Γιάννης Πανούσης | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Γιάννης Πανούσης
Συνεντεύξεις

Γιάννης Πανούσης: «Πρέπει να ξεφύγουμε από τον Πολιτισμό της Βίας και να επανέλθουμε στον Πολιτισμό της Αιδούς και της Ενοχής»

Ο κ. Γιάννης Πανούσης, Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας ΕΚΠΑ, μιλώντας στο MAD Forum 2025 που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο στην Τεχνόπολη, επεσήμανε ότι, παρά την παρουσίαση της νέας γενιάς ως πιο παραβατικής σε σχέση με το παρελθόν, η νεανική εγκληματικότητα στην Ελλάδα ανέρχεται σε 5-6%, τη στιγμή που στην Ευρώπη κυμαίνεται στο 25%. Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ στην πρόκληση ενός «ηθικού πανικού» στην κοινωνία και στην ενίσχυση των στερεοτύπων, σε σχέση με την εγκληματική πραγματικότητα; Ποιες οι ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις αυτού του φόβου του εγκλήματος; Η αυστηροποίηση των ποινών αποτελεί όντως την καλύτερη λύση; Αυτή η συζήτηση με τον κ. Πανούση μας αφορά όλους – ανεξαιρέτως.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο κ. Γιάννης Πανούσης, Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας ΕΚΠΑ, μιλώντας στο MAD Forum 2025 που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο στην Τεχνόπολη, επεσήμανε ότι, παρά την παρουσίαση της νέας γενιάς ως πιο παραβατικής σε σχέση με το παρελθόν, η νεανική εγκληματικότητα στην Ελλάδα ανέρχεται σε 5-6%, τη στιγμή που στην Ευρώπη κυμαίνεται στο 25%. Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ στην πρόκληση ενός «ηθικού πανικού» στην κοινωνία και στην ενίσχυση των στερεοτύπων, σε σχέση με την εγκληματική πραγματικότητα; Ποιες οι ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις αυτού του φόβου του εγκλήματος; Η αυστηροποίηση των ποινών αποτελεί όντως την καλύτερη λύση; Αυτή η συζήτηση με τον κ. Πανούση μας αφορά όλους – ανεξαιρέτως.

Πώς ακριβώς ορίζουμε τη νεανική παραβατικότητα; Υπάρχουν καθόλου διαβαθμίσεις στις συμπεριφορές που εμπερικλείει ο όρος;

Ο όρος «παραβατικότητα» (delinquency/délinquance) είναι κυρίως κοινωνικός, ψυχολογικός και εγκληματολογικός, και όχι ποινικός (πουθενά στον Ποινικό Κώδικα δεν θα τον εντοπίσετε). Οπότε, ο όρος-ομπρέλα «παραβατικότητα ανηλίκων» μπορεί να περιλαμβάνει κάθε αντικοινωνική συμπεριφορά ή να ταυτίζεται με την «εγκληματικότητα».

Η διαφοροποίηση συνδέεται με το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης της μη νόμιμης δράσης των ανηλίκων – ειδικές κυρώσεις, ειδικά δικαστήρια, αναμορφωτικά μέτρα, ειδικά καταστήματα κράτησης κ.λπ., σύμφωνα με το όγδοο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα (διατάξεις για ανήλικους). Οι διαβαθμίσεις της ποινικής παραβατικότητας είναι ίδιες με εκείνες της εγκληματικότητας, ενώ η κοινωνική παραβατικότητα μπορεί να περιλαμβάνει κάθε αντισυμβατική, απείθαρχη ή μη-ανεκτή συμπεριφορά.

Να πούμε ότι η χρήση του όρου «παραβατικότητα» προτιμάται στον δημόσιο διάλογο γιατί θεωρείται αντι-στιγματιστική, αφού ο ανήλικος δεν χαρακτηρίζεται «εγκληματίας».

Εντοπίζονται διαφορές στον τρόπο έκφρασης της νεανικής παραβατικότητας σήμερα, σε σχέση με 20 – 25 χρόνια πριν; Και, αν ναι, πού τις αποδίδετε;

Σήμερα δεν μιλάμε για επαιτεία, αλητεία ή πλάνητα βίο των ανηλίκων (νόμοι 1919/1931), ούτε για «ευπαιδαγώγητους και βελτιώσιμους» νέους ή για «εν ηθικώ κινδύνω ευρισκόμενα» επικίνδυνα άτομα. Ακόμα κι αν διερευνούμε τη δυσχέρεια κοινωνικής προσαρμογής ορισμένων, λόγω της «εγκληματογόνου μόλυνσης» συνήθως από αρνητικό οικογενειακό περιβάλλον, αυτό δεν ερμηνεύει τη διαρκώς –ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά– αυξανόμενη συμμετοχή των ανηλίκων στην εγκληματικότητα.

