Αντώνης Λουδάρος: "Το θέατρο θέλει πολλές “ώρες πτήσης”, για να σταθείς πάνω εκεί..." | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Συνεντεύξεις

Αντώνης Λουδάρος: “Το θέατρο θέλει πολλές “ώρες πτήσης”, για να σταθείς πάνω εκεί…”

“Δοτικός”. Αυτή τη λέξη θα έβαζες δίπλα στο όνομά του. Όσο δοτικός είναι ως ηθοποιός, άλλο τόσο είναι και ως άνθρωπος. Και “ενσυναισθητικός”, και “ευαίσθητος”. Μιλάει για τον Σταμάτη Φασουλή με τον οποίο συμπρωταγωνιστεί φέτος στο θέατρο, για τους μαθητές του στη δραματική σχολή, για τη σκηνοθεσία που του δίνει φτερά. Και μία ώρα μετά, θυμάσαι ότι… δεν έχεις ανοίξει καν το μαγνητοφωνάκι! Είτε σε παράσταση, είτε σε κουβέντα, ο Αντώνης Λουδάρος κερδίζει αυτόματα την απόλυτη προσοχή σου. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο.

Συνεντεύξη στη Μαρία Λυσάνδρου

Βρισκόμαστε στο μέρος, όπου έχει γυριστεί η ταινία “Της κακομοίρας”, με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Με αφορμή αυτό, θέλω να μου πεις πώς βλέπεις αυτήν την τάση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια να μεταφέρονται στο θέατρο παλιές ελληνικές ταινίες…
Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Τα περισσότερα σενάρια από αυτά είχαν ανέβει πρώτα στο θέατρο και, λόγω μεγάλης επιτυχίας, γυρίστηκαν οι ταινίες – όχι το ανάποδο. Το “Χτυποκάρδια στο θρανίο”, ας πούμε, ήταν πρώτα θεατρικό. “Η Νεράιδα και το Παλικάρι”, από την άλλη, ήταν εξαρχής ταινία.

Μήπως αυτή η στροφή σε κάτι αποδεδειγμένα επιτυχημένο είναι και λίγο η εύκολη λύση;
Είναι και η ανάγκη μας. Προσπαθούμε να ξαναβρούμε το “κέντρο” μας. Και προσπαθώντας να βρούμε το “κέντρο” μας, ξαναγυρνάμε σε κάποιες κλασικές αξίες. Το έχουμε μεγάλη ανάγκη μετά από τον “σεισμό” που μας έχει γκρεμίσει – τον καθένα προσωπικά και την κοινωνία ολόκληρη. Είμαστε “ερείπια” πια. Έχουμε ανάγκη…

…από αναστήλωση;
Από αναστήλωση! Να θυμηθούμε από πού ερχόμαστε και τι γιατρεύει την ψυχή μας…
Πώς γίνεται, ακόμα και τώρα, μια ελληνική ταινία να κάνει τεράστια θεαματικότητα στην τηλεόραση, ενώ ξέρουμε κάθε ατάκα απ’ έξω; Αυτό δείχνει ότι υπάρχει μια τάση στον κόσμο να τη δει και να την ξαναδεί, γιατί του δημιουργεί ασφάλεια. Και σε μια κοινωνία που είναι μέσα στην ανασφάλεια, το να νιώθεις ότι υπάρχουν κάποια πράγματα τόσο οικεία, είναι σαν μια ωραία ζεστή κουβέρτα… Βέβαια, αν αυτό δεν γίνεται με κανένα ίχνος… τυμβωρυχίας.

