Λάμπρος Κωνσταντέας | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Λάμπρος Κωνσταντέας
Συνεντεύξεις

Λάμπρος Κωνσταντέας: «Σκέφτομαι ότι η υποκριτική μού κάνει τόσο καλό, γιατί δεν με αφήνει να αισθανθώ ποτέ στάσιμος»

Ο Λάμπρος Κωνσταντέας είναι ο «Νικόλας» του "Grand Hotel" στον ΑΝΤ1. Αλλά, παράλληλα, δεν είναι και καθόλου. Όσο έντονη κι αν έχεις την τηλεοπτική του εικόνα συναντώντας τον, είναι θέμα λεπτών να «δεις» ξεκάθαρα τον Λάμπρο. «Έχω καιρό να βάλω σκουλαρίκι... Η μακιγιέζ μου είπε ότι δεν πρέπει να το φοράω, για να μην είναι τόσο ευδιάκριτες οι τρύπες στον Νικόλα». «Ωραίο είναι αυτό που φοράς». «Το έφτιαξα μόνος μου! Κάνω διάφορα αυτοσχέδια τέτοια...», μου λέει περήφανος, εξηγώντας μου ότι ο πατέρας του είναι χρυσοχόος, και ότι τα περισσότερα κοσμήματα που φοράει είναι δικά του. «Ουσιαστικά, "φοράω τον μπαμπά μου"», μου λέει με μια διάθεση αυτο-τρολαρίσματος – κι όμως, «διαβάζεις» τη μεγάλη ευαισθησία του πίσω από τα όσα λέει. Έχει χιούμορ, ενίοτε λίγο αιχμηρό, έχει ισχυρή άποψη για τα πράγματα που τον ενδιαφέρουν, είναι αξιοθαύμαστα στοχοπροσηλωμένος, είναι πνευματικά και υπαρξιακά ανήσυχος. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση: Αν ο Λάμπρος δεν ήταν όλα αυτά, δεν θα αγαπούσαμε τον Νικόλα τόσο.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο Λάμπρος Κωνσταντέας είναι ο «Νικόλας» του “Grand Hotel” στον ΑΝΤ1. Αλλά, παράλληλα, δεν είναι και καθόλου. Όσο έντονη κι αν έχεις την τηλεοπτική του εικόνα συναντώντας τον, είναι θέμα λεπτών να «δεις» ξεκάθαρα τον Λάμπρο. «Έχω καιρό να βάλω σκουλαρίκι… Η μακιγιέζ μου είπε ότι δεν πρέπει να το φοράω, για να μην είναι τόσο ευδιάκριτες οι τρύπες στον Νικόλα». «Ωραίο είναι αυτό που φοράς». «Το έφτιαξα μόνος μου! Κάνω διάφορα αυτοσχέδια τέτοια…», μου λέει περήφανος, εξηγώντας μου ότι ο πατέρας του είναι χρυσοχόος, και ότι τα περισσότερα κοσμήματα που φοράει είναι δικά του. «Ουσιαστικά, “φοράω τον μπαμπά μου”», μου λέει με μια διάθεση αυτο-τρολαρίσματος – κι όμως, «διαβάζεις» τη μεγάλη ευαισθησία του πίσω από τα όσα λέει. Έχει χιούμορ, ενίοτε λίγο αιχμηρό, έχει ισχυρή άποψη για τα πράγματα που τον ενδιαφέρουν, είναι αξιοθαύμαστα στοχοπροσηλωμένος, είναι πνευματικά και υπαρξιακά ανήσυχος. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση: Αν ο Λάμπρος δεν ήταν όλα αυτά, δεν θα αγαπούσαμε τον Νικόλα τόσο.

