Μιχάλης Σαράντης | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Συνεντεύξεις

Μιχάλης Σαράντης: «Στη δουλειά δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ αν δεν “παίζω μπάλα”»

Ο Μιχάλης Σαράντης μεταμορφώνεται κυριολεκτικά όταν κάτι τον αφορά άμεσα. Και αυτή μας η συνάντηση ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη. «Λίγο ταλαιπωρημένος μου φαίνεσαι», του είπα όταν συναντηθήκαμε. «Είμαι. Συγνώμη γι' αυτό...», απάντησε με προφανή την κούραση στα μάτια του. Δεν κράτησε πολύ. Όσο η συζήτηση προχωρούσε, τόσο εκείνος «άνθιζε». Όταν, δε, η κουβέντα έφτασε στο θέατρο και τη «Διάφανη Αγάπη», τη σειρά του Alpha στην οποία τον βλέπουμε φέτος, ήταν πια άλλος άνθρωπος – άλλη στάση σώματος, άλλη ενέργεια εντελώς. «Εκ πρώτης, δεν μπορείς να πεις ότι έχω κοινά με τον Χάρη Παυλίδη», μου είπε. Εκ πρώτης. Διότι αυτόν τον μαγνητισμό και την εσωτερική φλόγα που εκπέμπει ο Χάρης ως ρόλος, τα εκπέμπει πρωτίστως ο Μιχάλης ως άνθρωπος – ταλαιπωρημένος ή μη. Το δηλώνω υπεύθυνα.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο Μιχάλης Σαράντης μεταμορφώνεται κυριολεκτικά όταν κάτι τον αφορά άμεσα. Και αυτή μας η συνάντηση ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη. «Λίγο ταλαιπωρημένος μου φαίνεσαι», του είπα όταν συναντηθήκαμε. «Είμαι. Συγνώμη γι’ αυτό…», απάντησε με προφανή την κούραση στα μάτια του. Δεν κράτησε πολύ. Όσο η συζήτηση προχωρούσε, τόσο εκείνος «άνθιζε». Όταν, δε, η κουβέντα έφτασε στο θέατρο και τη «Διάφανη Αγάπη», τη σειρά του Alpha στην οποία τον βλέπουμε φέτος, ήταν πια άλλος άνθρωπος – άλλη στάση σώματος, άλλη ενέργεια εντελώς. «Εκ πρώτης, δεν μπορείς να πεις ότι έχω κοινά με τον Χάρη Παυλίδη», μου είπε. Εκ πρώτης. Διότι αυτόν τον μαγνητισμό και την εσωτερική φλόγα που εκπέμπει ο Χάρης ως ρόλος, τα εκπέμπει πρωτίστως ο Μιχάλης ως άνθρωπος – ταλαιπωρημένος ή μη. Το δηλώνω υπεύθυνα.

Διαβάζοντας για σένα, πέτυχα πολλές φορές την πληροφορία ότι ως παιδί έζησες στην οδό Ζήνωνος, στην Ομόνοια. Σκέφτομαι, λοιπόν, πώς μπορεί να «γράψει» στην ψυχή ενός παιδιού ένα τόσο ιδιαίτερο περιβάλλον, που δεν είναι ακριβώς και η μέση οικογενειακή συνοικία…

Θυμάμαι τη Ζήνωνος γεμάτη μαγαζιά, καφεκοπτεία που μύριζαν καφέ και λικέρ, πολύχρωμα μανάβικα με πάγκους γεμάτους φρούτα, και κόσμο να πηγαίνει πάνω κάτω. Θυμάμαι ένα τεράστιο ασανσέρ που βάζαμε το αμάξι για να το πάμε στο υπόγειο του πάρκινγκ που πάρκαρε ο πατέρας μου το αυτόματο Toyota μας – έχω μνήμη να παίζω μπάλα κάτω από τον Δρομέα στην Ομόνοια…

Η Ζήνωνος είναι το σπίτι μου, ο μικρότοπος καταγωγής μου. Που σημαίνει ότι, στα μάτια κάποιου άλλου, φαντάζει ιδιαίτερο ή δύσκολο μέρος να μεγαλώνει κάποιος, αλλά στα δικά μου είναι η αρχή των πάντων, είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου.

Είμαι παιδί της πόλης, της πολυκατοικίας, του μπετόν, του δρόμου, της παρέας με τα ποδήλατα και της μπάλας. Και αν αναφέρομαι συχνά, είτε δημόσια είτε σε προσωπικές κουβέντες, σ’ αυτό, είναι γιατί μάλλον αυτός είναι ένας δικός μου μηχανισμός για να γειώνομαι, να θυμάμαι και να  επιστρέφω. Διότι, μερικές φορές, η δουλειά και οι ρυθμοί της ζωής μπορεί να σε κάνουν να χάσεις το κέντρο σου. Έχω ανάγκη να θυμάμαι, για να μην ξεχνάω ποιος είμαι.

