Συναντηθήκαμε στο Θέατρο Βεάκη, εκεί όπου κάθε βράδυ μεταμορφώνεται σε Λωξάντρα. Την ταλαιπωρούσε ο λαιμός της, η φωνή της ήταν κουρασμένη – στην αρχή. Γιατί, στην πορεία, όσο πιο πολύ μιλούσε για τον θεατρικό της ρόλο (αυτό το “δώρο” που της έφερε η ζωή), αλλά και για τον τηλεοπτικό “δεύτερο εαυτό” της, τη Βούλα, το πρόβλημα άρχισε να εξαφανίζεται και το πρόσωπό της να αλλάζει όψη. Η Ελένη Κοκκίδου είναι ακριβώς όπως την περιμένεις: πληθωρική, γλυκιά, προσηνής. Αλλά, κυρίως, ερωτευμένη: με τα μυστήρια της ζωής, με τη δουλειά της, με τους χαρακτήρες που υποδύεται. Ίσως γι’ αυτό να την αγαπάμε κι εμείς τόσο πολύ.
συνεντεύξη στη Mαρία Λυσάνδρου
– Αν σας ρωτούσε κάποιος ποιος είναι ο σημαντικότερος λόγος για να δει κανείς τη “Λωξάντρα”;
Για να ξαναγυρίσει πίσω στην παιδική του ηλικία, στις παιδικές του αισθήσεις και μυρωδιές, τότε που ζει κανείς κάτω από την “ομπρέλα” της οικογένειας – της στενής, αλλά και της ευρείας οικογένειας. Αυτήν την αίσθηση της ασφάλειας, του δοσίματος των μεγάλων προς τα παιδιά, της φροντίδας και της αγάπης, μας τη δίνει η φιγούρα της Λωξάντρας. Άρα, θα συγκινηθεί, θα γελάσει, θα κλάψει, θα αισθανθεί, θα θυμηθεί και θα μυρίσει· θα μπουν σε λειτουργία οι πέντε του αισθήσεις.
– Τις έχουμε ανάγκη τέτοιου είδους παραστάσεις, ειδικά τώρα, σε μια δύσκολη εποχή;
Πάρα πολύ. Κρίνοντας από το πώς λάμπει το πρόσωπο των ανθρώπων, όταν τους λέω “Παίζω τη Λωξάντρα!”… Και, αν κρίνω και από τον αριθμό των ανθρώπων που έρχονται να δουν την παράσταση, θα έλεγα πως, ναι, την έχουμε μεγάλη ανάγκη. Γιατί σήμερα ο κόσμος είναι λίγο “άπατρις” – η ίδια η ζωή του, δηλαδή, τον κάνει έτσι. Είναι “αλαφιασμένος”. Δεν ζει το παρόν, γιατί δεν τον στηρίζει το παρελθόν του και το μέλλον του είναι πολύ νεφελώδες…
Αυτή, λοιπόν, η παράσταση τού δίνει τη δυνατότητα να γυρίσει στο παρελθόν και στο βασικό σύστημα που στηρίζει την ανθρώπινη κοινωνία, το σύστημα της οικογένειας.
– Βλέπω ότι τονίζετε πολύ το στοιχείο της οικογένειας. Είναι ένας θεσμός που έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια…
Έχει πληγεί πάρα πολύ. Λόγω κρίσης, οι άνθρωποι δουλεύουν περισσότερο –αυτοί που μπορούν και δουλεύουν–, μπορεί να κάνουν 2 και 3 δουλειές. Αυτό σημαίνει ότι δεν βλέπονται οι άνθρωποι, δεν ζουν ο ένας με τον άλλον, ζουν χωριστά. Εδώ και χρόνια δεν υπάρχει πια, στις μεγαλουπόλεις τουλάχιστον, το κυριακάτικο τραπέζι, δεν υπάρχει αυτή η συνεύρεση των ανθρώπων το μεσημέρι, που τρώνε όλοι μαζί. Και γενικώς ο άνθρωπος ζει μόνος του, εσωτερικά ζει μόνος του…
– Έχετε δει καθόλου τις ηλικίες που έρχονται να δουν την παράσταση;
Όλες οι ηλικίες!