Διαβάζοντας για σένα, βρήκα να γράφουν τότε που θα έμπαινες στις «Άγριες Μέλισσες»: «Δείτε ποιος είναι ο κούκλος ηθοποιός που θα διεκδικήσει την καρδιά της Δρόσως!». Ήσουν προετοιμασμένος για τέτοιου είδους αναφορές όταν πρωτοεμφανίστηκες στην τηλεόραση;

Δεν ήμουν προετοιμασμένος, όχι. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι αυτού του είδους η αντιμετώπιση δεν θα αφορά εμένα. Κι επειδή δεν ήμουν γνωστός, δεν περίμενα ότι τα πρώτα σχόλια που θα «έσκαγαν» θα ήταν αυτά. Έλεγα «15 επεισόδια θα είναι… Τι να προλάβει να γίνει;». Τώρα προσπαθώ να είμαι προετοιμασμένος ότι ενδεχομένως να είναι και αυτό ένα κομμάτι των πραγμάτων που θα έρθουν στην πορεία…

Επιπλέον, ο χαρακτήρας που μπήκα να παίξω δεν ήταν «το ωραίο παιδί», δεν ήταν το υλικό του ρόλου τέτοιο – όπως και τώρα, με τον «Νικόλα», στο “Grand Hotel”. Νομίζω ότι, γενικώς, είχα μια άγνοια για το «σύμπαν» αυτό, δεν είχα αντιληφθεί και τα μεγέθη… Μέχρι τότε είχα κάνει μόνο θέατρο. Οπότε, πήγαινα για την εμπειρία!

Μα ήταν και τέτοια η συνθήκη… Πέρα από το ότι ήταν φοβερή σειρά για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης, είχαμε και την καραντίνα. Όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα και παρακολουθούσε «Άγριες Μέλισσες»!

Ήταν και ένα νέο format που δεν είχαμε ξαναδεί. Και δες πώς εξελίσσονται, τελικά, τα πράγματα… Έχοντας περάσει πλέον κάποια χρόνια, ενώ τότε οι «Άγριες Μέλισσες» ήταν το «ταβάνι» στην ελληνική μυθοπλασία, τώρα πλέον είναι η βάση! Γι’ αυτό βλέπεις σήμερα να κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους οι παραγωγές, πολλές από τις οποίες έχουν ισάξιες προδιαγραφές με τις «Μέλισσες». Κι όμως, βλέπεις ότι δεν κάνουν πάντα μεγάλες τηλεθεάσεις.

Τι θεωρείς ότι χρειάζεται για να υπάρξουν τέτοιες μεγάλες τηλεθεάσεις;

Ε, δεν αρκεί απλά μια καλή εικόνα, πρέπει να συνυπάρξουν πολλά στοιχεία… Το θέμα είναι ότι, πλέον, ως θεατής αρχίζεις να συνηθίζεις και να θεωρείς κάποια πράγματα ως «το minimum».

Ε, δεν βλέπουμε μόνο τηλεόραση πια, έχουμε και τις πλατφόρμες…

Μα κι αυτό μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ!

Ξέρεις πόσες αμερικάνικες σειρές ή ταινίες ξαναβλέπω, έτσι νοσταλγικά, τις οποίες έβλεπα παλιά ως έφηβος; Κάποιες φορές, γελάω! Είναι δυνατόν να βλέπω μεγάλη αμερικάνικη σειρά που πήγε 8 σεζόν, και να υπάρχει boom (μικρόφωνο) στο πλάνο;

Οι σημερινοί τηλεθεατές, πάντως, είναι πιο «εκπαιδευμένοι». Γι’ αυτό και πιο απαιτητικοί.

Και ευτυχώς! Διότι έχω την εντύπωση ότι, πολλές φορές, λόγω της δυσκολίας της καθημερινότητάς μας, έχουμε την τάση να συμφιλιωνόμαστε με «το minimum», με το απολύτως απαραίτητο. Όταν, λοιπόν, ο δέκτης αυτού που κάνεις έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις, ουσιαστικά σε εγκαλεί, απαιτεί να του δώσεις κάτι καλύτερο – κι εγώ αυτό το βρίσκω σπουδαίο…

Αν μας άφηναν μόνους μας (και μιλάω για όλους, όχι μόνο για μας, τους ηθοποιούς), είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι θα κάναμε το ελάχιστο δυνατό!

