Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να γράψω κάτι για το ταλέντο ή τις μεγάλες θεατρικές και τηλεοπτικές τους επιτυχίες. Είναι δύο σημαντικοί ηθοποιοί, δύο έντονες προσωπικότητες με ξεκάθαρη θέση και άποψη για όλα αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή, αλλά και στο παρασκήνιο της παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούμε ως χώρα και ως πολίτες τα τελευταία χρόνια. Δύο άνθρωποι που “αγκαλιάζουν” μέσα από τη νέα τους δουλειά το αμερικάνικο όνειρο, για να αφυπνίσουν όσους ακόμη είναι αφημένοι στην αγκαλιά του αντίστοιχου ελληνικού…
Να ξεκινήσουμε με τον Αμερικάνικο Βούβαλο. Πώς προέκυψε η επιλογή αυτού του έργου;
Π.Φ.: Αυτό το έργο μού είχε κάνει εντύπωση από αρκετά πιο παλιά και σκέφτηκα ότι, κάποια στιγμή, ίσως να μπορούσα να το κάνω. Φέτος, λοιπόν, στον προγραμματισμό για το τι θα ετοιμάσω στο Θέατρο Μουσούρη, ήρθαν έτσι τα πράγματα που σκέφτηκα να κάνω ένα διπλό ρεπερτόριο. Πρώτα το έργο “Και τώρα οι δυο μας” σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη, με τη Λυδία Κονιόρδου, που μόλις τελείωσε και μετά σκέφτηκα ότι θα ήθελα να κάνω ένα έργο με τον Γιάννη τον Μπέζο. Μίλησα με τον Γιάννη, είπε “ναι, να κάνουμε κάτι μαζί” και η πρότασή μου ήταν ο “Βούβαλος”, που θεώρησα ότι έχει δύο πολύ ωραίους ρόλους για εμάς, ότι είναι ένα πολύ δυνατό και σημαντικό έργο.
Θέλατε οπωσδήποτε να κάνετε ένα έργο με τον κύριο Μπέζο. Έχετε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν…
Γ.Μ.: Πολλές φορές.
Είναι θέμα καλής χημείας; Είναι θέμα ασφάλειας που νιώθετε όταν συνεργάζεστε δύο πολύ αξιόλογοι ηθοποιοί στη σκηνή ή έχει να κάνει λίγο και με το “η ισχύς εν τη ενώσει” τώρα που είμαστε σε πιο δύσκολες περιόδους;
Γ.Μ.: Εξαρτάται από το έργο και από τις διαθέσεις εκατέρωθεν κάθε φορά, σε ποια φάση βρισκόμαστε. Καλό είναι να βρισκόμαστε, γιατί με τον Πέτρο παίζουμε σαν να είμαστε ένα πράγμα. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, δεν μπορώ να το πω πιο αναλυτικά. Δεν έχει σημασία αν οι ηθοποιοί μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά αν αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη σκηνή, για να δημιουργούν μια κοινή θερμοκρασία, ο καθένας με τα χρώματά του, με τα στοιχεία του. Αυτό το έχουμε με τον Πέτρο και, όποτε έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε, λέμε “ναι”, όπως το κάναμε και το καλοκαίρι. Και αφού το έργο αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, κατά την άποψή μου, γιατί όχι; Eίναι νομίζω μια καλή στιγμή.
Π.Φ.: Είναι όλοι οι παραπάνω λόγοι που είπατε. Δεν κρύβεται κανείς, ούτε πίσω από το δάχτυλό του, ούτε πίσω από κάτι. Όλοι οι λόγοι ισχύουν για να γίνει μια συνεργασία. Το αν περνάς καλά στη σκηνή καταρχάς, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι το καλλιτεχνικό και το σκηνικό αποτέλεσμα. Μετά, παίζει ρόλο και το αν περνάς καλά και στα καμαρίνια, η χημεία των ανθρώπων, το αν το έργο που επιλέγουν ταιριάζει σε αυτούς τους ανθρώπους, η “ισχύς εν τη ενώσει”, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, το εμπορικό αποτέλεσμα, όλα παίζουν ρόλο. Εσείς, για παράδειγμα, θα θέλετε αυτά που γράφετε να μην τα διαβάζει κανείς;
Γ.Μ.: Όχι, βέβαια.