Έχετε υποστηρίξει ότι η αυστηροποίηση των ποινών δεν οδηγεί σε ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Προς ποια κατεύθυνση, λοιπόν, χρειάζεται να κινηθεί η Πολιτεία προκειμένου να υπάρξει αξιόλογη πτώση στους αριθμούς που αφορούν τη νεανική παραβατικότητα;

Είμαι αντίθετος με οποιαδήποτε αντίληψη για αδρανοποίηση, αχρήστευση, εξουδετέρωση του ανήλικου δράστη. Ούτε πιστεύω ότι ο ποινικός σωφρονισμός αποτελεί μέσον διαπαιδαγώγησης.

Ίσως να είναι αναγκαίος ένας αυτοτελής κατάλογος εγκλημάτων, ειδικός για ανήλικους, καθώς και Κώδικες (Ποινικός, Ποινικής Δικονομίας, Σωφρονιστικός), προσαρμοσμένοι στο status των ανηλίκων. Προφανώς χρειάζεται μία ειδικευμένη Αστυνομία, επιτροπές ειδικών για επίλυση ελάσσονων διαφορών, καθώς και ιδρύματα πρόνοιας, όπως Μονάδες Μέριμνας.

Γιάννης Πανούσης

Ουσιαστικά «έχουμε πρόβλημα πολιτισμού, και όχι εγκληματικότητας», έχετε πει. Εξηγήστε μου λίγο τι σημαίνει αυτό…

Ποτέ δεν μ’ ανησυχούσαν τα ποσοτικά στοιχεία αύξησης των αδικημάτων. Πάντοτε πίστευα ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δραστών και των θυμάτων είναι εκείνα που παίζουν τον καθοριστικό ρόλο.

Σήμερα διαπιστώνουμε μία μετάβαση, από την κλασική παραβατικότητα των ανηλίκων (μικροδιάβολοι, ταραξίες, τσαμπουκάδες), σε πρώιμη εγκληματικότητα ενηλίκων με συμμορίες, βία και χρήση όπλων. Το παλιό «παιχνίδι» του κυνηγητού με τα όργανα της τάξης και η «πρόκληση» (κατά του καθωσπρεπισμού) έχουν αντικατασταθεί από μία γενικευμένη αντίδραση έναντι όλων και από μία «χαοτική» προσέγγιση της ζωής.

«Σπασμένες» σχέσεις και «σπασμένα παράθυρα» συναντιούνται στον δρόμο, επηρεάζοντας νέους οι οποίοι συνήθως, χωρίς αίσθηση συμβατικού τρόπου δημόσιας ή «πολιτισμένης» συμπεριφοράς, προκαλούν τρόμο στους «φιλήσυχους και νομοταγείς» πολίτες. Και όχι μόνον: ειδικές ομάδες, χωριστές οντότητες, κινούνται με τον δικό τους «κώδικα ζωής / θανάτου» και (αντι)κοινωνικής ηθικής, απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινότητα.

Φτωχά περιθωριοποιημένα στρώματα, εγκαταλελειμμένοι μειονοτικοί, αβοήθητοι πρόσφυγες, απελπισμένοι μετανάστες δημιουργούν στα περίχωρα των μεγαλουπόλεων ομάδες / συναναστροφές / οργανώσεις  άνομης, παραβατικής ή και εγκληματικής δραστηριότητας επιβίωσης, κερδοσκοπίας ή συνδρομής στα Μεγάλα Αφεντικά. Ζουν και δρουν μέσα στους δρόμους, αμαυρώνοντας ολόκληρες περιοχές σαν «εγκληματικές» – μολονότι και στις λεγόμενες «καλές περιοχές» παρουσιάστηκαν παρόμοια φαινόμενα βίας.

