Ο Νίκος Ψαρράς σε κερδίζει αυτόματα – και ως ηθοποιός, και ως άνθρωπος. Είχαμε ραντεβού στο «Σύγχρονο Θέατρο», στον Κεραμεικό. Μπήκε μέσα χαμογελαστός, έκανε αστεία με τα κορίτσια στο ταμείο, ενώ μετά, πηγαίνοντας απέναντι σε μια καφετέρια για να τα πούμε, έκανε μια στάση για να χαιρετίσει πέντε ηλικιωμένες κυρίες σε ένα τραπέζι στο βάθος – «Είναι εδώ, της περιοχής, οι κυρίες. Συνήθως κάθονται έξω, σήμερα μου κρυώσανε…». Τον δε Σεπτέμβριο, στα γυρίσματα της «Μάγισσας» στο Κτήμα Νάσιουτζικ, ήταν ο πρώτος που είχε σπεύσει να μας υποδεχθεί: «Καλώς ήρθατε στον πύργο μας!».
Το κοινό δεν «αγκαλιάζει» ποτέ κανέναν τυχαία – τουλάχιστον όχι για καιρό. Διότι η επιτυχία, τελικά, καθορίζεται από τη διάρκεια αυτής της «αγκαλιάς», αυτή είναι το κυριότερο συστατικό της. Και ο Νίκος Ψαρράς δεν το υποστηρίζει αυτό απλώς. Αποτελεί ξεκάθαρα την καλύτερη απόδειξη.
Κατ’ αρχάς, χωρίς να κρατήσω καθόλου τους τύπους, δηλώνω φαν της «Μάγισσας». Βλέπω όλα τα επεισόδια από το σαββατοκύριακο στο ΑΝΤ1+…
Κι εγώ το ίδιο! (γέλια) Και νομίζω ότι πολύς κόσμος το κάνει αυτό…
Μα γι’ αυτό και γίνονται, πλέον, τόσες συζητήσεις για το κατά πόσον ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι μετρήσεις της τηλεθέασης βάσει μόνο της ώρας προβολής.
Νομίζω ότι και για τη «Μάγισσα», αλλά και για όλα τα προγράμματα που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει π.χ. στο ΑΝΤ1+, ή στο ΕΡΤflix, τα δεδομένα τελικά είναι πολύ διαφορετικά.
Παρόλα αυτά, πολύ χαίρομαι που η «Μάγισσα» τα πάει τόσο καλά. Και, παράλληλα, με στεναχωρεί που βγαίνουν πάλι μπροστά διάφορα ριάλιτι. Αυτό δηλώνει κάτι για το επίπεδο της Ελλάδας…
Βέβαια, χρόνο με τον χρόνο, αυτό δείχνει κάπως να ξεφουσκώνει.
Χρόνια το λέμε αυτό, δεν ξέρω… Πόσους σεφ και πόσους τραγουδιστές να βγάλει πια η Ελλάδα; Φτάνει…
Εντάξει, για ν’ απαντήσω και σοβαρά: Πρέπει να υπάρχει χώρος για όλα – και για τα ριάλιτι μαγειρικής, και για τα ριάλιτι με αγωνίσματα, και για τη μουσική. Υπάρχουν πολλές ώρες στην τηλεόραση που πρέπει να καλυφθούν. Εάν είχαμε μόνο σίριαλ, ε, κι ο κόσμος κάπου θα έλεγε «Παιδιά, φτάνει…».
Επειδή, όμως, η «Μάγισσα» υφίσταται… (γέλια) Γιατί έχω την αίσθηση ότι ο Κανέλλος Λάσκαρης, ο ήρωας που υποδύεσαι στη σειρά, είναι «κοντά» σου ως χαρακτήρας; Αυτή η ψυχραιμία του, το ότι λειτουργεί συχνά ως εξισορροπιστής, το ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει μεν έντονα, αλλά πλέον φαίνεται πιο κατασταλαγμένος…
Κοίταξε να δεις… Όταν πρωτοξεκινήσαμε την προετοιμασία του σίριαλ, δεν ήξερα τι είναι ο Κανέλλος. Κι όμως, τα παιδιά γράφανε για μένα, ήξεραν εξαρχής ότι θα παίξω εγώ τον ρόλο. Και ο Πέτρος (Καλκόβαλης), και η Μελίνα (Τσαμπάνη), και ο Λευτέρης (Χαρίτος) με ήξεραν από την προηγούμενη δουλειά και ήθελαν να δημιουργήσουν ένα θετικό χαρακτήρα – καμία σχέση με τον Σταμάτη που έπαιζα στις «Μέλισσες».