– Και μικρότεροι; Γιατί για τους μεγαλύτερους το καταλαβαίνω…
Τους φέρνουν οι μεγαλύτεροι! Φέρνουν τα παιδάκια τους, έρχονται πολλές γιαγιάδες με τα εγγόνια τους. Γιατί αυτή είναι η παράδοσή μας ως κοινωνίας. Η Πόλη και η Μικρά Ασία είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, ένα κομμάτι του πολιτισμού μας.
Αυτοί έφεραν τον πολιτισμό του “ευ ζην” στην Ελλάδα, μέσω του τρόπου που ντύνονταν, που φρόντιζαν τον εαυτό τους οι γυναίκες, μέσω του τρόπου που μαγείρευαν. Το φαγητό γι’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν μια στάση ζωής, ήταν κάτι συμβολικό: ήταν η ευδαιμονία της ζωής, την οποία δεν γνώριζε εδώ ο κόσμος πριν – ήταν πιο “δωρικός” ο κόσμος στην Ελλάδα. Όταν ήρθαν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, έφεραν αυτόν τον πολιτισμό της μυρωδιάς, της γεύσης, των χρωμάτων…
Η Πόλη ήταν ένα κοσμοπολίτικο μέρος, η Σμύρνη επίσης. Εκεί υπήρχαν πολλές φυλές που ζούσαν μαζί, και ζούσαν πολύ αρμονικά, επηρεάζοντας η μία την άλλη. Άρα, η πολίτικη κουζίνα είναι μια μείξη πολιτισμών.
Έχω την περιέργεια που έχει η Βούλα, που συνέχεια θέλει να ζει καινούργιες εμπειρίες. Αλλά έχω και αυτήν τη σχέση αγάπης και καλής πρόθεσης απέναντι στους ανθρώπους, που έχει η Λωξάντρα.
– Όταν συμφωνήσατε να παίξετε τη “Λωξάντρα”, υπήρξε κάτι που σας ανησύχησε, κάτι που ίσως φοβηθήκατε, δεδομένου του τόσο εμβληματικού ρόλου;
Δεν το σκέφτηκα καθόλου! Το σκέφτηκα 5 λεπτά, για να δω ποιες είναι οι υποχρεώσεις μου και αν έχω τον χρόνο – γιατί είναι πολύ μεγάλη ευθύνη, είμαι το κύριο πρόσωπο αυτής της ιστορίας. Δεν με φόβιζε τίποτα, απλώς δεν πίστευα ότι θα έχει τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Είναι εντυπωσιακό…
– Και πρόκειται για μια μεγάλη παραγωγή, με έναν πολύ μεγάλο θίασο.
Είμαστε 18 ηθοποιοί, συν 3 μουσικοί, και η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Πολύς κόσμος!
– Είναι αυτό και μια πρόκληση για τον ηθοποιό; Το να είναι επικεφαλής ενός τόσο μεγάλου θιάσου;
Όταν οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον θίασο σέβονται ο ένας τον άλλον, σέβονται την τέχνη τους και αγαπούν αυτό που κάνουν, δεν είναι καθόλου δύσκολο. Και αυτό συμβαίνει στον συγκεκριμένο θίασο.
Επίσης, έχω τη δυνατότητα να παίξω με τον Γιώργο Αρμένη, που είναι μια εμβληματική φιγούρα του Θεάτρου Τέχνης. Εμένα αυτό με συγκινεί… Με συγκινούν γενικώς οι δυνατότητες που σου δίνει η ζωή να γνωρίζεις, να συνευρίσκεσαι με ανθρώπους που είναι πολύ πιο μπροστά από εσένα. Είναι από αυτές τις εκπλήξεις της ζωής, που σε κάνουν να ανασυνταχθείς, να δεις πού στέκεσαι, να κοιτάξεις πίσω… να κοιτάξεις μπρος…
Αλλά και ο σκηνοθέτης μας, ο Σωτήρης Χατζάκης, είχε την προνοητικότητα και την ευφυΐα να μας ενώσει αμέσως, γιατί είμαστε άνθρωποι με διαφορετικές καλλιτεχνικές καταβολές. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε.
