Η Μαριέλλα Σαββίδου είναι ένα πλάσμα φωτεινό. Και αυτό το φως που εκπέμπει δεν οφείλεται μόνο στο πλατύ της χαμόγελο. Οφείλεται και στις ωραίες απόψεις της, στην ευαισθησία της, στη θετική αύρα που έχει ως άνθρωπος. Κύπριες και οι δύο μας, μετατρέψαμε αυτό που προοριζόταν για μια «συνηθισμένη» συνέντευξη σε μια κουβέντα μεταξύ δύο φίλων που βρέθηκαν για καφέ – κι ας μη γνωριζόμασταν από πριν. Μιλήσαμε για όσα «κρατάει» από τη ζωή της στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Κύπρο, για τη μάστιγα των κοινωνικών διακρίσεων, για τα συστατικά της καλής κωμωδίας, αλλά και για τον ρόλο-υπερπαραγωγή που έχει φέτος στην «Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα» των Ρέππα – Παπαθανασίου, στον ALPHA, που αγαπήθηκε αστραπιαία από το τηλεοπτικό κοινό. Ε, δεν θα μπορούσε να ήταν ωραιότερο εκείνο το μεσημέρι Σαββάτου.
Έχεις πολύ πλούσιο βιογραφικό. Θα σταθώ, όμως, σε κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: αλήθεια τώρα, πόσα πράγματα έχεις σπουδάσει; Πέρα από τα προφανή, υποκριτική και τραγούδι, είδα επίσης κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, γαλλική φιλολογία, επικοινωνία… Πότε τα πρόλαβες όλα αυτά; (γέλια)
Ουσιαστικά, ήταν τρία διαφορετικά BA, τα οποία όμως στον τίτλο μπαίνουν όλα μαζί: Politics and International Affairs, International Communications και French Studies. Αυτό το τελευταίο ήταν μεν Γαλλική Φιλολογία, μαζί όμως με Ιστορία της Τέχνης της Γαλλίας. Ήταν φοβερά ενδιαφέρον…
Μετά έκανα MSc in Culture and Society στο LSE, το οποίο εμπεριείχε την κοινωνιολογία και είχε να κάνει με θέματα ταυτότητας – ταυτότητα φύλου, αλλά και οποιαδήποτε άλλη πολιτιστική ταυτότητα (καταγωγή, θρησκεία…).
Αυτό μου εξηγεί και το γιατί είσαι τόσο ευαισθητοποιημένη στο κομμάτι των κοινωνικών διακρίσεων… Αλλά θέλω πρώτα να ξεκινήσω από τα βασικά: Είσαι ένα κορίτσι συνεχώς χαμογελαστό, γεμάτο θετική ενέργεια. Να υποθέσω ότι αυτό είναι στάση ζωής;
Νομίζω ότι είναι περισσότερο θέμα χαρακτήρα, όχι στάση ζωής. Μη φανταστείς ότι ξυπνάω κάθε πρωί και λέω στον εαυτό μου «Αξίζω, αξίζω, αξίζω»! Καμία σχέση! (γέλια)
Είναι πολύ αστείο αυτό που μου λες, γιατί έβλεπα πρόσφατα ένα άλμπουμ από την παιδική μου ηλικία και σε όλες τις φωτογραφίες είμαι ξεκαρδισμένη! Φυσικά, έχω κι εγώ τις στιγμές μου… Θα στεναχωρηθώ, θα αισθανθώ χάλια, θα κλάψω… Γενικώς, όμως, έχω πάντα το χαμόγελο στη ζωή μου.
Μα αν κοιτάξεις γύρω, είναι λες κι είμαστε «προγραμματισμένοι» να είμαστε μίζεροι… Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στις συνθήκες της ζωής μας ή αν είναι θέμα της νοοτροπίας μας ως λαού. Πολλή γκρίνια…
Συμφωνώ, η ζωή είναι δύσκολη. Αλλά νομίζεις ότι εδώ έχουμε πολλή γκρίνια; Πού να δεις στη Γαλλία! (γέλια)
Νομίζω ότι μας λείπει λίγο το κομμάτι της ενδυνάμωσης – και δεν εννοώ μέσω life coaching… Εγώ είμαι περισσότερο της ψυχοθεραπείας, προτιμώ μία πιο επιστημονική προσέγγιση. Έχω ακαδημαϊκό background και, μάλιστα, μου είχαν προτείνει να κάνω και διδακτορικό παλαιότερα. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να βγω στη σκηνή, που δεν ήθελα να χάσω άλλο χρόνο!
