Ο Γιάννης Κουτσουράδης είναι ο άνθρωπος που θέλεις να πετύχεις πίσω από το μπαρ. Όχι μόνο επειδή από τα χέρια του θα πιεις μερικά από τα ωραιότερα κοκτέιλ που έχεις δοκιμάσει ποτέ. Αλλά κι επειδή θα σου εμπνεύσει μια εμπιστοσύνη και μια ηρεμία – κι ας ασχολείται ο ίδιος με 3-4 διαφορετικά πράγματα παράλληλα εκείνη τη στιγμή. Ο έμπειρος bar manager του “Luv ‘n’ Roll House” και brand ambassador της χιώτικης ποτοποιίας «Ψυχής», έρχεται να μας μιλήσει για πρωτότυπες συνταγές κοκτέιλ, για τις διακρίσεις του σε μεγάλους διαγωνισμούς, για την ανάγκη μιας ουσιαστικής προώθησης των ελληνικών αποσταγμάτων εντός και εκτός συνόρων, αλλά και για την τάση “zero waste” που υιοθετούν πλέον όλο και περισσότερα καταστήματα εστίασης. Όλα αυτά, με θέα την Ακρόπολη. Και συνοδεία κοκτέιλ πάντα.
Barman – bartender – mixologist: Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται γενικώς για έναν άνθρωπο πίσω από το μπαρ. Ποια η διαφορά μεταξύ τους;
Αυτή την ερώτηση την ακούω συχνά. Θα σου πω… Πιο παλιά, τότε που όλοι ξεκινήσαμε σ’ ένα μαγαζί βάζοντας απλά ποτά, υπήρχε ένας γενικός όρος: ο “barman”. Σιγά-σιγά αυτό, όπως όλα τα πράγματα, άρχισε να εξελίσσεται, αλλάζοντας στην πορεία και η ονομασία.
Εντάξει, δεν θα πάω στην υπερβολή με το “mixologist”, όπου τα πράγματα είναι πιο εξειδικευμένα – δεν μ’ αρέσει κιόλας να το χρησιμοποιώ για τον εαυτό μου. Θεωρώ, όμως, ότι ο barman με τον bartender έχουν μεγάλη διαφορά: “Barman” θεωρώ έναν άνθρωπο που δουλεύει μέσα στο μπαρ, ξέρει συγκεκριμένα πράγματα και απλά κάνει τη δουλειά του. “Bartender” θεωρώ έναν άνθρωπο, ο οποίος προσπαθεί να εξελίξει αυτό που κάνει με κάθε τρόπο – διότι, κακά τα ψέματα, η δουλειά μας θέλει πολύ διάβασμα για να μπορέσεις να φτάσεις σε ένα ψηλό επίπεδο.
Πες ένα ιδιαίτερο ποτό που έχεις φτιάξει.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μοχίτο: το ξέρουμε με βάση το ρούμι, ρίχναμε ζαχαρίτσα, κάποιοι μετά έβαζαν και καστανή ζάχαρη, φύλλα δυόσμου… Αυτό, λοιπόν, εμείς το φτάσαμε σε σημείο να έρχεται στο τραπέζι σου και να μοιάζει ακριβώς με νερό – ένα εντελώς διάφανο υγρό, που έχει όμως ακριβώς τη γεύση του μοχίτο.
Επιπλέον, εδώ στο μαγαζί κάνουμε κάτι τρελούς συνδυασμούς… Έχουμε, ας πούμε, ένα κοκτέιλ με παντζάρι, πορτοκάλι και φράουλα, τα οποία φαινομενικά δεν πολυ-ταιριάζουν. Αλλά τελικά…
Εμένα μου αρέσει να κινούμαι πολύ και με βάση την εποχή: Ποια είναι τα πιο γνωστά φρούτα του καλοκαιριού; Πεπόνι – καρπούζι. Με τι τα συνδυάζουμε συνήθως; Με φέτα!
Πες μου ότι έχεις βάλει φέτα σε κοκτέιλ… (γέλια)
Κι όμως, κι όμως! (γέλια) Δοκιμάζουμε ένα κοκτέιλ, στο οποίο μπορεί να μπει και φέτα. Στη μαγειρική, ας πούμε, φτιάχνουν αφρό φέτας. Μπορούμε να φτιάξουμε κι εμείς, και να δούμε με ποιες γεύσεις θα τον συνδυάσουμε.
