Ευγενία Δημητρόπουλου | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Ευγενία Δημητρόπουλου
Συνεντεύξεις

Ευγενία Δημητροπούλου: «Εσείς τι κάνετε τις Τετάρτες…;»

Η Ευγενία Δημητροπούλου έχει κάτι το παραμυθένιο. Λίγο η ευαισθησία και η ευγένειά της (τυχαίο το όνομα; Μάλλον όχι.), λίγο το μόνιμο χαμόγελό της, λίγο ο ρομαντικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα, σε κάνουν να τη συμπαθήσεις αυτόματα. Συναντηθήκαμε σε ένα καφενεδάκι στο Μεταξουργείο, κοντά στο Θέατρο Σταθμός, όπου θα παρουσιάζει κάθε Τετάρτη τον βραβευμένο μονόλογο του Jens Raschke «Κοιμούνται τα ψάρια;» – ένα έργο για την απώλεια, για τη δύναμη που μπορείς να αντλήσεις από αυτήν, αλλά και για το φως της ζωής που ξέρει πάντα να διακρίνει μια παιδική ματιά. Η ίδια μιλάει με ενθουσιασμό γι’ αυτό το νέο εγχείρημα, το οποίο άγγιξε τόσο πολύ την ψυχή της, ώστε να το χωρέσει στο ήδη γεμάτο θεατρικό της πρόγραμμα, στοχεύοντας το μυαλό και τις καρδιές των θεατών. Διότι οι ιστορίες πρέπει να λέγονται. Και, κυρίως, να ακούγονται. Αλήθεια, εσείς τι κάνετε τις επόμενες Τετάρτες;

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Η Ευγενία Δημητροπούλου έχει κάτι το παραμυθένιο. Λίγο η ευαισθησία και η ευγένειά της (τυχαίο το όνομα; Μάλλον όχι.), λίγο το μόνιμο χαμόγελό της, λίγο ο ρομαντικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα, σε κάνουν να τη συμπαθήσεις αυτόματα. Συναντηθήκαμε σε ένα καφενεδάκι στο Μεταξουργείο, κοντά στο Θέατρο Σταθμός, όπου θα παρουσιάζει κάθε Τετάρτη τον βραβευμένο μονόλογο του Jens Raschke «Κοιμούνται τα ψάρια;» – ένα έργο για την απώλεια, για τη δύναμη που μπορείς να αντλήσεις από αυτήν, αλλά και για το φως της ζωής που ξέρει πάντα να διακρίνει μια παιδική ματιά. Η ίδια μιλάει με ενθουσιασμό γι’ αυτό το νέο εγχείρημα, το οποίο άγγιξε τόσο πολύ την ψυχή της, ώστε να το χωρέσει στο ήδη γεμάτο θεατρικό της πρόγραμμα, στοχεύοντας το μυαλό και τις καρδιές των θεατών. Διότι οι ιστορίες πρέπει να λέγονται. Και, κυρίως, να ακούγονται. Αλήθεια, εσείς τι κάνετε τις επόμενες Τετάρτες;

Διαβάζοντας διάφορα για σένα, είδα ότι είσαι παιδί φιλολόγων. Ως παιδί φιλολόγου κι εγώ, λοιπόν, θα σε ρωτήσω: έχεις αυτό το σύνδρομο της «καλής μαθήτριας», προσέχεις μην κάνεις κάπου λάθος, αυτολογοκρίνεσαι κ.λπ., κ.λπ…; (γέλια)

Εννοείται! (γέλια) Αυτό το χαρακτηριστικό τού να είμαι πάντα το «καλό παιδί», να είμαι πάντα συνεπής και σωστή, να είμαι, να είμαι…

Κατ’ αρχάς, μεγάλωσα σε επαρχία – κάτι που έχει μεγάλες διαφορές από το να μεγαλώνει κανείς στην Αθήνα. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με δύο γονείς που αγαπούσαν πάρα πολύ τα Γράμματα, τα βιβλία, τις Τέχνες, το Θέατρο… Οπότε, έπρεπε κι εμείς να διαβάζουμε και να είμαστε καλοί μαθητές. Οι χρονιές που δίναμε Πανελλήνιες, ήταν χρονιές Πανελληνίων για όλη την οικογένεια!