“Τυμβωρυχία” από πλευράς προσέγγισης του έργου; Ή από πλευράς επιχειρηματικής;
Και τα δύο, και τα δύο… Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο επιχειρηματίας κάθε χρόνο έχει να σκεφτεί ποιο έργο θα ανεβάσει, ποιο θα κερδίσει τον κόσμο. Οπότε στον προγραμματισμό σου δεν πας μόνο “αγνά”· πας και με το τι θα ενδιαφέρει τον κόσμο.
Ο τρόπος προσέγγισης, όμως, έχει μεγάλη σημασία για μένα. Και αν εκεί διακρίνω αυτή την “τυμβωρυχία”, εγώ το απαξιώνω μέσα μου, γυρίζω την πλάτη.

Φέτος πρωταγωνιστείς σε ένα έργο επίσης ελληνικό, αλλά παλαιότερο, στον “Συμβολαιογράφο” του Αλέξανδρου Ραγκαβή.
Να, βλέπεις… ένα μυθιστόρημα σπουδαίο! Υπήρξε παλαιότερα μια πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική του μεταφορά και, τώρα, μετά από πολλά χρόνια, έγινε διασκευή για θέατρο.

Πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη για κάποιον που καλείται να παίξει σε ένα έργο, το οποίο είχε παρουσιαστεί με τόσο μεγάλη επιτυχία, που ενδεχομένως κάποιοι ρόλοι να έχουν ταυτιστεί και με συγκεκριμένα πρόσωπα; Ή δεν το σκέφτεσαι καθόλου έτσι;
Σίγουρα το έχεις στο μυαλό σου, δεν μπορεί να μην το έχεις… Μετά, όμως, το ξεπερνάς. Γιατί πρέπει να πας στην ουσία των πραγμάτων.
Εμείς, ουσιαστικά, πάμε να μεταφέρουμε το μυθιστόρημα στο θέατρο. Το άλλο ήταν πόσα επεισόδια… Είχαν “ανοίξει” και διαμορφωθεί αλλιώς κάποιοι ρόλοι, οι οποίοι δεν ήταν έτσι στο βιβλίο. Ο ρόλος του Στάθη Ψάλτη, ας πούμε, που ήταν πολύ επιτυχημένος, στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει – φτιάχτηκε για τη σειρά! Ο ρόλος που παίζω εγώ, ο Νικολός, στη σειρά είχε γίνει γυναικείος και τον έπαιζε η Δέσπω Διαμαντίδου!


Νιώθω μεγάλη ευτυχία που παίζω με τον Σταμάτη (Φασουλή). Είναι από τις συναντήσεις που τις νιώθεις “παράσημο”, βρε παιδί μου…


Άρα, ουσιαστικά, δεν θα δεις ακριβώς αυτά που έδειχνε η σειρά…
Ακριβώς. Άρα, δεν αγωνιώ. Το σίριαλ είναι μια ωραία “πάσα”, για να θυμηθούν οι παλαιότεροι για ποιο έργο μιλάμε.
Έχει κάνει μια εξαιρετική διασκευή ο Πέτρος Ζούλιας, ο οποίος το σκηνοθέτησε κιόλας. Εξαιρετική διασκευή! Μπόρεσε να φέρει τα ήθη, τα έθιμα, την ουσία της ιστορίας του Ραγκαβή και να τα παρουσιάσει χωρίς εκπτώσεις. Επίσης, έχουμε ένα πολύ ευρηματικό σκηνικό. Και είμαι σίγουρος και για το καστ. Ο Σταμάτης (Φασουλής), δηλαδή, είναι ο ιδανικός γι’ αυτόν τον ρόλο.

Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο ίδιος ο θίασος – και όχι μόνο από πλευράς ποιότητας ηθοποιών; Και από πλευράς “επικοινωνίας” μεταξύ τους…
Καλά, αυτό είναι πολύ-πολύ βασικό. Νιώθω μεγάλη ευτυχία που παίζω με τον Σταμάτη, γιατί κοιταζόμαστε στα μάτια και “ελέγχουμε” ταυτόχρονα το τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή, ξέρουμε τι γίνεται πίσω από το σκηνικό, ξέρουμε τι γίνεται στην πλατεία, αν άναψαν σωστά τα φώτα… Επικοινωνούμε σε όλα τα επίπεδα, χωρίς να πούμε κουβέντα.
Αυτό, βέβαια, οφείλεται και στο ότι έχουμε δουλέψει πολλά χρόνια μαζί. Συνήθως ήταν ο σκηνοθέτης μου. Τώρα είναι η πρώτη φορά που δουλεύω μαζί του επί σκηνής και είναι μεγάλη χαρά! Είναι από τις συναντήσεις που τις νιώθεις “παράσημο”, βρε παιδί μου…