Εγώ, να ξέρεις, δοκιμάζω τα πάντα: Μπορεί να περπατάω στον δρόμο και να δω ένα δέντρο. Θα σταματήσω, θα κόψω ένα φύλλο, θα το μυρίσω, θα το γευτώ, θα το ψάξω μετά και στο ίντερνετ, και θα δω πώς μπορώ να το συνδυάσω σε ένα κοκτέιλ.
Είναι και το άλλο: Όποιος βρίσκεται πίσω από το μπαρ είναι πάντα και λίγο «ψυχολόγος»… Κατ’ αρχάς, σου μιλάνε οι άνθρωποι;
Ναι, ναι… Για μένα, ο καλύτερος πελάτης είναι εκείνος που θα έρθει στο μπαρ και θα καθίσει μόνος του. Μου αρέσει το ότι έρχεται σε ένα χώρο που νιώθει ότι δεν θα τον παρεξηγήσει κανείς που είναι μόνος – διότι υπάρχει πολύ αυτό, να ξέρεις… ιδιαίτερα εδώ, στην Ελλάδα. Αυτό το λατρεύω, θα γίνω σίγουρα η παρέα του!
Είναι πολύ ωραίο να νιώθουν οι άνθρωποι ότι μπορούν να σου μιλήσουν, να ζητάνε τη γνώμη σου, να σου λένε «εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;».
Πες κάτι που έχεις ακούσει και σου έχει κάνει εντύπωση…
Είχε έρθει ένας τύπος ένα βράδυ, ο οποίος μου είχε πει «είμαι παντρεμένος, είμαι πολύ πιστός στη γυναίκα μου», μου είπε όλη την ιστορία τους… Τι ήθελε, λοιπόν: ένιωθε πολύ πιεσμένος εκείνη την περίοδο, δεν ήταν καθόλου καλά και δεν ήξερε πώς να της πει να μείνουν δύο μήνες χώρια, για να τα βρει με τον εαυτό του. «Δεν θέλω να τη χωρίσω, την αγαπάω πολύ! Ούτε μ’ ενδιαφέρει να κάνω κάτι με άλλη. Πώς να της πω, όμως, τέτοιο πράγμα;».
Δεν μπορείς να καταλάβεις… Από την κουβέντα που είχε ξεκινήσει με τους δυο μας, καταλήξαμε να καθίσει όλο το προσωπικό και μια παρέα από πίσω, 10 άτομα, λες και κάναμε meeting! (γέλια)
Αυτό είναι το ωραίο της δουλειάς µας: συνεχώς βρίσκεις δηµιουργικούς τρόπους να εξελίσσεσαι.
Και τελικά;
Τελικά άκουσε τόσες πολλές γνώμες, που μου λέει «Να σου πω κάτι; Βάλε ένα σφηνάκι τεκίλα να πιούμε, κι όλα καλά!» (γέλια) Προφανώς, ο άνθρωπος είχε απλά ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτό που του συνέβαινε.
Πού έχεις καταλήξει: Τι είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να πίνουν περισσότερο;
Για πολλά μπορεί να πίνουν, αλλά περισσότερο ίσως για το κομμάτι «σχέσεις» – είτε έχουν χωρίσει, είτε δεν περνάνε καλά, είτε έχουν γνωρίσει κάποιον και δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν την κατάσταση…
Ως δεύτερο θα έβαζα το κομμάτι της δουλειάς. Είναι πολύ συχνό οι άνθρωποι να κάνουν μια δουλειά στην οποία δεν περνάνε καλά. Αυτό είναι κάτι που με έχει επηρεάσει, γιατί εγώ έκανα το χόμπι μου επάγγελμα, δεν έκανα αυτό που έχω σπουδάσει. Και είναι πολλές οι φορές που έχω σκεφτεί «κάνω καλά;». Πάντα, όμως, καταλήγω στο ότι αυτή η δουλειά με κάνει χαρούμενο. Αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει για πολλούς… Ε, για μένα αυτό είναι μεγάλη πρόκληση, για να δώσω μια πραγματικά καλή συμβουλή σε κάποιον.