Π.Φ.: Κι εμείς θέλουμε να τα βλέπουν οι πάντες. Το ίδιο πράγμα λέμε. Είναι ερωτήσεις που ναι μεν γίνονται -και καλά κάνετε και τις κάνετε, αλλά οι απαντήσεις είναι πολλές φορές του τύπου “γιατί έτσι”. Δηλαδή, ισχύουν όλοι αυτοί οι λόγοι που είπατε. Ό,τι μπορείτε να σκεφτείτε, ισχύει! Είναι τόσο απλά τα πράγματα!
Εγώ έκανα αυτή την ερώτηση γιατί είπατε πριν “ήθελα να κάνω ένα έργο με τον Γιάννη τον Μπέζο”…
Π.Φ.: Εννοείται! Πάντα θα ήθελα να κάνω ένα έργο με τον Γιάννη! Και όχι μόνο με τον Γιάννη, και με άλλους ανθρώπους… Αλλά με τον Γιάννη περνάμε τέλεια. Το καλλιτεχνικό και το σκηνικό μας αποτέλεσμα είναι αυτό που ονειρευόμαστε και αυτό που ονειρεύονται -πιστεύω- όλοι οι καλλιτέχνες όταν ανεβαίνουν πάνω στη σκηνή. Από εκεί και πέρα ισχύουν και όλα τα άλλα.
Όταν σκηνοθετείτε μεγάλους ηθοποιούς, όπως είναι ο κύριος Μπέζος, όταν είστε σε μια παρέα ηθοποιών που έχουν διαγράψει μια σημαντική πορεία στο χώρο, η σκηνοθεσία ακολουθεί αυστηρά πρότυπα ή γίνεται και μέσω διαλόγου, συνεργασίας, υποχωρήσεων;
Π.Φ.: Η σκηνοθεσία γίνεται πιο εύκολα. Και η σκηνοθεσία είναι ένα πράγμα πολύ ιδιαίτερο. Εμείς δεν είμαστε και σκηνοθέτες. Έχουμε άποψη, αλλά η άποψή μας είναι ότι αυτό που έχει σημασία στη σκηνοθεσία είναι να εμφανιστεί το ταλέντο και η δύναμη του ηθοποιού πάνω στη σκηνή. Γιατί είμαστε ικανοί και χορτασμένοι ηθοποιοί. Υπάρχουμε πάνω στη σκηνή σαν ηθοποιοί, δεν έχουμε αυτό το κόμπλεξ κάποιων σκηνοθετών που θέλουν οπωσδήποτε να υπάρξουν. Ξέρετε, μεγάλοι σκηνοθέτες και μεγάλοι άνθρωποι του θεάτρου έλεγαν πάντα ότι ο καλός σκηνοθέτης είναι αυτός που στην παράσταση δεν φαίνεται. Εγώ το πιστεύω αυτό. Η σκηνοθεσία γίνεται κανονικά, ό,τι παρατηρήσεις έχω να κάνω τις κάνω, ό,τι έχω να πω το λέω και το εντυπωσιακό -αν θέλετε από τη δική μου άποψη, είναι ότι με τον Γιάννης ας πούμε, γιατί έχουμε κι άλλον έναν στην παρέα, τον Ορφέα τον Αυγουστίδη, ο οποίος δεν είναι και αμελητέα ποσότητα, μπορεί να είναι νεότερος, αλλά είναι ένας πολύ σπουδαίος ηθοποιός και ένα σπουδαίο παιδί, όλα γίνονται αμέσως. Είναι ονειρεμένο αυτό που σκέφτεσαι, σχεδόν πριν το αρθρώσεις, να βλέπεις ο άλλος να το κάνει. Και σας λέω και το εξής, για να μην φανεί κάπως περίεργο. Και το καλοκαίρι που θα σκηνοθετηθώ από τον Γιάννη, εύχομαι, ελπίζω, πιστεύω και ξέρω ότι με τον ίδιο τρόπο θα με αντιμετωπίσει. Ο Γιάννης θέλω, όχι απλώς να με σκηνοθετήσει, να μου πει τι θα κάνω.