Σου κάνει κανένα αιφνιδιασμό πάνω στη σκηνή;
Μπορεί να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, θα δοκιμάσει την ίδια φράση να μου την πει λίγο διαφορετικά. Και ξέρει ότι εγώ θα ανταποκριθώ, ξέρει ότι παίζει μπάλα σε ένα γήπεδο όπου έχει συμπαίκτες. Υπάρχει ένας κοινός κώδικας. Και όταν με κοιτάζει, καμιά φορά του λέω “Εσύ μου τα έχεις μάθει!” και γελάμε.
Και με τον Πέτρο Ζούλια έχουμε δουλέψει παλαιότερα, στην παράσταση “Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο”, στο Μπάντμιντον. Έχουμε επίσης έναν κοινό κώδικα. Μπορώ να τον κατανοήσω ακόμη και σε μία παύση που θα κάνει, θέλοντας να πει κάτι.

Κι αυτό το αντιλαμβανόμαστε οι “από κάτω”…
Δεν ξέρεις τι είναι ακριβώς, αλλά το εισπράττεις, ναι. Λες “Είχαν “χημεία” αυτοί οι άνθρωποι και θέλω σε μια ενδεχόμενη επόμενη συνεργασία να τους ξαναδώ”.
Έτσι κι αλλιώς, το θέατρο θέλει πολλές “ώρες πτήσης”, για να μπορέσεις να σταθείς πάνω εκεί και να κάνεις ωραία αυτό το επάγγελμα. Είναι Τέχνη, αλλά είναι μια Τέχνη που μαθαίνεται.

Μαθαίνεται ή πρέπει και λίγο να “το ’χεις”; Μπορεί οποιοσδήποτε έχει τελειώσει μία δραματική σχολή να γίνει και θεατρικός ηθοποιός;
Θέλει αντιληπτικότητα και ένστικτο. Αυτό είναι το ταλέντο: να αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα που θα σου πει ο άλλος, να τα αρπάζεις “στον αέρα” και να αρχίζεις να τα πραγματοποιείς – ίσως λίγο άτεχνα στην αρχή. Μετά θέλει δουλειά, πολλή δουλειά…
Γι’ αυτό μιλάω για “ώρες πτήσης” πάνω στη σκηνή. Για να γίνεις καλός ηθοποιός στο θέατρο, θέλει εμπειρία. Εμπειρία και από τη ζωή, και από τη σκηνή. Δεν γίνεται αλλιώς.

Κι όμως τελευταία, και θεατρικά και τηλεοπτικά, πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν ούτε την πρωτόλεια γνώση που παίρνεις από μια δραματική σχολή, κάνουν καριέρα ηθοποιού. Θα μου πεις, βέβαια, “ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα έπαιζε στον “Συμβολαιογράφο”, θα έπαιζε κάπου αλλού…”.
Ορίστε, το απάντησες μόνη σου! Και επίσης, αργά ή γρήγορα, αν “δεν κάνεις” γι’ αυτό το επάγγελμα, φεύγεις. Στην Ελλάδα ίσως πιο αργά…

Το κοινό, δηλαδή, είναι σοφό;
Στην Ελλάδα φεύγεις αργά από αυτό το επάγγελμα. Ακόμα κι αν “δεν κάνεις”, σε κρατάνε.