Μετά από 13 μήνες δουλειάς, δεν ξέρω πια πού είναι ο Νίκος και πού ο Κανέλλος, πραγματικά. Στην αρχή σκεφτόμουν πώς είναι αυτός, πώς φέρεται, πώς περπατάει – κάτι που κάνω με όλους τους ρόλους. Τώρα πια γίνονται όλα αυτόματα, πολύ φυσικά.
Τον έχω αγαπήσει πολύ τον Κανέλλο, έχει πολλά στοιχεία του Νίκου, μοιραία. Από αυτούς τους πόρους θ’ αναπνεύσει κι εκείνος, από αυτό το μυαλό θα επεξεργαστεί μία φράση και θα συγκινηθεί ή θα νευριάσει.
Άρα, υπάρχει γενικώς μία ταύτιση.
Θα σου πω τι δεν έχει ο Κανέλλος από τον Νίκο: Ο Νίκος δεν έχει την ηττοπάθεια που έχει ο Κανέλλος. Ο Νίκος θα έλεγε «Σ’ αγαπώ, σε θέλω… Δεν σε είχα; Το δέχτηκα; Tι θα γίνει τώρα, θα κάτσω να πενθώ; Θα τρέχω στις πόρνες και θα γίνω ένας μέθυσος;». Ε, δεν είναι καθόλου έτσι ο Νίκος!
Κι όμως, εμένα η στάση του Κανέλλου δεν μου φαίνεται ως ηττοπάθεια· μου φαίνεται ότι προσπαθεί να βρει το νόημα κάπου αλλού: στο να κρατήσει ενωμένη την οικογένεια.
Ο Κανέλλος αφοσιώθηκε στη σειριά του. Είναι πάντα στο πλάι του μεγάλου του αδελφού, παρ’ όλη την κόντρα και παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του. Ήξερε από πάντα ότι εκεί είναι η θέση του και, επίσης, ήξερε ότι ο αδελφός του παίρνει τοις μετρητοίς τις αποφάσεις του, ακόμα κι αν στην αρχή αντιδρά. Και, φυσικά, είναι πάντα «εκεί» για τα ανίψια του.
Αν εξαιρέσεις τα πρώτα δέκα επεισόδια, όπου τον είδαμε να τσιλιμπουρδίζει και να πίνει, γίνονται τόσα πολλά σ’ αυτόν τον πύργο, που δεν αφήνουν καθόλου χώρο για τα προσωπικά του. Και, ξέρεις, όσο θα προχωράνε τα επεισόδια και θα «καλπάζουν» τα γεγονότα, όλο και περισσότερο θα προκύπτουν θέματα. Καμιά φορά σκέφτομαι «Μα καλά, δεν κοιμούνται ποτέ αυτοί οι χαρακτήρες;». (γέλια)
Μα με τι να πρωτο-ασχοληθεί κι αυτός… (γέλια)
Είναι πολύ πυκνά τα γεγονότα, και είναι και πολλές παράλληλες ιστορίες που τρέχουν. Αυτό, νομίζω, είναι από ένα από τα «συν» του σίριαλ αυτού: κρατά το κοινό μονίμως σε εγρήγορση, σε μια αγωνία. Τα επεισόδια τελειώνουν πάντα σε μια άρση, ώστε να ανυπομονείς να δεις και το επόμενο – και πολύ σωστά…
Έχω να σου πω ότι τη χαίρομαι πάρα πολύ αυτή τη δουλειά. Κι είναι και μια δουλειά που έχουμε αρχίσει όλοι και την «πενθούμε» τώρα που οδεύουμε προς το τέλος των γυρισμάτων.