Ποια παράσταση θα παρουσιάσετε το καλοκαίρι;
Π.Φ.: Θα κάνουμε τη Λυσιστράτη.
Γ.Μ.: Να συμπληρώσω, σε ό,τι αφορά τη σκηνοθεσία, ότι εμείς δεν είμαστε κατ’ επάγγελμα σκηνοθέτες, δηλαδή η δουλειά μας είναι “ηθοποιοί”. Η σκηνοθεσία γίνεται πολλές φορές από ανάγκη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα απευθυνθούμε σε άλλους σκηνοθέτες. Έχουμε δουλέψει με πάρα πολύ κόσμο, με άλλους καλά, με άλλους λιγότερο καλά, αλλά και αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι. Η σκηνοθεσία, ξέρετε, είναι μεταγενέστερο φρούτο, το οποίο τα τελευταία χρόνια μάς έχει ταλαιπωρήσει λίγο. Εγώ πιστεύω ότι το θέατρο, το πρωτοκύτταρό του είναι ο ηθοποιός και τίποτα άλλο. Να μη σας πω ότι προηγείται και του λόγου! Το θέατρο γίνεται με τον ηθοποιό, χωρίς κείμενο. Χωρίς ένα ηθοποιό δεν γίνεται!
Π.Φ.: Δύο πράγματα χρειάζεται το θέατρο, ηθοποιό και θεατές, τίποτα άλλο!
Γ.Μ.: Κι εγώ όταν εργάζομαι σαν σκηνοθέτης, αλλά και σαν ηθοποιός, αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βγει στη σκηνή ο πυρήνας του έργου, δηλαδή γιατί γράφεται αυτό το έργο και ποιος είναι ο λόγος που εγώ ή ο θίασος θέλει να το παρουσιάσει. Τι έχουμε να πούμε; Βγαίνουμε στη σκηνή γιατί έχουμε κάτι να πούμε. Αυτό με ενδιαφέρει.
Π.Φ.: Η αφορμή του έργου.
Γ.Μ.: Ακριβώς. Συμφωνώ απόλυτα ότι ο σκηνοθέτης είναι αυτός που δεν φαίνεται, αλλά φαίνεται το έργο και η αύρα ενός θιάσου. Όλα τα άλλα είναι λίγο “φλου αρτιστίκ” που λέμε. Πρέπει, λοιπόν, κατά την άποψή μου, να λατρεύει ο σκηνοθέτης τους ηθοποιούς. Εγώ, να σας πω την αλήθεια, όποτε κάνω θίασο και σκηνοθετώ εγώ, θεωρώ ότι ο θίασος που έχω είναι ο καλύτερος θίασος στον πλανήτη. Αλλιώς δεν μπορώ να δουλέψω. Θεωρώ ότι οι ηθοποιοί αυτοί που έχω εκείνη την ώρα, που έχω εγώ επιλέξει με κόπο και βάσανο, ότι είναι οι καλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου.