loudaros2

Γιατί;
Γιατί μπορεί να έχεις κάποια άλλα στοιχεία και να φέρνεις εισιτήρια. Μπορεί να είσαι σέξι… Όλα χρειάζονται.
Έτσι κι αλλιώς, το σεξ πάντα είναι μια κινητήριος δύναμη. Δηλαδή πας σε μια παράσταση, η οποία πρέπει να σε κάνει να “ταξιδέψεις”, να ονειρευτείς και, με έναν τρόπο, να “ερωτευτείς” τους ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά. Πρέπει να σε γοητεύσουν, ώστε να γυρίσεις σπίτι σου και να το σκεφτείς… Έτσι, την επόμενη χρονιά, όταν θα παίζω σε ένα άλλο έργο, να σου έχω αφήσει μια “παρακαταθήκη έρωτα”, ώστε να πεις “Ναι, εγώ τον Αντώνη τον εμπιστεύομαι και θα πάω να δω και την επόμενή του δουλειά”. Αυτό είναι που χτίζει τις σχέσεις κοινού και ηθοποιού.
Σε αυτό σου κάνω και μια αναγωγή, φτάνοντας στην αντίδραση “Με έναν τρόπο, θα ήθελα να κοιμηθώ και μαζί του”. Έτσι, ο άνθρωπος ο σέξι, που χρησιμοποιείται μόνο γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι χρήσιμος στο θέατρο.

Άρα, γοητεία από σκηνής μπορεί να σου ασκήσει και ένας καλός ηθοποιός, αλλά και ένα άτομο σέξι. Η γοητεία του δεύτερου, όμως, δεν μπορεί να έχει διάρκεια…
Εντάξει, στο ένα κάνεις απλό σεξ, στο άλλο κάνεις σχέση! Κατάλαβες ποια είναι η διαφορά; (γέλια)

Μου είπες πριν για την παράσταση “Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο”, ένα μιούζικαλ. Έχεις συμμετάσχει σε πολλές τέτοιες παραστάσεις, με μεγάλη επιτυχία. Μεταξύ ενός πιο “συμβατικού” έργου και ενός μιούζικαλ, ποιο νιώθεις ότι είναι πιο κοντά σε σένα;
Πριν χρόνια, θα σου απαντούσα ότι το μουσικό έργο με ενδιαφέρει πάρα πολύ και, πράγματι, το έχω υπηρετήσει αρκετά. Τώρα πια θα σου πω ότι δεν με ενδιαφέρει να κάνω μόνο αυτό.

Κι αν σου έρθουν παράλληλα δύο προτάσεις, εξίσου ενδιαφέρουσες;
Θα κοιτάξω ποιος ρόλος με ενδιαφέρει πιο πολύ και ποιοι είναι οι συνεργάτες. Το πρόβλημα θα είναι αν και στο ένα, και στο άλλο, θα είναι άνθρωποι που αγαπάω πολύ και πιστεύω, αν και οι δύο ρόλοι είναι πολύ δυνατοί.
Αλλά το θέατρο είναι θέατρο, είτε έχει μουσικές και τραγούδια, είτε είναι πρόζα: είναι ένα.

Ποιο από τα δύο είναι το δυσκολότερο για τον ηθοποιό; Κι αυτός άνθρωπος είναι, ίσως δεν είναι πάντα στα καλά του. Αν παίζει σ’ ένα μιούζικαλ, θα πρέπει να τραγουδήσει, να χαμογελάσει… Αυτό δεν έχει μια έξτρα δυσκολία;
Κι όμως, είναι θεραπευτικό! Γενικά, όμως, το θέατρο είναι θεραπευτικό: στα προβλήματα της ζωής, εμένα το θέατρο με έχει σώσει!

