Ο Νίκος Κουκάς συζητά μαζί μας, στο “Plan Be”, για ένα θέμα φανταστικό μεν, εξαιρετικά σχετικό με την πραγματικότητα δε: Τι συμβαίνει όταν ένας «σιωπηλός νόμος» δεν σου επιτρέπει να πεις παραπάνω από 140 λέξεις ημερησίως; Υπάρχει τρόπος να έρθουν οι άνθρωποι κοντά; Από την άλλη… είναι, πράγματι, ο περιορισμός των λέξεων ο βασικότερος λόγος για τη δυσκολία στην επικοινωνία των ανθρώπων; Το έργο του Σαμ Στάινερ «Λεμόνια, Λεμόνια, Λεμόνια, Λεμόνια, Λεμόνια», στο Θέατρο 104, θέτει τις σοβαρές αυτές ερωτήσεις επί τάπητος. Κι εμείς κουβεντιάζουμε με τον Νίκο, αλλά και τη Λίνα Πάτσιου, τους δύο πρωταγωνιστές της παράστασης, προσπαθώντας να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα που να μας επιτρέπει να νιώθουμε αισιόδοξοι.
Το έργο είναι καινούργιο, μόλις του 2015. Και αυτή είναι η δεύτερη σεζόν που το ανεβάζετε… Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Με τη Λίνα είχαμε γνωριστεί σε ένα σεμινάριο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κάναμε λίγο παρέα, αλλά μη φανταστείς κολλητή… Οπότε, κάπως τυχαία προέκυψε όλο αυτό. Μου είχε πει ότι είχε δει ένα μονόλογο στο Λονδίνο που της άρεσε πολύ. Έψαξε, λοιπόν, και βρήκε το έργο, μου το έστειλε και μου είπε ότι σκεφτόταν να κάνει κάτι μ’ αυτό. Ε, και μ’ έψησε! (γέλια)
Κατ’ αρχάς, έχετε πολύ ωραία χημεία μεταξύ σας στη σκηνή, υπάρχει ένας φοβερός συντονισμός…
Έχουμε πολύ καλή χημεία, ναι. Αυτό είναι το Α και το Ω – ειδικά σ’ αυτή την παράσταση, που παρουσιάζει ένα ζευγάρι…
Κάπως κλικάραμε οι δυο μας. Είχαμε αυτή την κοινή εμπειρία στη Θεσσαλονίκη, λειτουργούμε και οι δύο με τον ίδιο τρόπο, χάσαμε κι ένα αεροπλάνο μαζί… Κάπως επικοινωνούν τα σύμπαντά μας! (γέλια)
Η παράσταση αυτή θίγει δύο πολύ βασικά θέματα: αφ’ ενός, το θέμα της σχέσης ενός ζευγαριού και τις ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν. Αφ’ ετέρου, το θέμα αυτής της δυσκολίας στην επικοινωνία… Παρόλο που, στο έργο, τη δυσκολεύει ένας «σιωπηλός» νόμος, μήπως τελικά θίγεται και η δυσκολία των ανθρώπων σήμερα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους;
Σίγουρα διανύουμε μια περίοδο, στην οποία όντως οι άνθρωποι έχουμε απομακρυνθεί. Δεν επικοινωνούμε μεταξύ μας, δεν λέμε αυτά που θέλουμε να πούμε ακριβώς, υπάρχει γενικώς μία λογοκρισία για Χ ή Ψ λόγους. Αλλά ας μην το πάμε τώρα εκεί… Αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί έχει δύναμη ο λόγος – προφανώς… Μπορεί να μας αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα.
Και, ναι, το έργο θίγει το γεγονός ότι πλέον δεν επικοινωνούμε μεταξύ μας, ακόμα και χωρίς να υπάρχει αυτός ο νόμος. Το θίγει αυτό 100%.
Ως προς το θέμα των ανθρώπινων σχέσεων τι μας δείχνει;
Αυτό που εμένα με τράβηξε σ’ αυτό το έργο είναι ότι πρόκειται για δύο ανθρώπους, οι οποίοι είναι πραγματικά ερωτευμένοι, πραγματικά αγαπιούνται. Απλά έρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους, τη βλέπεις τη σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων. Θέλουν πολύ να είναι μαζί, απλώς συνειδητοποιούν ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να συμβεί.