Η εσωτερική δομή των συμμοριών του δρόμου (αρχηγός, ντύσιμο, αργκό κ.λπ.) καλύπτεται από την ομερτά, τον νόμο της σιωπής, της αδελφότητας. Ενώ στόχος τους είναι, πέραν των παράνομων κερδών και της άσκησης μικροεξουσίας, η πολιτιστική μεταβίβαση των «εγκληματικών προτύπων» στις επόμενες γενιές, έτσι ώστε τα κυκλώματα της νύχτας, του λαθρεμπορίου ή του μαύρου χρήματος να βρίσκουν πάντοτε «βοηθούς».

Εντοπίζετε κάποια κοινά στοιχεία στις δράσεις των ομάδων αυτών;

Μολονότι κάθε εγκληματική πράξη έχει τον δικό της «μηχανισμό ερμηνείας», έχω την αίσθηση πως βασικό στοιχείο των παραβατικών/εγκληματιών νέων αναδεικνύεται μία κουλτούρα των διακρίσεων και αποκλεισμών, και μία υπο-κουλτούρα των διακινδυνεύσεων και των αδιεξόδων.

Το τρίπτυχο «περιπέτεια – χρήμα – σεξ» συνιστά έναν αξιακό modus vivendi που, σε συνδυασμό με την «εξεγερτική βαριεμάρα», κατά την έκφραση του Μίλαν Κούντερα, μετουσιώνεται σε ακραίες βίαιες πράξεις. Κοινός παρονομαστής παραμένουν η εύκολη κτήση, επίδειξη και χρήση όπλου (έστω και χωρίς ανθρωποκτόνο πρόθεση), η σκληρότητα ακόμα και προς τα εξίσου νεαρά θύματα, αλλά και η έλλειψη στοιχειώδους ενσυναίσθησης (π.χ. η ανάρτηση στο διαδίκτυο προσωπικών στιγμών ερωτικού περιεχομένου).

Το πλέον, όμως, επικίνδυνο στοιχείο είναι η στρατολόγηση των νέων από το οργανωμένο έγκλημα, με αποτέλεσμα το μοτίβο μιας «επαναστατημένης νεολαίας κατά του άναρχου ανταγωνισμού και της ηθικής υποκρισίας των ενήλικων», να μετατρέπεται σε εγκληματική σταδιοδρομία με τα γνωστά αποτελέσματα – καταδίκες, στιγματισμό, περιθωριοποίηση, ναρκωτικά κ.λπ..

Το τρίπτυχο «περιπέτεια – χρήµα – σεξ» συνιστά έναν αξιακό modus vivendi που, σε συνδυασµό µε την «εξεγερτική βαριεµάρα», µετουσιώνεται σε ακραίες βίαιες πράξεις

Υπάρχουν τρόποι να αντιστραφεί η κατάσταση;

Εύκολη πρόταση δεν υπάρχει. Ο κόσμος της Ανομίας παράγει άνομα αποτελέσματα. Ο φαύλος κύκλος των ευθυνών και η μαύρη τρύπα των θεσμών δεν θα κλείσουν με ευχολόγια, αύξηση ποινών ή με εξοστρακισμό των νέων, δηλαδή των παιδιών μας, σε άλλον πλανήτη.

Η συμπερίληψη, η κατανόηση, η επιείκεια, η αίσθηση του συν-ανήκειν και η αλληλεγγύη ίσως τελικά αποδειχθούν τα πλέον πρόσφορα μέτρα για να τους ξαναφέρουμε κοντά μας.

Πώς καλείται να λειτουργήσει η εγκληματολογική έρευνα σε αυτές τις περιπτώσεις;

Η εγκληματολογική έρευνα, στην πραγματικότητα, «τεστάρει» το ποινικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης: νομιμοποίηση ποινικοποιήσεων και συνέπειες (π.χ. αντεγκληματικής πολιτικής) και ουσιαστική παρέμβαση της Αστυνομίας τίθενται υπό το φως των δεδομένων. Η εγκυρότητα της όποιας θεωρίας εξαρτάται κατά πολύ από τη μεθοδολογία, την εμπειρική δοκιμή και την αξιολόγηση. Η στατιστική μορφοποίηση προϋποθέτει, βέβαια, συνεχώς επαναλαμβανόμενες ίδιες καταστάσεις για να ‘ναι αξιόπιστη.

