Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος σού είναι γνωστός. Πολύ γνωστός. Διότι έχεις σίγουρα αγαπήσει –και, γιατί όχι, πωρωθεί με– δουλειές που έχει σκηνοθετήσει στην τηλεόραση, στο θέατρο ή στο σινεμά. Φέτος σκηνοθετεί του «Πανθέους», στο ΣΚΑΪ, προσθέτοντας άλλο ένα σημαντικό εγχείρημα στο πλούσιο βιογραφικό του, μετά τις «Άγριες Μέλισσες», τη «Βέρα στο δεξί», την «Πολυκατοικία», τον «Όρκο», την «Επιστροφή» και τόσα άλλα. Ο σκηνοθέτης, λέει ο ίδιος, είναι ένας ποιητής της εικόνας και του λόγου, ο οποίος στοχεύει κάθε φορά στη δημιουργία ενός σύμπαντος. Κι εμάς τα σύμπαντα που δημιούργησε ο Σπύρος Μιχαλόπουλος μάς έχουν κερδίσει. Συζητώντας μαζί του, είναι θέμα χρόνου να σε κερδίσει και ο ίδιος.
Έχετε υπάρξει σκηνοθέτης και τηλεοπτικών σειρών, και ντοκιμαντέρ, και διαφημίσεων, και ταινιών, και θεατρικών παραστάσεων. Προφανώς, όλοι τομείς με διαφορετικούς κανόνες και απαιτήσεις. Ποια θα λέγατε ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση του κάθε τομέα για ένα σκηνοθέτη;
Η σκηνοθεσία είναι μια λειτουργική διαδικασία που σκοπό έχει να πραγματώνει τις σκέψεις ενός δημιουργού. Είναι το όχημα μιας ιδέας, ενός πόνου. Η σκηνοθεσία είναι πράξη σπουδαία, είναι αίρεση και αφορισμός.
Ο σκηνοθέτης ως δημιουργός παλεύει με το Εγώ του, με το μέσα του, με το Είναι του. Ο σκηνοθέτης είναι ένας ποιητής της εικόνας και του λόγου. Κάθε φορά οι προκλήσεις τον φέρνουν αντιμέτωπο με την ύπαρξή του. Κάθε φορά γίνεται πιο ουσιαστικός στην έκφρασή του και στα θέλω του.
Η σκηνοθεσία δεν έχει διαφορές – είτε κάνεις θέατρο, είτε σινεμά, είτε τηλεόραση. Το μέσον αλλάζει, η τεχνική αλλάζει, αλλά παραμένει η ουσία: Η δημιουργία ενός σύμπαντος.
Τι είναι στα δικά σας μάτια «Τέχνη»; Μπορεί, ας πούμε, να είναι «Τέχνη» μια διαφήμιση;
Τέχνη είναι ο λόγος ύπαρξης και έκφρασης των ανθρώπων. Είναι μια διαδικασία που προχωράει τη σκέψη, που ανοίγει το μυαλό.
Στη σκηνοθεσία μπορείς να πεις «Τέχνη» ό,τι δημιουργείται από το μηδέν. Αν η διαφήμιση δεν είχε την αυστηρά εμπορική χροιά, θα ήταν τέχνη. Παρόλα αυτά, όμως, υπάρχουν διαφημίσεις που ξεπερνούν τον εμπορικό μανδύα και παράγουν πολιτισμό. Συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν θυμόμαστε τον διαφημιζόμενο και το προϊόν, αλλά την ταινία.
Με τους «Πανθέους» δεν αναβιώνουµε την παλιά σειρά, αλλά κάνουµε µια διαφορετική θεώρηση του βιβλίου του Αθανασιάδη. Κακώς κάποιοι συγκρίνουν τις σειρές.
