Γιώργος Γεροντιδάκης | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Γιώργος Γεροντιδάκης
Συνεντεύξεις

Γιώργος Γεροντιδάκης: «Εννοείται ότι το “Grand Hotel” θα μπορούσε να είναι ασπρόμαυρο! Μη μας πάρουν μόνο την ιδέα…»

Ο Γιώργος Γεροντιδάκης δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος, και να το 'θελε. Ακόμα και σ' ένα σχετικά υποφωτισμένο μέρος στο κέντρο που καθίσαμε να τα πούμε, τον εντόπισαν όλοι: μια κοπέλα που τον είδε έξω απ' το τζάμι και στάθηκε να τον φωτογραφίσει, το προσωπικό που μας σέρβιρε, αλλά και κάτι κυρίες στο διπλανό τραπέζι, φανατικές του "Grand Hotel" στον ΑΝΤ1 (προφανώς), με την πιο τολμηρή της παρέας να του φωνάζει καθώς φεύγαμε «Γεια σου, Ρήγα!». Ευφραδής, έξυπνος, σοβαρός στις απόψεις του και πάντα μετρημένος, ο Γιώργος είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητάς ώρες, δρώντας καθοριστικά με την επιβλητικότητά του στην εξέλιξη της συζήτησης – όπως ακριβώς κι ένας «ρήγας» στα χαρτιά.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο Γιώργος Γεροντιδάκης δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος, και να το ‘θελε. Ακόμα και σ’ ένα σχετικά υποφωτισμένο μέρος στο κέντρο που καθίσαμε να τα πούμε, τον εντόπισαν όλοι: μια κοπέλα που τον είδε έξω απ’ το τζάμι και στάθηκε να τον φωτογραφίσει, το προσωπικό που μας σέρβιρε, αλλά και κάτι κυρίες στο διπλανό τραπέζι, φανατικές του “Grand Hotel” στον ΑΝΤ1 (προφανώς), με την πιο τολμηρή της παρέας να του φωνάζει καθώς φεύγαμε «Γεια σου, Ρήγα!». Ευφραδής, έξυπνος, σοβαρός στις απόψεις του και πάντα μετρημένος, ο Γιώργος είναι από τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητάς ώρες, δρώντας καθοριστικά με την επιβλητικότητά του στην εξέλιξη της συζήτησης – όπως ακριβώς κι ένας «ρήγας» στα χαρτιά.

Θα το ξεκινήσω λίγο ανορθόδοξα… Είναι γνωστό ότι έχεις ταλέντο στη φωτογραφία. Αν έπρεπε να αποτυπώσεις σε μια φωτογραφία το “Grand Hotel”, έτσι όπως εσύ το ζεις καθημερινά και το έχεις στο μυαλό σου, τι πιστεύεις ότι θα έδειχνε;

Κοίτα να δεις πώς το σκέφτομαι… Το “Grand Hotel” ξεκινά με μια λέξη που δείχνει κάτι μεγάλο, αλλά το “Hotel” που ακολουθεί μού φαίνεται «μικρό». Έχουμε ένα τεράστιο ξενοδοχείο, στο οποίο όμως όλα φαίνονται. Θα αποτύπωνα, λοιπόν, μια κλειδαρότρυπα.

Σε μια φωτογραφία δεν παίρνεις έτοιμη όλη την πληροφορία ή τον εσωτερικό κόσμο αυτού που βλέπεις – πρέπει εσύ να τον δημιουργήσεις. Είτε είναι ένα πορτρέτο, είτε είναι μια περίεργη στιγμή σε μια λεωφόρο… Το θέμα δεν είναι τι έχω τραβήξει εγώ· το θέμα είναι τι θες να δεις εσύ.

Δεν είναι, όμως, κάτι πολύ συγκεκριμένο η κλειδαρότρυπα;

Μα αν δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, δεν μπορεί να εστιάσει κάπου το μάτι. Αν θέλω να βγάλω εδώ που είμαστε μια φωτογραφία, θα βγάλω ένα μηχανάκι που βλέπω απέναντι. Δίπλα, όμως, από το μηχανάκι, υπάρχουν άλλες 300 ιστορίες! Δεν τραβάω αυτές γιατί θα χάσω το μηχανάκι, αυτό είναι ο πραγματικός μου στόχος για να ξεκινήσει η ιστορία.

Η φωτογραφία του “Grand Hotel” θα μπορούσε να έχει τρία διαφορετικά κόνσεπτ: μια κλειδαρότρυπα, ένα κλειδί κι ένα νήμα. Ίσως κι ένα τέταρτο: ένα επιτραπέζιο, ένα Cluedo. Πρέπει να εξιτάρεις τη φαντασία του άλλου – γι’ αυτό και η φωτογραφία δεν θα έδειχνε ένα πρόσωπο.