Να πιαστώ λίγο από τη φράση που είπατε πριν, κύριε Φιλιππίδη: “χορτασμένοι ηθοποιοί”. Μετά από τόσες παραστάσεις, τόσους ρόλους, είστε ακόμη ανοιχτοί σε προκλήσεις και πειραματισμούς ή έχετε, πλέον, μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τι σας αρέσει και τι όχι να κάνετε, τι θέλετε να δοκιμάσετε…;
Π.Φ.: Ο ηθοποιός, είναι υποχρέωσή του και δικαίωμά του, αλλά κυρίως υποχρέωσή του, ακριβώς αυτό να κάνει: να πειραματίζεται, να ψάχνεται, να βρίσκει, να ανακαλύπτει και να διαθέτει τον εαυτό του και να διατίθεται, ούτως ώστε να συμβεί αυτό, να πάει το θέατρο παρακάτω. Αυτό, όμως, έχει κάποιους “νόμους”, κάποιες προϋποθέσεις και κάποια αντικειμενικά στοιχεία. Δεν λειτουργεί μέσα σε μια αυθαιρεσία και μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθεριότητας, του τύπου ας πούμε “ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι”, είτε από τον ηθοποιό είτε από τους συνεργάτες του. Πρέπει να υπάρχει ένας συγκεκριμένος μπούσουλας, είτε αυτό είναι το έργο, είτε αυτό είναι μια άποψη, αλλά μία σοβαρή και συγκεκριμένη άποψη μέσα στο έργο, είτε μία σοβαρή και συγκεκριμένη άποψη ενός σκηνοθέτη για ένα όραμα που έχει. Πρέπει να αναρωτιέται κάθε φορά ο άνθρωπος ο οποίος ασχολείται με αυτή τη δουλειά γιατί το κάνει αυτό. Ανεβαίνουμε πάνω σε μία σκηνή, είτε είμαστε σκηνοθέτες, είτε είμαστε σκηνογράφοι, είτε είμαστε ηθοποιοί. Τι κάνουμε εκεί πάνω; Τι λέμε; Τι θέλουμε να πούμε; Αυτό που λέμε, είναι ισχυρό; Είναι σημαντικό; Είναι τόσο σημαντικό ώστε κάποιος να γελάσει, κάποιος να συγκινηθεί, κάποιος να κλάψει, κάποιος να περάσει όμορφα έστω δύο ώρες; Να πάρει και κάτι και να το πάει σπίτι του; Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Συνήθως δεν γίνεται το απλό. Γίνεται το πολύπλοκο, όπου μέσα του υπάρχει μία δηθενιά, θα τα πω έτσι απλά, γιατί μετά ανοίγουμε μια πολύ μεγάλη και φιλολογική κουβέντα. Όλο αυτό δεν πρέπει να γίνεται δήθεν.
Απευθυνόμενοι στον κόσμο και παρακολουθώντας τον μέσα από τη δουλειά σας, θεωρείτε ότι έχουν αλλάξει τα κριτήρια επιλογής μιας παράστασης τα τελευταία χρόνια που περνάμε αυτή την κρίση; Ο κόσμος επιλέγει δυσκολότερα να βγει έξω, να διαθέσει ένα ποσό για το θέατρο για παράδειγμα…
Γ.Μ.: Οι αυστηρές επιλογές δεν έχουν να κάνουν μόνο με το οικονομικό, έχουν να κάνουν με τη διάθεση. Βέβαια, θα μου πείτε, αυτά είναι αλληλένδετα. Ναι, δυσκολεύεται ο κόσμος. Αυτό τι κάνει; Πολλαπλασιάζει την ευθύνη τη δική μας. Εγώ πιστεύω δηλαδή ότι, όσο ο κόσμος είναι σε δυσκολότερη θέση και αναζητά κάτι για να κάνει τις επιλογές του, εμείς πρέπει να είμαστε πιο αυστηροί με τον εαυτό μας. Όχι μόνο στην ποιότητα της δουλειάς, αλλά και στο ρεπερτόριο, να ανεβαίνει πιο ψηλά ακόμα. Θα σας θυμίσω ότι ο Κάρολος Κουν, τον φέρνω πάντα σαν παράδειγμα, ανέβασε το μεγάλο του ρεπερτόριο την εποχή της