιατί συνειδητοποιήσαµε ότι δεν είναι τα πολλά, είναι τα καλά που µετράνε.
Αν ανήκουµε στο τελευταίο κόνσεπτ, αυτό της επιστροφής στην ποιότητα, όλα καλά. Αν, όµως, αυτή η µουντρουχίλα µας και αυτό το «βόλεµά» µας στα λίγα είναι αποτέλεσµα µιας συνθήκης που µας επιβλήθηκε, λίγο από την κοινωνία, λίγο από την ακρίβεια, λίγο από τα στερεότυπα, λίγο από τα λόγια του παπά, τότε θα πρέπει να το δούµε αλλιώς. Να ψάξουµε λύσεις, να αγκαλιάσουµε τους στόχους µας, να εκφραστούµε, να νιώσουµε, να ενεργοποιήσουµε ξανά το µέσα µας που ίσως έχει µπει σε λειτουργία πτήσης.
Τελικά, ποιος περνάει καλά πσυχούλες µου; Ας σηκώσει το χέρι. Να δω χεράκια. Έτσι µπράβο. Αύριο ελπίζω περισσότεροι…



Θεόδουλος Παπαβασιλείου