Οι στατιστικές πρέπει να κινούνται μέσα στα πλαίσια ενός θεωρητικού παραδείγματος, από το οποίο και αντλούν στοιχεία, και να μην υποτάσσονται σε μια ιδεοληπτική γραμμή. Όσο δύσκολο είναι να ‘χουμε “value-free” στατιστικές, άλλο τόσο επικίνδυνο είναι ν’ αφήνουμε να διευρύνεται η έννοια του εγκλήματος και της παρέκκλισης που αφορούν ορισμένες ομάδες πληθυσμού.

Οι μετρήσεις παράγουν αριθμούς, αλλά οι επιστήμονες ερμηνεύουν τους αριθμούς αυτούς (κατανομές, συσχετίσεις, μεταβλητές, διαφορές, ροπές, τάσεις) με βάση ανεξάρτητους κανόνες δεοντολογίας και ευθύνης. Η επαγωγική στατιστική δεν στερείται αβεβαιοτήτων, αφού κάθε γενίκευση είναι επισφαλής. «Η στατιστική οντολογία προσφέρει ένα μοντέλο αναπαράστασης» της πραγματικότητας, το οποίο όμως εξαρτάται από τη φύση και τις πηγές της στατιστικής (δηλαδή αντιπροσωπευτικό δείγμα, αξιόπιστη μεθοδολογία κ.λπ.]. Γι’ αυτό συχνά οι στατιστικές αξίζουν όσο αξίζουν αυτοί που τις διεξάγουν, και η πραγματική ποινική κατάσταση τελικά είναι αυτή που «φωτογραφίζουν» κάθε στιγμή οι συγκεκριμένοι ερευνητές.

Οι στατιστικές συνήθως παραπέμπουν στο παρελθόν και, με την έννοια αυτή, θέλουν ειδική επεξεργασία για να συμβάλουν στην πρόβλεψη του μέλλοντος, καθώς οι συνθήκες έχουν, στο μεταξύ, αλλάξει. Η συγκυριακή ή και μισοπρόθεσμη στατιστική αλήθεια «δεν είναι αναγκαστική αλήθεια», αλλά μια όψη της, και μάλιστα αρκετά αφηρημένη. Γενικές μέθοδοι ή ειδικές τεχνικές δεν αρκούν για να μας πουν «πως το ποινικό σύστημα λειτουργεί». Κανένα δεδομένο από μόνο του δεν έχει νόημα. Πρέπει να συνδυαστεί και με άλλα για να συγκροτήσει «έννοια» (concept).

Η παραμόρφωση των πραγματικών δεδομένων καταλήγει συνήθως σε αποτυχίες πρόγνωσης ή σε «φάλτσα». Γι’ αυτό πρέπει να περάσουμε από την αφελή (naive) αποδοχή, σε μια κριτική προσέγγιση των στοιχείων. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμα περισσότερο, όταν ως αποκλειστικές πηγές πληροφόρησης έχουμε μόνο τα media.

Και τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ποιος ο ρόλος της ειδησεογραφικής κάλυψης της εγκληματικής πραγματικότητας;

Τα εγκληματικά νέα εκπαιδεύουν το κοινό σε ζητήματα ηθικής και κοινωνικής τάξης, αφού μέσω περιγραφών κι αναπαραστάσεων, κινητοποιούν ατομικά βιώματα και συλλογικό ασυνείδητο. Τα ΜΜΕ διαμεσολαβούν και κατασκευάζουν «αλήθειες», οι οποίες συχνά επηρεάζουν την Κοινή Γνώμη, διαπλάθοντας μία ψευδή συνείδηση και, εν τέλει, μία εικονική συναίνεση.

Οι «εικόνες στο κεφάλι», δηλαδή τα στερεότυπα του φόβου και της ανασφάλειας, διαμορφώνουν μια άλλη πραγματικότητα, όπου η συμμόρφωση και η τιμωρητικότητα κυριαρχούν. Η ποινική πραγματικότητα της εγκληματικότητας υποχωρεί προ μιας διαμεσολαβημένης και αλλοιωμένης αριθμολαγνείας ή και λαθεμένης χρήσης νομικών όρων και εννοιών.

Θεωρητικά, απέναντι στα media η Κοινή Γνώμη άλλοτε συμφωνεί (consensus), άλλοτε διαφωνεί με παραλλαγές (dissensus), άλλοτε συγκρούεται (conflict) και άλλοτε δεν σχηματοποιείται ως όλον, αλλά εκφράζεται μέσω ατομικών θέσεων (assensus). Στην πράξη, όμως, διά των ΜΜΕ διαμορφώνονται γενικές απόψεις για το έγκλημα, την παραβατικότητα, τις ετικέτες και το περιθώριο.