– Και είστε και σε ένα θέατρο πλήρως ανακαινισμένο, το Θέατρο Βεάκη…
Ναι, έχουμε τη χαρά να “ανοίγουμε” ένα καινούργιο θέατρο. Και το λέω καινούργιο, επειδή έγινε εκ βάθρων η ανακαίνιση – είναι ένα πανέμορφο θέατρο στο κέντρο της Αθήνας. Κατά τη γνώμη μου, από τα πιο όμορφα που έχει αυτήν τη στιγμή η πόλη. Είναι τιμή, λοιπόν, να κάνεις την πρώτη παράσταση, το “ποδαρικό”, μετά την ανακαίνιση! Είναι σαν γιορτή!
Επίσης, αυτό που προσθέτει το κάτι παραπάνω είναι η παρουσία της Ελένης Τσαλιγοπούλου. Νιώθω ότι η παρουσία της “πλουτίζει” αυτήν την παράσταση. Είναι θαυμαστό το πώς ενώθηκε η Ελένη, η Ελενίτσα, με εμάς. Και έχουμε το προνόμιο να την ακούμε κάθε βράδυ να τραγουδάει με αυτήν την αγγελική φωνή…
– Για κάποιον λόγο, έχω την εντύπωση ότι οι δυο σας έχετε και μια συνάφεια ως χαρακτήρες. Ή κάνω λάθος;
Νομίζω πως έχουμε. Γελάμε πολύ, ταιριάζει το χιούμορ μας, καταλαβαινόμαστε αμέσως. Έχει και μια νεανικότητα όταν κάνει παραστάσεις της. Την έχω κι εγώ αυτή τη νεανικότητα. Νομίζω πως δεν κάνετε λάθος!
– Η δική σας νεανικότητα, βέβαια, είναι πιο εμφανής στη “Μουρμούρα”…
Στη “Μουρμούρα”, πράγματι, αυτό έχω, μια παιδικότητα. Γι’ αυτό, νομίζω, είμαι τόσο αγαπητή στον κόσμο, του θυμίζω τη δική του παιδικότητα.
– Σας ενοχλεί καθόλου το ότι κάποιοι άνθρωποι ίσως έρχονται στο θέατρο πρώτα για να δουν τη “Βούλα” και, δευτερευόντως, τη Λωξάντρα;
Πάντα συμβαίνει αυτό με την τηλεόραση. Αλλά οποιοσδήποτε λόγος σε φέρνει στο θέατρο είναι “συν”. Γιατί το θέατρο σού αποκαλύπτει πράγματα, τα οποία τίποτα άλλο δεν μπορεί να σου αποκαλύψει. Γιατί η σχέση του μαζί σου είναι σωματική. Είναι το σώμα σου παρόν, είναι το σώμα του ηθοποιού παρόν – άρα η ψυχή του, η καρδιά του, η πνευματικότητά του. Αυτή τη “συνάντηση” δεν μπορείς να την κάνεις μέσω της τηλεόρασης, έτσι δεν είναι;
– Τώρα που γνωρίσατε την τηλεόραση λίγο καλύτερα, θεωρείτε ότι κάπου μπορεί και να έχει κοινά με το θέατρο ή δεν μοιάζουν καθόλου; Είναι αφελής η ερώτησή μου;
Δεν είναι καθόλου αφελής. Απλώς είναι δύσκολο να απαντήσω…
Είναι δύο διαφορετικά πράγματα για τον ηθοποιό. Το δόσιμό του, η ενέργειά του και η δημιουργική παρουσία του είναι ίδια. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη δουλειά του είναι ίδιος και στα δύο – το πόσο το εκτιμά, πόσο το αγαπά, εάν “ψάχνει” τα πράγματα, εάν νιώθει ταπεινός… Δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Αυτά ισχύουν για τον ηθοποιό που θα αντιμετωπίσει και τα δύο με την ίδια σοβαρότητα.
Τώρα, το θέατρο σε “ανοίγει”, σε “εκθέτει”, εκεί εξελίσσεσαι ως ηθοποιός, ανακαλύπτεις διαρκώς πράγματα για την τέχνη σου και για τον εαυτό σου. Πρόκειται για μια τέχνη πιο σφαιρική, πιο κοινωνική – είναι ένας διάλογος με το κοινό, με τη ζωή.
Η τηλεόραση δεν έχει αυτήν τη δυνατότητα. Είναι ένα προϊόν εκείνης της στιγμής, είναι μια τέχνη του παρόντος χρόνου. Το τηλεοπτικό μέσο έχει όρια.