Από παιδί είχα µια υπερ-αναλυτική φύση. Κάτι που είναι ευχή και κατάρα, βέβαια…

Αυτή είναι μάλλον η ανθρώπινη φύση…

…την οποία ας κοντράρουμε και λίγο, δεν πειράζει! (γέλια)

Πριν μπεις στο Εθνικό, είχες περάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικών και Ψυχολογίας (ΦΠΨ), όπου επέλεξες ως κατεύθυνση την Ψυχολογία. Θέλω να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτή τη σχέση σου με την Ψυχολογία. Και σε ρωτάω, επειδή μου δίνεις την εντύπωση ενός ανθρώπου λίγο πιο «εσωτερικού»…

Θέλω να πιστεύω ότι όντως είμαι έτσι – και χαίρομαι πολύ που μου το λες, γιατί οι περισσότεροι νομίζω ότι δεν το βλέπουν…

Από παιδί είχα μια υπερ-αναλυτική φύση. Κάτι που είναι ευχή και κατάρα, βέβαια… Υπάρχουν φορές που αυτό σε βοηθάει να «επεξεργάζεσαι» λίγο τον εαυτό σου, αλλά και τους άλλους, να τους δίνεις χώρο, να σκέφτεσαι διπλά και τρίδιπλα τι ψάχνει ο άλλος από σένα… Με αυτόν τον τρόπο, δεν βγάζεις και εύκολα συμπεράσματα. Από την άλλη, αυτό μπορεί να σε καταστρέψει και να σε κάνει «να κυνηγάς την ουρά σου» για πολύ καιρό σχετικά με ένα θέμα που είναι φανερό ότι δεν προχωράει.

Σήμερα με ρώτησαν τα παιδιά στο γύρισμα, αν δεν ήμουν ηθοποιός, τι δουλειά θα έκανα. Και είπα ότι, ως οργανωτικός άνθρωπος που είμαι, αν δεν ρίσκαρα να κάνω κάτι που μ’ αρέσει τόσο πολύ, όπως η υποκριτική, μάλλον θα επέλεγα να κάνω κάτι «ασφαλές». Φοβάμαι ότι θα κατέληγα να κάνω κάτι βαρετό…

Ωστόσο, η δουλειά του ψυχολόγου / ψυχοθεραπευτή είναι από τα πεδία που θα με ενδιέφεραν πολύ – κυρίως επειδή θα έβρισκα την έρευνα πολύ ενδιαφέρουσα. Εμένα μου φαίνεται πολύ δύσκολη αυτή η δουλειά. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς «το σηκώνουν» όλο αυτό οι άνθρωποι…

Όταν είσαι επαγγελματίας, φαντάζομαι ότι βρίσκεις κάποιους τρόπους αποστασιοποίησης από τα όσα «δύσκολα» ακούς…

Ε, σίγουρα… Και στη δική μας τη δουλειά πρέπει να βρίσκεις τέτοιους μηχανισμούς διαχείρισης – αφ’ ενός του ίδιου του υλικού με το οποίο δουλεύεις, αφ’ ετέρου όλων των πέριξ της δουλειάς, τα οποία θέλουν πολύ γερό στομάχι. Αλλά δεν είναι κι όλες οι μέρες ίδιες… Κάποιες φορές μπορεί να είσαι πιο ευάλωτος, όσο εκπαιδευμένος κι αν είσαι.

Η ψυχολογία σε βοηθά καθόλου στη μελέτη ενός χαρακτήρα που καλείσαι να υποδυθείς;

Μου είναι πάρα πολύ χρήσιμη. Κι εγώ πιστεύω ότι ο ηθοποιός και ο ψυχολόγος έχουν πολλά κοινά – και δεν μιλάω μόνο για το ότι καλείσαι να ψυχογραφήσεις ένα χαρακτήρα. Θεωρώ ότι έχουν πολλά κοινά και ως προς την ερευνητική διαδικασία. Αν, ως ηθοποιός, νιώθεις μια ευθύνη απέναντι στο πρόσωπο που θα υποδυθείς, πρέπει να το κάνεις με πολλή αγάπη και νοιάξιμο.

Για μένα, οι άνθρωποι είμαστε μικρά «οικοδομήματα». Δεν μπορώ, ας πούμε, να δω σε μια ταινία μια έντονη στιγμή ενός ανθρώπου στα 50 του, να τον βλέπω να αντιδρά με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς να σκεφτώ τι μπορεί να τον έφερε μέχρι εδώ. Πρέπει να μπορέσω να αποκωδικοποιήσω όλο το «οικοδόμημά» του. Βέβαια οι γνώμες διίστανται εδώ, είναι και θέμα Σχολής…

Στη φάση που βρίσκομαι τώρα, τουλάχιστον, εμένα όλη αυτή η διαδικασία με εκφράζει πάρα πολύ.