Έχει έρθει ποτέ κανείς να σου πει «σ’ ευχαριστώ πολύ, η συμβουλή σου με βοήθησε»;
Έχει έρθει άνθρωπος και μου έφερε και δώρο από την Αμερική, επειδή τον βοήθησε μια συμβουλή που του είχα δώσει ένα χρόνο πριν! Μάλιστα, είχα αλλάξει μαγαζί, και ο θεός έψαξε, έμαθε και ήρθε και με βρήκε! Για μένα ήταν τρομερή η συγκίνηση…
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για το επάγγελμά μας – να νιώθεις ότι βοηθάς τους ανθρώπους, να έρχονται και να κάθονται στο μπαρ για σένα, να σου στέλνουν μήνυμα «Δουλεύεις; Θέλω να έρθω για ένα ποτό».
Δεν είσαι καλός, όμως, μόνο στο κομμάτι «ψυχολογία». Στην ίδια τη δουλειά έχεις και σημαντικές διακρίσεις, γιατί λαμβάνεις μέρος και σε διαγωνισμούς.
Θα σου πω για τους διαγωνισμούς… Όταν πρωτοξεκίνησα να δουλεύω μπαρ, είχα την τύχη να έχω επαγγελματίες δίπλα μου, οι οποίοι με έκαναν να αγαπήσω πάρα πολύ αυτό που κάνω. Με έκαναν, λοιπόν, να θέλω να το εξελίξω, να γίνομαι όλο και καλύτερος. Μου είπαν «τα λες ωραία, μιλάς και πολύ… ας κατέβεις σ’ ένα διαγωνισμό να δεις και πώς είναι!».
Η αλήθεια είναι ότι έχω κάποιες διακρίσεις… Έχω πάρει την τρίτη θέση σε ένα διαγωνισμό με ρούμι, το Angostura. Ήταν πανελλήνιος ο συγκεκριμένος και, μάλιστα, είχαμε κατέβει δύο άτομα από τη Χίο, και πήρε ο ένας τη δεύτερη, κι ο άλλος την τρίτη θέση.
Μετά ήρθε ο διαγωνισμός Zombie, στον οποίο πήρα την πρώτη θέση στην Ελλάδα και πήγα μετά στο Μπορντό της Γαλλίας, όπου επισκέφθηκα και όλα τα αποστακτήρια. Αν κάτι αξίζει στη δουλειά μας, είναι τα ταξίδια.
Τι είναι για σένα πραγματική καταξίωση σ’ αυτή τη δουλειά, πέρα από το να πάρεις ένα βραβείο σε ένα σημαντικό διαγωνισμό;
Είναι αυτό το «μετά»… Όλο αυτό που κερδίζεις: το ταξίδι, οι γνωριμίες που κάνεις, τα αποστακτήρια που έχεις την ευκαιρία να επισκεφτείς από κοντά, να δεις πώς γίνεται η παραγωγή, η γνωριμία με τους master distillers… είναι πραγματικά μαγικό.
Άλλος διαγωνισμός; Είναι η τέταρτη θέση στο παγκόσμιο στη μαστίχα, στο “Skinos”. Ε, Χιώτης εγώ… Ήταν ένας πολύ ωραίος διαγωνισμός, πολύωρος κι αυτός, με ξένες συμμετοχές. Είχαν πάει άνθρωποι για τους οποίους διάβαζα, τους θαύμαζα, κι εκεί τους είχες δίπλα σου!
Ο τελευταίος διαγωνισμός ήταν πέρυσι, ο Giffard West Cup, όπου πήρα τη δεύτερη θέση. Είναι ένας πολύ μεγάλος Οίκος στη Γαλλία, από το 1885, που βγάζει λικέρ και κάποια σιρόπια. Εκεί το concept ήταν “Listen to the Flavors” και σε καλούσε να εμπνευστείς τη συνταγή σου από ένα τραγούδι. Φτιάξαμε, λοιπόν, εμείς ένα τραγούδι, δεν το πήραμε έτοιμο, το οποίο έλεγε να κυνηγάς τα όνειρά σου και να βάζεις πάντα στόχους. Είχαμε βάλει κι έναν tattoo artist από εδώ, στο “Luv ‘n’ Roll”, να μου φτιάξει από πηλό ένα χέρι, το οποίο συμβολίζει την αγάπη και την προσφορά, και σέρβιρα έτσι το ποτό μου. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία.