Από εκεί και πέρα, η χαρά που μπορεί να σου δώσει η δουλειά στην τηλεόραση είναι πολύ μεγάλη, όπως και στο θέατρο. Το να δυστυχήσεις γιατί δεν έχεις καλές συνεργασίες, είναι το ίδιο και στο ένα και στο άλλο. Και, όπως είπα πριν, ο τρόπος που εσύ αντιμετωπίζεις την τέχνη σου είναι θέμα προσωπικό του καθενός…
– Εσείς, γενικώς, τα προηγούμενα χρόνια δεν είχατε δουλέψει πολύ στην τηλεόραση. Τη “Μουρμούρα” πώς την αντιμετωπίσατε όταν σας προέκυψε;
Για μένα ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα όταν πήγα στη “Μουρμούρα”, γιατί θα έκανα κωμωδία στην τηλεόραση – που έχω δει τους παλιούς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου (αυτοί είναι η πυξίδα μου, αν θέλετε), αλλά και σύγχρονούς μου κωμικούς. Έπρεπε, λοιπόν, εγώ να συνδιαλλαγώ και με τους δύο. Έκανα ό,τι μπορούσα, με μεγάλη επιμονή και με μεγάλη προσοχή.
– Άρα, η “Βούλα” προέκυψε μέσα από δουλειά…
Δεν ήταν “ευκολάκι” για μένα! Αν έχεις την πετριά, τίποτα δεν είναι εύκολο. Δεν έχει κανένα νόημα, κιόλας, όταν είναι εύκολο.
Μου λένε “Α, είστε πιο νέα από κοντά”, άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν κυρίως τηλεόραση, που είναι απαίδευτοι, ας πούμε, σε σχέση με το θέατρο. Και τους λέω “Μα “ηθοποιός” αυτό είναι!”. Θα πάω να παίξω τον εαυτό μου; Δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα από το να φύγω από το σπίτι μου, να πάω στο στούντιο, να ντυθώ και να κάνω την Ελένη. Αυτό είναι παράνοια!
Ηθοποιός γίνεσαι για να “ζήσεις” ζωές. Πολλές! Όσο πιο πολλές μπορείς!
– Τότε, δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω. Ποιος ρόλος ήταν για εσάς η μεγαλύτερη υπέρβαση: η Βούλα ή η Λωξάντρα;
Εννοείτε πιο διαφορετικός από εμένα την ίδια; Κανένας από τους δύο δεν είναι τόσο διαφορετικός από εμένα. Όλοι οι ρόλοι που παίζουμε έχουν και δικά μας στοιχεία. Απλώς κάποιοι έχουν μια μεγαλύτερη απόκλιση…
Και οι δύο αυτοί ρόλοι έχουν πολλά δικά μου στοιχεία. Είμαι ένας άνθρωπος, ο οποίος διατηρεί μια παιδικότητα – και στον τρόπο που κοιτάζω τον κόσμο, και στον τρόπο που “παίζω” με τους φίλους μου και τους κάνω νάζια. Έχω την περιέργεια που έχει η Βούλα, που συνέχεια θέλει να ζει καινούργιες εμπειρίες. Αλλά έχω και αυτήν τη σχέση αγάπης και καλής πρόθεσης απέναντι στους ανθρώπους, που έχει η Λωξάντρα. Δεν έχω τη σχέση της με την κουζίνα, δυστυχώς… Θεωρώ ότι οι άνθρωποι που είναι πολύ δημιουργικοί με τα χέρια τους, με το σώμα τους, είναι πολύ τυχεροί.
Για μένα, ο μάγειρας ή η μαγείρισσα είναι μικροί θεοί, οι οποίοι παίρνουν την ντομάτα, την κανέλλα, το πιπέρι και το μακαρόνι, διαφορετικά στοιχεία μεταξύ τους, και δημιουργούν κάτι ενιαίο και καινούργιο. Έτσι, διοχετεύουν την ανάγκη τους για δημιουργία στη μαγειρική, εκφράζονται μέσα από αυτήν. Είχα μια φίλη που, όταν ήταν πολύ χαρούμενη, έφτιαχνε δυο τούρτες και τις μοίραζε στους φίλους της. Όταν ήταν πολύ λυπημένη, πάλι έφτιαχνε δυο τούρτες! Υπάρχει πιο μαγικό πράγμα; Ήταν το αντικαταθλιπτικό της αυτό! Φοβερό;
– Εσείς με τη μαγειρική, δηλαδή, δεν έχετε καθόλου σχέση;
Όταν έχω χρόνο, θα μαγειρέψω τα βασικά πράγματα. Δεν είμαι πολύ…
Είμαι πιο εγκεφαλική. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, θέλω να διαβάσω βιβλία ή να δω συζητήσεις στην τηλεόραση και στο Ιnternet. Ή να παρακολουθήσω ανθρώπους που έχουν να μου πουν κάποια καινούργια “εξίσωση” για τη ζωή, μέσα από τη δική τους αναζήτηση. Αυτό μου δίνει απαντήσεις στις αναρωτήσεις μου.