λευκής τρομοκρατίας, το 1946-1948. Την περίοδο του Εμφύλιου Πολέμου, που δεν υπήρξε πιο ζοφερή περίοδος για τη χώρα στον 20ό αιώνα, το Θέατρο Τέχνης έκανε το μεγάλο του ρεπερτόριο. Θα πει κάποιος “δεν είχε εμπορική επιτυχία”. Προφανώς δεν είχε εισπρακτική επιτυχία. Ναι, αλλά για αυτόν μιλούμε τώρα. Θέλω να πω, αν θες να αφήσεις χνάρι, δεν πρέπει να συμβαδίζεις με τον καιρό, πρέπει να προηγείσαι. Θα σε ακολουθήσουν, θα ταλαιπωρηθείς, αλλά αυτός είναι ο σταυρός που πρέπει να κουβαλήσουμε εμείς. Ακούγεται λίγο βαρύγδουπο έτσι όπως το λέω, αλλά δεν είναι τόσο. Δεν σημαίνει αυτό ότι θα χωθούμε σε μία υπόγα και θα κάνουμε δήθεν τέχνη. Όχι, δεν είπα αυτό. Εμείς είμαστε σε κεντρικά θέατρα μεγάλα κ.λπ. Ανέφερα τον Κουν σαν ακραίο παράδειγμα προς μίμηση. Μπορούμε, λοιπόν, και εμείς, εφόσον είμαστε σε κάποια θέατρα, που είναι πιο κεντρικά, και απευθυνόμαστε στο ευρύ κοινό, να δώσουμε ένα βήμα παραπάνω. Συμφωνώ απόλυτα με την κίνηση του Πέτρου που έκανε φέτος αυτό το ρεπερτόριο. Θα μπορούσε να κάνει όποια κωμωδία ήθελε, τα πάντα θα μπορούσε να παίξει, να πάρει, ας πούμε, από τις πιο κλασικές κωμωδίες ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Κι όμως, πήγε σε ένα έργο του Γκέλμαν, ζοφερό, σκληρό, με τη Λυδία Κονιόρδου και τώρα κάνει το έργο του Μάμετ. Δεν είναι το ίδιο βέβαια, αλλά είναι και τα δύο έργα ρεπερτορίου, που δεν τα περιμένει κανείς εύκολα. Νομίζω ότι αυτό θα το πιστωθεί, απλώς θέλει το χρόνο του. Πιστεύω, λοιπόν, ότι έτσι πρέπει να κινούμεθα εμείς. Δηλαδή, ναι μεν είναι ζοφερό το κλίμα, αλλά όχι να βγαίνουμε να κλαίμε σαν τις χήρες. Να είμαστε πιο πάνω από αυτό.
Π.Φ.: Θα συμφωνήσω πάρα πολύ με αυτό που είπε ο Γιάννης για τον Κουν, ότι ήταν μπροστά και ότι πρέπει να πηγαίνουμε μπροστά. Απλώς, μιας και τα λέμε όλα, να πούμε σε ό,τι αφορά το οικονομικό, επειδή δεν μας αρέσει να χαϊδεύουμε τα αυτιά των θεατών, πως εννοείται ότι πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει το εισιτήριο ενός θεάτρου, μιας παράστασης σε σχέση με τη γενικότερη οικονομία μιας χώρας, αλλά από εκεί και πέρα, αυτό να μην είναι εκτός μιας πραγματικότητας. Δηλαδή, όταν κάποιος πηγαίνει και πληρώνει έναν καφέ 7 E, δεν μπορεί να διαμαρτύρεται όταν το εισιτήριο ενός θεάτρου είναι 15 E. Πώς θα βγει μια παραγωγή; Γιατί εμείς δεν πάμε να κάνουμε μια παράσταση σε έναν άδειο χώρο, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, γιατί έχουν δημιουργηθεί και αυτά τα φαινόμενα και εκεί πέρα υπάρχει ένας αθέμιτος ανταγωνισμός. Και αυτή είναι η ζημιά που έχουμε κάνει στο θέατρο, γιατί μετά σου λέει ο άλλος “τι σε πειράζει;”. Πώς δεν με πειράζει; Μα ζω από αυτό το πράγμα. Βεβαίως και με πειράζει. Δεν έχουμε όλοι ούτε τις ίδιες προσλαμβάνουσες, ούτε το ίδιο πράγμα λέμε, ούτε το ίδιο πράγμα ζητάμε, ούτε το ίδιο πράγμα δίνουμε.