Αν θα έμπαινα τώρα στη διαδικασία για ένα διδακτορικό; Γιατί όχι!
Κι αν το έκανες τώρα, σε ποιο θέμα θα εξειδικευόσουν;
Σε θέματα φύλου, σε θέματα που αφορούν τη γυναίκα. Κάτι τέτοιο θα επέλεγα, νομίζω… Θα πήγαινα το μεταπτυχιακό μου ένα βήμα παραπέρα.
Εξάλλου, τι είναι ένας κοινωνιολόγος; Ένας παρατηρητής. Ο ηθοποιός τι είναι; Επίσης ένας παρατηρητής! Παρατηρούμε και οι δύο την ανθρώπινη συμπεριφορά, απλώς ο ηθοποιός την αναπαράγει.
Ζούµε σε µια απόλυτα χονδροφοβική κοινωνία – αυτό, τουλάχιστον, ας το παραδεχτούµε!
Άρα, αυτές οι κοινωνικές σπουδές νιώθεις ότι σε βοήθησαν στη δουλειά σου;
Νιώθω πως ναι. Η δουλειά μας έχει πολύ διάβασμα. Όταν καλείσαι να υποδυθείς ένα ρόλο, πρέπει να μελετήσεις την εποχή που έζησε ο ρόλος αυτός. Πρέπει να ξέρεις ποια ήταν τα γεγονότα της εποχής, πού τοποθετείται το έργο ιστορικά, πώς ήταν τότε διαμορφωμένη η κοινωνία… Οπότε ναι, η κοινωνιολογία είναι πολύ βοηθητική.
Έζησες πολύ και στη Γαλλία, και στην Ελλάδα και, φυσικά, στην Κύπρο. Τι είναι αυτό που εσύ κρατάς από την κάθε χώρα;
Στη Γαλλία αγαπώ πολύ την έννοια του Διαφωτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το κίνημα αυτό ξεκίνησε από εκεί – η κριτική σκέψη, η κοινωνική ανοχή, οι Τέχνες είναι πολύ ψηλά. Εκεί έζησαν σπουδαίοι γαλλόφωνοι διανοούμενοι, όπως ο Ρουσσώ, ο Ντιντερό, ο Βολταίρος, αλλά και γυναίκες όπως η Μαντάμ ντε Σταλ…
Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις πόσο τιμούσαν τις γυναίκες, όταν εμείς στην Ελλάδα δεν τιμούμε τις γυναίκες από το παρελθόν. Η Σαπφώ, ας πούμε, ήταν η πρώτη γυναίκα ποιήτρια. Αυτό δεν το έχουμε τιμήσει όσο του αξίζει! Το ότι, λοιπόν, ζούσα σε μια χώρα πολυπολιτισμική, εμένα μου άνοιξε το μυαλό.
Τη φιλοσοφία εμείς τη γεννήσαμε, αλλά δεν την τιμούμε. Είναι σαν να επαναπαυόμαστε στις δάφνες μας. Με αυτά που συζητάμε, σκέφτομαι ένα σημείο από την «Εθνική Ελλάδος» του αγαπημένου μου Γιώργου Καπουτζίδη, όπου ένας χαρακτήρας έλεγε «Εσείς, στην Ελλάδα, έχετε καταφέρει πολλά. Στο παρελθόν όμως. Τώρα τι κάνετε;».