Και πόσο γλυκό το ότι, μέσα σ’ αυτόν τον επιβεβλημένο περιορισμό λέξεων, ακόμα κι αν οι επιτρεπόμενες λέξεις τους είναι ελάχιστες, λένε πάντα «σ’ αγαπώ»…
Το λένε πάντα, ναι… Νομίζω ότι είναι αυτό που σε κρατάει στο γνώριμο, κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ κάθε φορά που λέγεται – ειδικά από την ίσχυση του νόμου και μετά. Σου θυμίζει ότι εμείς υπήρχαμε, υπάρχουμε και θα εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε μέσα από αυτό, όσες απαγορεύσεις κι αν υπάρχουν.
Θα σου πω τι μου έκανε εντύπωση: Σε πολλές φάσεις της παράστασης, το κοινό γέλασε. Εμένα, όμως, πολλά από αυτά τα σημεία μού φάνηκαν κάπως πικρά… Τι αντιδράσεις παρατηρείτε γενικά;
Γενικότερα, υπάρχει χιούμορ στο έργο, είναι ένα χιούμορ που βγαίνει μέσα από την κατάσταση. Για μένα, ο λόγος για τον οποίο γελάει ο κόσμος είναι το ότι ταυτίζονται με πολλά από αυτά που βλέπουν, κάνουν μια προβολή της καθημερινότητάς τους.
Είχε γραφτεί κάπου, σε μια κριτική, ότι το έργο αυτό δεν είναι αστείο, αλλά είναι περισσότερο rom com. Τη μία χρονιά, βλέποντάς το, έγραψαν «μία είναι η λύση, η επανάσταση», και την άλλη χρονιά το χαρακτήρισαν ως “rom com”!
Κι όμως, δεν είναι ένα είδος επιτυχίας όταν κανείς βλέπει το έργο ξανά, και ανακαλύπτει και κάποια άλλη πτυχή; Δεν δείχνει ότι αυτή η ιστορία είναι πολυδιάστατη;
Ναι, είναι επιτυχία. Γιατί, όντως, αυτό το έργο θίγει πάρα πολλά θέματα.
Και ίσως πέρυσι, όταν το πρωτοπαρουσιάσαμε, προσπαθούσαμε να δούμε όλες τις θεματικές που έκρυβε το έργο. Φέτος νομίζω ότι εστιάσαμε περισσότερο στη σχέση του ζευγαριού, υπήρξε μια εμβάθυνση και στις μεταξύ τους συγκρούσεις… Δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στις λεπτομέρειες. Πλέον επικοινωνούμε μεταξύ μας σε ένα άλλο επίπεδο, κι αυτό είναι πολύ συναρπαστικό.
Εγώ έχω και μια απορία: Γιατί οι ήρωες συναντιούνται ειδικά στην κηδεία μιας γάτας; Υπάρχει κάτι σημειολογικό στη χρήση ενός κατοικιδίου;
Μπορώ να ζητήσω βοήθεια σ’ αυτό; Να φωνάξω τη Λίνα;
Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτή την παράσταση. Βλέπεις κάτι πολύ κοντά στη δική σου καθημερινότητα.
Εννοείται να τη φωνάξεις! (γέλια)
Λίνα Πάτσιου: Αααα… το έχω σκεφτεί πολύ αυτό και έχω συγκεκριμένη απάντηση! Πώς είναι η γάτα του Τσεσάιρ στην «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», η οποία είναι ένα μυθικό πλάσμα και, με το που πεθαίνει, γίνεται χαμός; Ε, έχω την αίσθηση ότι είναι κάτι αντίστοιχο! Λέω εγώ τώρα…
Και το νεκροταφείο των ζώων, στο οποίο συναντιούνται οι ήρωες, το έχουμε σκεφτεί ως ένα λίγο μυθικό μέρος. Δεν πολυ-παίζει αυτό στο έργο. Είναι ένα λίγο μαγικό μέρος, λίγο ονειρικό, όπου οι στιγμές μεταξύ τους είναι πάντα τρυφερές, ενώ οι υπόλοιπες δεν είναι έτσι.