Μου είπες ότι αυτή η δουλειά μπορεί να σε κάνει να χάσεις το κέντρο σου…

Το λέω υπό την έννοια ότι, από δουλειά σε δουλειά, από τρέξιμο σε τρέξιμο, αν δεν αφιερώνεις χρόνο σε σένα, τα πράγματα λίγο μπερδεύονται, συγχύζονται. Αυτό ισχύει για όλες τις δουλειές, για όλους όσους τρέχουν σαν παλαβοί για την επιβίωση. Για τη δική μας εργασία, ωστόσο, ίσως ισχύει λίγο παραπάνω, λόγω τού ότι το ξόδεμα είναι και σωματικό αλλά και ψυχικό – με την έννοια της εμπλοκής. Που σημαίνει ότι ο προσωπικός χρόνος για ανασυγκρότηση είναι όχι μόνο απαραίτητος, αλλά και ζωτικός.

Είχα ανάγκη κάποια στιγμή να σταματήσω να τρέχω και να αναρωτηθώ, πρώτον, γιατί τρέχω και, δεύτερον, αν μου αρέσει να τρέχω. Τώρα, θα μου πεις, σου πήρε καμμιά δεκαπενταριά χρόνια να το καταλάβεις! Θα σου απαντήσω με παρρησία, λοιπόν, ότι ποτέ δεν είναι αργά! (γέλια)

Και γιατί τρέχεις; Το έχεις απαντήσει αυτό στον εαυτό σου;

Τρέχω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, τρέχω γιατί –από πάντα– νιώθω ότι κάτι με κυνηγάει· προφανώς ο εαυτός μου. Τρέχω γιατί μου αρέσει πολύ να είμαι παραγωγικός, αλλά ταυτόχρονα είμαι και πολύ τεμπέλης αν με αφήσεις, βαθιά τεμπέλης… Αντιστέκομαι στη νωθρότητα κάνοντας ακριβώς το αντίθετο, δουλεύοντας έως και δεκαπέντε ώρες τη μέρα.

Αλλά, για να είμαστε και ειλικρινείς, τρέχω γιατί με έμαθαν ότι «έτσι πρέπει», ότι «δεν γίνεται αλλιώς» – όχι μόνο εμένα, όλους μας.

Φέτος είναι η πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, που πολύ συνειδητά δεν κάνω θέατρο όλη τη σεζόν. Έχω μόνο τη σειρά, μαζί με κάποιες λίγες παραστάσεις περιστασιακά. Εφόσον η συμμετοχή μου στη «Διάφανη Αγάπη» μου το επέτρεπε οικονομικά, το έκανα κυρίως για να αφουγκραστώ τι θα μου συμβεί αν δεν δουλεύω σαν τρελός.

…ε, τώρα πια, υπάρχει και το παιδί…

Ακριβώς. Συνέπεσε η προσωπική μου ανάγκη για παύση μιας χρόνιας λειτουργίας, με το γεγονός ότι ήθελα να έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο για εμένα, τη μικρή και το σπίτι. Είναι σε μια υπέροχα τρυφερή και μαγική ηλικία, δεν χορταίνω να είμαι μαζί της. Θέλω να είμαι όσο γίνεται περισσότερο παρών.

Έχω διαβάσει ότι πηγαίνεις τακτικά τη μικρή στην παιδική χαρά. Αναρωτιέμαι τι περνάει από το μυαλό σου όσο είσαι εκεί, παρακολουθώντας τη μικρή να παίζει.

Αυτό που μου συμβαίνει συχνά, όπου και να είμαστε, ό,τι και να κάνουμε, είναι ότι ενώ είμαι εκεί απόλυτα και η προσοχή μου είναι στραμμένη σε εκείνη και μόνο, με πιάνω να ασυναίσθητα να κάνω προβολές του εαυτού μου πάνω της. Μου έρχονται μνήμες με εμένα μικρό παιδί, θυμάμαι πώς ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου σε σχέση με μένα, με τι μάτια τους κοιτούσα, πώς ήταν αυτοί απέναντί μου. Δεν είναι ακριβώς νοσταλγία ή αναπόληση, ούτε διαχείριση πένθους. Είναι κάπως όλα μαζί σε συνδυασμό· συνειδητοποιώ ότι ο χρόνος κυλάει διαρκώς.

Ένας ακόμα λόγος, πλέον, που θα ήθελα να είναι εδώ οι γονείς μου, είναι για να λύναμε τους κόμπους που δεν προλάβαμε, να εξελίξω τη σχέση μου μαζί τους, παράλληλα με το γεγονός ότι καθημερινά ο ίδιος γίνομαι ολοένα και περισσότερο πατέρας.

Μπαίνοντας στη θέση του γονέα, συγχωρείς τους δικούς σου γονείς για πολλά που, στα μάτια σου, δεν είχαν πράξει σωστά. Οι γονείς είμαστε μεγάλα παιδιά, που έχουμε υπό την προστασία μας μικρότερα παιδιά. Δεν γίνεσαι γονέας και, ξαφνικά, σου έρχεται η επιφοίτηση για το τι πρέπει να κάνεις!

