Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσφεύγουν οι γιατροί της ΕΝΙ – ΕΟΠΥΥ κατά της πρόσφατης θεσμικής παρέμβασης για τον προσωπικό γιατρό. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Ένωσης, παρατηρείται απόσταση μεταξύ της στάσης του Υπουργείου Υγείας και των δεσμεύσεων που έγιναν κατά τις συζητήσεις με τους συνδικαλιστές.
Συγκεκριμένα, εντοπίζονται περιοριστικές ρυθμίσεις σχετικά με τους ασθενείς, όπως:
- Παρέμβαση στην ελεύθερη πρόσβαση του ασθενούς στον ιατρό της επιλογής του.
- Αντισυνταγματικότητα του μέτρου της ποινής στη συμμετοχή του ασθενούς, σε περίπτωση παράλειψης εγγραφής σε προσωπικό ιατρό.
- Πρακτικά ανεφάρμοστη η προτεραιότητα στην παραπομπή από προσωπικό ιατρό στα Κέντρα Υγείας ή στο ΕΣΥ, ενώ πυροδοτεί και ανισότητες στην πρόσβαση.
Επιπλέον, γίνεται λόγος για θολά σημεία και καταχρηστικότητες, όπως:
- Η αναφορά σε πληρωμή από κλειστό προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ με γενικό ανώτατο δεσμευτικό όριο παραπέμπει σε εφαρμογή του δυσβάσταχτου μέτρου του κουρέματος clawback στην αμοιβή των προσωπικών ιατρών.
- Ξεκινάει σύντομα η εγγραφή των πολιτών στον προσωπικό ιατρό, ενώ είναι ασαφές το πλαίσιο λειτουργίας (ωράριο, δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, κείμενο σύμβασης).
- Οι αμοιβές των ειδικών ιατρών της ΠΦΥ, πλην προσωπικών ιατρών, δεν αναβαθμίζονται αναλογικά, καθώς είναι καθηλωμένες στο απαξιωτικό για το ιατρικό λειτούργημα 10€ ανά επίσκεψη (προ φόρων και κρατήσεων) – γεγονός που θεωρείται καταχρηστικό και άδικο.
- Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τον ρόλο προσωπικού ιατρού στον ιδιώτη ιατρό.
Κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΝΙ – ΕΟΠΥΥ αποφάσισε να προσφύγει στο ΣτΕ κατά της αντισυνταγματικότητας και καταχρηστικότητας των εν λόγω διατάξεων.
Επιπλέον:
- Η εγγραφή του ασθενούς στον προσωπικό ιατρό δεν θα γίνει αποδεκτή από άλλους φορείς, παρά μόνο από επίσημες δομές ΠΦΥ.
- Η συμμετοχή των προσωπικών ιατρών δεν θα είναι εφικτή χωρίς κείμενο σύμβασης, ώστε να αναλυθούν διεξοδικά οι όροι, το πλαίσιο λειτουργίας και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν.
Όπως αναφέρεται, η προαναγγελία της εφαρμογής του μέτρου των ψηφιακών αντιγράφων των διαγνωστικών εξετάσεων απαιτεί διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς, καθώς αποτελεί πολύ σοβαρό εγχείρημα που προϋποθέτει σωστή παραμετροποίηση, διασφάλιση προσωπικών δεδομένων και χρηματοδότηση των διαγνωστικών δομών.