– Είστε άνθρωπος που “ψάχνεται” γενικά, που προσπαθεί να βρει το νόημα της ζωής;
Πολύ, πολύ. Γιατί η ζωή είναι κάτι πολύπλευρο, πολύεδρο, διαφορετικό για τον καθένα. Αυτή είναι και η χαρά της ζωής τελικά: ότι είναι κάτι άπιαστο. Εκεί που λες “το ’πιασα”, ανοίγεις το χέρι σου και δεν υπάρχει τίποτα…
– Στο θέατρο, αν μια παράσταση πάει καλά, ξαναπαίζεται και δεύτερη σεζόν, άντε και τρίτη. Στην τηλεόραση, η “Μουρμούρα” έχει φτάσει τις έξι σεζόν! Πώς είναι για έναν ηθοποιό να υποδύεται τον ίδιο ρόλο επί έξι συνεχόμενα χρόνια;
Δεν είναι πια ρόλος· είναι ένα κομμάτι της ζωής σου. Δηλαδή φεύγω από το σπίτι μου, πάω στον “άντρα” μου, τον Αντώνη Αντωνίου, ζούμε στο σπίτι μας που είναι πάντα το ίδιο, το κρεβάτι μας είναι ίδιο, το σαλόνι μας είναι ίδιο, η κουζίνα μας… Πάω, ζω με τον τηλεοπτικό άντρα μου και μετά γυρίζω στο σπίτι, ζώντας ως Ελένη τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας!
Ο ρόλος δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα είναι ένα χαρτί που γράφει κάτι – ένα σενάριο, ένα θεατρικό έργο ή ένα βιβλίο· μελάνι είναι… Εσύ είσαι ο ρόλος, εσύ τον κάνεις, άρα γίνεται δεύτερη φύση σου και, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο ταυτισμένος είσαι με αυτόν. Νομίζω ότι γι’ αυτό θα μας λείψει όταν τελειώσει, είναι ένα κομμάτι της ζωής μας.
– Θα συνεχιστεί του χρόνου η “Μουρμούρα”, ξέρετε;
Όχι, δεν ξέρω. Αλλά εγώ νομίζω ότι θα πάει και του χρόνου – για εμένα μιλάω. Φέτος πάει ακόμα καλύτερα από πέρυσι! Και αφού πάει, γιατί να σταματήσει; Απλώς θα πρέπει να μπορούμε κι εμείς. Να είμαστε όλοι καλά, δεν ξέρεις ποτέ πώς τα φέρνει η ζωή…
Κανένας δεν περίμενε ότι θα παίζεται έξι χρόνια!
– Σας ρωτάω, γιατί πολλοί ηθοποιοί (και δεν μιλάω μόνο για τη “Μουρμούρα”) επιλέγουν να αποχωρήσουν από σειρές που συνεχίζονται για καιρό, επειδή νιώθουν είτε ότι τους έχει κουράσει ο ρόλος, είτε ότι τα γυρίσματα δεν τους αφήνουν χρόνο να δοκιμάσουν και κάτι άλλο…
Εξαρτάται από τον ρόλο και εξαρτάται από το τι επιλογές έχει ο καθένας. Εγώ το καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό. Κι εγώ μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσω ότι θέλω να ταξιδέψω, να έχω μια πρόταση για κάτι στο εξωτερικό, λέω τώρα… Ή ερωτεύομαι αύριο, ας πούμε, κι αυτός είναι Βραζιλιάνος! Θα του πω “Όχι, δεν έρχομαι, έχω τη “Μουρμούρα””; (γέλια) Σε καμία περίπτωση!