Γ.Μ.: Δεν μπορεί το θέατρο, ας πούμε, το Μουσούρη να βάλει 5 E εισιτήριο. Υπάρχουν θέατρα που παίζουν με 5-6 E, δηλαδή αυτό πια δεν είναι θέατρο, είναι ζητιανιά.
Π.Φ.: Λέει ο άλλους “100% πληρότητα”. Ναι με 2 E εισιτήριο; Κι εγώ, άμα το βάλω τσάμπα, θα έχω 200% πληρότητα. Θα βάλω και μία οθόνη από έξω να βλέπουν κι άλλοι εκτός από αυτούς που θα είναι μέσα! Δεν πάει έτσι. Υποτιμάς αυτό που συμβαίνει. Όπως, επίσης, η φτήνια τρώει τον παρά. Ούτε είμαι της άποψης ότι το καλύτερο είναι και το πιο ακριβό ή το πιο ακριβό είναι το καλύτερο. Όχι βέβαια!
Οι οικονομικές συγκυρίες έφεραν αυτά τα προβλήματα ή το γεγονός ότι εν καιρώ κρίσης έχουμε ακόμη χίλιες περίπου παραστάσεις, νέες ομάδες, νέα θέατρα…
Π.Φ.: Επίσης!
Γ.Μ.: Αυτό υπήρχε και πριν την κρίση. Δεν ξεκίνησαν με την κρίση αυτά τα φαινόμενα.
Δεν είναι λογικό, εντός εισαγωγικών, όμως να έχουμε 1000 παραστάσεις το χρόνο εν καιρώ κρίσης…
Π.Φ.: 1380!
Γ.Μ.: Αυτές, βέβαια ξέρετε, είναι οι περισσότερες παραστάσεις για 2 μέρες, 3-4 μέρες, δευτερότριτο, μεταμεσονύχτια, πρωινή…
Π.Φ.: Είναι μέσα όμως… Στον απολογισμό της επόμενης χρονιάς, μέσα σε αυτές τις 1380 ήταν και αυτή η οποία έπαιξε δυο μέρες! Δεν λέει “ήταν κι αυτή και έπαιξε δυο μέρες και πήγαν και την είδαν δύο άνθρωποι, ένας τη μία, ένας την άλλη”! Δεν λέμε αυτό. Γιατί εδώ υπάρχουν θέατρα των 30 θέσεων και λέει 100% πληρότητα! Υπάρχουν αυτά.
Να επανέλθουμε λίγο στον “Αμερικάνικο Βούβαλο”. Το παρακλάδι του αμερικάνικου ονείρου, που έχει να κάνει με την κομπίνα, με την αρπαχτή, με το εύκολο χρήμα, που απασχολεί τους ήρωες της παράστασης αυτής, είναι και ένα κομμάτι, ενδεχομένως, και η βάση του “ελληνικού ονείρου”, που μας έφερε εδώ που είμαστε σήμερα;
Γ.Μ.: Κοιτάξτε, η χώρα η δική μας είχε σαν διάθεση έναν αντιαμερικανισμό πολύ έντονο, αλλά ήταν η χώρα που έζησε πιο “αμερικάνικα” από όλες τις άλλες, όπως έλεγε και ο Κώστας ο Γάβρας. Είχε ένα πολύ δίκιο σε αυτό. Δεν υπήρξε χώρα που να βρίζει τόσο πολύ τους Αμερικάνους και να ζει τόσο πολύ κοντά στην αμερικάνικη νοοτροπία. Γιατί είναι πολύ γοητευτική η αμερικάνικη νοοτροπία. Ξέρετε, οι Αμερικάνοι, αυτή είναι εκτίμηση δική μου, είναι πάρα πολύ έξυπνοι επιχειρηματίες, είναι τόσο έξυπνοι που πριμοδοτούν ακόμη και την καταστροφή τους, άμα χρειαστεί, προκειμένου να κονομήσουν! Εμείς παίζουμε το έργο του Μάμετ, δεν παίζουμε την προσωπικότητά του. Εγώ δεν ξέρω πώς είναι ο Μάμετ στη ζωή του, δεν ξέρω τον άνθρωπο και δεν με ενδιαφέρει και τι είναι. Με ενδιαφέρει αυτό που έχει γράψει εκείνη την ώρα. Κατά κανόνα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, είναι πάμπλουτοι. Είναι σαν τους ροκ-σταρς, οι οποίοι ήταν επαναστάτες, αλλά είναι οι