Φέτος κλείνεις και τα 40. Έχεις μπει καθόλου σε διαδικασία απολογισμού; Να δεις τι έχεις καταφέρει, τι δεν πήγε όπως ήθελες…;

Χωρίς να το έχουμε προσυνεννοηθεί, νομίζω ότι κάπως αυτό συζητάμε τόση ώρα. Αν έχεις επίγνωση τού τι ζεις και του περιβάλλοντος στο οποίο ζεις, όσο μεγαλώνεις αυτή η διαδικασία γίνεται όλο και πιο συνειδητά, την αποζητάς κιόλας σε στιγμές έντονα.

Αν με ρωτάς αν έχω μπει σε διαδικασία ενδοσκόπησης θα σου απαντούσα θετικά. Δεν μου αρέσει πολύ η έννοια του απολογισμού, γιατί είναι σαν να σηματοδοτείς ότι έχεις φτάσει κάπου, σε ένα τέρμα. Δεν έχω φτάσει πουθενά και δεν θέλω και να φτάσω! Έχω πολλή όρεξη για ζωή.

Καλά, δεν το εννοούσα τόσο μακάβρια… (γέλια)

Όχι, μην το λες! Κατ’ αρχάς, δεν μου ακούγεται μακάβριο. Υπάρχει κόσμος που δεν την έχει αυτή την όρεξη – και το καταλαβαίνω: τα πράγματα γύρω μας δεν είναι φτιαγμένα με τρόπο που να κάνουν τον άλλον να θέλει να κοπιάσει, να ζήσει, κοιτώντας μπροστά με θάρρος. Σχεδόν όλα συνηγορούν για το αντίθετο· η ματαίωση έχει γίνει πολύ φίλη μας, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Θέλει τρομερή αντίσταση για να πεις ότι θα προσπαθήσεις απέναντι σε τόσες αντιξοότητες.

Προσπαθώ συνεχώς να γίνομαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου – δεν ξέρω κι αν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος στόχος στη ζωή. Και αν δεν θες να το κάνεις για σένα, οφείλεις να το κάνεις για τους άλλους που είναι δίπλα σου. Η μικρή λειτούργησε ως εφαλτήριο, με βοήθησε πάρα πολύ σ’ αυτό, έχω μια τεράστια ευθύνη σε σχέση με την ανατροφή της.

Το θέµα στη δουλειά είναι να πηγαίνεις µεν προπονηµένος, αλλά όχι προαποφασισµένος.

Θα το ελαφρύνω λίγο. Μεγάλωσες σε μια οικογένεια με τρεις αδελφές, τώρα μεγαλώνεις μια κόρη… Για πες, λοιπόν: Ποιο είναι το βασικότερο πράγμα που έχεις καταλάβει για τις γυναίκες;

Δεν έχω απάντηση! Δεν είμαι σίγουρος ότι οι συμπεριφορές μεταξύ ενός κοριτσιού και ενός αγοριού διαφέρουν τόσο, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες· βλέποντας τη μικρή, νομίζω ότι ο τρόπος που λειτουργεί θα μπορούσε να είναι και ενός αγοριού.

Ήταν πολύ μεγάλη τύχη το ότι μεγάλωσα με πολλές γυναίκες – τόσο μοναδικές, μάχιμες, δυναμικές, που πάντα αποζητούσαν το δίκαιο και για τους άλλους, και απέναντί τους. Και η μάνα μου ήταν έντονη προσωπικότητα, και η γιαγιά μου.

Τώρα πάει αλλού η κουβέντα, αλλά αν δεν έχεις δει τη σειρά “Adolesence”, δες την Τώρα! Βλέπεις πώς όλοι, ουσιαστικά, είμαστε δέσμιοι της συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων, οι οποίες φαινομενικά δεν έχουν και τρομερή σημασία. Είμαστε όλοι γεμάτοι «ακίδες», ενοχές, ναρκισσισμούς, εγωισμούς… Όμως τα μάτια ενός παιδιού, που τα βλέπω τώρα στην κόρη μου, αλλά έχουν υπάρξει και δικά μου, και δικά σου, τα λένε όλα πεντακάθαρα – μετά αρχίζουν και βρωμίζουν…

Αυτό που λένε, ότι οι ηθοποιοί διατηρούν την παιδικότητά τους, είναι μια μπούρδα. Τη διατηρούν μεν, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Η διατήρηση της παιδικότητας δεν είναι προνόμιο των καλλιτεχνών! Είναι ένας τρόπος να ανατροφοδοτείσαι, να μπαίνεις στα πράγματα φρέσκα και αθώα. Αν πας προς τα εκεί, όποια δουλειά κι αν κάνεις, επικοινωνείς με τους ανθρώπους πιο καθαρά. Κι εμένα αυτό με συγκινεί πολύ.

