Άνοιξε πρόσφατα τη μουσική του “Ομπρέλα” κάτω από την οποία μπορούμε να ακούσουμε ταξιδιάρικες μουσικές, όμορφα λόγια και ξεχωριστές ερμηνείες. Για τον Θοδωρή Νικολάου η μουσική είναι έρωτας και ο έρωτας δεν έχει όρια, δεν έχει ταβάνι. Χαρακτηρίζεται μόνο από μια διαρκή επιθυμία για καλά τραγούδια…
Συνεντεύξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
Photo Credits: Yannis Margetousakis
– Να το πάμε λίγο από την αρχή. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη μουσική και πότε είπες “εγώ αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”;
Πρώτες μνήμες με μουσική υπόκρουση. Μέρη που πρωτογνώρισα συνυφασμένα με κάποιο τραγούδι. Δεν ξέρω αν οι πρώτες θύμησες είναι με τα μάτια ή με τα αυτιά, η μουσική, όμως, σίγουρα υπάρχει στη ζωή μου από την αρχή της δεύτερης. Στα ταξίδια με την οικογένειά μου και τις πολλές κασέτες με τα παλιά λαϊκά, στις παρέες με τις κιθάρες και τα μαντολίνα, στους δίσκους του θείου μου τα καλοκαίρια στο χωριό. Η απόφαση, όμως, ζωής ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν το 2005 ξεκίνησα να παίζω πιάνο σε μία μικρή μπουάτ της Πάτρας και σιγά-σιγά τα όνειρά μου και οι φιλοδοξίες μου άρχισαν να γιγαντώνονται. Το τραγούδι, ως έκφραση, βγήκε στην επιφάνεια και έγινε έρωτας, σκοπός και στόχος ζωής.
– Τι θυμάσαι από τα πρώτα βήματα; Από την πρώτη σου εμφάνιση μπροστά σε κοινό;
Τα πάντα. Τις πρόβες, τις μουσικές επιλογές, τους συνεργάτες, το κοινό. Ένα ιερό τελετουργικό. Εκεί ένιωσα η φωνή όλων τους, ένας μουσικός καθοδηγητής. Ένα συναίσθημα απίστευτο, που νομίζω ότι με οδηγεί μέχρι σήμερα.
– Ξεκίνησες με κάποια συγκεκριμένα “μουσικά θέλω” ή αυτά διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται στην πορεία;
Από την αρχή είχα πολύ συγκεκριμένη άποψη για το “τι” και “πώς” το θέλω. Ήθελα, και θέλω, να κοιτάω προς την τέχνη, ακόμα και αν δεν την άγγιζα. Στην πορεία, όλο αυτό απλά ισχυροποιήθηκε, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δημιουργούνται αγκυλώσεις και εμμονές. Η επιθυμία μου όμως για καλή μουσική και καλό τραγούδι ήταν, είναι, και ελπίζω να παραμείνει, το ζητούμενο.
– Έχεις αποκλείσει κάποια είδη μουσικής από την αρχή; Είπες για παράδειγμα “εγώ αυτό το είδος δεν το θέλω, δεν μου ταιριάζει, δεν θα ασχοληθώ ποτέ μαζί του” ή πειραματίζεσαι ελεύθερα;
Το τριγενές και τρικατάληκτο επίθετο “καλός” καθορίζει τις επιλογές μου και όχι το είδος της μουσικής και του τραγουδιού. Αναμφίβολα κάποια είδη μουσικής μου ταιριάζουν περισσότερο, ενώ άλλα λιγότερο. Όμως, πολλές φορές, η ανάγκη έκφρασης είναι εκείνη που σε οδηγεί να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου, ακόμα και σε μονοπάτια που μπορεί να μη σου ταιριάζουν.