Όντως δεν θα υπάρξει δεύτερη σεζόν;
Δεν το ξέρει κανείς μας. Έτσι κι αλλιώς, δεν αφορά κανέναν μας γιατί, και να συνεχιστεί, εμείς δεν θα είμαστε. Φαίνεται ότι θα πάει όλη η ιστορία 100 χρόνια πριν. Οπότε, ήδη έχουμε αρχίσει να κινούμαστε σε άλλα σχέδια για του χρόνου.
Τα πράγματα πρέπει να τελειώνουν σωστά, στην ώρα τους, να μην τα «τραβάμε από τα μαλλιά». Να ανοίξουν καινούργιες ιστορίες, να μπουν καινούργιοι συνάδελφοι… Ε, να κάνω κι εγώ κάτι λίγο πιο εύκολο… (γέλια)
«Πιο εύκολο» από ποια άποψη;
Ήταν δύσκολο αυτό το εγχείρημα, από όλες τις απόψεις. Δύσκολο σενάριο, δύσκολες καταστάσεις, σκηνές με πολύ κόσμο, μέσα στην κάψα ήμασταν με χειμωνιάτικα ρούχα, μέσα στο κρύο ήμασταν με καλοκαιρινά… Οι εποχές ήρθαν λίγο τούμπα.
Είμαστε όλοι εξαντλημένοι, αλλά ταυτόχρονα πολύ χαρούμενοι. Είναι γλυκιά αυτή η κούραση, γι’ αυτό και υπάρχει φοβερή συγκίνηση από όλους μας τώρα.
Γιατί, πιστεύεις, αμφισβητήθηκε τόσο στην αρχή η «Μάγισσα»; Διότι, με το που προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο, άρχισαν να γράφονται διάφορα…
Τι να σου πω… εσκεμμένο φαινόταν. Τι να λέμε, ότι 9 η ώρα ξεκίνησε το επεισόδιο, και 9 και 10 δευτερόλεπτα εμφανίστηκαν οι πρώτες κακές κριτικές; Ε, κάτσε τώρα… αυτό είναι λίγο χοντρό.
Θα σου, όμως, τι είπε σε μένα η γυναίκα μου: στα 2-3 πρώτα επεισόδια δεν μπορούσε να καταλάβει πολύ τι γίνεται, γιατί ήταν πάρα πολλή η πληροφορία. Ήταν πάρα πολλά τα ονόματα, πάρα πολλές ταυτόχρονες ιστορίες. Πολύ γρήγορα, όμως, μπήκε στο νόημα και κόλλησε. Στην αρχή τρόμαξα, λέω «αν δεν θέλει να το βλέπει κι η γυναίκα μου, καήκαμε!». (γέλια)
Επίσης, μην ξεχνάς ότι η σειρά ξεκίνησε λίγο άγρια – αποκεφαλισμοί, ένα μωρό πέθανε… Δεν ήταν, δηλαδή, και πολύ «εύπεπτο» υλικό για 9 η ώρα το βράδυ.
Μετά από 13 µήνες δουλειάς, δεν ξέρω πια πού είναι ο Νίκος και πού ο Κανέλλος, πραγµατικά…
Κι όμως, όταν πια μπεις στο κλίμα, αντιλαμβάνεσαι ότι όσα βλέπεις και ακούς σκιαγραφούν τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Ισχύει, ναι… Ήταν πολύ πιο άγριοι οι άνθρωποι σ’ εκείνα τα χρόνια από αυτό που δείχνουμε εμείς. Οι άνθρωποι παλεύανε για την καθημερινότητά τους, για τη ζωή τους. Ακόμα και στη Μάνη, η οποία ήταν ένα ελεύθερο κομμάτι της Ελλάδος, εξακολουθούσαν να είναι υπόλογοι στους Οθωμανούς. Υπήρχε ο φόβος τους πάντα. Ανά πάσα στιγμή, μπορούσαν να μπουν και να σφάξουν κόσμο – όπως έγινε και σ’ εμάς, σε κάποια επεισόδια.