Θεωρείς ότι κάπως έτσι μπορεί να λειτουργεί και στον θεατή;
Ναι, βέβαια, πιστεύω πως ναι!
Θα σου πω κάτι: Στη Σχολή που διδάσκω, τώρα διαβάζουμε Σαίξπηρ. Αυτά που λέει ο Σαίξπηρ δεν έχουν αλλάξει στον άνθρωπο, στην κοινωνία. Έχουν περάσει τόσοι αιώνες, κι όμως μίλαγε για τα ίδια θέματα. Κι εμείς εξακολουθούμε να έχουμε ακριβώς τα ίδια προβλήματα.
Και λες “Τι γίνεται; Δεν προχωράει, τελικά, ο άνθρωπος;”. Σκέφτομαι πόσο αργά εξελίσσεται και ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις που τον κρατάνε πίσω στις ιδεοληψίες του, στα πιστεύω του. Πόσο σφιχτά δομημένες είναι οι κοινωνικές δομές, που δεν αλλάζει τίποτα ανά τους αιώνες…
Το βλέπεις αυτό και στις αρχαίες τραγωδίες μας, για να σε πάω ακόμα πιο πίσω.

Μπορεί να αλλάζουν τα εξωτερικά δεδομένα, αλλά όχι η ψυχοσύνθεση… Από εκεί δεν ξεκινούν όλα;
Η ψυχή, βρε παιδί μου… Σαν να είμαστε όλοι αρχαίες ψυχές και ερχόμαστε στο τώρα. Σου βάζω πολλά ερωτηματικά∙ δεν ξέρω.
Το θέατρο, λοιπόν, μπορεί να σε προβληματίσει. Να σε βάλει να σκεφτείς, ίσως να συζητήσεις με τους δικούς σου ανθρώπους κάτι που είδες και σε απασχόλησε. Και μπορεί να βγάλεις κι ένα συμπερασματάκι. Πετραδάκι-πετραδάκι γίνεται αυτό, όμως.

Σου έχει τύχει εσένα ποτέ αυτό με ένα έργο που είτε έπαιξες, είτε παρακολούθησες;
Που να με αλλάξει εμένα λίγο, ε; Ναι, βέβαια! Όταν είδα τον Κιμούλη στο “Φτωχέ φονιά”, πριν πάρα πολλά χρόνια… Εκείνη την ώρα που το έβλεπα, “καταποντίστηκα”, είπα “Ποτέ δεν θα τα καταφέρω στη ζωή μου”. Τον θαύμασα απεριόριστα για το ταλέντο του, με έπιασε απελπισία. Και μετά πολύ πείσμα ότι θα τα καταφέρω.
Αλλά με “μετακίνησε”! Γιατί τότε, μαθητής ακόμα, ήμουν σε μια “αιώρηση” και ένιωθα “Πού πάω να μπλέξω χωρίς να ξέρω; Θα μπορέσω να εκφραστώ κι εγώ μέσα από αυτό το πράγμα;”.
Και τώρα το βλέπω στα παιδιά, στη Σχολή: η ίδια αγωνία υπάρχει. Σιγά-σιγά γίνεται, απλώς θέλει εκγύμναση.

Ισχύει ότι, καμιά φορά, οι πιο ταλαντούχοι εφησυχάζουν λίγο, θεωρώντας ότι το ταλέντο αρκεί, με αποτέλεσμα άνθρωποι που είχαν λιγότερες δυνατότητες αλλά δούλεψαν πολύ, να εξελιχθούν σε καλύτερους ηθοποιούς;
Βεβαίως! Και έχουμε πολλά παραδείγματα. Υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν καλύτερα από τις δυνατότητές τους, γιατί αγωνίζονται.
Η πολλή εργασία, ο προσωπικός μόχθος του κάθε καλλιτέχνη είναι που τον κάνει καλύτερο. Αν εφησυχάσεις, λέγοντας “Αυτό που κάνω πουλάει”, μένεις σε κάτι που, σε λίγο, δεν θα θέλει κανείς να “αγοράσει”. Πέφτεις σε μια μαύρη τρύπα – και το κοινό το αντιλαμβάνεται.