Τα κορίτσια της οικογένειάς μου, λοιπόν, πάντα είχαν καθαρά και θαρραλέα μάτια. Το βλέμμα τους ήταν έντονο – και πονεμένο, και άφοβο και πωρωμένο, και χαρούμενο, και μελαγχολικό… Όλα μαζί!

Νομίζω ότι αυτή η διάδραση με τα κορίτσια στην οικογένειά σου ίσως να έπαιξε ρόλο στο ότι είσαι τόσο ευαίσθητος…

Μπορεί! Μπορεί να φταίει αυτό, μπορεί να φταίει η ίδια η δουλειά, μπορεί να φταίει η καταβύθιση σε κείμενα, μπορεί να φταίνε οι φίλοι μου που έπαιξαν τεράστιο ρόλο, οι εμπειρίες μου, οι απώλειές μου…

Η ευαισθησία συντηρείται, δεν είναι κεκτημένη. Ιδίως στη δουλειά. Είμαστε μεν επαγγελματίες, αλλά σε κάθε νέα δουλειά πρέπει να μπαίνουμε «λευκοί».

Αυτό εμένα μου φαίνεται αδιανόητο. Πώς το καταφέρνει κανείς;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο – έως αδύνατο! Έως αδύνατο! Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη καύλα αυτής της δουλειάς. Οφείλεις κάθε φορά να πετάς τα όπλα σου και ό,τι νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Να λες «πάμε παρακάτω».

Του χρόνου, ας πούμε, θα κάνω μια δουλειά στο θέατρο, με τους συντελεστές της οποίας δεν έχω ξαναδουλέψει ποτέ. Ποτέ, με κανέναν! Μπαίνω με τόση ανυπομονησία και χαρά, σαν παιδί που πάει πρώτη μέρα στο σχολείο! Τι πιο ωραίο να πεις στα 40 «πάμε απ’ την αρχή!».

Μπορείς να μου πεις κάτι γι’ αυτή τη θεατρική δουλειά;

Το μόνο που μπορώ να σου πω σ’ αυτό το στάδιο είναι ότι θα συνεργαστώ με τον Γιώργο Κουτλή. Για το έργο δεν μπορώ ακόμα να πω κάτι.

Υπάρχει συγκεκριμένος ρόλος που, έχοντας ξεκινήσει να τον δουλεύεις, σε πώρωσε τόσο;

Θα σου πω τι έγινε με τον «Αίαντα»: Όταν είπα στον Αποστόλη (Χατζαρά) και στον Γιώργο (Νανούρη) να το κάνουμε, δεν καταλάβαινα που έμπλεκα. Όταν συνειδητοποίησα ότι προτείνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους να ζωγραφίζει ο Αποστόλης, κι εγώ να παίξω μόνος μου όλο το έργο έπαθα πανικό! Έβαλα τον εαυτό μου σε μια παγίδα, που ούτε εγώ δεν κατάλαβα γιατί μου το έκανα αυτό. Εμένα η χαρά μου ήταν που θα δούλευα με τον Αποστόλη και τον Γιώργο. Εγώ τη συνάντηση σκεφτόμουν!

Πωρώθηκα τόσο πολύ με αυτή τη συνάντηση, που σταμάτησα να φοβάμαι πολύ γρήγορα. Πρώτα έρχονται τα ανταμώματα μεταξύ μας· οι ρόλοι έρχονται μετά τις συναντήσεις. Και οι συναντήσεις έχουν πάντα να κάνουν με μια απαρηγόρητη πτυχή μας, αλλιώς θα ήμασταν όλοι μόνοι και κατ’ επιλογήν. Και αυτή σου την πτυχή την «αφουγκράζεται» και άλλος εύκολα, γιατί την έχει και αυτός ενεργή – είναι κάτι βαθύτερο, πέραν των όποιων κοινών συνισταμένων ή κοινής αισθητικής.

 

Αν ένα αντάμωμα δεν αποδειχθεί τόσο «ταιριαστό», μπορεί μια παράσταση ή μια σειρά να λειτουργήσει στο 100% της;

Και στο 150% θα σου πω εγώ! Επαγγελματίες είμαστε.

Εξάλλου, δεν είναι δεδομένο ότι, αν με κάποιους ταιριάζεις, θα έχεις οπωσδήποτε και καλό αποτέλεσμα – το αντίθετο μερικές φορές… Να ξεκαθαρίσω ότι μιλάμε για το αν ταιριάζεις σε φιλικό επίπεδο, όχι σε καλλιτεχνικό.

Αντιθέτως, όταν παραγνωρίζεσαι με κάποιον, σε κάνει να μένεις στις ευκολίες σου. Και το να χαλαρώνεις δεν είναι πολύ ωφέλιμο στη δουλειά μας.