Έχουμε φοβερές δυνατότητες, έχουμε απίστευτους επιστήμονες… Και τι γίνεται τελικά; Οι άνθρωποι αυτοί διαπρέπουν αλλού! Η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα. Κι όμως, «τα τρώει τα παιδιά της»…
Διάβαζα πρόσφατα μια έρευνα που έλεγε ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ ψηλά και στη λίστα για τη γυναικεία κακοποίηση. Παρόλα αυτά, πολλά περιστατικά δεν τα μαθαίνουμε, πολλές γυναίκες φοβούνται να καταγγείλουν αυτό που τους συμβαίνει λόγω των κοινωνικών επιταγών. Έχουμε πολλά ακόμα να κάνουμε…
Από την Κύπρο τι κρατάς;
Νιώθω ότι στην Κύπρο είμαστε ένας λαός που, πολλές φορές, ψάχνει ακόμα την ταυτότητά του. Παρόλα αυτά, έχουμε κρατήσει μια βασική ταυτότητα, κι ας έχουμε αλλάξει τόσους κατακτητές…
Ακόμα και το θέμα της γλώσσας το βλέπω τώρα με τον ρόλο μου στην «Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα», όπου παίζω μια Τουρκάλα. Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, τα ακούσματά μου από πλευράς τουρκικής γλώσσας ήταν τα τουρκοκυπριακά, τα οποία όμως είναι σαν διάλεκτος των τουρκικών! Όπως εμείς, οι Ελληνοκύπριοι, έχουμε τη δική μας προφορά στα ελληνικά, έτσι και οι Τουρκοκύπριοι έχουν τη δική τους προφορά όταν μιλάνε τούρκικα.
Είμαστε ένας λαός πολύ πονεμένος, είχαμε και θέματα με τους πολιτικούς μας… Εύχομαι να έρθει μια μέρα που θα νιώσουμε πραγματικά ασφαλείς στην Κύπρο – δεν ξέρω αν το έχουμε νιώσει αυτό ποτέ…
Μα και πώς να το νιώσουμε, όταν βρισκόμαστε μονίμως στο κέντρο των εξελίξεων; Η γεωγραφική μας θέση δεν μας επιτρέπει να κοιμόμαστε ήσυχοι. Και τώρα με τις εξελίξεις στο Ισραήλ και τον Λίβανο…
Μα φυσικά! Εμένα η τάξη μου στο Δημοτικό, στη Λευκωσία, είχε περισσότερα Λιβανεζάκια, τα οποία είχαν έρθει στην Κύπρο με τις οικογένειές τους λόγω του πολέμου τότε στον Λίβανο! Επειδή στην Κύπρο ζήσαμε την εισβολή, ξέρουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου, να μην μπορείς να πας στον τάφο του γονιού σου να βάλεις ένα λουλούδι… Μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει να φεύγεις από τον τόπο σου λόγω πολέμου. Έχουμε δεχτεί πολύ κόσμο στο νησί.
Είμαστε ένας πολύ φιλόξενος λαός στην Κύπρο. Αυτό κρατάω εγώ.
Έχω διαβάσει ένα εξαιρετικό κείμενο που έχεις γράψει σχετικά με το body shaming και το thin privilege. Θέλω να μιλήσουμε λίγο για τη μεγάλη σου ευαισθησία σ’ αυτά τα θέματα. Πώς μπήκες στη διαδικασία να μιλήσεις δημόσια περί στερεοτύπων και διακρίσεων;
Έλα ντε… δεν μπορώ να το εντοπίσω ακριβώς. Νομίζω ότι αυτή την ευαισθησία μού την πέρασε η μητέρα μου. Όπως ξέρεις, η Κύπρος είναι μεγάλος σταθμός στο κομμάτι της παράνομης διακίνησης γυναικών. Όταν ξεκίνησε, λοιπόν, το Cyprus Stop Trafficking, η μητέρα μου πάντα πήγαινε να βοηθήσει και με έπαιρνε μαζί της. Μας έμαθε από μικρές με την αδελφή μου πάντα να δεχόμαστε τον άλλον, όσο διαφορετικός κι αν είναι από εμάς. Ίσως και το γεγονός ότι στο σχολείο ήμουν σε μια τάξη με πολλά προσφυγόπουλα να λειτούργησε κάπως μέσα μου.