Και από τη συνάντηση σ’ αυτό το νεκροταφείο αρχίζουν όλα. Και το βλέπουμε δύο φορές στο έργο…
Λίνα Πάτσιου: Η πρώτη φορά που τους βλέπουμε εκεί, στην αρχή του έργου, είναι κάπου το τρίτο τους ραντεβού, ενώ όταν τους ξαναβλέπουμε στο νεκροταφείο, ουσιαστικά βλέπουμε την πρώτη τους συνάντηση. Τα βλέπεις λίγο ανάποδα.
Νίκος Κουκάς: Στο νεκροταφείο ζώων γίνονται οι πρώτες τους συναντήσεις. Αλλά κι εγώ, ως χαρακτήρας, λέω σε κάποια στιγμή: «Πρέπει να σταματήσουμε να βρισκόμαστε εδώ»! (γέλια)
Κι όμως, αν το δεις σημειολογικά, ενώ το νεκροταφείο είναι ένα μέρος που σηματοδοτεί το τέλος, για τα παιδιά αυτά είναι η αρχή…
Λίνα Πάτσιου: Ακριβώς! Αυτό ισχύει!
Επίσης, στο Λονδίνο, υπάρχει πολύς κόσμος που πάει βόλτα στα νεκροταφεία, γιατί τα περισσότερα είναι σαν κήποι, είναι ιστορικά, είναι λίγο σαν μουσεία… Οπότε, δεν είναι τόσο παράξενο στην πραγματικότητα.
Διαβάζοντας αυτό το έργο πρώτη φορά, ποιες ήταν οι σκέψεις σας;
Λίνα Πάτσιου: Το έργο αυτό εγώ το πρωτοδιάβασα λίγο πριν τον COVID-19. Επειδή μιλάει μέσα για δημοψήφισμα, κι εγώ ήμουν τότε στην Αγγλία, την περίοδο του δημοψηφίσματος για το BREXIT, κάπως ταυτίστηκα με την όλη ατμόσφαιρα. Το είχα βιώσει όλο πολύ έντονα: ενώ στην Αγγλία δεν μιλάνε τόσο για πολιτικά, εκείνη την περίοδο το δημοψήφισμα ήταν το μόνο θέμα για το οποίο μιλούσαν όλοι. Στο Λονδίνο, οι περισσότεροι ήταν υπέρ του “Remain”. Έβγαινες, λοιπόν, στον δρόμο το πρωί και υπήρχε απόλυτη σιωπή, απόλυτη! Για μία τόσο ζωντανή πόλη, με τόσο πολύ κόσμο, όπως το Λονδίνο, αυτό είναι παράλογο!
Λόγω αυτού, λοιπόν, συνδέθηκα πάρα πολύ με το έργο αυτό. Και όταν το πρωτοδιάβασα, μου άρεσε πάρα πολύ η τελευταία σκηνή, το βρήκα όλο πολύ τρυφερό. Και μένει και λίγο ανοιχτό…
Ας πούμε ότι σας βάζω να μου διαφημίσετε την παράσταση. Τι θα λέγατε; «Έλα να τη δεις, γιατί…»…
Λίνα Πάτσιου: …γιατί είναι ένα έργο που έχει πολύ το “comic relief”. Περνάς καλά στο τέλος, παρόλο που σε προβληματίζει ως ιστορία. Και έχει και πολλές εναλλαγές σκηνών: νομίζω ότι αυτό το χαρακτηριστικό το κάνει μοναδικό, το κάνει «κινηματογραφικό». Σαν format, λοιπόν, είναι πολύ ιδιαίτερο, δεν θα το ξαναδείς εύκολα.