Δεδομένου ότι όλοι οι ρόλοι έχουν δυσκολίες, τι θεωρείς εσύ δυσκολότερο: το να υποδυθείς ένα χαρακτήρα που έζησε 200 χρόνια πριν, ή ένα σύγχρονο χαρακτήρα, ο οποίος θα πρέπει να είναι αληθοφανής, ώστε να τον «αναγνωρίσει» ο θεατής;
Και τα δύο είναι δύσκολα. Όταν πας στο παρελθόν, θα πρέπει να κάνεις μία έρευνα για να μάθεις τα ήθη και τα έθιμα της εποχής. Ήταν πολλά τα πράγματα που δεν ξέραμε! Ελάχιστοι στην Ελλάδα ξέρουν, ας πούμε, ότι όταν ξεκίνησε η Επανάσταση, οι σημαίες δεν έγραφαν «Ελευθερία η Θάνατος»· το πρώτο λάβαρο της Επαναστάσεως γράφει «Νίκη ή Θάνατος». Διότι ελεύθεροι ήτανε – να νικήσουν θέλανε! Και ήθελαν νίκη όλων των Ελλήνων! Είναι πολλές λεπτομέρειες…
Πάντα, όμως, είτε κάνεις κάτι σύγχρονο, είτε κάτι εποχής, πρέπει να είσαι αληθινός και άμεσος. Νομίζω ότι αν έχεις να κάνεις κάτι σημερινό, είναι πιο απλό, επειδή έχεις να κάνεις πράγματα που κάνεις και στην καθημερινότητά σου.
Σ’ εμάς, αντίθετα, το να ιππεύεις άλογο σαν να είναι επέκταση του κορμιού σου, δεν ήταν απλό πράγμα. Τα άλογα είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι ένα μοτοσακό που το βάζεις μπροστά και το σβήνεις όποτε θες. Δεν σταματούσαν πάντα ήρεμα στα πλάνα. Σε πολλές περιπτώσεις, κάναμε διάλειμμα ειδικά για τα ζώα, γιατί έπρεπε να ξεκουραστούν. Μετά από τόσες ώρες εκεί, έπρεπε να τα φροντίσουμε.
Επίσης, να ξέρεις, τα άλογα φοβούνται πολύ το σκοτάδι – κι εμείς είχαμε πάρα πολλές νυχτερινές σκηνές. Τρομάζανε με την παραμικρή κίνηση, κι αυτό είναι επικίνδυνο. Έπρεπε, λοιπόν, να είσαι συνεχώς alert.
Θα υπάρξει κάποια εξέλιξη σε σχέση με την προσωπική ιστορία του Κανέλλου στο σίριαλ;
Θα υπάρξει, ναι. Θα υπάρξει μία «ησυχία», μία γαλήνη στο τέλος.
Μα πώς θα έχει γαλήνη, όταν ανακαλύψει τι παίζεται από πίσω και, κυρίως, ποιος ενορχήστρωσε την όλη ιστορία;
Ε, μετά από τη φουρτούνα, πάντα έρχεται μια γαλήνη. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωράμε και να πηγαίνουμε παρακάτω.
Στη «Μάγισσα» συμπρωταγωνιστείς με πολλούς νέους ηθοποιούς – σε έχουν ρωτήσει πολύ γι’ αυτό. Αν ήταν να τους δώσεις μία και μόνο συμβουλή, κάτι που λες «αν μου το έλεγε κι εμένα αυτό κάποιος όταν ξεκινούσα, ίσως τα πράγματα να ήταν αλλιώς»…;
Τα παιδάκια αυτά τα έχω αγαπήσει πάρα πολύ – τον «Μάρκο», τον «Τζανή», τη «Μεταξία»… Έχουμε περάσει πάρα πολλές ώρες μαζί κι έχουμε κάνει άπειρες κουβέντες. Είναι παιδιά που με παίρνουν τώρα τηλέφωνο και μου ζητάνε συμβουλές για τις επόμενες δουλειές τους. Τους λέω, λοιπόν, ένα πολύ μεγάλο μυστικό: Το εύκολο σ’ αυτή τη δουλειά είναι να γίνεις εξώφυλλο· το δύσκολο είναι να παραμείνεις.