Για μένα η κλειδαρότρυπα δείχνει τη σύγχρονη κοινωνία. Η κλειδαρότρυπα υπήρχε πάντα, πόσω μάλλον σ’ αυτή την κοινωνία που μεγαλώσαμε εμείς. Αυτό το «τι θα πουν οι άλλοι», «γιατί απέτυχες στις Πανελλαδικές», «γιατί δεν έχεις παντρευτεί ακόμα», «γιατί δεν έχεις κάνει τίποτα, δεν βλέπεις ο απέναντι τι έχει καταφέρει;»…

Το κλειδί είσαι εσύ. Θα ανοίξεις μια πόρτα, η οποία δεν ξέρεις πού οδηγεί. Σαν ένας 18χρονος που βγαίνει για πρώτη φορά στην κοινωνία, και όλα είναι ανοιχτά. Και το νήμα είναι το νήμα της ζωής. Είναι σαν το «φιδάκι» που παίζαμε παλιά, το θυμάσαι; Ξεκινάς από το 0 και πρέπει να φτάσεις στο 100, ενώ παράλληλα μπορεί να πέσεις και να πρέπει να ξανα-ανέβεις.

Τι είναι αυτό που μπορεί να σε εμπνεύσει για να βγάλεις μια φωτογραφία; Ένα βλέμμα; Ένα χαμόγελο;

Φωτογραφίες έβγαζα σ’ όλες τις δουλειές μου, απλά πριν δεν τις ανέβαζα πολύ. Τις έβγαλα όλες σε φάσεις που περνάγαμε καλά – και είδα ότι αυτό άρεσε στους άλλους. Μια μέρα τράβηξα το συνεργείο. Όσο περνούσε ο καιρός, ήθελα κι εγώ με ένα τρόπο να πω ένα «ευχαριστώ» σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι το ξεκίνησα.

Έκανα πρόσφατα ένα ξεσκαρτάρισμα γιατί άλλαξα κινητό, και έπεσα πάνω σε φωτογραφίες που, από μόνες τους, λένε μια ιστορία – κι αυτή η ιστορία είναι που με ενδιαφέρει εμένα περισσότερο. Και βλέπεις και ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι πια μαζί μας. Είχα, ας πούμε, τον Δημήτρη τον Ήμελλο… Αυτό είναι συγκινητικό, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι ήσουν μαζί του σε πολλά στάδια, αλλά δεν το καταλάβαινες εκείνη τη στιγμή. Οπότε, λες «τελικά αξίζει να βγάλω μια φωτογραφία, να τραβήξω ένα στιγμιότυπο που θέλω να θυμάμαι», αυτό μπορεί να αποκτήσει μια αξία αργότερα.

Για μένα, πάντως, σίγουρα έχει αξία κάθε φωτογραφία που έχω τραβήξει – με ανθρώπους που είτε είναι στη ζωή μου, είτε δεν είναι στη ζωή μου πια, είτε δεν είναι γενικά στη ζωή.

Γιώργος Γεροντιδάκης

Έγχρωμη ή ασπρόμαυρη;

Ασπρόμαυρη! Εμένα μ’ αρέσει το φιλμ νουάρ ούτως ή άλλως… Θα ήθελα κάποτε να κάνω μια τέτοια ταινία.

Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τα πράγματα κάπως φωτίζονται διαφορετικά. Φωτίζονται περισσότερο τα μάτια, φωτίζονται διαφορετικά η χαρά και η λύπη… Επίσης, έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ δυσκολότερο να κάνεις διεύθυνση φωτογραφίας σε ασπρόμαυρη ταινία.

Θεωρείς ότι το “Grand Hotel” θα μπορούσε να είναι ασπρόμαυρο;

Εύκολα! Δεν κάνουμε υποδείξεις, βέβαια, στον σκηνοθέτη μας, τον κ. Βασιλειάδη… Αλλά ναι, εννοείται ότι θα μπορούσε! Μη μας πάρουν μόνο την ιδέα, να προλάβουμε να την κάνουμε εμείς! (γέλια) Αν πάει το σίριαλ για δεύτερη χρονιά, θα μπορούσε να είναι ασπρόμαυρο!

Δεν θυμάσαι πόσα Όσκαρ είχε πάρει, κάποια χρόνια πριν, το “The Artist”; Το οποίο ήταν και ασπρόμαυρο, και βωβό!

Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τα πράγματα που τους γυρνάνε πίσω, σε αναμνήσεις. Οπότε, μια ασπρόμαυρη σειρά δεν θα ήταν απλά κάτι διαφορετικό – δεν αναζητάς αυτό. Αναζητάς κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό… Αναζητάς αυτά που δεν φαίνονται, για να τα «φωτίσεις».

Μα και τώρα που βάζουν χρώμα στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, δεν νιώθεις ότι…

…ότι χάνουν λίγο την αξία τους; Εγώ, πάντως, θα ήθελα πάρα πολύ να ξανακάναμε μια «Λόλα»!