Αυτό έχει λειτουργήσει ποτέ ανάποδα; Δηλαδή, μέσα από την έρευνα που κάνεις για ένα ρόλο, να δεις πράγματα για τον εαυτό σου;

Δεν θέλω να πω «όχι», γιατί αν ασχολείσαι με τη δουλειά αυτή με μια σχετική αφοσίωση, είναι πολύ δύσκολο να μείνεις ανεπηρέαστος. Να μην αρχίσεις, δηλαδή, να ψάχνεις και για σένα αντίστοιχα πράγματα.

Με βλέπεις λίγο διστακτικό, γιατί υπάρχει μια, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη παρερμηνεία σχετικά με το ότι εμείς που ασχολούμαστε με την υποκριτική, ψυχαναλυόμαστε και ψυχοθεραπευόμαστε. Μου δίνεις μια ωραία αφορμή να πω κάτι γι’ αυτό: Δεν νομίζω ότι πρέπει να δουλέψεις μέσα από τη δουλειά τον εαυτό σου· πρέπει να τον δουλεύεις, αν όχι πριν, σίγουρα παράλληλα. Είναι εντελώς ξεχωριστή διαδικασία. Διότι, κατά τη γνώμη μου, η υποκριτική χρειάζεται «υγιείς» ανθρώπους.

Για να μπορέσεις να μιλήσεις με πραγματική αγάπη για τον Άνθρωπο, πρέπει πρώτα να έχεις βρει τη δική σου ισορροπία. Αλλιώς γίνεσαι είτε διδακτικός, είτε επιθετικός απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή. Και, να σου πω την αλήθεια, βαριέμαι πια κι αυτό το αφήγημα του «καταραμένου καλλιτέχνη», αυτού που έχει περάσει τα πάνδεινα για να μπορέσει ν’ αποδώσει ή, αν δεν τα έχει περάσει, να τα κυνηγήσει για να τα πάθει.

Λάμπρος Κωνσταντέας

Μα κι αυτό, τώρα, είναι τόσο κλισέ…

Κι όμως υπάρχει πάρα πολύ, πίστεψέ με! Βρίσκουμε πολύ ενδιαφέροντες τους ανθρώπους που έχουν βιώσει πράγματα, άσχετα αν τα έχουν δουλέψει ή όχι, θεωρώντας ότι φέρουν ένα σπουδαίο ακατέργαστο «υλικό» γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν συμφωνώ.

Συμφωνώ ότι τα βιώματά σου σε κάνουν αυτό που είσαι, αλλά πρέπει να τα «μεταβολίσεις» σε κάτι υγιές, ώστε να μπορέσεις να τα χρησιμοποιήσεις και στη ζωή σου, και στη δουλειά σου.

Γράφοντας ερωτήσεις για σένα, σημείωσα τη λέξη «επανάσταση» σε διάφορα σημεία. Η πρώτη δική σου προσωπική επανάσταση ήταν όταν, ενώ ήσουν στο ΦΠΨ, αποφάσισες να φύγεις και να γίνεις ηθοποιός, προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών σου…

Δεν νομίζω ότι ήταν απογοήτευση… Σε πρώτη φάση ήταν τρόμος! (γέλια)

Δεν πήγες, όμως, κι εσύ όπου κι όπου… στο Εθνικό πήγες! (γέλια)

Πίστεψέ με, ήμουν έτοιμος να πάω οπουδήποτε! (γέλια)

Ωραία η επανάσταση – για την ψυχή μας, τουλάχιστον… Στην πράξη, όμως, έχει τίμημα;

Είχε τίμημα τη στιγμή που η απόφαση ήταν ακόμα φρέσκια. Οι γονείς μου τρόμαξαν για την απόφασή μου από πλευράς ασφάλειας και αστάθειας της δουλειάς, αλλά και λόγω της απολυτότητάς μου – δεν άκουγα κουβέντα, κι αυτό έφερε ρήξεις μεταξύ μας. Ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να τους πάω κόντρα σε κάτι τόσο θεμελιώδες, και να κλείσω τ’ αυτιά μου σε όσα μου έλεγαν.