Καθορίζει το κοινό μια παράσταση; Μπορεί ένας ηθοποιός να εισπράξει την ενέργεια του κοινού από κάτω, να ψυχανεμιστεί κατά πόσον ανταποκρίνεται σε ένα έργο;
Μα έχουμε και ορολογία γι’ αυτό: Λέμε “Έχουμε από κάτω Σουηδούς”! Είναι εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν, που είναι ψυχροί.

Και πώς μπορεί να το αντιληφθείς, αν το έργο είναι δράμα, όπου δεν υπάρχει προφανής ανταπόκριση; Σε μια κωμωδία, ας πούμε, ο άλλος γελάει.
Το καταλαβαίνεις. Πώς να σου το πω… είναι σαν η αύρα να μην είναι συμβατή με τη σκηνή. Το νιώθεις. Κι εσύ να έρθεις και να παίξεις δέκα φορές, σιγά-σιγά θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις, θα πεις “Α, εδώ δεν αντέδρασαν, τι έγινε; Δεν έγινε καλά η σκηνή;”. Και κάνεις προσπάθεια να τους κερδίσεις, και να τους κερδίσεις, και να τους κερδίσεις…

Άρα, βοηθούν λιγάκι οι “Σουηδοί”…
Ναι, βοηθούν, γιατί μετά κάνεις λίγο την αυτοκριτική σου και λες “Φταίει το κοινό ή φταίει ότι σήμερα δεν πήγαινε κάτι καλά;”.

Σε είχαν ρωτήσει, σε παλαιότερη συνέντευξη, ποια είναι η φράση που λες πιο συχνά, και είχες απαντήσει “Δόξα τω Θεώ”. Κατ’ αρχάς, είναι “ελληνικό” τώρα αυτό; Εμείς εδώ συνήθως γκρινιάζουμε! (γέλια) Υπάρχει κάποιο πράγμα για το οποίο έχεις πει τελευταία “Δόξα τω Θεώ”;
Εγώ μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν φοβική – φοβόταν να γελάσει πολύ, έλεγε “Μη μας συμβεί κάτι κακό… Κουνήσου από τη θέση σου!”… Υπήρχε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό, λοιπόν, και έμαθα να είμαι λίγο γκρινιάρης. Πάντα έβλεπα το ποτήρι μισοάδειο, πάντα έβλεπα τι δεν έχω, δεν έβλεπα τι έχω.
Νομίζω ότι αυτό που άλλαξε σε μένα είναι ότι πια βλέπω σε πρώτο πλάνο το τι έχω στα χέρια μου. Αυτό με γεμίζει αισιοδοξία. Ναι, αγωνίζομαι για το καλύτερο, αλλά λέω και “Δόξα τω Θεώ, όλα καλά πάνε, προχωράμε!”. Αλλιώς, αν είσαι γκρινιάρης, δεν ευχαριστιέσαι τίποτα.
Έχει να κάνει, λοιπόν, με το πώς αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα, πώς αντιλαμβάνεσαι τον απέναντί σου. Αν θα του πεις πρώτος εσύ ένα “καλημέρα” και δεν περιμένεις να σου πει πρώτα εκείνος.
Πρέπει εμείς να κάνουμε την προσπάθεια. Μην περιμένουμε μόνο από τους άλλους. Εμείς πρέπει να δώσουμε πρώτοι ένα χαμόγελο, και θα μας επιστραφεί. Το να μιλάς στους γείτονές σου, να μην αδιαφορείς για τον διπλανό σου… Υπάρχει άνθρωπος πεσμένος κάτω στον δρόμο, και βλέπω κόσμο να προχωράει, να μην πλησιάζει. Είναι μια κοινωνία “Matrix”, “Mad Max”, δεν είναι ωραίο.