Καταλαβαίνω ότι οι διαγωνισμοί έχουν πολλή δουλειά…
Όταν θέλω να κατέβω σε ένα διαγωνισμό, το μελετάω πάρα πολύ. Θα κάτσω και θα κοιτάξω μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Σε κάθε διαγωνισμό που έχω κατέβει, δεν κάνω απλά μια παρουσίαση ποτού. Υπάρχει πάντα ένα κατασκευαστικό κομμάτι, θα έχω φτιάξει μία τρέλα που θα παρουσιάσω εκεί, θα έχω συνδυάσει κάπως και μια ιστορία, ώστε να υπάρχει ενδιαφέρον. Ε, λες, αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο…
Ότι είσαι Χιώτης το είπαμε. Είσαι, όμως, και brand ambassador μιας ποτοποιίας του νησιού σου.
Ναι, είναι η ποτοποιία «Ψυχής». Αυτή είναι η τρίτη γενιά που έχει αναλάβει την επιχείρηση, είναι μια παράδοση από πάππου προς πάππου, και βγάζουν ούζο, μαστίχα και τσίπουρο. Έχω κάνει, λοιπόν, μια συνεργασία με αυτά τα παιδιά, γιατί μου αρέσει κι εμένα να προωθώ τα ελληνικά αποστάγματα.
Θεωρώ ότι έχουμε εξαιρετικά προϊόντα εδώ, στην Ελλάδα, τα οποία αξίζει πραγματικά και να τα προβάλλουμε, και να μιλάμε γι’ αυτά. Έχω την τύχη να κατάγομαι κι από ένα νησί που παράγει τη μαστίχα – δυστυχώς, όμως, δεν την καταλαβαίνουν τη μαστίχα, δεν την προωθούν…
Στο εξωτερικό, εννοείς…
Εγώ θα σου έλεγα και εδώ. Αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι, ακόμα και στο ίδιο μου το νησί, δεν την προβάλλουν όσο της αξίζει.
Και γιατί αυτό, πιστεύεις;
Είναι κάτι που κι εμένα με έχει προβληματίσει πολύ και δεν έχω απάντηση να σου δώσω. Ίσως δεν έχουν καταλάβει και δεν έχουν εκτιμήσει το προϊόν. Ίσως επειδή έτσι είναι η νοοτροπία μας εδώ, στην Ελλάδα.
Αυτό, λοιπόν, με έκανε να θέλω πάρα πολύ να στηρίξω και το νησί μου, και τα προϊόντα αυτά, στα οποία γίνεται όντως εξαιρετική δουλειά. Τα παιδιά εξάγουν και στο εξωτερικό – Αμερική, Γερμανία, Ιταλία…
Οπότε, στόχος είναι να καταφέρουμε να βάλουμε αυτά τα προϊόντα μέσα στο μπαρ. Το ούζο, ας πούμε, που ο ξένος το ξέρει και το έχει συνδυασμένο με το ταβερνάκι, θα μπορεί τώρα να το πιει και μέσα σε ένα κοκτέιλ.
Έχεις καθόλου εικόνα τι γίνεται με τα ελληνικά αποστάγματα έξω; Έχουν απήχηση στις ξένες αγορές;
Βλέποντας και γενικά το κομμάτι των πωλήσεων, όχι μόνο της συγκεκριμένης ποτοποιίας, θεωρώ ότι έχουν πολύ μεγάλη απήχηση. Και ειδικότερα με τη μαστίχα γίνεται φοβερή δουλειά στο εξωτερικό. Σ’ αυτό βοηθάει και το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον πολλές ποτοποιίες που το κυνηγάνε πιο σοβαρά, έχουν εταιρείες που τις προωθούν, έχουν ambassadors οι οποίοι πάνε στο εξωτερικό και κάνουν σεμινάρια, κάνουν guest σε μαγαζιά… Αυτό βοηθάει αρκετά στο να γνωρίσει τα αποστάγματα αυτά ο κόσμος.