Το πρώτο διάστημα, λοιπόν, είχε τίμημα, και ιδιαίτερα για μένα, που είχα μεγαλώσει μέσα σε μια πολύ δεμένη οικογένεια, και που πάντα εμπιστευόμουν πολύ βαθιά τη γνώμη τους. Ακόμα και τώρα θα συζητήσω μαζί τους για ενδεχόμενες δουλειές και συνεργασίες. Καλά, για feedback σχετικά με αυτό που παίζω, δεν το συζητώ…

Και; Είναι αντικειμενικοί;

Ναι, είναι! Παλαιότερα, τουλάχιστον, ήταν πολύ. Τώρα πια, όσο το συνηθίζουν, έχουν λίγο χαλαρώσει, είναι όλο και πιο περήφανοι…

Νομίζω ότι είναι σημαντικό για εκείνους αυτό το «εντάξει, το παιδί μας δουλεύει, βιοπορίζεται από τη δουλειά του». Ίσως νιώθουν ότι δεν χρειάζεται να είναι τόσο αυστηροί πια. Στην αρχή ίσως το έκαναν και για να με προστατεύσουν.

Διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο που έχεις γράψει για τη στήλη «Σημειώσεις» στο rejected.gr, στο οποίο υπογράμμισα μία φράση σου: «Μόλις μεγαλώσω, θα γίνω αποδημητικό πουλί. Κάνω ήδη εξάσκηση». Αυτό θέλω λίγο να μου το εξηγήσεις…

Σε πρώτο επίπεδο τελείως, έχει να κάνει με το κρύο. Σου έλεγα πριν ξεκινήσουμε ότι δεν το αντέχω καθόλου. Και, για κάποιον λόγο, όταν κρυώνω, φοβάμαι. Είναι σαν να σωματοποιείται η ανασφάλειά μου. Ενώ, όταν ζεσταίνομαι, ακόμα κι αν υποφέρω, νιώθω καλά «στο πετσί μου» – δεν ξέρω πώς ακριβώς να σου το εξηγήσω…

Θα ήθελα να πάω κάποτε σε μια χώρα που έχει μονίμως ζέστη, για να αισθάνομαι αυτή την ασφάλεια. Αλλά κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Και στις χώρες που έχουν μονίμως κρύο, τα σπίτια μέσα είναι ζεστά!

Δεν είναι απλά ζεστά – έχει 20 βαθμούς διαφορά το μέσα απ’ το έξω! Αρρωσταίνεις απ’ το μπες-βγες! (γέλια)

Ναι, αλλά και στην Ελλαδίτσα που φοβάσαι ν’ ανάψεις καλοριφέρ και κοιμάσαι με τρεις κουβέρτες… Καλύτερο είναι αυτό;

Ρε παιδί μου… εσύ δεν θες ζέστη· ζεστασιά θέλεις…

Και αυτό, ναι… Είναι κάπως συνδεδεμένα τα δύο: η ζέστη φέρνει ζεστασιά! Μπορώ να πάω κάπου, που να είμαι συνεχώς με ένα φανελάκι κι ένα σορτσάκι; Αυτό θα ήταν το ιδανικό για μένα! (γέλια)

Σε δεύτερο επίπεδο, θα σου πω ότι είναι φορές που αισθάνομαι ότι ο χρόνος δεν με φτάνει. Αυτό προσπαθώ πολύ να το δουλέψω με τον εαυτό μου. Αυτή τη μόνιμη αγωνία με τον χρόνο – και κυριολεκτικά, και υπαρξιακά. Καμιά φορά, νιώθω να πνίγομαι μέσα στην καθημερινότητά μου. Θα ήθελα να έχω κλώνους, και ο καθένας από αυτούς να ζει και μια άλλη ζωή, για να τα προλάβω όλα!

Το επάγγελμά σου δεν σου δίνει, έστω μέχρι ένα σημείο, αυτή τη δυνατότητα;

Πολύ! Ξέρεις, τον τελευταίο χρόνο άρχισα να σκέφτομαι ότι ο λόγος που μου κάνει τόσο καλό η υποκριτική, είναι γιατί δεν με αφήνει να αισθανθώ ποτέ στάσιμος. Μονίμως αλλάζω, άρα αισθάνομαι ότι έχω ζήσει περισσότερα.

Εμένα μου συμβαίνει και το εξής παράξενο: Λένε όλοι ότι τους αρέσουν τα ταξίδια· κι εμένα μου αρέσουν! Ξέρεις, όμως, πόσο με μελαγχολούν; Γιατί, κατά 90%, η καθημερινότητά μας μάς επιτρέπει να πάμε κάπου 5 μέρες; Δέκα μέρες; Ε, αυτό εμένα μου φαίνεται λίγο «παρηγοριά στον άρρωστο».