Κι αν έπρεπε να φτιάξεις μια αυτοπροσωπογραφία, η οποία να δείχνει όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά τον Γιώργο, πώς ακριβώς θα ήταν αυτή η φωτογραφία;

Αυτό που σίγουρα θα έκανα, για να δω τις διαφορές, θα ήταν να «χωρέσω» τον σημερινό Γιώργο στο παιδί που ήταν όταν ξεκίνησε. Θα είχα τον Γιώργο όπως ήταν στο “Peppermint”, και θα προσπαθούσα να εντάξω στο πρόσωπό του τον σημερινό Γιώργο των 36 χρόνων.

Όταν έκλεισα 20 χρόνια στη δουλειά, είχα κάνει κάποιες ίδιες φωτογραφίσεις, ήθελα κάπως να το γιορτάσω: είχα, ας πούμε, μια φωτογραφία από το “Peppermint” στην οποία ξυρίζομαι, και έβγαλα μία ακριβώς ίδια, μεγάλος. Είναι σαν να δείχνεις πώς επιδρά ο χρόνος σε ένα παγωμένο πρόσωπο.

Και τι σου δείχνουν εσένα για τον Γιώργο αυτές οι φωτογραφίες;

Πέρα από την περηφάνια που μπορεί να νιώσεις για τον εαυτό σου, που πέρασαν τόσα χρόνια κι εσύ έχεις καταφέρει να υπάρχεις ακόμα στον χώρο, αισθάνεσαι και τη μεγάλη ευθύνη που φέρει όλο αυτό. Διότι υπάρχει και το βάρος των προσδοκιών που έχουν οι άλλοι για σένα…

Βλέπω μια ευχάριστη διαδρομή, για την οποία δεν μπορώ να πω ότι είχε τεράστιες δυσκολίες. Είχε όμως πολύ πόνο, υπό την έννοια ότι, για να καταφέρεις κάτι, πρέπει να μοχθήσεις. Είναι αυτό που μου είχε πει ένας φίλος μου όταν τελείωσαν οι «Μέλισσες»: «Και τώρα πρέπει να το χαρείς!». Και η δική μου απάντηση ήταν «Πώς;».

Αυτή, λοιπόν, είναι η απάντησή μου στην ερώτησή σου: «Πώς; Πώς μπορώ να το χαρώ όλο αυτό;».

Έχεις βρει απάντηση;

Όχι. Ακόμα την ψάχνω. Η ερώτηση αυτή είναι κάτι που με απασχολεί μόνιμα.

Οι δυο μας έχουμε να τα πούμε περίπου τρία χρόνια. Αυτό το χρονικό διάστημα, είχες μία άκρως επιτυχημένη παρουσία και τηλεοπτικά και θεατρικά, κάνοντας πολλούς να ασχοληθούν και με τη ζωή σου (κάτι που δεν γινόταν πριν). Σε έχει μάθει κάτι αυτή η περίοδος; Έχεις γίνει κάπου σοφότερος – είτε όσον αφορά τα επαγγελματικά σου, είτε τα προσωπικά σου;

Όλα αυτά είναι, ούτως ή άλλως, στο πρόγραμμα – αυτό είναι το ένα κομμάτι.

Το άλλο κομμάτι έχει να κάνει και με τη δική σου ωρίμανση, που έρχεται με τα χρόνια. Ναι, μπορεί να μην κάνω πια τα ίδια λάθη, κάνω όμως άλλα.

Η τελευταία πενταετία (το πιάνω από το 2019 που ξεκίνησαν οι «Μέλισσες») ήταν αρκετά έντονη. Και αυτή η πενταετία είχε μόνο ωραία σκαλοπάτια ν’ ανέβεις.

Κοίταξε να δεις… από τη στιγμή που αναλαμβάνεις την ευθύνη να αλλάξεις πλεύση σε όλα τα επίπεδα (επαγγελματικά, συναισθηματικά κ.ο.κ.), γνωρίζεις ότι θα αντιμετωπίσεις και κύματα. Το θέμα είναι να ξέρεις να κολυμπάς.

Ζούµε σε µια εποχή, στην οποία συµβαίνουν τραγικά πράγµατα. Το να φοβάµαι εγώ αν θα ασχοληθούν µαζί µου δυο µέρες, δεν µε απασχολεί καθόλου.

Κι από κολύμπι πώς τα πας;

Σαν φυσική δύναμη, ήμουν έτοιμος να κολυμπήσω. Και αποδείχθηκε ότι όντως κολύμπησα.

Το ότι θα μιλούσαν για μένα δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, ούτε και με ενδιέφερε. Από την άλλη, ζούμε σε μια εποχή στην οποία συμβαίνουν τραγικά πράγματα. Το να φοβάμαι εγώ αν θα ασχοληθούν μαζί μου δυο μέρες, δεν με απασχολεί καθόλου.

Άρα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα.

Ακριβώς. Φτάνει να ξέρεις ποιο είναι το πρόγραμμα.