Αυτό, όσο απλό ακούγεται, τόσο πολύπλοκο είναι. Διότι εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε γνωστοί· μας ενδιαφέρει κυρίως να έχουμε διάρκεια. Μεγαλώνοντας, έρχονται όλο και πιο ωραία πράγματα, και πιο δύσκολα, και πιο πολύπλοκα, και πιο απαιτητικά.
Και πώς επιτυγχάνεται αυτή η διάρκεια; Ποια είναι η πρακτική συμβουλή σε σχέση με αυτό;
Επιτυγχάνεται με δουλειά πολλή και με το να σε αποδεχθεί κυρίως ο χώρος σου.
Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των επιλογών; Μέσω, ενδεχομένως, κάποιων συμβιβασμών…;
Κυρίως μέσω των επιλογών. Η καριέρα μας είναι αποτέλεσμα των επιλογών μας.
Και τι καθιστά, τελικά, μια επιλογή επιτυχημένη ή όχι;
Αυτό προϋποθέτει ότι εσύ ξέρεις τι θέλεις να κάνεις σ’ αυτή τη δουλειά. Κανένας δεν θα έρθει να σου μάθει τι καριέρα θέλεις να έχεις και τι ρόλους θες να παίξεις.
Αυτό είναι μια σκακιέρα και παίζεις. Λες: «Τώρα έχω κάνει αυτό. Ποιο θέλω να είναι το επόμενό μου βήμα; Θέλω να κάνω κάτι παρόμοιο ή κάτι εντελώς διαφορετικό και να τους εκπλήξω; Να ρισκάρω; Να κάνω Αρχαίο Δράμα; Ή να κάνω κωμωδία;». Εκεί, λοιπόν, πρέπει να έχεις μια νηφαλιότητα. Ούτως ή άλλως, κάθε απόφαση έχει πάντα ένα ρίσκο. Το σημαντικό είναι, ακόμα και μέσα από μια αποτυχία, εσύ τι έχεις αποκομίσει και πώς προχωράς στην επόμενη δουλειά.
Αυτό είναι ένα ένστικτο που αναπτύσσεται με τα χρόνια; Μπορείς, δηλαδή, λόγω εμπειρίας, να ψυχανεμίζεσαι αν μια δουλειά έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει επιτυχία;
Κοίταξε να δεις… Όταν πήγα φαντάρος, είχα κάνει την «Πρόβα νυφικού» και, με το που ορκίστηκα στον στρατό και πήρα την πρώτη άδεια, πήγα στο σπίτι και βρήκα ένα μήνυμα από έναν πάρα πολύ γνωστό σκηνοθέτη – μιλάμε για το ’97. Ο σκηνοθέτης αυτός, λοιπόν, ετοίμαζε ένα καθημερινό και μου έδινε πάρα πολλά λεφτά. Μου είπε «Πάρε αναβολή κι έλα να κάνεις το καθημερινό». Κι ανέβαιναν τα εκατομμύρια (σε δραχμές μιλάμε) – ένα εκατομμύριο το επεισόδιο, δύο εκατομμύρια…
Εγώ αποφάσισα να μην το κάνω. Αντ’ αυτού, έκανα ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ για τον Νίκο Καζαντζάκη που αναζητούσε τον Θεό. Νομίζω ότι, αν είχα κάνει εκείνο το καθημερινό, θα είχα ακολουθήσει μία διαφορετική πορεία. Δεν έχω κάτι με τα καθημερινά, προς Θεού… Ούτως ή άλλως, πλέον όλα σαν καθημερινά γίνονται από άποψη προβολής.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, ειδικά στην αρχή, οι επιλογές μας μάς στιγματίζουν.
Πράγματι, οι περισσότερες σειρές πια είναι σαν καθημερινές. Πόσες σειρές, όμως, να σηκώσει και η ελληνική τηλεόραση; Δεν έχουμε φτάσει σε μια υπερβολή;
Αφού γίνονται, προφανώς τις σηκώνει… Το δυστύχημα είναι ότι κάποιες κόβονται, και κόβονται άτσαλα. Άνθρωποι μένουν ξεκρέμαστοι, άνεργοι, ενώ έχουν υπολογίσει αυτά τα χρήματα, έχουν πει «όχι» σε άλλες δουλειές που εξακολουθούν να τρέχουν ενώ η δική τους έχει κοπεί… Δεν υπάρχει καμία ασφάλεια.