Μπαίνω, καμιά φορά, στο Google Earth, κάνω απανωτά zoom out και παθαίνω τα υπαρξιακά του αιώνα. Λέω «Ρε φίλε… είμαστε σ’ αυτή την κουκίδα που πλέον δεν μπορώ να δω. Δες πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος, και δεν έχεις δει τίποτα…». Φοβερό πράγμα το πόσα πράγματα δεν θα προλάβουμε να δούμε…

Και σκέφτομαι μετά τη γενιά των παππούδων μου, οι περισσότεροι από τους οποίους δούλεψαν πολύ για να κάνουν μια οικογένεια – αυτός ήταν ο βασικότερος σκοπός τους, δεν ήθελαν κάτι άλλο. Λέω «Χριστέ μου, για πόσα πράγματα δεν είχαν ιδέα»…

Ναι, αλλά αυτή η άγνοια τούς προστάτευε. Αφού δεν τα ήξεραν όλα αυτά, γιατί να τα επιθυμήσουν;

Τα ‘χει πει και ο Ντοστογιέφκσι: «Η άγνοια σε κάνει ευτυχισμένο», δεν το συζητώ… Όσα περισσότερα μαθαίνεις, τόσο περισσότερα συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις ζήσει. Εκεί, λοιπόν, χρειάζεται να έχεις μια καλή ισορροπία, για να μη νιώσεις «μικρός». Εμένα αυτό, κάποιες φορές, με ζορίζει. Γι’ αυτό θα ήθελα να γίνω αποδημητικό πουλί…

Αλλά θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής: υπάρχει κι ένας απώτερος σκοπός σε αυτές τις σκέψεις, ψέματα δεν θα σου πω. Εγώ θέλω πολύ να κάνω σινεμά, αυτή είναι μια μεγάλη μου επιθυμία. Έχει, λοιπόν, να κάνει και με το ότι το σινεμά μπορεί να σε ταξιδέψει παντού. Αν μπορούσα, λοιπόν, σε ένα παράλληλο, ονειρικό σύμπαν, να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω, θα ήθελα να γυρίζω τον κόσμο και να κάνω ταινίες – κι ας ήταν εδώ η βάση μου!

Ε, αυτό έχει να κάνει και με τη δουλειά σου. Μπορείς να το δικαιολογήσεις μέσα σου και λιγότερο «μεταφυσικά»…

Μα τα περισσότερα πράγματα που ονειρεύομαι έχουν να κάνουν με τη δουλειά μου…

Αν και με ενοχλεί αυτό το «η δουλειά μου», που το ακούω τόσο πολύ. Είναι σαν να μπαίνει γλωσσολογικά σε ένα format που κάπως το «μικραίνει» όλο αυτό, κι εγώ δεν το νιώθω καθόλου έτσι. Προσπαθώ να μην αυτοπροσδιορίζομαι από αυτό που κάνω και μόνο – «Μα, αν δεν είμαι αυτό, τότε τι θα είμαι;». Είναι μια εμμονή κι αυτή, που δεν τη θέλω…

Ο Νικόλας µου άρεσε πολύ εξαρχής, διότι δεν βασίζοµαι τόσο στο IQ του· βασίζοµαι περισσότερο στο EQ του.

Προς το παρόν, όμως, εγώ θα παραμείνω στη «δουλειά σου», γιατί έχουμε κι ένα “Grand Hotel” να συζητήσουμε! (γέλια) Κι αυτό θέλω πολύ να σου το πω: Για μένα, ο Νικόλας είναι ο χαρακτήρας με τη μεγαλύτερη ενσυναίσθηση μακράν στη σειρά – κι αυτό, όσο συζητάμε, μου φαίνεται τόσο ταιριαστό με σένα…

Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Και χαίρομαι τόσο πολύ που μου το λες… Είναι από τα πράγματα που έχω δουλέψει πολύ στο μυαλό μου για τον Νικόλα.

…άσε που η γνωριμία του με τον Πέτρο και η απόφασή του να τον βοηθήσει, είναι και για τον Νικόλα μια μικρή προσωπική «επανάσταση».