 

Τον «κλείσαμε», λοιπόν, τον Αίαντα. Ας πάμε και στον Χάρη τον Παυλίδη της «Διάφανης Αγάπης», ο οποίος είναι διαφορετικός. Αν και ο πιο «διαφορετικός» ρόλος σου, σε σχέση με αυτό που εγώ τουλάχιστον είχα στο μυαλό μου για σένα, ήταν ο Στάθης στη «Φαμίλια»…

Μα γι’ αυτό και τον έκανα! Και ήταν και μια δουλειά στην οποία πέρασα φανταστικά. Άσε που εκεί γνώρισα και έναν άνθρωπο, ο οποίος πλέον δεν είναι απλά πολύ καλός μου φίλος, αλλά και νονός της μικρής – τον Πυγμαλίωνα (Δαδακαρίδη)…

Με τις ταμπέλες, πάντως, έχω ένα θεματάκι. Νομίζω ότι βάζουμε ταμπέλες στους άλλους, για να μπορέσουμε να τους διαχειριστούμε. Όταν, όμως, γίνεται κάτι εκτός ταμπέλας, λες «μα δεν είχα αυτό στο μυαλό μου για σένα». Κάθε άνθρωπος είναι ένα εκατομμύριο πράγματα, δεν είναι αυτό που εσύ έχεις στο μυαλό σου! Κι αυτό που μου είπες για τον Στάθη είναι ένα μικρό παράδειγμα.

Όταν μου προτάθηκε, λοιπόν, να κάνω κάτι που φαινομενικά δεν θα έκανα ποτέ, είπα θα το κάνω με τα χίλια! Πέραν τού ότι λατρεύω και την κωμωδία…

 

Δεν έχεις παίξει πολλή κωμωδία, ε;

Συγκριτικά θα έλεγα όχι. Τα «Νούμερα» ήταν μια καθαρή κωμωδία, όπως και τα Βατράχια. Ούτως ή άλλως, όλα είναι και πολύ κωμικά, και πολύ τραγικά ταυτόχρονα. Η ζωή ολόκληρη. Η οπτική γωνία κάνει τη διαφορά.

Εμένα αυτό με αφορά πολύ και στο θέατρο. Τα πράγματα δεν είναι απόλυτα. Μια ιδανική παράσταση στο μυαλό μου φλερτάρει συνεχώς μεταξύ κωμικού και τραγικού – γιατί έτσι είναι και η ζωή!

Οπότε ναι, ο Στάθης είναι μια πλευρά μου, όπως είναι και ο Αίαντας, όπως είναι και ο Χάρης.

 

Για πες, λοιπόν, για τον Χάρη Παυλίδη…

Εκ πρώτης, ούτε με τον Χάρη μπορείς να πεις ότι έχω κοινά.

Κάνε μου λίγο το ψυχογράφημά του.

Ο Χάρης είναι ευάλωτος, είναι ευαίσθητος, φοράει μόνιμα τη μάσκα του σκληρού, ενώ είναι το αντίθετο· είναι ερωτευμένος… Τον βλέπεις να μεγαλώνει από επεισόδιο σε επεισόδιο.

Νομίζω ότι ο Χάρης έχει τη μεγαλύτερη εξέλιξη από όλους μέσα στη σειρά. Ξεκινάει ως ένα τσογλάνι, ως είρων (που προφανώς είναι κι αυτό ένα κομμάτι του εαυτού του), και εξελίσσεται σε ένα πλάσμα πιο συνειδητό, που αφουγκράζεται περισσότερο το μέσα του…

…ε, δεν του τύχανε και λίγα!

Ακριβώς. Αυτό είναι όντως ένα κοινό που έχουμε – δεν μας τύχανε και λίγα! (γέλια)

Η τηλεόραση και οι ρυθμοί της επιστρατεύουν άλλα εργαλεία σου που πρέπει να ακονίσεις για να ανταπεξέλθεις. Προσωπικά, με ενδιαφέρει πολύ η διαδικασία της μεταμόρφωσης στην τηλεόραση, είτε λιγότερο είτε περισσότερο.

Με τον Σπύρο (Ρασιδάκη), τον σκηνοθέτη μας, κάναμε αρκετές κουβέντες πριν ξεκινήσουμε γυρίσματα για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Και συνεχίζουμε ακόμα να ψάχνουμε πράγματα.

Ακόμα και εξωτερικά χαρακτηριστικά μπορεί να σε κάνουν να βρεις πράγματα για τον χαρακτήρα, που δεν τα σκεφτόσουν. Το σώμα μας έχει ευφυΐα από μόνο του, αν το εμπιστευτείς μπορεί να σου αποκαλύψει πράγματα, μπορεί και κατά λάθος.

Τα παπούτσια που φοράω στο γύρισμα, ας πούμε, που δεν είναι ένα παπούτσι που φοράω στη ζωή μου, καθόρισε κατά πολύ το πώς περπατάω σαν «Χάρης». Το περπάτημα μού άλλαξε μέχρι και τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Η φωνή μου κατέβηκε αυτομάτως στο γύρισμα, σε σχέση με τη φωνή που έχω στη ζωή μου.

Είσαι λίγο πιο μπάσος στον Χάρη, πράγματι.