Αν με ρωτάς, εγώ προσωπικά θα προτιμούσα να γίνονται δέκα σούπερ δουλειές κάθε χρόνο, κι ας μην παίζουμε όλοι συνεχώς – ούτως ή άλλως, δεν αντέχεται και η τηλεόραση κάθε χρόνο για πολλά χρόνια. Είναι δύσκολη δουλειά το να δουλεύεις 50 ώρες την εβδομάδα στην τηλεόραση, και να έχεις και άλλες 30 ώρες θέατρο…
Βέβαια, έχεις πει και ότι «Αν θες να κάνεις ωραίους ρόλους στο θέατρο, κάνε μια ωραία σειρά στην τηλεόραση». Η τηλεόραση δεν σου δίνει μία άνεση οικονομική, ώστε να μπορείς να επιλέγεις ενδιαφέροντες ρόλους στο θέατρο, ασχέτως δημοφιλίας;
Ναι, το είπα αυτό, αλλά εννοούσα κάτι άλλο. Εννοούσα να το κάνεις στην αρχή της καριέρας σου. Αυτό ήταν ένα μυστικό που λέγαμε: «Θέλεις να κάνεις ένα ωραίο ρόλο στο θέατρο; Κάνε ένα καλό σίριαλ, να σε μάθουν οι του χώρου». Διότι ο κόσμος είναι καλοπροαίρετος – θα σε μάθουν, θα έρθουν να σε δουν, θα σε χειροκροτήσουν…
Τις δουλειές, όμως, μας τις δίνουν οι θιασάρχες, αυτοί που είναι μεγαλύτεροι από εμάς, όταν είμαστε στα ξεκινήματά μας – μπορεί να ψάχνουν ένα ζεν πρεμιέ, μία ενζενί. Αν σε έχουν δει στην τηλεόραση, θα σε έχουν υπ’ όψιν τους.
Σήμερα, ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα – χωρίς να εξετάζω πόσο καλό ή κακό είναι αυτό: Πέρα από τις δουλειές που μπορεί να έχεις κάνει ως νέος ηθοποιός, πόσο ρόλο μπορεί να παίξουν και τα social media στο να σε επιλέξει κάποιος για μια σειρά ή μια παράσταση;
Ε, όχι μωρέ… Μπορεί να παίξουν ρόλο για κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις. Δεν μπορείς, μόνο και μόνο επειδή έχεις 200.000 followers, να γίνεις πρωταγωνιστής σε ένα θεατρικό έργο. Στο θέατρο δεν νομίζω ότι συμβαίνει αυτό. Ίσως συμβαίνει κάποιες φορές στην τηλεόραση.
Δυστυχώς, αυτές τις αποφάσεις δεν τις παίρνουμε εμείς, τις παίρνουν άλλοι. Θεωρώ λάθος το να παίρνεις στο καστ κάποιον επειδή έχει followers στο instagram. Είναι εντελώς παράλογο.
Είναι πολύ εύκολο να αποκτήσεις followers. Δέκα «περίεργα» βιντεάκια ν’ ανεβάζεις τη μέρα, θα έρχονται οι followers κατά χιλιάδες! Αυτό είναι το θέμα μας;
Και μια και πιάσαμε το ίντερνετ… Τα νέα παιδιά, πλέον, αναπτύσσουν σχέσεις μέσα από τα social media, μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες. Έχοντας, λοιπόν, ένα νέο κοινό με τέτοιες προσλαμβάνουσες, πιστεύεις ότι η παρουσίαση των ανθρώπινων σχέσεων μέσω π.χ. ενός κλασικού θεατρικού έργου, μπορεί να γίνεται το ίδιο κατανοητή;
Εγώ ανήκω στη γενιά του φλερτ. Στεναχωριέμαι που βλέπω ότι οι περισσότεροι δεν φλερτάρουν έξω, επειδή έχουν αυτές τις εφαρμογές. Από ό,τι ακούω, το να κάνεις σεξ είναι πλέον το ευκολότερο πράγμα. Και λέω «από ό,τι ακούω», επειδή εγώ δεν έχω και δεν είχα ποτέ καμία από αυτές τις εφαρμογές. Εμείς βγαίναμε για να φλερτάρουμε – δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό το παιχνίδι. Το σεξ πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας διεργασίας.