Νίκος Κουκάς: …γιατί μπορείς πολύ εύκολα να ταυτιστείς με αυτό που βλέπεις. Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτή την παράσταση. Και φίλοι μου που έρχονται, μου λένε «αυτό έγινε ακριβώς ίδιο!». Βλέπεις κάτι πολύ κοντά στη δική σου καθημερινότητα. Αλλά σου δείχνει και ότι οι άνθρωποι έχουν αποστασιοποιηθεί: δεν μιλάμε, δεν επικοινωνούμε ουσιαστικά…
Λίνα Πάτσιου: Άσε που είναι και λίγο άλλοθι όλο αυτό: «Μου τελείωσαν οι λέξεις, δεν σου μιλάω!». Προφανώς, όμως, είναι μια φανταστική συνθήκη. Δεν ισχύει στην πραγματικότητα.
Αλίμονό μας αν ισχύσει! (γέλια) Αν το σκεφτείς, όμως, κάπως έτσι, κωδικοποιημένα, δεν μιλάμε πια στα social; Αντί να γράψεις κάτι παραπάνω, βάζεις ένα emoticon ή γράφεις ένα “ok” και τελείωσε…
Νίκος Κουκάς: Εγώ νομίζω ότι αυτό το επιφανειακό έχει να και με την τόση πολλή πληροφορία που έχουμε πια. Με τόση πληροφορία συνέχεια, έχουμε μάθει να μην εμβαθύνουμε στα πράγματα, δεν υπάρχει ο χρόνος. Διαβάζουμε τους τίτλους και μένουμε εκεί.
Λίνα Πάτσιου: Γι’ αυτό και νομίζω ότι υπάρχουν πολλά ζευγάρια, τα οποία δεν φτάνουν ποτέ να γνωρίσουν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον. Ενώ το συγκεκριμένο ζευγάρι, κάποια στιγμή πραγματικά γνωρίζεται, και ο ένας αποδέχεται τη διαφορετικότητα του άλλου. Αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Για πείτε μου, λοιπόν, και τα πρακτικά: Πού και πότε σας βλέπουμε;
Νίκος Κουκάς: Τετάρτες και Πέμπτες, στις 21:00, στο Θέατρο 104.
Λίνα Πάτσιου: Θα πάει μέχρι αρχές Μαρτίου. Τώρα βλέπουμε ότι πάει πολύ καλά και θα δούμε μήπως συνεχίσουμε λίγο ακόμα. Αλλά, προς το παρόν, το σίγουρο είναι ότι θα είμαστε εδώ για άλλο ένα μήνα.
Κάτι άλλο που βρίσκεται στα σκαριά;
Νίκος Κουκάς: Εγώ θέλω να πω και για το “Listen”, το «Άκουσέ με». Είναι μια ταινία που την πιστεύω πάρα πολύ, της Μαρίας Ντούζα. Κάνει πρεμιέρα στις 29 Φεβρουαρίου, στο Cinobo Opera.
Είναι μια κοινωνική ταινία, η οποία επίσης θίγει το θέμα της επικοινωνίας. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα χωριό της Χίου, όπου αναγκάζεται να μετακομίσει από την Αθήνα μια έφηβη κοπέλα, κωφή, για να ξανασυναντήσει τον πατέρα της. Καλείται, λοιπόν, να ενταχθεί σε μία κοινωνία πολύ διαφορετική από εκείνη της Αθήνας, μακριά από την ασφάλεια που είχε μέχρι τώρα, σε ένα χωριό και σε ένα «κανονικό» σχολείο, ούσα κωφή.
Η ταινία αυτή έχει κάνει τον κύκλο της στα φεστιβάλ παγκοσμίως και τώρα θα προβληθεί εδώ.
Λίνα Πάτσιου: Να πούμε ότι με τον Νίκο θα είμαστε μαζί και στην επόμενη παράσταση τον Μάιο, με την ίδια σκηνοθέτιδα, τη Βαρβάρα Νταλιάνη, στο Θέατρο Φούρνος. Το έργο λέγεται «Παλινωδία» και είναι μία ανάγνωση του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Θα είμαστε οι δυο μας, μαζί με άλλους δύο ηθοποιούς, αποφοίτους του Εθνικού Θεάτρου, τον Γιάννη Κόραβο και την Παναγιώτα Παπαδοπούλου.
Περισσότερα για την παράσταση εδώ