Το κομμάτι της ενσυναίσθησης ήταν κάτι που είχα προσέξει εξαρχής στον Νικόλα, και ήταν και από τα πρώτα πράγματα που είχα αρχίσει να δουλεύω – είναι κι ένας τρόπος να δικαιολογήσεις πολλές από τις επιλογές του. Έτσι δεν τον περιορίζουμε και στο στερεότυπο του «αγαθού, αθώου, εύπιστου ανθρώπου». Διότι στον Νικόλα δεν είναι θέμα αφέλειας· είναι θέμα μιας ευαισθησίας και μιας δοτικότητας, την οποία έχουμε μάθει να κρύβουμε. Αυτό εμένα με συγκίνησε πάρα πολύ, γιατί εγώ πρώτος την κρύβω στον εαυτό μου – και στους άλλους. Είμαστε σε μια εποχή που αυτή τη δοτικότητα τη θεωρούμε αδυναμία. Κι αυτό συνδυάζεται και με όλον αυτόν τον ναρκισσισμό που υπάρχει γύρω μας.

Κι όμως, είναι τεράστια δύναμη το να μπορείς να δίνεις τόσα, χωρίς δεύτερες σκέψεις από πίσω. Το να είσαι γενναιόδωρος προϋποθέτει να είσαι πρώτα καλά εσύ με την πάρτη σου…

Ο Νικόλας, λοιπόν, ήταν ένας χαρακτήρας που μου άρεσε πολύ εξαρχής, διότι δεν βασίζομαι τόσο στο IQ του – βασίζομαι περισσότερο στο EQ του. Κι αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό.

Είναι ο χαρακτήρας που, όταν είναι σε ένα δωμάτιο, δεν θα δει ποιος πήρε κάτι απ’ το τραπέζι· θα κοιτάζει τα πρόσωπά τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη σχέση του με τον Πέτρο.

Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρες για τον Νικόλα…

Το βλέπω… Για πες κάτι πιο «δικό του», που ίσως να μην είναι τόσο «ορατό» εκ πρώτης όψεως…

Ο Νικόλας των πρώτων επεισοδίων δεν ήταν τόσο άνετος στο να αγκαλιαστεί, στο να φιληθεί, να πει «όχι» στη μάνα του, να κάνει σεξ… Κι αν αργήσεις πολύ να τα κάνεις αυτά, αρχίζουν να σου δημιουργούνται αγκυλώσεις…

Είναι ένας χαρακτήρας με πολύ χώρο εξέλιξης – γι’ αυτό και ο Νικόλας, μέσα από τα επεισόδια, έχει πολλές «πρώτες φορές». Κατ’ αρχάς, είναι 25 χρονών μαντράχαλος, και δεν είχε ποτέ ένα κολλητό!

Αυτό το είχα πολύ στο μυαλό μου, ότι δηλαδή ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε μέσα σε μια φούσκα, γεννήθηκε μέσα στο ξενοδοχείο από μια αυστηρή μητέρα, που τον αγαπάει πολύ μεν, αλλά με ένα τρόπο ευνουχιστικό. Αυτή είναι η ζωή που ξέρει και, ενώ είναι εκεί για να υπηρετεί την ανώτερη τάξη, τη δική του τάξη δεν την πολυξέρει – τι μουσική ακούνε, πώς είναι τα σπίτια τους…; Του λείπουν πολλές κοινωνικές δεξιότητες. Ζει μόνο για να σερβίρει τη σάλα, ξέρει πώς διπλώνονται τα ρούχα, πώς φοριούνται, χωρίς όμως ο ίδιος να τα έχει φορέσει ποτέ. Αυτό το κρεβάτι στη γωνία του δωματίου είναι το μόνο δικό του πράγμα.