Mπορεί η κατασκευή του μηνύματος από τα media και η κατασκευή του νοήματος από τον (απο)δέκτη να μη συναντιώνται υποχρεωτικά στη συναίνεση ως προς τις αιτίες των προβλημάτων, συχνά όμως συγκλίνουν στην κατασταλτική λύση.

Πώς συμβάλλουν, λοιπόν, τα ΜΜΕ στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε περί εγκληματικότητας;

Επειδή το έγκλημα είναι μία είδηση omnibus (αφορά, δηλαδή, τους πάντες), ο θετικός ή αρνητικός ρόλος των ΜΜΕ, το αν δηλαδή θα παρέχουν πραγματική ή εικονική πληροφόρηση, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η δεοντολογία των δημοσιογράφων, οι πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες ιδιοκτητών, η διαπλοκή, η διαφθορά κ.λπ..

Κρίσιμο ρόλο, πάντως, παίζει και η αδυναμία των πολιτών (αναγνωστών, ακροατών, τηλεθεατών) να αποκωδικοποιούν σωστά σημασίες, ψευδο-γεγονότα, αποκρύψεις και ταυτίσεις. Πολλές φορές, οι «προσομοιώσεις» ενός εγκλήματος εν τω γίγνεσθαι, αν και κινούνται στον χώρο της φαντασίας, δημιουργούν στον αποδέκτη την ψευδαίσθηση της αυτοψίας (σαν να ήταν κι αυτός εκεί), και προκαλούν πραγματικές αρνητικές συνέπειες – φόβο, ανασφάλεια, ρατσιστικά ανακλαστικά. Υποσυνείδητες προσδοκίες των πολιτών και υπερεκτιμήσεις διαφόρων μορφών εγκληματικότητας καταλήγουν σε ηθικούς πανικούς και σε ενίσχυση των στερεοτύπων.

Η πίεση να δούμε την εγκληματική πραγματικότητα όπως μας τη λένε ή μας τη δείχνουν, και κι όχι όπως είναι, αλλά και οι υποκαθιστούμενες από τα κύματα εγκληματικότητας εμπειρίες, καθιστούν τα εγκλήματα, αλλά και την πρόληψη, «εικονικά  πραγματικά μεγέθη».

Η αξιοπιστία ή μη της ενημερωτικής πρόληψης εξαρτάται κατά πολύ από «το κρυμμένο πρόσωπο της πληροφορίας». Οι κρυμμένες ή αποσιωπούμενες αλήθειες στα crime news σχετίζονται, βέβαια, με την αμεσότητα, τη δραματοποίηση και τον αιφνιδιασμό, αλλά συνήθως τα ΜΜΕ παρασύρονται και παρασύρουν την Κοινή Γνώμη λόγω της μοναδικότητας, προσωποποίησης και απλοποίησης των συμβάντων.

Η ανακάλυψη (νέων;) κινδύνων, η πραγμάτωση (παλαιών;) κινδύνων και οι (νέες;) εχθρότητες ευνοούν τον ρόλο των ομάδων ποινικής πίεσης (penal pressure groups), που ζητάνε περισσότερο αστυνομικό έλεγχο και μεγαλύτερη καταστολή. Ενώ, δηλαδή, ο αρχικός σκοπός της σχετικής ενημέρωσης είναι η πρόληψη, στο τέλος ανεπαισθήτως (;) ενεργοποιούνται οι τιμωρητικοί μηχανισμοί.

Από την υπερβολή και τη συμβολοποίηση, στη γενίκευση και τον ηθικό πανικό, μια εκπομπή ή μια οιονεί – reality show είδηση δρόμος. Οι επιδράσεις του συρμού, η προπαγάνδα και η σπειροειδής  γραμμή της σιωπής παρερμηνεύουν το εγκληματικό γεγονός και προκαλούν ρωγμές στη δημόσια τάξη και την κοινωνική ειρήνη.