Βέβαια, από τα τρία αδέλφια, νομίζω ότι εγώ είχα περισσότερο αυτό το χαρακτηριστικό. Ίσως επειδή ήμουν και το μεσαίο παιδί, το «παιδί – σάντουιτς»…

Αγόρια ή κορίτσια τα υπόλοιπα αδέλφια;

Αγόρι ο μεγάλος, κορίτσι η μικρή. Όταν είσαι, λοιπόν, στη μέση, είσαι λίγο το «αόρατο παιδί». Εγώ είχα πάρει κι από μόνη μου τον ρόλο του παιδιού που τα κάνει όλα σωστά, για να μην απασχολώ τους γονείς μου…

Οπότε, δεν ήταν τυχαία και η Νομική Αθηνών μετά…

Όχι, δεν ήταν. Από το σχολείο ακόμα, είχα αυτό το αίσθημα του «καθήκοντος» – να περάσω και στη Μαθηματική Εταιρεία, να μπω και στη Βουλή των Εφήβων… παντού!

Η Νομική μού άρεσε, αν και δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα ν’ ασχοληθώ. Φλέρταρα λίγο και με το Μεταφραστικό Τμήμα της Κέρκυρας, όπου σπούδαζε ο αδελφός μου…

Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ήθελα να περάσω στην Αθήνα! Αυτό για μένα ήταν πολύ βασικό: ήθελα να έρθω στην πρωτεύουσα, για να μπορώ να είμαι κοντά σε όλα. Μου είχε ήδη ξυπνήσει και η επιθυμία για το θέατρο, αλλά φοβόμουν να το εκφράσω.

Ευγενία Δημητρόπουλου

Ήσουν εκείνο το παιδί που έπαιζε σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο;

Θεατρικές σχολικές παραστάσεις δεν κάναμε, παρά μόνο εκείνες τις απλές παραστάσεις στις γιορτές. Κάποια στιγμή, όμως, ήμουν σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, και αυτό το είχα ανταλλάξει με τις εξόδους μου – του τύπου «Δεν θα βγαίνω, αρκεί να κάνω μια φορά τη βδομάδα πρόβες και να πηγαίνω στο θεατρικό εργαστήρι».

Ήμουν πολύ χαρούμενη μ’ αυτό. Κι ενώ ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί, πολύ μαζεμένο, ένιωθα ότι εκεί μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου, μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα. Υπήρχε και το περίβλημα του ρόλου, το οποίο σου δίνει γενικώς μια τρομερή ασφάλεια – ακόμη και τώρα. Λες «αυτά τα λέει ο ήρωας, όχι εγώ». Κι όμως, πάντα βρίσκεις πράγματα που θα ήθελες κι εσύ να πεις, τα οποία βγαίνεις και τα λες με φοβερό θάρρος ως ρόλος, μπροστά σε όλους.

Πέρα από την ελευθερία έκφρασης που προσφέρει η υποκριτική, ισχύει και για σένα αυτό που λένε πολλοί συνάδελφοί σου, ότι η δουλειά σού δίνει την ευκαιρία να ζήσεις πολλές διαφορετικές ζωές;

Ναι, σίγουρα! Κατ’ αρχάς, εμείς περίπου κάθε έξι μήνες αλλάζουμε συνεργάτες και χώρο, όταν πολλοί άνθρωποι είναι στο ίδιο περιβάλλον σε όλη τους τη εργασιακή ζωή. Αυτό, για μας, έχει και τα καλά του, έχει και τα κακά του.

Το βέβαιο είναι ότι, κάθε φορά, καλείσαι να πεις την ιστορία του ήρωα που υποδύεσαι. Έτσι, μέσα από το δικό σου σώμα και τη δική σου φωνή, αυτός ο ήρωας θα πάρει σάρκα και οστά. Εγώ πάντα σκέφτομαι, ειδικά στα θεατρικά, ποιες θα ήταν οι συνήθειες του ήρωά μου – τι μουσική θα άκουγε, τι ρούχα θα φορούσε, τι θα ήταν το άρωμά του… Οπότε, ναι, είναι λίγο σαν να ζεις διαφορετικές ζωές!