Θέλω να πω ότι, κάποια στιγμή, υπάρχει ένα τέλος για τα πράγματα. Αν έρθει νωρίτερα ή αργότερα, είναι θέμα τύχης. Εμείς είμαστε τυχεροί που ζούμε αυτές τις τέλειες συνθήκες, με το συνεργείο, με τους σκηνοθέτες μας, με τους σεναριογράφους. Είμαστε σαν οικογένεια στο γύρισμα, κάνουμε πλάκες ο ένας στον άλλον, ξέρουμε τι είναι ο καθένας…
– Συναντιέστε καθόλου τα ζευγάρια;
Όταν αλλάζουμε βάρδια. Είμαστε κάθε μέρα δύο ζευγάρια: οι πρωινοί είναι 08:00-14:00 και οι βραδινοί είναι 12:00-18:00. Ε, όταν τελειώνεις εσύ, έχει έρθει ο επόμενος και τον βλέπεις στο μακιγιάζ.
Κι εγώ μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσω ότι θέλω να ταξιδέψω, να έχω μια πρόταση για κάτι στο εξωτερικό, λέω τώρα… Ή ερωτεύομαι αύριο, ας πούμε, κι αυτός είναι Βραζιλιάνος! Θα του πω “Όχι, δεν έρχομαι, έχω τη Μουρμούρα”; Σε καμία περίπτωση!
– Λέγαμε πριν ότι σήμερα περνάει κρίση η οικογένεια, αλλά και οι σχέσεις των ανθρώπων. Εσείς τι συμπέρασμα έχετε βγάλει, μέσα από τη σχέση Μηνά-Βούλας; Ποιο είναι το μυστικό για να αντέξει ένα ζευγάρι στον χρόνο;
Πολύ κλισέ αυτό που θα πω, αλλά νομίζω ότι το μυστικό είναι να κρατιέται ζωντανή η σχέση. Κατ’ αρχήν (και αυτό δεν το λέω εγώ, μου το έχει πει ένας σοφός άνθρωπος), το να βρίσκονται δύο άνθρωποι μαζί, τους κάνει να ζουν καλύτερα. Έτσι γίνεται πιο ενδιαφέρουσα η ζωή τους, από ό,τι αν ήταν μόνοι τους. Αυτό τους ανεβάζει κλίμακα, τους ανεβάζει “πίστα”.
Τώρα, το πώς κρατιέται ζωντανή μια σχέση… Πρόκειται για δύο παράλληλες γραμμές, δύο παράλληλες ζωές, οι οποίες έχουν συμφύσεις που ενώνουν τον έναν με τον άλλον· η βασική γραμμή, όμως, υπάρχει: ο καθένας ψυχικά είναι μόνος του, ανεξάρτητος. Αυτή η παράλληλη συμπόρευση είναι που κάνει δύο ανθρώπους να ζουν μαζί για χρόνια. Εάν παρα-μπλεχτούν οι γραμμές μας, δημιουργούνται εντάσεις, απογοητεύσεις, εκεί μπλέκονται πολύ τα πράγματα. Σ’ αυτές τις συμφύσεις είναι η τέχνη του κάθε ζευγαριού να κρατάει ζωντανή τη σχέση του.
– Και ποιες είναι αυτές οι συμφύσεις στην περίπτωση του Μηνά και της Βούλας;
Είναι η σκανδαλιά, το χιούμορ… Υπάρχει μεν η αγάπη, που είναι δεδομένη στα ζευγάρια που είναι πολλά χρόνια μαζί, αλλά από εκεί και πέρα δεν μπορεί να επαφίεσαι μόνο σε αυτό. Πρέπει συνεχώς να δίνεις υλικό στον άλλο για “παιχνίδι”. Από το να παίζουμε κυριολεκτικά μαζί σκάκι, μέχρι το να “παίζω” κάνοντας μια φιλοσοφική συζήτηση, ή πηγαίνοντας μαζί σινεμά, ή πηγαίνοντας διακοπές… Την επόμενη στιγμή, μπορεί ο ένας να γίνει “γιατρός του κόσμου” και η άλλη να έχει κομμωτήριο, δεν έχει σημασία!