Βλέπω και τον γιο μου, που είναι 9,5 χρονών, τον οποίο παλεύουμε κάθε μέρα να τον κρατήσουμε μακριά από την τεχνολογία…
Αναρωτιέμαι αν αυτή η νέα κοινωνική συνθήκη διαφοροποιεί το κοινό μιας παράστασης, αλλά και το πώς το κοινό αυτό αντιλαμβάνεται αυτά που βλέπει…
Εμείς, πάντως, βλέπουμε αρκετούς νέους ανθρώπους να έρχονται στην παράσταση. Και χαίρομαι πολύ που βλέπω παιδιά που έρχονται να δουν Μπέργκμαν. Ο Μπέργκμαν δεν είναι καθόλου εύκολο θέαμα – είναι μεν ένας πολύ ωραίος λόγος, αλλά παράλληλα είναι και πολύ πυκνό κείμενο, που μιλάει για μια κρίση σε ένα γάμο…
Κι επειδή εμείς υποδεχόμαστε τους θεατές κάθε βράδυ, τους κάνω και πλάκα. Λέω «Ποιος σ’ έφερε ρε, η κοπέλα σου;», «Ναι». «Ξέρεις γιατί σ’ έφερε;», «Όχι», «Ε, τώρα θα δεις στο τέλος!», «Θα τρομάξω;»… (γέλια)
Όταν εμείς, με τη γυναίκα μου, βλέπουμε σειρές στο Netflix και, από τα τρία πρώτα λεπτά, φεύγουν τα πλάνα με τέτοιους καταιγιστικούς ρυθμούς, λέμε «Ρε παιδί μου, πώς ο γιος μας, ο Πάνος, θα έρθει να δει έναν Τσέχωφ;» – άλλοι χρόνοι, άλλη ιστορία… Νομίζω ότι, μετά την ταχύτητα και την τόση πληροφορία, ο κόσμος έχει ανάγκη να δει και το άλλο.
«Σκηνές από ένα γάμο», λοιπόν, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μαζί με τη Μαρίνα Ασλάνογλου, σε σκηνοθεσία Έλενας Καρακούλη. Ήσασταν μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου στο «Σύγχρονο Θέατρο», και τώρα θα ξεκινήσετε περιοδεία…
Η παράσταση πήγε πολύ καλά, ήταν sold out, γι’ αυτό και έχουμε προσθέσει οκτώ έξτρα παραστάσεις προς το τέλος Φλεβάρη. Χαιρόμαστε πάρα πολύ γι’ αυτό, γιατί είναι μια παράσταση στην οποία βλέπουμε όλοι κομμάτια του εαυτού μας.
Τα πράγµατα πρέπει να τελειώνουν σωστά, στην ώρα τους, να µην τα «τραβάµε από τα µαλλιά»
Έχω διαβάσει κάπου στις κριτικές «Αυτό δεν είναι σκηνές από ένα γάμο, είναι σκηνές από πολλούς γάμους!» (γέλια) Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού; Τι σας λένε όταν έρχονται να σας μιλήσουν;
Υπάρχουν πολλές γυναίκες, οι οποίες είναι πάρα πολύ φορτισμένες, επειδή το έχουν περάσει όλο αυτό στον γάμο τους. Υπάρχουν άλλες που μας υποδέχονται με χαρά και λένε «δόξα τω Θεώ, ο δικός μου ο γάμος δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είδα».
Αλλά το πιο συγκινητικό από όλα είναι να βλέπεις ανθρώπους που βλέπουν την παράσταση και δύο και τρεις φορές. Κι επειδή ακριβώς στην έναρξη τους μιλάς… «Πάλι εδώ;», «Θέλω να το ξαναδώ!». Εκεί κάτι καλό έχει συμβεί.