Υπάρχει κάποιο project που έχετε στο μυαλό σας ως «όνειρο ζωής»; Βαρύγδουπος χαρακτηρισμός, το ξέρω… αλλά, δεν μπορεί, κάτι θα είχατε στο μυαλό σας τότε που αποφασίσατε ότι «ο Σπύρος είναι γεννημένος σκηνοθέτης, και όχι χημικός μηχανικός»…
Κατ’ αρχάς, να τονίσω ότι ουδέποτε μου πέρασε από το μυαλό η φράση «γεννημένος σκηνοθέτης». Δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι με πολλή δουλειά και πολλές «ώρες πτήσης». Μπορεί να έχεις μέσα σου πράγματα, τα οποία, αν δεν κατακτήσεις την τεχνική, δεν θα βγουν ποτέ. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θέλεις.
Η τεχνική είναι σπουδαίο πράγμα στην Τέχνη. Φανταστείτε πόσο δύσκολο θα ήταν για έναν μουσικό να μην ξέρει νότες, ή έναν ζωγράφο που δεν μπορεί να τραβήξει μια γραμμή. Θα κάνει σίγουρα κάτι αν έχει θέληση, αλλά θα είναι ελλιπής.
Στο μυαλό μου υπάρχουν πολλά που θέλουν να βγουν. Κι άλλα τόσα θαμμένα σε σκοτεινές πλευρές της σκέψης μου. Με απασχολεί ο Άνθρωπος και το περιβάλλον του. Θέλω να κάνω κάτι που να στηρίζεται σ’ αυτό. Στην ύπαρξή του, στην ψυχολογία του, στα πιστεύω του σε σχέση με τον χρόνο που έχει στη ζωή. Ο Χρόνος και ο Άνθρωπος είναι τα δύο σημαντικά για μένα στοιχεία για δημιουργία.
Έχετε δουλέψει σε πολύ επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης, όπως οι «Άγριες Μέλισσες», η «Βέρα στο Δεξί», η «Πολυκατοικία» κ.ά. Έχετε καταλήξει στο ποιο είναι το συστατικό (ή και συστατικά) που μπορεί να καταστήσει μία σειρά επιτυχημένη ειδικότερα εδώ, στην Ελλάδα;
Σε όλες αυτές τις σειρές, αλλά και σε ακόμη περισσότερες, ο κοινός παρονομαστής είναι το καλό σενάριο. Αυτό είναι το βασικό συστατικό για οποιαδήποτε καλή πορεία μιας σειράς. Όλα ξεκινούν από το δυνατό σενάριο. Είχα την τύχη να δουλέψω με πολύ καλούς σεναριογράφους, ευτυχώς.
Από εκεί και μετά, μια σειρά άλλων παραγόντων καθορίζουν την επιτυχία μιας σειράς. Δηλαδή το κανάλι προβολής, η εταιρεία παραγωγής, η διανομή, οι καλλιτεχνικοί συντελεστές. Ένα καλό μείγμα φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα – παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα.
Οι «Πανθέοι» του 2023 υπήρξαν εξαρχής ένα πολύ μεγάλο στοίχημα, καθώς κλήθηκαν να αναβιώσουν μια εμβληματική σειρά που αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής τηλεοπτικής ιστορίας. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε το «ναι» σε αυτή την πρόκληση;
Θα επαναλάβω αυτό που λέω από την πρώτη μέρα που ανέλαβα τους «Πανθέους»: Δεν αναβιώνουμε την παλιά σειρά, αλλά κάνουμε μια διαφορετική θεώρηση του βιβλίου του Αθανασιάδη. Κακώς κάποιοι συγκρίνουν τις σειρές, είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Η μεν πρώτη γυρίστηκε πριν 50 χρόνια, με άλλες συνθήκες παραγωγής, η δε δεύτερη γυρίζεται σήμερα με άλλα μέσα, άλλες κατευθύνσεις, άλλες ανάγκες.
Κρατήσαμε τον μύθο του βιβλίου και δώσαμε μια διαφορετική άποψη. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχτηκα να ασχοληθώ. Δεν θα με ενδιέφερε καθόλου μια αναβίωση της παλιάς σειράς του Βασίλη Γεωργιάδη.