Ναι, αλλά είχε ενδιαφέρον ότι ο Σπύρος έπιασε κατευθείαν ότι κατέβηκε η φωνή μου, και μου ζήτησε όχι μόνο να το κρατήσω, αλλά και να το πάω ακόμα πιο πέρα – στην κίνηση, στα βλέμματα. Εγώ, εντωμεταξύ, μ’ αυτά ψοφάω· σαν παιδάκι που του λένε «έλα να παίξεις».

Ο Χάρης, λοιπόν, είναι ένα πλάσμα που ακόμα το φτιάχνω, δεν ξέρω πώς θα είναι στο τέλος. Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο τύπος ακόμα – όπως δεν ξέρω τι είμαι κι εγώ. Απλώς εμπιστεύομαι το σενάριο, εμπιστεύομαι τον Σπύρο, εμπιστεύομαι τους συμπαίκτες μου, τον Μάρκο, τη Χαρά, τη Θεόβη…

Το θέμα στη δουλειά είναι να πηγαίνεις μεν προπονημένος, αλλά όχι προαποφασισμένος. Αν πας αμετακίνητος, θα φας τα μούτρα σου! Θέλει λίγο να κοιτάς τον άλλον στα μάτια και να παίρνεις ώθηση από αυτόν. Αυτό δεν είναι εύκολο, είναι όμως πρωταρχικό.

Δεν μπορώ ούτε να κουνηθώ αν δεν «παίζω μπάλα». Κι όσες φορές χρειάστηκε να κάνω το αντίθετο, μου ήταν πολύ ψυχοφθόρο. Ακόμα και στον «Αίαντα», όπου είναι ένας μονόλογος ουσιαστικά, χωρίς τα μάτια του Αποστόλη δεν είμαι «εκεί».

Αυτό είναι όντως ένα κοινό που έχουµε µε τον «Χάρη Παυλίδη» – δεν µας τύχανε και λίγα!

Ο Χάρης, πάντως, αποδεικνύει ότι δεν είναι και τόσο επιφανειακός. Τις γυναίκες με τις οποίες είναι/ήταν μαζί, τις αγαπάει: τη γυναίκα του, τη συνάδελφό του, τη δημοσιογράφο… Μου λες ότι είναι ερωτευμένος – κι εγώ, λοιπόν, θα ρωτήσω: Με ποια;

Εγώ μίλησα έχοντας στο μυαλό μου τα γυρίσματα που κάνουμε τώρα.

Καλά, εγώ για τη συνάδελφο λέω…

Μα προφανώς! Κι όλη αυτή η κόντρα μεταξύ τους από αυτό προέρχεται…

Ο Χάρης, έχοντας απομακρυνθεί από την Καραθάνου, τη συνάδελφό του, πήγε προς τη δημοσιογράφο, γιατί είναι πολύ συντροφικός, δεν είναι της μοναξιάς. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τύπο. Ενώ, εκ πρώτης, είναι ένα πολύ στέρεο και άτεγκτο πράγμα (αυστηρός, λίγο «βαρύς», πολύ direct), είναι παράλληλα πολύ συναισθηματικός.

Έχει πολύ ωραία εξέλιξη ο Χάρης, ιδιαίτερα στον τρίτο κύκλο. Στα τελευταία οκτώ επεισόδια, επενδύει ακόμα περισσότερο σ’ αυτή την πιο συναισθηματική του πλευρά.

Θα «ανοίξει» κάποια στιγμή και σε αυτό το «ανεξήγητο» που δεν καταλαβαίνει;

Ναι, ναι… Θέλοντας και μη. Αυτές οι σκηνές έχουν πολλή πλάκα, γιατί η στάση του μέχρι τώρα ήταν τύπου «Μη μου λέτε βλακείες, δεν υπάρχουν πνεύματα». Αλλά έχει και εκεί να καλύψει μια διαδρομή.

Εσύ, ως Μιχάλης, έχεις μπει καθόλου σ’ αυτή τη διαδικασία;

Με αφορμή αυτό που θίγει η σειρά σε σχέση με τους απόντες-παρόντες, ήρθα για άλλη μια φορά πιο κοντά στους ανθρώπους μου που έχουν φύγει. Η παρουσία τους εξακολουθεί να είναι έντονη, αλλά δεν παύουν να είναι απόντες. Είναι τρομακτικά απόντες και, παράλληλα, τρομακτικά παρόντες. Από τα πιο περίεργα συναισθήματα που έχω βιώσει είναι αυτό που συζητάμε τώρα. Η σειρά σού το δίνει αυτό πολύ έντονα.

Μου αρέσει το ότι ο Στέφανος μετανοεί. Έχει πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς αυτή τη διαδικασία – και έχει επίσης ενδιαφέρον το να μπεις σ’ αυτή τη διαδικασία, χωρίς να χρειαστεί να περάσεις στην άλλη όχθη. Αυτό με ιντριγκάρει εμένα…

Μου έλεγε ο Μάρκος (Παπαδοκωνσταντάκης) ότι είχε στείλει μήνυμα στη Μέγκι (Σούλι) κάποιος που είχε χάσει ένα δικό του άνθρωπο, και της έλεγε ότι η σειρά είναι γι’ αυτόν μια παρηγοριά…

Η σειρά διαχειρίζεται το πένθος πολύ έντονα, και θίγει την επαφή με κάτι πέρα από τον εαυτό σου, πέρα από το κλειστό κύκλωμά σου· εγώ κάπως έτσι το βλέπω.