Η ζωή σου στη Γαλλία, όπου η κοινωνία ήταν πολυπολιτισμική, δεν σε επηρέασε καθόλου;
Από τη ζωή μου στη Γαλλία ξεκίνησαν πολλά… Ήρθα σε επαφή με πολλούς ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες, αλλά και ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα δέρματος. Το thin privilege, για το οποίο έγραψα, έχει να κάνει πολύ και με το white privilege: δεν ήθελαν τις καμπύλες που είχαν οι μαύρες γυναίκες, γι’ αυτό και προσπαθούσαν να τις «τερατοποιήσουν», να τις στοχοποιήσουν, ώστε να υπάρχει μόνο το πρότυπο της λευκής αδύνατης γυναίκας.
Στα νεότερα χρόνια ήρθε αυτό το εκτεταμένο κύμα της χονδροφοβίας, στο πλαίσιο του οποίου άρχισε να γίνεται μια «αστυνόμευση» στο σώμα των γυναικών σχετικά με το τι μπορούν ή δεν μπορούν να κάνουν.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να μη ρωτήσω τη γνώμη σου σχετικά με το περιστατικό με τη Ματούλα Ζαμάνη, η οποία έβγαλε την μπλούζα της σε μια συναυλία – κάτι που κατακρίθηκε και σχολιάστηκε έντονα…
«Πώς τόλμησε αυτή η γυναίκα, η οποία δεν έχει σώμα μοντέλου, να αισθανθεί την επιθυμία να πετάξει την μπλούζα της;»… Εντωμεταξύ, έχουμε δει ποπ τραγουδίστριες, και Ελληνίδες και ξένες, να φοράνε πολύ λιγότερα από εκείνα που φορούσε η Ματούλα! Ζούμε σε μια απόλυτα χονδροφοβική κοινωνία – αυτό, τουλάχιστον, ας το παραδεχτούμε!
Mου θυμίζει ένα περιστατικό που είχε γίνει με μια μεγάλη αθλητική μάρκα, η οποία είχε βγάλει κολάν και μπουστάκια για plus size γυναίκες. Έβαλαν, λοιπόν, μια κούκλα να τα φοράει στο μεγάλο τους κατάστημα στην Oxford street, στο Λονδίνο. Ο κόσμος άρχισε να βρίζει τη μάρκα, να λέει «ντροπή τους που προωθούν την παχυσαρκία», ενώ εκείνοι είχαν βγάλει τη συγκεκριμένη σειρά για να έχουν ενδυματολογικές επιλογές οι plus size άνθρωποι, να πηγαίνουν στο γυμναστήριο! Σκέψου την υποκρισία του πράγματος…
Η αυτοεκτίμησή μας έχει πάρα πολύ να κάνει με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, οπότε σκέψου πόσο βάρβαρο είναι όλο αυτό… Φαντάσου το μέγεθος της υποκρισίας, όταν κάποιοι «δεν άντεξαν» το ότι η Ματούλα έβγαλε το ρούχο της. Αλλά νομίζω ότι έτσι έπεσαν και οι μάσκες. Στην πραγματικότητα, με αυτές τις αντιδράσεις ξεσκεπάστηκαν. Φάνηκε πόσο μίσος μπορεί να έχουν κάποιοι για ένα σώμα, το οποίο δεν μοιάζει με εκείνο που μας είπαν ότι είναι «το ιδανικό». Μα η ομορφιά έχει μονοπώλιο; Δεν έχει! Ε, κάποιους τους ενοχλεί βαθιά όταν αυτό το επιβεβλημένο μονοπώλιο σπάει!
Έχει τύχει ποτέ να σου κάνουν σχόλια περί κιλών στη δουλειά;
Για να είμαι ειλικρινής, στη δουλειά δεν μου έχει τύχει ποτέ. Μου έτυχε παλαιότερα, όταν ήμουν μικρή, στην Κύπρο. Από τότε, όμως, που άρχισα να μιλάω δημοσίως για το θέμα, δεν ήρθε κανείς να μου πει τίποτα! (γέλια)
Στο κείμενό σου αναφέρεις και το casual body shaming, με το οποίο ένα φαινομενικά άκακο σχόλιο μπορεί να είναι άκρως προσβλητικό – όπως το περιστατικό με ένα γυμναστή, ο οποίος σου είχε πει «Με μένα ως γυμναστή, μέχρι το καλοκαίρι θα φοράς brazilian»…
…κι εγώ του είχα απαντήσει «Τι εννοείς; Εγώ ήδη φοράω brazilian»!