Υπάρχει ένα μέτρο σε όλα: κάνε αυτό που θέλεις, ζήσε αυτά που θέλεις, όπως τα θέλεις, δούλεψε εκεί που θέλεις, αλλά φρόντισε να ξέρεις γιατί πας.

Είσαι άνθρωπος του μέτρου, λοιπόν…

Είμαι του ακραίου μέτρου. Είμαι της άποψης «Το θέλεις; Πρέπει να το κάνεις».

Πιστεύω ότι πρέπει να συλλέγεις τις εμπειρίες που φέρνει η ζωή στον δρόμο σου, για να μπορέσεις να προχωρήσεις παρακάτω. Απλά χρειάζεται ένας αυτο-έλεγχος όταν πια φτάσεις σε σημείο που μπορεί να ξεφύγεις.

Έχεις πει ότι μέσα στους στόχους σου είναι και το εξωτερικό. Αυτό πώς ακριβώς το σκέφτεσαι: Θα μπορούσες π.χ. να φύγεις από την Ελλάδα και να πας στην Αμερική να δοκιμάσεις την τύχη σου; Ή να επιλέγεις να συμμετέχεις σε σειρές και ταινίες που έχουν τις προδιαγραφές να προβληθούν από μια μεγάλη πλατφόρμα, ανοίγοντάς σου πόρτες για έξω;

Θα σου πω πώς το σκέφτομαι. Ξέρουμε ότι υπάρχει μια καστοποίηση των ανθρώπων που πάνε στην Αμερική να κυνηγήσουν το όνειρό τους – συνήθως καταλήγουν να παίζουν πολύ συγκεκριμένους ρόλους. Άρα, είναι όλο το πράγμα πιο «κλειστό».

Εμένα, επειδή η μάνα μου γεννήθηκε στο εξωτερικό, στη Βενεζουέλα, και όλη μου η οικογένεια μιλάει ισπανικά, τη γλώσσα αυτή την είχα από πολύ νωρίς «στο αυτί» και στην κουλτούρα μου. Άρα, τα ισπανικά είναι γενικώς πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πήγαινα συγκεκριμένα στην Ισπανία – μιλάω γενικώς για ισπανόφωνες δουλειές. Θα μπορούσε να γίνει και στην Αμερική ή τη Λατινική Αμερική. Πιστεύω ότι, λόγω βιωμάτων, κάτι τέτοιο είναι πιο συμβατό με μένα.

Φυσικά και είναι ευχής έργον να κάνεις μια σειρά που θα προβληθεί διεθνώς και θα κάνει επιτυχία. Οι «Μέλισσες», ας πούμε, είχαν προβληθεί στην Πολωνία και, ξαφνικά, άρχισαν να μου έρχονται στο instagram πολωνικά μηνύματα! Στην αρχή νόμιζα ότι με είχανε χακάρει!

Γενικά είσαι ο άνθρωπος που θα καθίσει να παρακολουθήσει σειρές ή ταινίες στο Netflix; Γιατί εκεί κι αν υπάρχουν ισπανικές σειρές!

Στο Netflix υπάρχουν πολλά ισπανικά αστυνομικά έργα, τα οποία είναι πάρα πολύ ωραία φτιαγμένα. Για μένα, οι Ισπανοί ήταν εκείνοι που έδειξαν τον δρόμο του αστυνομικού περιεχομένου, αυτού του «μπερδέματος» – και σκηνοθετικά, και υποκριτικά. Οπότε, δεν παρακολουθώ απλά…

Εξάλλου, δεν μπορώ να ξεχάσω ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι, το οποίο έβλεπε όλες τις ισπανικές σαπουνόπερες που μας έφερναν στην Ελλάδα. Τα έβλεπα όλα – και τα βλέπω ακόμα!

Θα έπαιζες δηλαδή σε κάτι τέτοιο, αν σου προέκυπτε;

Πάντα ήθελα να παίξω σε μια τηλε-νουβέλα! Μα και τώρα παίζω! Με έναν τρόπο, το κατέκτησα αυτό το παιδικό μου όνειρο…

Αν παρακολουθήσεις μια ισπανική τηλε-νουβέλα χωρίς υποτίτλους, τα καταλαβαίνεις όλα;

Μπορεί όχι τα πάντα, αλλά σχεδόν όλα, ναι!

Αν κληθείς, δηλαδή, να παίξεις αύριο σε μια ισπανική τηλε-νουβέλα, πας άνετα και παίζεις;

Ε, όχι… αυτό θέλει προετοιμασία, μεγάλη προετοιμασία.

Θέλω να ξεκινήσω ισπανικά για να πάρω το δίπλωμα – το λέω συχνά στον εαυτό μου, κυρίως για να μπω στη διαδικασία να το κάνω και να προχωρήσω μετά στο επόμενο στάδιο. Αυτή τη στιγμή, ό,τι ξέρω από ισπανικά είναι καθαρά εμπειρικό. Αν θέλω να το αξιοποιήσω επαγγελματικά, κάποια στιγμή, πρέπει να ασχοληθώ πιο σοβαρά.