Θίγει μέχρι και τον ερχομό ενός πλάσματος στη ζωή χωρίς μπαμπά, το οποίο έχει έναν φύλακα άγγελο που το προστατεύει – τον πατέρα του. Και, φυσικά, ότι  όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε ένα πολύ συντηρητικό σύστημα, ένα σύστημα που έχει ως κέντρο του ένα αστυνομικό τμήμα! Οι υφές αυτής της σειράς και οι αντιθέσεις είναι πολύ καλά φτιαγμένες. Δεν γίνονται όλα αυτά π.χ. σε ένα κέντρο διαλογισμού, όπου τα πράγματα είναι πιο «πνευματικά»…

…γίνονται σε ένα μέρος, όπου για τα πάντα χρειάζονται αποδείξεις!

Ακριβώς! Και έρχεται ένας τύπος, αστυνομικός που έχει φύγει από τη ζωή, και λέει «Παιδιά, υπάρχει κι άλλο!». Γι’ αυτό και ο Χάρης το αντιμετωπίζει όλο αυτό τόσο αποστασιοποιημένα: «Μη μου λέτε μαλακίες, χρειάζομαι αποδείξεις!». Δεν τα δέχεται αυτά, δεν είναι εκπαιδευμένος. Είναι πολύ ωραίο εύρημα αυτή η αντίθεση με το αστυνομικό τμήμα. Τρομερή αντίθεση!

Ποιο είναι, για σένα, το πιο δυνατό χαρτί της σειράς;

Η σύμπνοια συνεργείου, ηθοποιών, παραγωγής και καναλιού. Ο κοινός στόχος και η κοινή αντίληψη από πλευράς αισθητικής, αλλά και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται αυτή η δουλειά από όλους. Και, κυρίως, το γεγονός ότι δεθήκαμε πολύ σ’ αυτή τη σειρά… Ο ένας εμπνέει τον άλλον. Είναι συνολικότατο το αποτέλεσμα! Και σε δύσκολες συνθήκες, έτσι; Δεν είναι απλό καθημερινά 10 ώρες γύρισμα, με 2-3 μετακινήσεις μες τη μέρα!

Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση… Το ότι ενώ είσαι πολύ «εσωτερικός» ως άνθρωπος, κάτι που εκ των πραγμάτων είναι «μοναχικό», στη δουλειά είσαι τόσο ομαδικός παίκτης.

Είμαι team player, μου αρέσει η ομάδα. Θέλω να «παίζω μπάλα» συνέχεια.

Το μεγαλύτερο προνόμιο αυτής της δουλειάς είναι ότι δοκιμάζεις τον εαυτό σου «αναίμακτα» σε πράγματα που μπορεί να είναι από τα πιο χαζά και ποταπά, μέχρι τα πιο μεγάλα! Είναι μια κατασκευή, με τεράστιες δόσεις αλήθειας. Αλλά δεν παύει να είναι ψέμα. Και όμως, πίστεψέ με, μερικές φορές αυτό το ψέμα είναι πιο αληθινό από την ίδια τη ζωή! Γιατί πας και βλέπεις παραστάσεις, έχεις αναρωτηθεί ποτέ;

Είναι σαν να διαβάζω ένα βιβλίο και να το βλέπω να ζωντανεύει μπροστά μου…

Γιατί, όμως, θέλουμε να διαβάζουμε βιβλία; Γιατί θέλουμε να βλέπουμε ταινίες και παραστάσεις; Τι είναι αυτό που κάνει την κόρη μου να μας λέει συνέχεια «θέλω να μου πείτε ιστορία» και κάθεται και ακούει με κάτι μάτια τεράστια;

Μπαίνουμε σε άλλα  παπούτσια, έστω για λίγο, ξεφεύγουμε από τη δική μας ζωή, αφήνουμε το φαντασιακό μας να ανθίσει. Παρακαλάω να δω μια καλή παράσταση ή μια σειρά και να μου φύγει το κεφάλι! Το θέλω σαν τρελός – γι’ αυτά που δεν κάνω, γι’ αυτά που δεν λέω, γι’ αυτά που εγώ δεν μπορώ! Κι εγώ όλο αυτό το έχω κάνει και δουλειά κιόλας!

Διαβάζω ότι κλείνουν στο εξωτερικό τμήματα πανεπιστημίων, τμήματα Αρχαιολογίας, Φιλολογίας, Τεχνών, γιατί δεν πάνε φοιτητές, δεν υπάρχει ζήτηση. Έχει θεοποιηθεί το χρήμα, έχει θεοποιηθεί η ηλεκτρονική πληροφορία – ο καθένας πλέον διαμορφώνει όλη του τη μέρα και τη σκέψη, έναν ολόκληρο εαυτό μόνος του μέσα από μια οθόνη, χωρίς καμιά αλληλεπίδραση. Είσαι μόνο εσύ και ένα κινητό. Η οποιαδήποτε πνευματικότητα ακούγεται οριακά σαν ανέκδοτο στις μέρες μας, δυστυχώς.