Η συµπερίληψη, η επιείκεια, η αίσθηση του συν-ανήκειν και η αλληλεγγύη ίσως αποδειχθούν τα πλέον πρόσφορα µέτρα για αντιµετώπιση της νεανικής παραβατικότητας

Ποια άλλα κοινωνικά προβλήματα βλέπετε να προκύπτουν, τα οποία συνδέονται με τον φόβο του εγκλήματος;

Ακόμα κι αν στα πρόσωπα των φοβισμένων πολιτών συμποσούνται κι άλλα προβλήματα πλην του φόβου  για/από το έγκλημα (π.χ. ασθένεια, ανεργία, αδιέξοδα), το αίσθημα αδυναμίας διαχείρισης της ψυχικής τους κατάστασης αποτελεί ένα διακριτό κοινωνικό φαινόμενο, πέραν ακόμα και από τις πιθανότητες θυματοποίησης.

Η βιωμένη ή μη ευαλωτότητα απέναντι στη βία (στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στον δρόμο, στην πόλη) δείχνει ότι ο φόβος δεν συνδέεται πάντοτε μόνο με το εγκληματικό γεγονός καθεαυτό, αλλά και με τις αναπαραστάσεις ή με την έννοια του κινδύνου που κρύβονται πίσω από αυτό, προκαλώντας ατομικό ή συλλογικό συναίσθημα αδυναμίας επιβίωσης – ο φόβος του παιδιού, της γυναίκας, του ηλικιωμένου, ο φόβος του ξένου, του άστεγου… Μπορεί ο πολίτης να υιοθετεί αμυντική στάση, κλειδωμένος στο σπίτι, καταλήγοντας κοινωνικά απομονωμένος και λαμβάνοντας υπερβολικά μέτρα ασφάλειας. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να υιοθετεί επιθετική στάση, καταφεύγοντας σε καταγγελίες, διώξεις, φυλετισμό ή και οπλοκατοχή.

Ωστόσο, κοινός παρονομαστής παραμένει ένας ηθικός πανικός που γεννάει ή διευρύνει τη μηδενική ανοχή. Το spiral της βίας και η δημοκρατικο-αξιακή διαχείρισή της δεν συνδέονται μόνο με συγκεκριμένους «κακούς εγκληματίες» ή με πολλά «αθώα θύματα». Αφορούν ολόκληρη την κοινωνία, η οποία, όταν παραμένει έμφοβη κι απαθής, αφήνει περιθώρια για μετεξέλιξη του εγκληματικού ρίσκου σε [αντι]κοινωνικό πόλεμο όλων έναντι όλων – φοβισμένων και μη.

Και ποιες στρατηγικές αντιμετώπισης μπορούν να εφαρμοστούν απέναντι σ’ αυτόν τον ηθικό πανικό και τις κοινωνικές προεκτάσεις του;

Το τρίπτυχο “sécurité – sûreté – certitude” πρέπει να ενοποιηθεί, για ν’ αποφύγουμε το κυνήγι μαγισσών ή τις «κοινωνικές καθάρσεις».

Οι εγκληματίες δεν είναι μονόχρωμοι, ούτε έχει ίδιον χρώμα ο φόβος των θυμάτων. Για ν’ αποκτήσει νόημα η Εγκληματολογία, αλλά και για να μην καταστεί ο έμφοβος πολίτης έρμαιο, από τη μία, «της κατασταλτικής διαχείρισης της ανασφάλειας» και, από την άλλη, «της άκρατης ιδεολογικοποίησης των κινδύνων» (χωρίς θεσμική αντιμετώπιση), οφείλουμε να εντάξουμε τον φόβο του εγκλήματος στον κύκλο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Ποιότητας Ζωής και της Προστασίας της Αξιοπρέπειας, του Πολιτισμού της Κοινωνικής Ειρήνης και της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Πρέπει να ξεφύγουμε από τον Πολιτισμό της Βίας και να επανέλθουμε στον Πολιτισμό της Αιδούς και της Ενοχής.

Η εκπαίδευση και η ευαισθητοποίηση του ευρέος κοινού σχετικά με τη νεανική παραβατικότητα κρίνεται ως κομβικής σημασίας για την εξάλειψη του φαινομένου. Σε ποιον βαθμό πρωτοβουλίες, όπως (και) το MAD Forum, μπορούν να συμβάλουν σ’ αυτή την προσπάθεια;

Οι εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης, όπως αυτές του MAD Forum, πρέπει να συνοδεύονται με συνεχή ενημέρωση και κοινωνική κινητοποίηση όλων των ενδιαφερομένων – με άλλα λόγια, όλης της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να μην υποθηκευτεί ή να μην υπονομευτεί το μέλλον της χώρας, που δεν είναι άλλο από το μέλλον των παιδιών μας.

Plan Be Mag
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.