– Έχεις κάποια πρότυπα, κάποια άτομα στον χώρο που κινείσαι τα οποία θαυμάζεις και θα ήθελες, ενδεχομένως, κάποια στιγμή να συναντηθούν οι δρόμοι σας;
Οι δρόμοι μας, κατά κάποιον τρόπο, έχουν συναντηθεί, από τη στιγμή που με κάποιους από αυτούς μεγάλωσα, εκείνοι ήταν οι “δάσκαλοί” μου, καθόρισαν και καθορίζουν τη μουσική μου ταυτότητα. Αναφέρομαι σε τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργούς, μερικοί εκ των οποίων δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Όλοι τους όμως πνεύματα ελεύθερα, εξέλισσαν την τέχνη τους με πολλή δουλειά και μυαλό και λειτούργησαν θετικά μέσω αυτής στην κοινωνία.
Χαρά μου να βρεθώ και από κοντά με κάποιους από αυτούς είτε στη σκηνή είτε στη δισκογραφία.
– Θα “εκμεταλλευόσουν” τη δύναμη της τηλεόρασης, μέσω ενός talent show για παράδειγμα, για να ξεχωρίσεις πιο γρήγορα;
Κάθετα, όχι.
– Γιατί;
Γιατί εκεί η μουσική, το καλό τραγούδι και η τέχνη δεν είναι στο επίκεντρο. Τα shows αυτά στοχεύουν, όπως όλα τα προγράμματα στην ιδιωτική τηλεόραση, στα διαφημιστικά έσοδα από την τηλεθέαση και στην ανάδειξη ενός μοντέλου ζωής που εμένα δεν μου κάνει, δεν μου ταιριάζει. Ενός μοντέλου υποκουλτούρας που αποχαυνώνει και κοιμίζει τον θεατή, τον πολίτη.
Τίποτα δεν γίνεται χωρίς κόπο και προσωπικές θυσίες. Τίποτα δεν γίνεται εύκολα. Και ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος (τέχνη), και όχι όλα τα υπόλοιπα (λεφτά, δόξα, φήμη, αναγνωρισιμότητα, γκόμενες).
– Όταν ετοιμάζεις ένα πρόγραμμα για μία παράσταση, πού στέκεσαι περισσότερο: στο τι αρέσει σε σένα ή το τι θα αρέσει περισσότερο στο κοινό;
Στο τι θα έπρεπε να αρέσει στο κοινό, τι θα έπρεπε να ακούει. Νιώθω υπεύθυνος για το κοινό, το οποίο με έχει επιλέξει και το έχω επιλέξει. Όσοι μας ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, ξέρουν τι να περιμένουν από μας, καταθέτουμε μία πρόταση κάθε φορά, με μοναδικό κριτήριο – θα γίνω βαρετός – την ανάδειξη του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Δεν ξέρω αν το κάνουμε καλά, αλλά προσπαθούμε με όλες μας τις δυνάμεις γι’ αυτό.
– Θεωρείς ότι η κρίση θα ωθήσει τους καλλιτέχνες σε ακόμη πιο προσεγμένες δουλειές; Και αναφέρομαι, κυρίως, στις live παραστάσεις, έχοντας ως δεδομένο ότι το κοινό, πλέον, είναι πιο ζορισμένο οικονομικά, πιο επιλεκτικό στις εξόδους που θα κάνει, ίσως και πιο δύσκολο…
Δεν μου αρέσει καθόλου το στερεότυπο της κρίσης και η σύνδεσή της με όλα τα πεδία της ζωής μας. Κρίση υπήρχε πάντα. Τα τελευταία πολλά χρόνια, δε, η μορφή της είναι, κυρίως, πολιτιστική, πολιτισμική. Προσεγμένες δουλειές γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται, ακόμα και αν δεν προβάλλονται.
Και αυτοί που θέλουν, πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να τις παρακολουθούν. Πότε ήταν επιλεκτικό το κοινό για να γίνει τώρα;
– Μόλις κυκλοφόρησε η πρώτη σου δισκογραφική δουλειά, στην οποία περιλαμβάνονται πολύ σημαντικές μουσικές συναντήσεις. Πώς προέκυψαν οι συνεργασίες αυτές;
Φτάσαμε λοιπόν και εδώ. Από το 2005 μέχρι σήμερα πέρασε καιρός.
Πριν ένα χρόνο, και δουλεύοντας όλα τα προηγούμενα χρόνια πάνω στο τραγούδι σπουδάζοντάς το, έφτασε η στιγμή να πω ότι ήρθε η ώρα να εκτεθώ.