Φοβάσαι πια…
Δεν μπορεί ο φόβος, όμως, να επικρατήσει. Δεν γίνεται.
Αλλά πρέπει και αυτά που ο καθένας καταφέρνει στη ζωή του να τα εκτιμά. Άμα έχεις τους φίλους σου, αν έχεις ανθρώπους (και δύο, δεν χρειάζεται να έχεις πολλούς), αν η προσωπική σου ζωή είναι με τέτοιο τρόπο φτιαγμένη που νιώθεις καλά. Αν θέλεις σύντροφο, πρέπει να διεκδικήσεις να έχεις σύντροφο. Αν δεν θέλεις να έχεις σύντροφο, μείνε μόνος σου και νιώσε καλά μέσα σε αυτό! Θες μια δουλειά; Διεκδίκησέ την!
Εγώ πιστεύω ότι, όταν θέλεις κάτι, συμβαίνει. Αλλά πρέπει να το θέλεις πολύ.

Και να κάνεις και κάτι γι’ αυτό, όμως…
Και να κάνεις και κάτι – ακριβώς! Μην περιμένεις τον Θεό. Το ρητό λέει “συν Αθηνά και χείρα κίνει”. Δεν μας έρχεται τίποτα από μόνο του∙ πρέπει να αγωνιζόμαστε και να το κάνουμε με χαρά!
Εγώ φεύγω από το σπίτι μου στις 7 το πρωί και γυρίζω στις 12 το βράδυ. Θα μου πεις “Είναι ζωή αυτή;”. Την έχω φτιάξει έτσι, που εγώ μέσα σ’ αυτό περνάω καλά. Και ξεκλέβω κάποιες ώρες να πιω έναν καφέ με τους φίλους μου, να πούμε τη βλακεία μας, να κάτσουμε και να μην πούμε τίποτα, να κοιτάμε τον ήλιο…

Πέρα από τον “Συμβολαιογράφο”, με τι άλλο καταπιάνεσαι φέτος;
Κάνω στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά την παράσταση “Ο μικρός Amadeus – Το παιδί θαύμα”, η οποία μιλάει για το πώς ήταν στα παιδικά του χρόνια ο Mozart, αυτή η ιδιοφυΐα. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά να το δουν.
Έχω κάνει και δύο σκηνοθεσίες: Το “Όνειρα γλυκά”, που παρουσιάζεται στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, με την Ελπίδα και τη Σαλίνα Γαβαλά, κάθε Δευτέρα και Τρίτη.
Και το “Ρόζα Εσκενάζυ. Η βασίλισσα του ρεμπέτικου”, με τη Νεφέλη Ορφανού, στο “Αγγέλων Βήμα”, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Ήταν μεγάλη προσωπικότητα η Ρόζα Εσκενάζυ. Πέρασε διά πυρός και σιδήρου και, μέσα από την ιστορία της, βλέπεις και την ιστορία της Ελλάδας με έναν πολύ ωραίο τρόπο, νομίζω.

Και πώς σου φαίνεται ο ρόλος του σκηνοθέτη;
Η σκηνοθεσία είναι ένα κομμάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Μου δίνει κι εμένα καινούργια φτερά. Κάνοντας αυτό το επάγγελμα 30 χρόνια, νιώθω ότι η υποκριτική είναι η μεγάλη αγάπη, αλλά η σκηνοθεσία είναι λίγο… η ερωμένη!

“Ο Συμβολαιογράφος”, του Αλέξανδρου Ραγκαβή
Παρ. και Σάβ. 21:00, Κυρ. 20:30 και Τετ. 18:00
Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Ερμηνεύουν: Στ. Φασουλής, Αντ. Λουδάρος,
Ευγ. Δημητροπούλου, Ρ. Ρώτας, Δημ. Καραμπέτσης,
Κ. Φαλελάκης, Αλ. Πέρρος, Μ. Χάγια, Ο. Σκιαδαρέση
Εισιτήρια: από 12 έως 18 ευρώ

Θέατρο Χώρα | Αμοργού 18, Κυψέλη
Τηλ.: 210 8673 945, e-mail: chora.theater@gmail.com