Τελικά, «υπάρχει τρόπος δύο άνθρωποι να περάσουν μαζί όλη τους τη ζωή»;
«Εμείς δεν τα καταφέραμε», λένε οι χαρακτήρες στο έργο.
Εγώ πιστεύω ότι, ναι, υπάρχει. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με δύο γονείς που ήταν μαζί 70 χρόνια, από παιδιά. Με πολλή αγάπη, με κάποιους καβγάδες – υπήρχαν οι κοντρίτσες τους, υπήρχε η ζήλια της μάνας μου απέναντι σε έναν εντελώς πιστό σύζυγο… Πάνω απ’ όλα, όμως, υπήρχε μεταξύ τους ένας φοβερός σεβασμός και μία ειλικρίνεια. Δεν υπήρχαν φίλτρα: ο μεγαλύτερος τρόμος λεγότανε, η μεγαλύτερη χαρά λεγότανε, η μεγαλύτερη φοβία…
Νομίζω ότι το μυστικό σε όλες τις σχέσεις, όχι μόνο τις συζυγικές, είναι το να είσαι ειλικρινής με τον άλλον, να τον σέβεσαι, να τον αγαπάς, να συνεχίσεις να τον θαυμάζεις. Να σκέφτεσαι ότι αυτόν τον άνθρωπο κάποτε τον διάλεξες να είναι πλάι σου. Όταν αυτό χάνεται, πρέπει να προσπαθήσεις να θυμηθείς γιατί τον πρωτοδιάλεξες τότε.
Πολλοί προσπαθούμε να αλλάξουμε τους συντρόφους μας στο πέρας του χρόνου. Αυτό είναι τεράστιο λάθος, διότι Αυτό ερωτεύτηκες – με τα κουσούρια του, με την τρέλα του… Περπάταγες σ’ αυτή την πανάσχημη πόλη κι έλεγες «Παναγία μου… είναι χειμώνας, κι είναι σαν να ‘ναι άνοιξη! Τι ωραία κτήρια έχει ξαφνικά η Αθήνα!». Δεν σ’ ενοχλεί η κίνηση, δεν σ’ ενοχλούν τα κορναρίσματα, είσαι ευγενής, σταματάς να περάσουν… (γέλια) Γιατί είσαι ερωτευμένος!
Όταν αυτό χάνεται, λες «γιατί;». Ξέρεις, ο άλλος δεν είναι δεδομένος – και δεν πρέπει να είναι.
Και όλα αυτά είναι διαχρονικά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων σχέσεων. Γιατί και το έργο αυτό δεν γράφτηκε τώρα…
Γράφτηκε πριν 50 χρόνια, το 1973. Και είναι σαν να γράφτηκε χτες! Οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν παραμείνει ίδιες.
Αυτό, άραγε, είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο…;
Οι άνθρωποι έχουμε τις ίδιες φοβίες, τις ίδιες ανασφάλειες, την ίδια τρέλα. Γι’ αυτό και κάνουμε τα ίδια λάθη. Γι’ αυτό και το έργο αυτό προβληματίζει τον κόσμο, τον συγκινεί, τον κάνει να θέλει να το ξαναδεί.
Για πες, λοιπόν, για τις παραστάσεις από εδώ και πέρα.
Θα έχουμε αυτές τις οκτώ έξτρα παραστάσεις στο Σύγχρονο Θέατρο, Παρασκευές και Σάββατα, από 23 Φεβρουαρίου μέχρι 16 Μαρτίου. 9, 10 και 11 Φεβρουαρίου θα είμαστε στην Πάτρα. Θα πάμε τρεις εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη το Πάσχα – επειδή είμαι Σαλονικιός, θέλω να πηγαίνουν οι παραστάσεις και στην πατρίδα μου.
Θα πάμε και μια εβδομάδα στην Κρήτη. Θα πάμε Κοζάνη, Σέρρες, Λαμία… Συζητάμε μήπως πάμε και Κύπρο, Λευκωσία και Λεμεσό, αλλά αυτό δεν έχει κλείσει ακόμα. Περιμένουμε να δούμε…