Θα ξαναγυρίσω για λίγο στο σύνδρομο «του καλού παιδιού» και «της καλής μαθήτριας» που ευνοήθηκε και από το οικογενειακό σου περιβάλλον. Ως μαμά, εσύ πώς είσαι απέναντι στην κόρη σου; Έχεις υιοθετήσει καθόλου συμπεριφορές των δικών σου γονιών;

Νομίζω ότι σε οδηγεί και το ίδιο το παιδί, ανάλογα με τον δικό του χαρακτήρα. Έτσι κι αλλιώς, η εποχή που ζούμε είναι παιδοκεντρική – καμιά φορά, ίσως και να παραείναι παιδοκεντρική.

Πρέπει να ακούμε και το παιδί. Εγώ, για παράδειγμα, δεν είχα καμιά τρελή έφεση στα σπορ. Έχω κάνει πολύ βασικά πράγματα. Έχω, όμως, ένα παιδί που έχει μια τρομερή τάση γι’ αυτό, μου το ζητάει. Σ’ αυτή την πορεία της γονεϊκότητας, λοιπόν, προσπαθώ πάντα να την ακούω. Αν μου ζητάει κάτι, να δουλεύω για να μπορώ να της το παρέχω.

Βέβαια, είναι ακόμα πολύ μικρή για να έχω πλήρη εικόνα τού πώς θα εξελιχθεί. Σίγουρα θα ήθελα να πάρει κάποιες βάσεις, εύχομαι να μπορέσω να της εμπνεύσω κάποια πράγματα… Αλλά μετά θα κάνει εκείνη ό,τι θέλει.

Θέατρο παρακολουθεί; Της αρέσει; Έχει καταλάβει ποια είναι η δουλειά σου;

Ναι, έχει καταλάβει· έχει έρθει αρκετές φορές και στον «Μάρτυρα κατηγορίας». Στο «Κοιμούνται τα ψάρια;» δεν έχει έρθει ακόμα, γιατί είναι και ένα έργο που αγγίζει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Με έναν τρόπο, όμως, η ίδια η Εύα εμπεριέχεται στην παράσταση, γιατί πολλά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιώ στη σκηνή είναι δικά της!

Αυτό πώς έγινε;

Λόγω του χαρακτήρα μου στο έργο, πολλές φορές έφερνα από το σπίτι κάποια πράγματα της Εύας ως υλικό πρόβας. Τελικά μας άρεσαν τόσο πολύ, που τα κρατήσαμε! Μου λέει και η σκηνοθέτις «Πότε θα μας κυνηγήσει το παιδί σου που πήραμε τα πράγματά της …». (γέλια) Της το έχω πει, όμως, και το ξέρει!

Και πώς προέκυψε το φετινό θεατρικό εγχείρημα, το «Κοιμούνται τα ψάρια;», στο Θέατρο Σταθμός;

Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Μάνο Καρατζογιάννη, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου, ο οποίος μου είπε «Θέλω να διαβάσεις πολύ προσεκτικά ένα κείμενο που θα σου στείλω». Κι ενώ του είπα ότι είχα ήδη κλείσει θέατρο γι’ αυτόν τον χειμώνα, εκείνος επέμεινε: «Θέλω να το κάνεις Τετάρτες απόγευμα». «Τι εννοείς; Τετάρτες έχω παράσταση το βράδυ!», του λέω. Όλα αυτά τα ήξερε ήδη, αλλά είχε χρονομετρημένη την παράσταση και με διαβεβαίωσε ότι θα προλάβαινα.

Όταν το διάβασα, πραγματικά συνδέθηκα και επικοινώνησα πολύ βαθιά μ’ αυτό το κείμενο, γι’ αυτό και είπα ότι θα βρω χρόνο στο πρόγραμμά μου και θα το κάνω. Η μετάφραση της Κατερίνας Θεοδωράτου είναι εξαιρετική.

Το «Κοιμούνται τα ψάρια;» είναι μονόλογος. Αυτό είναι πρόκληση για σένα; Είναι τρομακτικό; Είναι, ίσως, ένα είδος καλλιτεχνικής υπέρβασης;

Σίγουρα το αντιμετωπίζω με δέος!