Άρα, αυτό δείχνει ότι η συγκεκριμένη πρακτική έχει μεγάλο περιθώριο να αναπτυχθεί, προκειμένου τα ελληνικά προϊόντα να καθιερωθούν και εκτός συνόρων…
Ναι, φυσικά. Εγώ θεωρώ ότι είναι αποστάγματα που πραγματικά αξίζει να δοκιμάσει κάποιος. Υπάρχουν ποτοποιοί, οι οποίοι κάνουν αυτό το πράγμα με πολύ μεγάλη αγάπη και μεράκι. Το βλέπω ακόμα κι εδώ, στο μαγαζί. Κατ’ αρχάς, έχω φτιάξει μια λίστα με κοκτέιλ που είναι μόνο με ελληνικά αποστάγματα.
Το “Luv ‘n’ Roll House” είναι κι ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα σημείο με πάρα πολύ τουρισμό. Τι συμπεράσματα βγάζεις παρατηρώντας τις παραγγελίες των ξένων πελατών;
Θα σου πω, λοιπόν, ότι οι ξένοι παίρνουν ελληνικά αποστάγματα μόνο!
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, πέρυσι τον Αύγουστο, σε ένα διάστημα που δεν είχαμε τόσους Έλληνες, οι πελάτες ήταν κυρίως ξένοι, ότι μου έφευγαν πάρα πολύ τα ελληνικά αποστάγματα, σε σχέση με τα υπόλοιπα. Μπορεί να έδινα 70 κοκτέιλ με μαστίχα και 3 με ρούμι – μιλάμε για τέτοια διαφορά…
Με τους Έλληνες τι γίνεται;
Είναι λίγο δύσκολο να «περάσεις» στη φιλοσοφία του Έλληνα ότι «τα κοκτέιλ δεν χρειάζεται να είναι πάντα με τζιν, βότκα, ρούμι και τεκίλα. Υπάρχουν κι άλλες επιλογές…». Αλλά αυτή είναι και δική μας δουλειά – να εκπαιδεύσουμε, δηλαδή, το κοινό ώστε να δοκιμάσει κι αυτές τις γεύσεις.
Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό στην πράξη;
Θα μπορούσε ο κάθε bartender να βγάλει μερικά σφηνάκια και να κεράσει. Εγώ το κάνω πάρα πολύ αυτό: μπορεί να έχω βγάλει μια συνταγή με τσίπουρο, να βγάλω 30 σφηνάκια και να κεράσω στο μαγαζί. Και θα βάλω τον σερβιτόρο να σου εξηγήσει τι είναι αυτό που πίνεις. Τις περισσότερες φορές, να ξέρεις, μου έρχεται μετά παραγγελία για το κοκτέιλ! Ο Έλληνας, αν το δει απλά γραμμένο στον κατάλογο, δεν πρόκειται να το παραγγείλει. Πρέπει να έχει δοκιμάσει, να του το έχεις εξηγήσει.
Θα έλεγες ότι οι Έλληνες είμαστε συντηρητικοί στον τρόπο που πίνουμε;
Κοίταξε να δεις… σε αυτόν τον τομέα έχουμε εξελιχθεί αρκετά. Κι αυτό, επειδή έχει εξελιχθεί και η εστίαση στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από τα μαγαζιά του εξωτερικού. Δεν είναι τυχαίο ότι, μέσα στα 50 καλύτερα μπαρ παγκοσμίως, υπάρχουν και ελληνικά μαγαζιά. Ο κόσμος, πλέον, έχει την επιλογή και να φάει καλά, και να πιει καλά.
Άρα, ο Έλληνας τολμάει περισσότερο από παλιά να δοκιμάσει και κάτι που δεν ξέρει. Βέβαια, είναι ανάλογα και με το ύφος του μαγαζιού στο οποίο θα πάει…
Οι άνδρες ή οι γυναίκες τολμούν περισσότερο να δοκιμάζουν;
Οι γυναίκες! Οι άντρες είναι λίγο πιο συντηρητικοί.
Βέβαια, μου έχει τύχει να έχω παραγγελία ένα κοκτέιλ με τσιχλόφουσκα που είχαμε στον κατάλογο κι ένα νεγκρόνι. Πάω, λοιπόν, το νεγκρόνι στον άντρα και την τσιχλόφουσκα στη γυναίκα (ε, λες, βάσει στατιστικών έτσι θα είναι) και βλέπεις να τ’ αλλάζουν! Ξέρεις, είναι εκείνη η αμήχανη στιγμή που κοιτιέστε όλοι, κι εσύ προσπαθείς να το παίξεις άνετος… (γέλια) Τελικά, όλα είναι γεύσεις.