Δεν μου είπες, όμως… Είσαι ο τύπος που θα καθίσει να κάνει μαραθώνιο παρακολούθησης σειρών;

Όχι ιδιαίτερα. Οι τελευταίες σειρές που κάθισα να δω έτσι, σε μαραθώνιο, ήταν το “Peaky Blinders” και το “Casa de Papel”. Τώρα, αν με ρωτήσεις τι προτιμώ π.χ. μεταξύ “Casa de Papel” και “Locked Up”, θα σου πω “Casa de Papel”. Ήταν φοβερό το ότι σε έκανε μέρος της ληστείας, ουσιαστικά σε έκανε να είσαι με τους «κακούς»!

Σου έχω ένα πολύ σοβαρό δίλημμα. Ας πούμε ότι μπορείς να παρακολουθήσεις μόνο ένα απ’ τα δύο: “Casa de Papel” ή Ολυμπιακός – Λαμία, κι ας μην έχει κανένα βαθμολογικό ενδιαφέρον;

Ε, τη σειρά θα έβλεπα! Στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον! Αν μου έλεγες ευρωπαϊκό παιχνίδι, θα σου απαντούσα το παιχνίδι. Μέχρι και ταξίδι μπορεί να πήγαινα για να το δω.

Ε, ήθελα να δω πόσο πωρωμένος Ολυμπιακός είσαι… (γέλια)

Ξέρεις τι θα μπορούσα να κάνω; Να βλέπω τη σειρά και να έχω δίπλα ανοιχτό το κινητό, τύπου τρανζιστοράκι, για να παρακολουθώ το αποτέλεσμα. Εντάξει, θα το ‘χω χαμηλά! (γέλια)

Ο Ρήγας έχει τεράστιο θέµα µε την απώλεια, είναι η αχίλλειος πτέρνα του.

Μ’ έχεις λίγο μπερδέψει πάντως. Εγώ για ποδοσφαιριστή σε ήξερα, αλλά τώρα τελευταία σε βλέπω να παίζεις μπάσκετ σε κάτι τουρνουά. Τέτοια προδοσία; (γέλια)

Ε, όχι! Κατ’ αρχάς, παίζω ποδόσφαιρο κάθε Σάββατο με το Σωματείο των Ηθοποιών!

Θα σου απαντήσω όμως: δεν κάνω διαχωρισμούς στον αθλητισμό. Αν αύριο μου πεις «έχουμε ένα τουρνουά πινγκ πονγκ», εγώ θα έρθω και θα παίξω! Beach volley; Θα παίξω και beach volley! Δεν θα πω «είμαι ποδοσφαιρικός, δεν έρχομαι». Είναι όμορφο να συμμετέχεις σε τέτοια τουρνουά, ειδικά όταν τα περισσότερα γίνονται για καλό σκοπό.

Με το Σωματείο των Ηθοποιών έχουμε παίξει πολλές φορές για παιδιά ή και ενήλικες που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα – και εκεί καταλαβαίνεις τι ακριβώς συμβαίνει στην κοινωνία μας. Στο τελευταίο φιλανθρωπικό που παίξαμε συγκινήθηκα πάρα πολύ. Μια ολόκληρη κοινωνία, αλλά και το Υπουργείο Υγείας, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν μια γυναίκα με φοβερά προβλήματα υγείας να φύγει στο εξωτερικό, και βοήθησαν οι άνθρωποι του Περάματος και της Δραπετσώνας από το υστέρημά τους. Τι να λέμε τώρα… Δεν θέλω να το προχωρήσω, γιατί θα μπούμε σε πολιτική συζήτηση.

Θα παραμείνω στα περί αθλητισμού. Σ’ έχω δει και ως καλεσμένο σε αθλητική εκπομπή – ήσουν καλός! Θα μπορούσες να συμμετέχεις σε κάτι τέτοιο πιο σταθερά; Το έχεις σκεφτεί ποτέ;

Θεωρώ ότι πάντα μαθαίνεις· όταν αγαπάς κάτι, μπορείς να το εξελίξεις. Θα μπορούσα να δεχτώ τη λογική της ανάλυσης του ποδοσφαίρου, όχι από την πλευρά των επαγγελματιών του χώρου, αλλά από μια διαφορετική σκοπιά.

Ούτως ή άλλως, μεγάλη μου αγάπη είναι το ραδιόφωνο. Θα έκανα, λοιπόν, μια τέτοια ραδιοφωνική εκπομπή, αλλά όχι μόνος μου. Θα μπορούσα να συμμετέχω σε μια εκπομπή που να έχει μια κοινωνικο-πολιτικο-αθλητική ματιά. Αυτά που γίνονται στον χώρο του αθλητισμού έχουν καθρέφτη την κοινωνία. Κι εμένα με ενδιαφέρει πολύ αυτή η σκοπιά.