Ορίστε άλλο ένα πρόβλημα που υπάρχει στην αντίληψή μας για τη γυμναστική: γυμναστική δεν κάνουμε για να χωρέσουμε σε κάποιο ρούχο! Πρέπει να καταλάβουμε την πραγματική της αξία.
Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που γυμνάζεται σχεδόν καθημερινά. Γυμνάζομαι για την υγεία μου, για να έχω καλές εξετάσεις, για να είμαι απόλυτα λειτουργική, αλλά και γιατί εκτιμώ το κορμί μου, γιατί θέλω να το δοξάζω! Δεν γυμνάζομαι ούτε για να αρέσω σε κάποιον, ούτε για να μπω σε ένα μπικίνι. Μπικίνι φοράω ούτως ή άλλως!
Δόξα τω Θεώ, ο καθένας έχει το κοινό του! Σε άλλους άνδρες αρέσουν οι πιο στρουμπουλές γυναίκες, σε άλλους οι πιο γυμνασμένες, σε άλλους οι αδύνατες. Κορίτσια, μην τσακώνεστε! Υπάρχει κάποιος για όλες! (γέλια)
Θα σου δώσω και μια άλλη πτυχή του θέματος. Εγώ είμαι πρέσβειρα στο Hombat, ένα πρόγραμμα στην Κύπρο, το οποίο έχει να κάνει με το ομοφοβικό και τρανς-φοβικό bullying στα σχολεία. Οι υπεύθυνοι του προγράμματος μού είχαν πει ότι μακράν το πιο εκτεταμένο bullying είναι το χονδροφοβικό. Τα παιδιά γίνονται ανελέητα…
Μου έχουν μιλήσει, λοιπόν, για περιπτώσεις που σε ένα αγόρι μπορεί να αρέσει ένα κορίτσι πιο στρουμπουλό και ντρέπεται να το πει στους συμμαθητές του, γιατί μπορεί να υποστεί κι εκείνο bullying! Για να είμαι ειλικρινής, πριν κάποια χρόνια μού είχε στείλει μήνυμα ένα αγόρι, ένας έφηβος, που του άρεσε ένα τέτοιο κορίτσι στην τάξη του, αλλά δεν τόλμησε να μιλήσει γιατί οι συμμαθητές του την κοροΐδευαν! Το παιδί δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Είναι τρομοκρατία, κανονικά!
Ας μιλήσουμε λιγάκι περί κωμωδίας… Ποια είναι, για σένα, τα συστατικά που μπορούν να καταστήσουν μια κωμωδία επιτυχημένη;
Εν αρχή ην ο Λόγος! Από τον σεναριογράφο ξεκινούν τα πάντα. Εάν το σενάριο δεν είναι δυνατό, όσο καλός κι αν είναι ο σκηνοθέτης ή ο ηθοποιός, δεν θα μπορέσει να το στηρίξει.
Εσύ συνεργάστηκες και με τους μετρ του είδους – με τον Γιώργο Καπουτζίδη παλαιότερα στην «Εθνική Ελλάδος», με Ρέππα – Παπαθανασίου τώρα, στην «Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα». Θέλω να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτή τη φετινή συνεργασία…
Ήταν τεράστια η χαρά μου όταν με πήραν τηλέφωνο για την «Τζέλα». Είναι δύο άνθρωποι που έχουν γράψει ιστορία στην ελληνική τηλεόραση.