Η σειρά αυτή έχει ένα καστ υψηλού επιπέδου, μια ιστορία πολύ θελκτική, ένα εξαιρετικό soundtrack (θα προσθέσω και την όμορφη σκηνοθεσία…). Ποιο πιστεύετε εσείς ότι είναι το πιο «δυνατό χαρτί» της σειράς;
Η αλήθεια είναι ότι το καστ της σειράς είναι ίσως ένα από τα καλύτερα στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο. Με τη συνεργάτιδά μου, Μιράντα Ρωσταντή, δουλέψαμε ώρες πολλές για να πετύχουμε τον στόχο μας. Βέβαια, τίποτε δεν θα είχε συμβεί αν δεν ήταν αρωγός μας η εταιρεία JK productions, και προσωπικά ο κύριος Καραγιάννης.
Επιμείναμε στα «θέλω» μας να δημιουργήσουμε μια σειρά υψηλών απαιτήσεων. Έτσι, μια σειρά από ταλαντούχους συντελεστές ήρθαν μαζί μας και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό: Στα σκηνικά ο Α. Χαλκιάς, στα κουστούμια ο Κ. Ζαμάνης, στη διεύθυνση Φωτογραφίας ο Διονύσης Λαμπίρης και ο Αντώνης Κουνέλας, στη σκηνοθεσία ο Λίνος Χριστοδούλου και η Μαίρη Τρυφιάτη, στο μοντάζ ο Μιχάλης Τζαρής, στην οργάνωση παραγωγής ο Θοδωρής Κόντος και η Ηρώ Μπαρλαμά, και άλλοι πολλοί αξιόλογοι συνεργάτες που δίνουν καθημερινά τη μάχη των γυρισμάτων. Ο Μίνως Μάτσας έντυσε με το τραγούδι του τους τίτλους της σειράς, ενώ η Χριστίνα Κανάκη συνέθεσε τις μουσικές που ακούγονται μέσα στα επεισόδια. Μουσικές αυθεντικές και πρωτότυπες.
Το δυνατότερο, όμως, χαρτί της σειράς είναι το σενάριο που υπογράφουν η Ιωάννα Κανελλοπούλου και ο Άγγελος Χασάπογλου. Από εκεί αρχίζουν όλα.
Μετά την επιτυχία των «Άγριων Μελισσών», είδαμε ξαφνικά στην ελληνική τηλεόραση πολλές σειρές εποχής. Αυτό το φαινόμενο της ευρείας υιοθέτησης μίας πολύ επιτυχημένης συνταγής εσείς θα το χαρακτηρίζατε ως «έξυπνη κίνηση» ή, τελικά, είναι παγίδα; Πάσχουμε από έλλειψη έμπνευσης ή απλά αρεσκόμαστε να ακολουθούμε τον εύκολο (κατά τη γνώμη μας πάντα) δρόμο;
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι σειρές εποχής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, προνόμιο της κρατικής τηλεόρασης – κι αυτό, κυρίως, σε εβδομαδιαία βάση. Με τις «Άγριες Μέλισσες» έγινε ένα πείραμα που πέτυχε. Μια σειρά εποχής σε καθημερινή βάση. Αυτό δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ. Αυτή ήταν μια σπουδαία πρόκληση και, τελικά, ο κόσμος αγκάλιασε την σειρά, την πίστεψε και την έφερε πρώτη σε προτιμήσεις.
Λογικό, λοιπόν, είναι να θέλουν όλοι να συνεχιστεί η επιτυχία αυτή. Δεν είναι όμως ούτε έξυπνη κίνηση, ούτε παγίδα. Διότι όλα έχουν να κάνουν με τη φύση της σειράς. Με το σενάριο, με την υπόθεση, με το στήσιμο της σειράς.