Ας πάμε, όμως, και στο “Grand Hotel” του ΑΝΤ1…

Κατ’ αρχάς, πρέπει να πούμε ότι το “Grand Hotel” είναι κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Πρώτη φορά βλέπουμε μια τέτοια αστυνομική σειρά. Κι επειδή είχα την τύχη να ασχολούμαι με το αστυνομικό έργο λόγω της Κάτιας (Δανδουλάκη), στο «Διάλεξε τον θάνατό σου αγάπη μου», έχω καταλήξει στο ότι το κλειδί σε αυτού του είδους τα έργα είναι το «τύλιγμα» και το «ξετύλιγμα» της υπόθεσης.

Εδώ δεν πρόκειται για μια σειρά που βασίζεται στους έρωτες – δεν λες «παρακολουθώ την ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού, και παραδίπλα υπάρχουν και κάποιοι φόνοι». Παρακολουθείς μια ιστορία μυστηρίου, με πολλά παρακλάδια: ένα ερωτευμένο ζευγάρι, δύο μωρά, συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες κι ένα χρυσό μαχαίρι στη γωνία. Αυτές είναι κάποιες συνδέσεις που πρέπει να κάνει ο θεατής. Άρα, αυτή η σειρά δεν θα μπορούσε απλά να είναι ασπρόμαυρη· θα μπορούσε να διαδραματίζεται ακόμα και μέσα σε διαστημόπλοιο!

Είναι σαν κόμικ. Θα μπορούσε να έχει χρώμα μόνο η σάλα, και όλα τα υπόλοιπα να είναι γκρίζα – διότι, στην πραγματικότητα, όλοι οι χαρακτήρες είναι «γκρίζοι». Έχουν και μια αφέλεια οι ρόλοι σε κάποιες περιπτώσεις, που σε κάνουν να λες «Μα καλά, αφού είναι όλα μπροστά στα μάτια του, γιατί δεν τα βλέπει;». Μα κάπως πρέπει να δοθεί πάτημα για να συνεχίσει η ιστορία!

Στο ισπανικό είχαν, όλα κι όλα, 40 επεισόδια. Εμείς εδώ έχουμε 150. Άρα, με κάποιον τρόπο πρέπει να γεμίσουμε τις «τρύπες» – και δεν είναι λίγες.

Γιώργος Γεροντιδάκης

Παρόλα αυτά, δεν νιώθεις να «κάνει κοιλιά» η ιστορία. Συνεχώς υπάρχουν εξελίξεις.

Ισχύει. Αλλά είναι όλο πολύ δύσκολο. Καλούμαστε να κάνουμε ένα καθημερινό σίριαλ με αισθητική εβδομαδιαίου. Είναι άθλος αυτό το πράγμα για όλους – από τον παραγωγό μας, τον κ. Καραγιάννη, μέχρι τον σκηνοθέτη μας, τον κ. Βασιλειάδη, κι από το συνεργείο μέχρι τους ηθοποιούς!

Και το καλό με αυτή τη σειρά είναι ότι δείχνει μια σταθερότητα. Κρατάει σε μεγάλο βαθμό το κοινό της, δεν χάνει εύκολα και σταδιακά κερδίζει κι άλλους. Εγώ το είχα πει εξαρχής: τα αστυνομικά έργα θέλουν χρόνο.

Αν και νομίζω ότι το “Grand Hotel” έδειξε από νωρίς τη δυναμική του…

Σαφώς! Το θέμα είναι να μάθει ο κόσμος να παρακολουθεί συνολικά τον μύθο, και όχι να εστιάζει μόνο στην ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού. Το βασικό στοιχείο της σειράς δεν το έχουμε δει καν ακόμα!

Και, παράλληλα, υπάρχουν και άλλες ιστορίες, λίγο πιο ανάλαφρες, λίγο πιο κωμικές…

Ε, αυτό με τα κωμικά στοιχεία είναι πολύ έξυπνο!

Φυσικά και είναι! Και, αν πρόσεξες, δεν είναι οι περιπτώσεις που θα ξεκαρδιστείς. Το χιούμορ στο “Grand Hotel” είναι λίγο πιο φλεγματικό, λίγο πιο… εγγλέζικο.

Εγώ, ας πούμε, γελάω πολλές φορές με την Κυβέλη. Όπως γελάω πολύ με τον Σκιαδαρέση και τον Σκουρλέτη. Και δίπλα μπορεί να έχει γίνει ένας φόνος! Είναι λίγο «Αγκάθα Κρίστι»: εμπεριέχει το χιούμορ, κρατώντας όμως τους χαρακτήρες ατσαλάκωτους.