Το καλό με όσους είναι πολύ δυνατοί σεναριογράφοι είναι ότι ξέρουν να επιλέγουν και τον ηθοποιό που ταιριάζει ακριβώς σε κάθε ρόλο – και, πράγματι, το καστ σ’ αυτή τη σειρά είναι φανταστικό…
Βέβαια, για μένα τα γυρίσματα είχαν και πολλή προετοιμασία, γιατί «δεν τα είχα» τα τούρκικα. Οπότε, έκανα μαθήματα, είχα την καθηγήτριά μου με την οποία περνάγαμε τα κείμενα ξανά και ξανά, για να τα πετύχω. Γιατί δεν έχει μόνο τουρκικές λέξεις, έχει και ελληνικές λέξεις με προφορά τούρκικη! Ήταν, παράλληλα, και το θέμα με τα τουρκοκυπριακά ακούσματα που έπρεπε να τα αποβάλω, για να πετύχω την καθαρά τουρκική προφορά…
Η σειρά, με το που προβλήθηκε, κέρδισε αμέσως το κοινό. Πέρα από το ίδιο το σενάριο, πού αλλού αποδίδεις εσύ την τόσο μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου;
Πιστεύω ότι πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη παρωδία από όλες τις πλευρές, είναι «κεντημένη» κανονικά. Επίσης, έχει πολλά αστεία σε διαφορετικά επίπεδα – φαντάσου ότι εγώ είδα και δεύτερη φορά τα επεισόδια, κι «έπιασα» αστεία που δεν είχα «πιάσει» την πρώτη! Είναι πολύ πυκνό το κείμενο, αλλά και το παίξιμο των ηθοποιών.
Νομίζω ότι ο κόσμος ήθελε να γελάσει. Και η καλή κωμωδία είναι πάντα αποδεκτή από τον κόσμο.
Η «Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα» είναι µια καλοκουρδισµένη παρωδία από όλες τις πλευρές, είναι «κεντηµένη» κανονικά
Είχαμε περάσει και μια μεγάλη περίοδο τα προηγούμενα χρόνια, στην οποία είχαμε πληθώρα δραματικών σειρών και ελάχιστες έως καθόλου κωμωδίες…
Έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ δυσκολότερο να γράψεις μια καλή κωμωδία από το να γράψεις δράμα…
Βέβαια, ήταν και «βαριά» η προηγούμενη περίοδος – οικονομική κρίση, κορονοϊός, καραντίνα… Το δράμα της ταίριαζε περισσότερο. Από την άλλη, όταν περνάς δύσκολα, δεν έχεις και μεγαλύτερη ανάγκη να γελάσεις;
Δεν ξέρω αν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Αυτή η ερώτηση είναι πιο κοινωνιολογική.
Ως κοινωνιολόγος τι θα απαντούσες;
Ως κοινωνιολόγος θα έδινα μια εντελώς διαφορετική απάντηση! Θα έλεγα ότι μας εξυπηρετεί το format της τηλε-νουβέλας.
Το κοινό των δραματικών σειρών είναι κυρίως γυναικείο, το οποίο κάθεται και βλέπει κάτι που προχωράει πάρα πολύ αργά, κάτι που έχει τον ίδιο ρυθμό με την καθημερινότητά του, κάτι που του κάνει σταθερά «παρέα». Αυτό είναι το concept της τηλε-νουβέλας: η εξέλιξη είναι αργή, υπάρχουν πολλές επαναλήψεις, συζητάμε συνεχώς τα ίδια… Κάπως έτσι δεν γίνεται και στην καθημερινότητά μας;
Η κωμωδία, όμως, δύσκολα μπορεί να είναι καθημερινή, γιατί πρέπει να είναι γρήγορη, το αστείο πρέπει να είναι πιο στοχευμένο. Για μένα, ο ρυθμός είναι εκείνος που κάνει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ κωμωδίας και δράματος.
Μια παρωδία, όπως η «Τζέλα», ο θεατής πρέπει να καθίσει να τη δει απενοχοποιημένα. Ξέρεις ότι υπάρχει κόσμος στα social media που κάθεται και αναλύει κάθε κομμάτι της σειράς, και εξηγεί π.χ. ότι «αυτό το σημείο είναι παρωδία του τάδε σίριαλ»; Αυτό το βρίσκω πάρα πολύ ωραίο! Δείχνει ότι ο Μιχάλης και ο Θανάσης πέτυχαν τον στόχο τους!