πιο πλούσιοι άνθρωποι στον πλανήτη. Είναι λίγο αστεία πράγματα αυτά. Εμάς μας ενδιαφέρει ο καρπός του έργου και τι σημαίνει, επειδή παίζουμε σε Έλληνες θεατές το 2017. Έχετε πολύ δίκιο σε αυτό. Είναι τρεις άνθρωποι, οι δυο μάλλον είναι τελείως ηττημένοι, ζουν σε ένα ζοφερό κλίμα, ο νέος, ο οποίος είναι χαμένος στο διάστημα, έχει πιο τίμια ματιά από τους άλλους και είναι σε κοινωνική ακινησία και ακινησία ζωής. Για αυτό και κάνουν και πάρα πολύ θόρυβο. Κάτι μας θυμίζει αυτό, ότι δεν ανεβάζουν τον πήχη ψηλά, κάνουν το πρόσκαιρο. Δεν είναι τυχαίο που τους βάζει, και πολύ σωστά, σε ένα υπόγειο, ότι ζουν σε ένα λαγούμι. Είναι σα να είναι κρυμμένοι, σαν να μην μπαίνει φως εκεί σε αυτό το χώρο και σαν να μην μπαίνει κανείς μέσα.
Π.Φ.: Σε ένα μικρόκοσμο ζουν.
Γ.Μ.: Σε ένα παλιατζίδικο, ακόμη και αυτό έχει σημασία, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε μία αδράνεια, δεν έχουν μέλλον. Μόνο φωνάζουν, βράζουν στο ζουμί τους, αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια, συνέχεια. Είναι κάτι που μας θυμίζει τη ζωή μας. Όλο το δυτικό κόσμο εκφράζει αυτό κατά κάποιο τρόπο. Με ενδιαφέρει πιο πολύ ο ψυχισμός αυτών των ανθρώπων, πόσο είναι δηλαδή μολυσμένοι από την ήττα. Δεν υπάρχει ένα φως μπροστά τους, κι αυτό, ξέρετε, κάνει πολλές φορές τους ανθρώπους επιθετικούς. Δεν τους κάνει σκεπτόμενους. Ο ρόλος που παίζει ο Πέτρος είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και χαρακτηριστικό παράδειγμα Έλληνα. Που δεν ενηλικιώνεται αλλά το παραμύθι προσπαθεί να το κάνει πραγματικότητα. Αλλά δεν γίνεται αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ελληνικό στοιχείο.
Π.Φ.: Και δεν γίνεται από τέτοιους ανθρώπους. Από ανθρώπους οι οποίοι δεν σκέφτονται και από ανθρώπους που όλη τους η σκέψη είναι στα μικρά πράγματα και στο πώς θα γίνει κάτι πολύ μικρό…
Μια αρπαχτή…
Γ.Μ.: Ακριβώς αυτό!
Π.Φ.: Το έργο έχει πολλά μηνύματα. Για τη φιλία, για το τι κάνουν οι άνθρωποι για τη ζωή τους, για την αδράνεια που λέει ο Γιάννης και το ότι κάθονται και αναλώνονται σε συζητήσεις κι όταν δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν, αρχίζουν και πλακώνονται στο ξύλο, υπάρχει δηλαδή και σωματική βία εκτός από λεκτική… Άνθρωποι χαμηλού πνευματικού επιπέδου και την επιτυχία του συστήματος να τους κρατάει χαμηλά. Το έργο αυτό λέει πολύ σημαντικά πράγματα, και ειδικά σήμερα. Να μην προσπαθούμε όλοι να την κάνουμε. Στα δύσκολα πρέπει να γινόμαστε πιο επιθετικοί δημιουργικά, όχι να καθόμαστε να συζητάμε και να κλαίμε τη μοίρα μας. Η επιτυχία, λοιπόν, του συστήματος είναι ότι σε κάνει ή κομμάτι της ή, αν δε γίνεις κομμάτι του συστήματος, σε βάζει να τρώγεσαι με τις σάρκες σου.