Κι αυτός ο Ρήγας, ρε παιδί μου… πολύ κακός… Εκτός κι αν το γυρίσει τούμπα κάποια στιγμή, όπως είχε γίνει με τον Μελέτη στις «Μέλισσες». Εσύ θεωρείς ότι είναι φύσει κακός ή έγινε εξ ανάγκης;

Ο Ρήγας είναι στην αρνητική πλευρά της ιστορίας, ούτως ή άλλως. Το αν αντιληφθούμε για ποιον λόγο βρίσκεται εκεί, είναι άλλο. Έτερον εκάτερον.

Θα σου πω, όμως, κάτι άλλο. Κάποιοι άνθρωποι που έβλεπαν τις «Μέλισσες» και μετά τον «Σασμό», μπορεί να θεωρούν ότι βλέπουν τον Γιώργο στο ίδιο μήκος κύματος. Έχουν χάσει, όμως, μια μέση. Δεν θα μπω στη φάση αιτιολόγησης, γιατί δεν με συμφέρει – και ίσως είναι και καλύτερα έτσι.

Θεωρώ ότι ο Ρήγας είναι φύσει κακός. Ο Μελέτης ήταν μεν κακός, αλλά ήταν άνθρωπος· υπερασπιζόταν αυτούς που αγαπούσε μέχρι θανάτου – και το απέδειξε. Ο άλλος είναι ρομπότ, θεωρεί ότι είναι το εξάρτημα που κινεί τα πάντα.

Ο Ρήγας έχει τεράστιο θέμα με την απώλεια: απώλεια διεύθυνσης του ξενοδοχείου, απώλεια αγάπης, απώλεια κρίσιμων στοιχείων, απώλεια συζύγου… Αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα του. Κι αυτό φαίνεται όταν, εκεί που θα έπρεπε να ασχολείται με σημαντικά θέματα, εκείνος ασχολείται με το «πού είναι η Αλίκη». Μπαίνει και σκοτώνει σχεδόν στο ξύλο την καμαριέρα που έγραψε το γράμμα, αντί να δράσει αμέσως και να σώσει την Αλίκη από τη φυλακή – όχι: θέλει πρώτα να μάθει, γιατί θέλει να έχει το πάνω χέρι και να μη βρεθεί προ εκπλήξεων.

Αν μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τον Ρήγα κάπου στο “Grand Hotel”, θα λέγαμε ότι είναι το μάτι του ξενοδοχείου.

Το μάτι; Όχι το χέρι;

Το μάτι! Αν θέλουμε να αντιπαραβάλουμε τους δύο κακούς, Ρήγα και Μελέτη, ο Μελέτης είναι ξεκάθαρα το χέρι, ο εκτελεστής. Ο Ρήγας ό,τι έχει κάνει, το έχει πια κάνει για να φτάσει στη θέση που είναι σήμερα. Απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του και προσπαθεί να μην τους χάσει.

Έχει τεράστιο θέμα με το «εγώ» του, γι’ αυτό και χάνει σταδιακά τα κεκτημένα του: δεν πιστεύει ότι η Αλίκη θα γυρνούσε ποτέ να κοιτάξει ένα σερβιτόρο. Αλλιώς, είναι όλα εκεί, μπροστά του! Δεν πιστεύει ότι η Αλίκη είναι ικανή να ανοίξει το χρηματοκιβώτιό του. Δεν πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι δίπλα του είναι πιο έξυπνοι από εκείνον.

Θα µπορούσα να συµµετέχω σε µια ραδιοφωνική εκποµπή που να έχει µια κοινωνικο-πολιτικο-αθλητική µατιά.

Θα σου πω τι με εντυπωσιάζει στον Ρήγα Αλεξίου: είναι ένας τύπος που δεν εκφράζει ποτέ κανένα συναίσθημα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ό,τι κι αν συμβαίνει, είναι «παγωμένος». Παρόλα αυτά, ως θεατής αντιλαμβάνεσαι πότε έχει θυμώσει, πότε έχει ανησυχήσει, πότε στεναχωριέται…

Για τον εαυτό του στεναχωριέται, για κανέναν άλλον!

Ο χαρακτήρας αυτός έχει στιγμές. Θα τον δεις να «σπάει» για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά αμέσως επανέρχεται. Δεν θα δεις ποτέ ποσότητα. Ακόμα και στο επεισόδιο με τη γέννα της Ελένης, έμεινε απόλυτα ψύχραιμος. Πήγε, τη φίλησε στο στόμα, μέχρι και τσιγάρο άναψε! Και όταν γέννησε, της είπε «και τώρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» – λες και δεν ήταν δικά του τα παιδιά.

Παράλληλα, όμως, πιέζει την Αλίκη να κάνουν παιδί. Γιατί; Επειδή νιώθει ότι του πήραν το «δικό του πράγμα», το έχουν άλλοι! Αυτό, τουλάχιστον, πιστεύω εγώ. Δεν είναι εύκολο να χαρτογραφήσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει διαφορετικά.