Η παγίδα βρίσκεται στο σημείο εκείνο που κάποιος θεωρεί ότι, με κάποια καλά κουστούμια και κάποια καλά σκηνικά, μπορεί να κάνει σειρά εποχής. Χρειάζονται πολλά περισσότερα. Χρειάζεται η ατμόσφαιρα του σεναρίου, χρειάζεται η ιστορική αναπαράσταση, η τεκμηρίωση και πολλά άλλα που θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η προηγούμενη ερώτηση δεν ήταν τυχαία, καθώς έχει αποδειχθεί φέτος ότι οι πολλές σειρές ίδιας λογικής έχουν οδηγήσει, μοιραία, στον διαμοιρασμό της πίτας της τηλεθέασης, με αποτέλεσμα, ενώ υπάρχουν σειρές αξιώσεων, οι τηλεθεάσεις τους να τις αδικούν. Επιπλέον, είναι και ο αριθμός των τηλεοπτικών σειρών φέτος, ο οποίος έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Πιστεύω ότι αυτή τη χρονιά τα κανάλια ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε πλήθος παραγωγών. Αυτό, από τη μια μεριά, είναι καλό γιατί υπάρχει εργασία· από την άλλη, είναι μεγάλο πρόβλημα το ζήτημα της τηλεθέασης. Έτσι κι αλλιώς, οι θεατές παρακολουθούν τις σειρές κατά κύριο λόγο από το διαδίκτυο, το οποίο δεν είναι μετρήσιμο. Αυτό, όμως, δημιουργεί μια μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα κανάλια και τις διαφημιστικές χρεώσεις.
Κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να πέσουν όλοι μαζί στην αρένα. Κανείς δεν κέρδισε από αυτό. Οι θεατές μπερδεύονται, γκρινιάζουν και, τελικά, βλέπουν ό,τι θέλουν από άλλες πλατφόρμες. Δεν υπάρχει σχεδιασμός, δυστυχώς. Μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα αδικούνται ή θα αδικηθούν σειρές αξιόλογες, ενώ θα ευνοηθούν άλλες όχι τόσο επιτυχημένες.
INFO: Γεννήθηκα στη Πρέβεζα το 1959 και έμεινα εκεί για 12 χρόνια. Αρχές του ’70 μεταναστεύσαμε στην Αθήνα, όπως και πολλοί άλλοι. Γυμνάσιο και Λύκειο στην Κυψέλη, δίπλα στη Φωκίωνος, όταν ακόμη ήταν διπλός δρόμος. Νωρίς μετά το Λύκειο έφυγα για Πολωνία. Αντί για χημικός μηχανικός, γύρισα σκηνοθέτης. Δρόμοι πολλοί σε Βερολίνο και Μόναχο, και γνωριμίες αιώνιες. Ο Κισλόφσκι, ο Αγγελόπουλος, ο Πανουσόπουλος και άλλοι τόσοι σπουδαίοι.
Μετά τον στρατό στον Έβρο, η δουλειά. Από το 1984 έως τώρα. Μια Σχολή Σταυράκου συμπλήρωσε το παζλ. Ινδαρές και Απειρανθίτης μαζί με Κατριτζιδάκη, όλοι μια γενιά.
Ύστερα από δεκάδες ντοκιμαντέρ, η διαφήμιση. Με κράτησε μια δεκαετία. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές. Το 2004 οι σειρές. «Βέρα στο δεξί» και «Έρωτας». Ακολούθησε η «Πολυκατοικία» και η Κύπρος. Εκεί σειρές και θέατρο. Το “Jordan” στη Λευκωσία.
Και μετά Ελλάδα. Το «Ένα» της Λουκάτου στις Ροές. Η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία «Λούνα Μπαρ» με κέρασε ποτό. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές, νέες συνεργασίες. Θέατρο και σειρές μαζί. «Η Επιστροφή», οι «Άγριες Μέλισσες», ο «Όρκος». Και το «Τάνγκο Μπαρ» του Κοροβέση στο Άβατον. Τώρα οι «Πανθέοι» η 16η σειρά και συνεχίζουμε, έως..