«Χατιτζέ Βουρδάμπεη», λοιπόν. Από πού να την πιάσεις και πού να την αφήσεις… (γέλια) Θέλω να μου ψυχολογήσεις αυτόν τον χαρακτήρα.
Το δικό μας ζευγάρι είναι η παρωδία των τουρκικών σίριαλ – προφανώς! Είναι μεγαλοπρεπείς, είναι βαθύπλουτοι, οι πιο πλούσιοι του σίριαλ! Εγώ, ως Χατιτζέ, για να πω την αλήθεια, οι μόνοι με τους οποίους καταδέχομαι να συζητάω είναι οι Σεβαστοί! Δεν μπορώ πιο «κάτω», δεν είναι chic… (γέλια)
Είναι μια γυναίκα, η οποία ξυπνάει κάθε πρωί, βάφεται, στολίζεται, φοράει την Άρτα και τα Γιάννενα, και ξεκινά τη μέρα της, έχοντας διάφορα μικροαστικά θέματα να την απασχολούν. Την ενδιαφέρει πάρα πολύ η επιφανειακή κοινωνία, ενδεχομένως να είναι και το μόνο που την ενδιαφέρει! (γέλια) Την ενδιαφέρει πάρα πολύ να κυριαρχεί η οικογένειά της – ο άνδρας «είναι ο καλύτερος, είναι ο πιο σπουδαίος»! Ζει στον δικό της επιφανειακό κόσμο.
Μπορεί μεν αυτό να διακωμωδεί τα τουρκικά σίριαλ, αλλά μεταξύ μας τώρα, πόσο βλέπουμε τέτοιους χαρακτήρες και στην ελληνική πραγματικότητα;
Πολύ συχνά! Φυσικά και τους βλέπουμε – και με ελληνικές, και με κυπριακές προδιαγραφές! (γέλια)
Είσαι και ζευγάρι με τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο – τον Οσμάν Βουρδάμπεη… (γέλια)
Καλά… η χαρά μου όταν έμαθα ότι θα κάνω τη γυναίκα του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου ήταν απερίγραπτη! Πάντα τον θαύμαζα!
Είναι ένας άνθρωπος ευγενέστατος, φοβερά «σύγχρονος», με απίστευτα σύγχρονο χιούμορ και αντιλήψεις. Ο Αλέξανδρος είναι ένας «νέος» – πιο νέος από πολλούς νέους που ξέρω! Έχει μια απίστευτα «δροσερή» προσωπικότητα, χωρίς καμιά μιζέρια και καμιά γκρίνια. Είναι μεγάλη μου τιμή που παίζω μαζί του!
Εμένα η απορία μου είναι άλλη, ακούγοντας και μόνο κάτι στιχομυθίες μεταξύ σας: Πώς τα καταφέρνετε και δεν γελάτε μ’ αυτά που λέει το στόμα σας; (γέλια)
Ε, πες μου τώρα… (γέλια) Πού να σου πω που έβλεπα το συνεργείο να χαχανίζει, κι εγώ να πρέπει να κρατηθώ! Δεν ξέρεις τι γινόταν από πίσω… (γέλια)
Πάντως, ενώ οι χαρακτήρες σας δεν εμφανίζονταν στα πρώτα επεισόδια, εμείς γελούσαμε και μόνο από τα τρέιλερ…
Πρέπει να σου πω ότι περπατούσα στον δρόμο, κι ενώ ο χαρακτήρας μου δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στην «Τζέλα», ερχόταν κόσμος και μου έλεγε «Αχ, είστε όλοι καταπληκτικοί! Περιμένουμε κι εσάς πώς και πώς να βγείτε!».
Εισέπραξα τόση πολλή αγάπη για το συγκεκριμένο σίριαλ, χωρίς να έχω καν εμφανιστεί – από τα τρέιλερ και μόνο! Ε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβράβευση από αυτή την αγάπη του κόσμου!