Έπρεπε να ξεπεράσω τους φόβους μου και την καλλιτεχνική μου ανασφάλεια και να κάνω το επόμενο βήμα. Μαζί με την Πέγκυ Καλλίρη και τον Μάνο Μιχαηλίδη που ήταν στην παραγωγή, ήρθαμε σε επαφή με τους δημιουργούς που συμμετέχουν στον δίσκο, ακούσαμε τραγούδια, συζητήσαμε, δουλέψαμε, και φτάσαμε έτσι στην “Ομπρέλα”, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από την MLK.
– Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις από τη δουλειά αυτή, τόσο από τη σκοπιά της δημιουργικής περιόδου, όσο και από τη σκοπιά του αποτελέσματος;
Το κάθε λεπτό σ’ αυτόν τον ένα χρόνο ήταν σημαντικό. Έμαθα πολλά. Και θα τα κρατήσω όλα. Για τη δουλειά στο studio, τις ηχογραφήσεις, τον ήχο, τις ενορχηστρώσεις, τις συνεργασίες.
Άκουσα ιστορίες από τους σημαντικούς αυτούς ανθρώπους, αλλά έμαθα και λίγα πράγματα για τον χώρο. Πράγματα που με θύμωσαν, με απογοήτευσαν, με στενοχώρησαν, αλλά και με πείσμωσαν.
Κρατάω και μερικές καλές στιγμές από τον δίσκο, για τις οποίες είμαι περήφανος.
Και κοιτώ με μεγαλύτερη σιγουριά και αισιοδοξία το μέλλον.
– Η “Ομπρέλα” σου κλείνει με το βασικό θέμα της ταινίας μικρού μήκους του Αντώνη Κωνσταντουδάκη με τίτλο “Έψιλον” σε μουσική δική σου. Σε ενδιαφέρει το κομμάτι της κινηματογραφικής μουσικής ή απλά προέκυψε;
Είναι κάτι που προέκυψε, μέσω της γνωριμίας μου με μίας εκ των πρωταγωνιστών, την ηθοποιό Άννα Μιχαλοπούλου, η οποία με σύστησε στον Αντώνη. Ομολογώ ότι η διαδικασία με γοήτευσε και θα ήταν κάτι που θα ξαναέκανα, αν μου δινόταν η ευκαιρία.
– Έχεις αρχίσει να μπαίνεις ήδη σε σκέψεις για την επόμενη δουλειά ή είναι νωρίς ακόμη;
Από την επόμενη μέρα της κυκλοφορίας του δίσκου “Ομπρέλα”, ήδη σκέφτομαι την επόμενη κίνηση. Ακούω νέο υλικό, ψάχνω για καλούς στίχους και με ενδιαφέρει το σύνολο της νέας δουλειάς να είναι ένα σκαλοπάτι πιο πάνω ενορχηστρωτικά και ηχητικά. Υπάρχουν σκέψεις για έναν κύκλο τραγουδιών αυτή τη φορά, με σαφή διάθεση να θίξουμε τα σύγχρονα έργα των ανθρώπων.
– Ποια άλλα κομμάτια της ζωής σου σε γεμίζουν όσο η μουσική;
Οικογένεια, έρωτας, φιλία, ταξίδια. Η ίδια η ζωή και οι άνθρωποί της.
– Τι να αναμένουμε από σένα στο άμεσο μέλλον;
Καλή μουσική, καλά τραγούδια, καλές επιλογές στις ζωντανές μου εμφανίσεις και στη δισκογραφία, ξεχωριστές συνεργασίες. Χωρίς όρια, χωρίς ταβάνι.
Η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Θοδωρή Νικολάου με τον τίτλο “Ομπρέλα”, κυκλοφορεί από την MLK και σε αυτήν συμμετέχουν σπουδαίοι δημιουργοί όπως οι Νίκος Αντύπας, Αντώνης Μιτζέλος, Μιχάλης Γκανάς, Θοδωρής Λαχανάς, Νεκτάριος Μπήτρος και Πένυ Παπαδάκη.