Λάμπρος ΚωνσταντέαςPhoto Credits: Αριστέα Ανύση

Είναι φοβερό αυτό που λες…

Το διάλεξα αυτό το κρεβάτι, να ξέρεις…

Όταν πήγαμε στο σετ για να κάνουμε την πρώτη μας σκηνή και μας είπαν «Αυτό θα είναι το δωμάτιό σας», με το που το βλέπω, λέω «Σας παρακαλώ πολύ, μπορεί να είναι αυτό το κρεβάτι του Νικόλα; Θέλω τη γωνία!». Είναι σαν τα κουτάβια. Αν μη τι άλλο, αν έχεις μόνο ένα μέρος που είναι δικό σου, θες να φτιάξεις «τη γωνίτσα σου». Το άλλο κρεβάτι είναι μες στη μέση…

Σκέφτομαι ότι ακόμα και η σχέση του με την –αχαρακτήριστη, αλλά ας μην το συζητήσουμε τώρα– Ελένη, είναι επίσης μια «επανάσταση» του Νικόλα απέναντι στη μητέρα του. Κι ας έχει εκείνη δίκιο, στην προκειμένη περίπτωση. Βέβαια, ίσως να είναι ευεργετικό όλο αυτό για εκείνον…

Δεν είναι απλά ευεργετικό, είναι σχεδόν «εθιστικό»! Αρχίζει να του αρέσει όταν αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να λέει και «όχι». Αρχίζει να ενδυναμώνεται ως προσωπικότητα.

Θεωρώ, επίσης, ότι η σχέση του με τον Πέτρο κάπου τον «ξεκλειδώνει». Αλλά τον κάνει να είναι και πιο διεκδικητικός σε σχέση με την Ελένη. Αυτή η αποφασιστικότητα και η μαχητικότητα που έχει ο Πέτρος, αυτό το «θα βουτήξω με το κεφάλι, κι ας βρω τοίχο», είναι κάτι που ο Νικόλας δεν θα σκεφτόταν ποτέ από μόνος του. Κι όμως, αρχίζει να το σιγοντάρει.

Αυτό είναι ο Νικόλας: μια σειρά από «πρώτες φορές» που άργησαν να έρθουν!

Τα βλέπεις καθόλου τα επεισόδια μετά ή είσαι από εκείνους που δεν μπορούν να βλέπουν τον εαυτό τους;

Βεβαίως και τα βλέπω! Αντιθέτως, αν δεν τα δω, αγχώνομαι ότι δεν θα ξέρω τι έχω κάνει! Και είμαι και πάρα πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου… Ίσως και λόγω απειρίας, αλλά και λόγω μέσου. Στην τηλεόραση δεν εξαρτώνται όλα από σένα – παρεμβάλλεται η κάμερα, το μοντάζ, η γωνία λήψης, η σκηνοθεσία… Όλα αυτά παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην αφήγηση. Στο θέατρο είναι αλλιώς: ακόμα κι αν έρθουν να μου πουν «συγχαρητήρια» ενώ δεν ήμουν τόσο καλός, εγώ μέσα μου ξέρω πολύ καλά τι έχω κάνει.

Οπότε, ναι, θέλω πολύ να βλέπω τα επεισόδια, γιατί με ενδιαφέρει να δω το τελικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, είναι τόσο άναρχος και ο τρόπος με τον οποίο γυρίζονται – μπορεί να γυρίσουμε μια σκηνή από το επεισόδιο 10 και, αμέσως μετά, να γυρίσουμε μία από το επεισόδιο 40! Θέλω να σιγουρευτώ ότι ο ρόλος είναι συνεπής, ότι ο Νικόλας του επεισοδίου 40 δεν έχει μείνει κολλημένος στο επεισόδιο 10!

Πάντως, το “Grand Hotel” αγαπήθηκε πολύ ως σειρά και γενικώς παρουσιάζει μια σταθερότητα – το κοινό που απέκτησε, το έχει κρατήσει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό…

Αν και έχω παντελή άγνοια για τα νούμερα, ξέρω ότι η σειρά πάει καλά. Αυτή την αίσθηση μου δίνουν και οι άνθρωποι με τους οποίους μιλάω.

Με είχε πάρει πριν από λίγες μέρες μια συνάδελφος, για να μου πει «Βλέπω τη σειρά για σένα, έχεις κάνει “βελονιά” με τον Νικόλα!». Αυτό το βρήκα τόσο συγκινητικό, γιατί είναι από τα υλικά που πραγματικά έχω αγαπήσει πολύ. Δεν θέλω τώρα ν’ ακουστεί ψευτο-κουλτουριάρικο αυτό που θα πω, αλλά νιώθω σχεδόν σαν να έχω υποχρέωση απέναντι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, απέναντι στον Νικόλα. Δεν θέλω να είναι «ψέματα», θέλω η ιστορία του να είναι αληθινή…

Ο Λάμπρος Κωνσταντέας στο Instagram