Πολλές φορές, βλέποντας τα ανίψια μου, τα οποία μεγαλώνουν μέσα σε αυτή την ψηφιακή πραγματικότητα, σκέφτομαι: Λέγοντας «είμαι ερωτευμένος», άραγε θα το αισθάνονται έτσι όπως το αισθανόμασταν εμείς μικροί;

Πολύ δύσκολα, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Όπως κι εμείς δεν το αισθανόμασταν το ίδιο με έναν άνθρωπο που ζούσε στον πόλεμο, και η κοπέλα που αγαπούσε ήταν μακριά, και της έγραφε κάθε μέρα, έτσι και τα παιδιά που συνεννοούνται σήμερα με emoji αντί να μιλάνε, δεν αισθάνονται το ίδιο με εμάς. Οι εποχές και οι συνθήκες αλλάζουν.

Ναι, ρε παιδί μου… αλλά αυτό, το σημερινό, είναι κάτι άλλο. Δεν μιλάμε για πραγματική επαφή μεταξύ των ανθρώπων…

Σίγουρα πάει σε κάτι πιο άυλο, σε κάτι λιγότερο κοστοβόρο για τον εαυτό σου. Αυτό, όμως, ίσως γυρνάει και ανάποδα – το πραγματικά ψυχοφθόρο, τελικά, να είναι η βαθιά νωθρότητα του εαυτού, το να μην επενδύεις. Γιατί δεν είμαστε μόνο ένα – η ψυχή θέλει «πότισμα», δεν φτάνει μόνο η γυμναστική και η διατροφή…

Ακούω τα podcast της Lifo με ραδιοφωνικές εκπομπές του Χατζηδάκι. Δεν είναι ότι λείπει μόνο ο άνθρωπος αυτός καθεαυτός, όπως και όλη η «συμμορία» γύρω του· λείπει το έναυσμα, η πυροδότηση ή έμπνευση που σε κάνει να θες να γίνεις καλύτερος, όχι να βγάλεις μόνο φράγκα.

Αλλά κι αυτό που γίνεται σήμερα, για να μην κοροϊδευόμαστε, είναι ανθρώπινο επίτευγμα· ο ίδιος ο άνθρωπος θέλησε πολύ συνειδητά να μην έχει επαφή με το πνεύμα του και να γίνει η χειρότερη εκδοχή του. Μιλάω για τον Δυτικό άνθρωπο, προφανώς.

Δεν σου το παίζω τώρα κι εγώ κάπως… Κι εγώ όλη μέρα με το κινητό είμαι, και παλεύω να το αφήσω. Αλλά το έχω βάλει πείσμα ότι θα διαβάζω και 10 σελίδες τη μέρα, έστω με το ζόρι. Θέλει τρομερή αντίσταση η νωθρότητα.

Γι’ αυτό δεν περίμεναν ότι θα μαζευτούν τόσοι άνθρωποι στον δρόμο πριν ένα μήνα. Γιατί νομίζουν ότι η αποχαύνωση και η νωθρότητα τα έχουν ισοπεδώσει όλα. Δεν είναι όμως έτσι. Ο τόπος και ο κόσμος είναι εδώ, φωνάζει για αυτονόητα πράγματα, για κεκτημένα που έχουν καταλυθεί.

Το ένιωσες, όμως, να «βράζει»; Υπάρχει πραγματικά αυτή η φλόγα ή κατεβήκαμε όλοι να διαμαρτυρηθούμε, κάναμε «το καθήκον μας» και τελείωσε;

Ο κόσμος συντονίστηκε και έδωσε συνειδητά το σήμα. Δείξαμε ότι είμαστε εδώ ακόμα, καταλαβαίνουμε τι γίνεται, δεν είμαστε όλοι αποχαυνωμένοι. Αλλά και αν είμαστε, ένα τσακ είναι και ξυπνήσαμε!

Ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ ότι το παιδί μου μπορεί να «φύγει» έτσι. Ούτε να το διανοηθώ…

Κι έτσι, για να κλείσουμε, πες μου τα σχέδιά σου για το άμεσο μέλλον.

Θα παίξουμε ξανά τον «Αίαντα», για μία μόνο παράσταση στις 30 Αυγούστου, στον Λυκαβηττό αυτή τη φορά. Ενώ, μέσα στο καλοκαίρι, θα κάνουμε λίγες ακόμα παραστάσεις με την «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη. Και, από Νοέμβριο, θα είμαι σε μια παράσταση στο Θέατρο Κιβωτός, που θα ανακοινωθεί σύντομα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή.

O Μιχάλης Σαράντης στο Instagram

Plan Be Mag
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.