Ξέρω, επίσης, ότι εδώ εφαρμόζετε και κάποιες πρακτικές στο πλαίσιο της βιωσιμότητας, επαν-αξιοποιώντας τα υλικά που έχετε χρησιμοποιήσει…
Αυτό το κάνουν πια πολλά μπαρ. Έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει… Αποδεδειγμένα, η εστίαση έχει πάρα πολλή φύρα, π.χ. πολλά φρούτα τα οποία κάνουμε είτε χυμούς, είτε πουρέδες, τα οποία μετά αναγκαζόμαστε να πετάξουμε.
Τα τελευταία χρόνια, έχει μπει στις επιχειρήσεις το κομμάτι του “zero waste”, βάσει του οποίου προσπαθούμε από ένα υλικό να φτιάξουμε πολλά διαφορετικά πράγματα. Σκοπός είναι, στο πλαίσιο και της βιωσιμότητας, να φτάσουμε σε σημείο να μην έχουμε μεγάλη φύρα και να μην πετάμε πράγματα, ώστε να βοηθήσουμε και το περιβάλλον. Αν ο καθένας βάλει ένα μικρό λιθαράκι σ’ αυτό, θα γίνουμε όλοι καλύτεροι – αρκεί να το πάρουμε όλοι απόφαση, όχι μόνο μια μερίδα.
Και πρακτικά πώς λειτουργεί σ’ εσάς αυτό το “zero waste”;
Ουσιαστικά έχουμε φτιάξει κάτω ένα χώρο, ένα εργαστήριο, και φτιάχνοντας τα κοκτέιλ και τον κατάλογό μας, προσπαθούμε να μην πετάμε τίποτα.
Ένα lime, για παράδειγμα, θα το πάρουμε, θα βγάλουμε τις φλούδες, θα πάρουμε τον χυμό του και μετά αυτό που μένει θα το αποξηράνουμε, θα το κάνουμε πούδρα, θα το κάνουμε cordial (ουσιαστικά, θα φτιάξουμε ένα υλικό που θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής, δεν θα χαλάει σε τρεις μέρες). Οπότε, λοιπόν, από ένα φρούτο φροντίζουμε να προκύψουν πολλά στοιχεία πλήρως αξιοποιήσιμα.
Όλος ο κατάλογός μας είναι φτιαγμένος βάσει αυτού του σκεπτικού. Γι’ αυτό και δεν έχουμε πάρα πολλά δικά μας κοκτέιλ: επιλέγουμε να έχουμε 8-10 κοκτέιλ max, των οποίων όλα τα υλικά θα μπορούν μετά να χρησιμοποιηθούν με διάφορους τρόπους.
Κάτι άλλο που γίνεται σε αυτό το πλαίσιο της βιωσιμότητας;
Άρχισαν να γίνονται και σεμινάρια πάνω σ’ αυτό, να ξέρεις. Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να εκπαιδεύσουμε και τους πελάτες μας.
Θα σου πω ένα πρακτικό πρόβλημα που έχουμε εμείς, στα μπαρ: σου φέρνω το ποτάκι σου, με την ωραία γαρνιτούρα σου, κι εσύ πίνεις το ποτό και πετάς τη γαρνιτούρα. Γιατί την πετάς; Γιατί μας το κάνεις αυτό; (γέλια) Έχουμε, λοιπόν, ξεκινήσει να χρησιμοποιούμε γαρνιτούρες που μπορείς να τις φας ή να τις πας σπίτι σου και να τις φυτέψεις, να σου προκύψει π.χ. ένα ωραίο λουλούδι. Πέρα από το να μην πετάμε κάτι, λοιπόν, προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε υλικά που θα αξιοποιήσουμε σε επόμενο στάδιο και εμείς, αλλά και ο ίδιος ο πελάτης.
Έχει ξεκινήσει, ας πούμε, μία ωραία τάση με το κουφέτο του καφέ, το οποίο επεξεργάζονται και μετά το χρησιμοποιούν σαν λίπασμα…
Αυτό είναι το ωραίο της δουλειάς μας: δεν μένεις στάσιμος, συνεχώς βρίσκεις δημιουργικούς τρόπους να εξελίσσεσαι.
Ο Γιάννης Κουτσουράδης στο Instagram