Θα δούμε στην πορεία ότι ο Ρήγας έχει αυτό το προσωπείο, γιατί κάποτε, πολύ παλιά, ήταν υποχρεωμένος να φοράει πολλά προσωπεία για να μπορέσει να αντέξει αυτό που γινόταν. Αυτό, βέβαια, δεν τον δικαιολογεί, αλλά σου εξηγεί γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο προσωπείο. Διότι, όντως, έφτασε εκεί που έφτασε μόνος του, με τις ικανότητές του, ακόμα κι αν όσα έκανε ήταν πολύ άσχημα. Είναι αδίστακτος, γιατί και η ζωή υπήρξε αδίστακτη μαζί του. Είναι ένας χαρακτήρας με συναισθηματική αναπηρία.

Σου έχω κι άλλη μία ερώτηση: μόνο εγώ αισθάνομαι ότι πλανάται στην ατμόσφαιρα κάτι ερωτικό μεταξύ Ρήγα και Κυβέλης; Είναι κάτι βλέμματα, κάτι παύσεις… (γέλια)

Το είχαμε συζητήσει πολύ με τη Δάφνη (Λαμπρόγιαννη) αυτό το κομμάτι διότι, όντως, έχουν ένα πολύ περίεργο δέσιμο αυτοί οι δύο χαρακτήρες.

Δεν ξέρω κάτι γι’ αυτό, θα είμαι ειλικρινής. Εγώ θεωρώ ότι πρόκειται για δύο χαρακτήρες που ξέρουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Έχουν καλύψει ο ένας τον άλλον, έχουν μοιραστεί δύσκολες στιγμές ο ένας του άλλου. Οπότε, υπάρχει μια επικοινωνία ματιών, η οποία δεν υπάρχει με άλλους χαρακτήρες.

Όπως σου είπα και πριν, είμαστε μια σειρά 150 επεισοδίων. Στο επεισόδιο 30, μπορεί να μη φαινόταν κάτι τέτοιο· έχουν συμβεί πολλά, όμως, από τότε. Αυτό που μου λες είναι πολύ καλό, γιατί δείχνει ότι αυτή η ιδιαίτερη σχέση των δύο χαρακτήρων που είχαμε εντοπίσει με τη Δάφνη, βγαίνει προς τα έξω.

Όπως και να το δεις, έναν άνθρωπο που είναι σκάρτος δεν τον θέλεις για την κόρη σου – κι όμως, η Κυβέλη την παντρεύει μαζί του, και τον κάνει και διευθυντή του ξενοδοχείου! Ούτε τον συγχωρείς όταν κάνει τόσο σοβαρά λάθη! Κι αυτό είναι αμφίδρομο, ισχύει και από την πλευρά του Ρήγα. Υπάρχει η δασκάλα, υπάρχει και ο μαθητής· τον έχει ανάγκη και την έχει ανάγκη.

Νομίζω ότι υπάρχει ένας αλληλοθαυμασμός μεταξύ τους. Είναι δύο τεράστια «εγώ» που αλληλοσυμπληρώνονται. Αν αυτοί οι δύο «σπάσουν», νομίζω ότι θα είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα…

Όταν είχαμε έρθει οι δημοσιογράφοι για την παρουσίαση της σειράς, η Καλλιόπη (Χάσκα) είχε πει «θα ζητήσω να μην έχω σκηνές με Γεροντιδάκη και Κουκουράκη μαζί, γιατί με κάνουν να γελάω και δεν μπορώ να μείνω σοβαρή στο γύρισμα». Ακόμα την ταλαιπωρείτε; (γέλια)

Με τον Γιάννη είμαστε και φίλοι. Έχουμε περάσει από 40 κύματα ως ρόλοι, από την εποχή ακόμα των «Μελισσών», οπότε υπάρχουν κάποια κωδικοποιημένα πράγματα που μας κάνουν να γελάμε. Μπορεί να είμαστε π.χ. και οι τρεις στο δωμάτιο, να πω εγώ «φεύγω», και να πει ο Γιάννης «ναι, ναι, φύγε εσύ, θα κάτσω εγώ εδώ με τη γυναίκα σου…» (γέλια).

Η Καλλιόπη δεν είχε μάθει ακόμα τον ρυθμό μας, μας έβλεπε και τους δύο έτσι ψηλούς, και μάλλον της φαινόμασταν σοβαροί – περίμενε ότι θα κυλούσαν όλα πολύ ρόδινα! (γέλια) Είναι χαλαρή και η ίδια πια, μας κατάλαβε νωρίς!

Επιπλέον, υπάρχουν και κάτι σκηνές που, αν δεν τις διακωμωδήσεις λίγο την ώρα εκείνη, δεν έχουν και λογική. Παραείναι αφελείς οι χαρακτήρες σε κάποια σημεία.

Και μια και το είπαμε πριν… Το “Grand Hotel” θα πάει και δεύτερη χρονιά; Τι μαθαίνετε;

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, δεν ξέρουμε τίποτα επίσημο. Αλλά εγώ έτσι πιστεύω!

O Γιώργος Γεροντιδάκης στο Instagram

Plan Be Mag
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.