Για μένα, η σχέση των δύο αυτών είναι αποκαλυπτική, είναι ζηλευτή. Γιατί συνέχεια αυτή τον τσιγκλάει. Αλλά ξέρει κι αυτός ότι το κάνει με φοβερή αγάπη· αυτό είναι το ερωτικό τους παιχνίδι. Δεν είναι η μουρμούρα της κρεβατοκάμαρας, της μιζέριας. Είναι άλλη μουρμούρα αυτή, είναι ένα ερωτικό κάλεσμα.
Πολύ ωραία μας τα είπες, Ελένη, άντε κάν’ τα τώρα… (γέλια)
– Και κάτι άλλο παράξενο μ’ αυτό το ζευγάρι: είναι το αγαπημένο όλων των παιδιών που βλέπουν το σίριαλ! Αντί να ταυτίζονται, ας πούμε, με το μικρότερο σε ηλικία ζευγάρι, τα παιδιά αγαπάνε Βούλα και Μηνά!
Τους αρέσει πολύ, τρελαίνονται… Γιατί τους βγάζει τη σταθερότητα της σχέσης, αυτήν την ασφάλεια της παντοτινής, της αδιαπραγμάτευτης αγάπης και συντροφικότητας – πρώτον αυτό. Και δεύτερον, τους θυμίζουμε την παλαιότερη γενιά, τη γιαγιά και τον παππού τους, τη θεία τους…
Τα παιδιά έχουν πρότυπα, τη μυρίζονται την ασφάλεια. Κι αν τα πρότυπα δεν τα έχουν δει στη ζωή τους, τα έχουν δει στην παραλία, με τη γιαγιά που κυνηγάει το εγγόνι με τον κεφτέ!
Εγώ πιστεύω ότι τα εγγόνια είναι φοβερή ευτυχία, γιατί σε απαλλάσσουν από τις ενοχές που έχεις ως γονιός. Έχει άλλος την ευθύνη, κι εσύ είσαι πια μεγάλος, έχεις τον χώρο μέσα σου να το απολαύσεις. Γιατί πριν ήσουν ο παιδαγωγός, δεν είχες τον χώρο να απολαύσεις τίποτα. Αλλά μετά, όταν γίνεσαι παππούς, αυτό είναι τρομερό δώρο. Εσύ λες παραμύθια και τα παιδιά τρελαίνονται για τον παππού και τη γιαγιά.
Η ζωή κάνει τους κύκλους της και μοιράζει δώρα. Και ευθύνες, βέβαια, αλλά και δώρα πολλά. Και, για μένα, το ότι παίζω τη “Λωξάντρα” είναι ένα τέτοιο δώρο!
– Γιατί;
Επειδή παίζω μια γυναίκα που έχει μια τέτοια σχέση με τη ζωή, με την αγάπη… Έχω υποδυθεί πολλές, θα υποδυθώ άλλες τόσες, αλλά η Λωξάντρα είναι ένα από τα δώρα που πήρα!
Το να μιλάς τη λαλιά της, κι αυτό ακόμα είναι δώρο για μένα… Έκανα έρευνα για να τα βρω όλα αυτά. Και ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν ζουν πια οι άνθρωποι που είχαν κρατήσει αυτήν την “ντοπιολαλιά”. Αλλά μου αρέσει πολύ. Εκεί που κορόιδευα τους Θεσσαλονικείς, που λένε τα “με” και τα “σε”, τώρα μιλάω έτσι και μου αρέσει! Μου ξεφεύγουν τέτοια και στη “Μουρμούρα”!
Ο ηθοποιός έχει τη χαρά του παιδιού που ντύνεται τις Απόκριες “Ντ’ Αρτανιάν”! Ντύνεται νοσοκόμα, ντύνεται πρίγκιπας, βασίλισσα… Ε, εγώ τώρα έχω ντυθεί “Λωξάντρα”!
“Λωξάντρα”, της Μαρίας Ιορδανίδου
Θεατρική μεταφορά: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Πρωταγωνιστούν: Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Αρμένης, Μιχάλης Μητρούσης, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρύσα Παπά
“Τραγουδίστρια Ευθαλία” η Ελένη Τσαλιγοπούλου
Παραστάσεις:
Πέμ. και Παρ. στις 20:00 / Σάβ. στις 18:00 και 21:00 / Κυρ. στις 18:00 / Τετ. στις 19:00
Θέατρο Βεάκη
Στουρνάρη 32, Εξάρχεια
Τηλ.: 210 5223 522