Βλέπετε “επιθετική δημιουργικότητα” εσείς τώρα αυτή την περίοδο της κρίσης;
Π.Φ.: Βεβαίως, ναι. Εγώ βλέπω και από αυτά που διαβάζω και από αυτά που βλέπω στην τηλεόραση καμιά φορά. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι παίρνουν τη μοίρα στα χέρια τους. Και κάνουν τα πάντα για να τους καταστρέψουν, γιατί είναι ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο όλο αυτό της καταστροφής. Της καταστροφής ολόκληρων λαών, όχι μιας τάξης. Μη μου πείτε ότι εσείς δεν το βλέπετε… Όποιος δεν είναι τυφλός βλέπει ότι υπάρχει ένα σχέδιο τρομερό, να καταστραφούν λαοί ολόκληροι και καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε αυτά, στα μεταξύ μας και καθόμαστε και τσακωνόμαστε στους δρόμους.
Υπάρχουν κάποια πράγματα που σας δίνουν αισιόδοξα μηνύματα; Που σας κάνουν να νιώθετε ότι “εντάξει, θα αλλάξει κάτι, θα έρθει κάτι καλύτερο”;
Π.Φ.: Ναι. Εγώ βλέπω το γιο μου.
Γ.Μ.: Μόνο τα παιδιά μπορούν να το κάνουν αυτό. Είμαι και αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά και να μην ήμουν, από τη θέση που είμαστε τώρα, από τη θέση που μου έχει δώσει αυτή η κοινωνία τέλος πάντων, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι απαισιόδοξος. Γιατί, εάν το πω κι εγώ, εμείς που βγαίνουμε προς τα έξω τόσο συχνά, μιλάμε, μας βλέπουν, θα πρέπει να κρεμαστούν οι άλλοι! Έχει πολύ μεγάλη σημασία το παράδειγμα. Θα πρέπει δηλαδή εμείς να κάνουμε μια προσπάθεια παραπάνω. Ο κόσμος και η ζωή μάς έχει δώσει κάτι παραπάνω, αλλά μάς ζητάει και κάτι παραπάνω. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε παρόντες. Καθόμαστε εδώ και κοπανιόμαστε και θα βγούμε μεθαύριο, πάλι θα κριθούμε και θα κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε, δυο φορές καλύτερα από όσο την κάναμε παλιά. Αυτή είναι η αποστολή μας! Είμαι φύσει αισιόδοξος.
Π.Φ.: Πρέπει να καταλάβουμε ο καθένας, ότι αυτό που κάνει δεν το κάνει μόνο για τον άλλον. Εμείς τη δουλειά μας την κάνουμε και για τους άλλους. Αλλά την κάνουμε πρώτα για μας και γι’ αυτό πρέπει να την κάνουμε όσο μπορούμε καλύτερα.
Γ.Μ.: Καλύτερα από όσο μπορείς. Καζαντζακικά να το δούμε. Δηλαδή να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε!
Π.Φ.: Κι όπως λέει ο Καβάφης, για να τελειώσουμε με έναν ωραίο στίχο, “κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, μην την εξευτελίζεις”…
Η παράσταση “Αμερικάνικος Βούβαλος”, με τους Γιάννη Μπέζο, Πέτρο Φιλιππίδη και Ορφέα Αυγουστίδη παρουσιάζεται στο Θέατρο Μουσούρη, στην Πλατεία Καρύτση.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο: 21.00
Σάββατο (λαϊκή απογευματινή): 18.00
Κυριακή: 19.00.