Από τις πρόβες ακόμα, έλεγα στη σκηνοθέτιδα και στους άλλους συνεργάτες «Ε, δεν θα φεύγετε μετά, θα έρχεστε και στις παραστάσεις. Μη με αφήσετε μόνη μου!». (γέλια) Εγώ έχω συνηθίσει να είμαστε πολλοί, να λέμε τα νέα μας στο καμαρίνι…

Παρόλα αυτά, δεν το σκέφτηκα ποτέ ως προσωπική υπέρβαση. Διαβάζοντας το κείμενο, το μόνο που σκέφτηκα ήταν ότι αυτή την ιστορία θα ήθελα να τη διηγηθώ. Εξάλλου, μιλάμε συνολικά για 10 παραστάσεις.

Το µήνυµα του έργου; Κοίταξε να δεις… Το ότι αυτή τη στιγµή είµαστε εδώ, µπορούµε και πίνουµε ένα καφέ και τα λέµε, είναι σπουδαίο!

 

Σε ρωτάω επειδή, σε μια παράσταση με περισσότερα πρόσωπα, σίγουρα η διάδραση με τους συμπρωταγωνιστές δίνει ένα «ρυθμό». Εδώ, όμως;

Εγώ το παρομοιάζω αυτό με έναν αγώνα βόλεϊ. Η μπάλα δεν πρέπει με τίποτα να πέσει κάτω. Αυτό είναι το θέατρο: ακόμα κι αν κάνεις μια άτσαλη πάσα, ο συνάδελφος θα έρθει να σε σώσει. Στο θέατρο όλοι οι συμπαίκτες λειτουργούμε σαν ένα σώμα.

Παρόλα αυτά, αν και μονόλογος, αυτό το έργο έχει τον κόσμο. Όλη την ιστορία που διηγούμαι, την «ακουμπάω» πάνω στον κόσμο. Δεν είναι ότι θα σηκώσω κάποιον κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά επικοινωνώ με το κοινό στην αίθουσα – σε κάποια στιγμή, κατεβαίνω κάτω στον κόσμο και κάθομαι.

Όπως, επίσης, θεωρώ συμπαίκτες και τους τεχνικούς. Με το άτομο που χειρίζεται τον ήχο, ας πούμε, εγώ επικοινωνώ από σκηνής. Ίσως αυτό να το προκαλεί και η ανάγκη μου να έχω συμπαίκτη.

Έτσι κι αλλιώς η Γέτε, η ηρωίδα μου, έρχεται να μοιραστεί ένα δικό της παιδικό τραύμα, το πώς έχασε τον μικρό της αδελφό. Και έρχεται να το μοιραστεί με έναν τρόπο αφοπλιστικά ειλικρινή, με ένα λόγο παιδικό…

Η Γέτε στην παράσταση μιλάει ως παιδί ή ως ενήλικη;

Μιλάει ως Γέτε. Μιλάει από όλες τις ηλικίες! Έρχομαι εγώ στο σήμερα για να διηγηθώ μια ιστορία και, μέσα από πολύ απλά υλικά, η ηρωίδα γίνεται τα πάντα – γίνεται η Γέτε τού τότε, η Γέτε τού τώρα…

Ωστόσο, ο τρόπος διήγησής της είναι ο τρόπος ενός παιδιού. Ο λόγος της εμπεριέχει μια βαθιά φιλοσοφία μέσα στην απλότητά του. Παράλληλα, έχει και ένα φως μέσα στο δύσκολο θέμα που πραγματεύεται.

Νιώθω ότι, μεγαλώνοντας, βάζουμε ένα φίλτρο. Σκεφτόμαστε «Αχ, τώρα πώς θα μιλήσω στο παιδί μου για μια απώλεια;» – ακόμα κι αν πρόκειται για ένα σκυλάκι, όχι απαραίτητα για έναν άνθρωπο, που είναι πιο βαρύ. «Να του πω ότι έγινε αστεράκι…;».

Κι όμως, τα παιδιά έχουν μια διαφορετική αντιμετώπιση. Εγώ το βλέπω κι από το δικό μου παιδί: με πολύ απλό τρόπο θα περιγράψει ή θα αντιμετωπίσει κάτι – κι αυτό έχει μια τρομερή δύναμη! Αυτό βρίσκω και τόσο συγκλονιστικό στο συγκεκριμένο κείμενο. Και ίσως γι’ αυτό το έργο έχει ήδη ταξιδέψει σε πολλές χώρες της Ευρώπης και έχει βραβευτεί! Διότι μιλάει για πράγματα πολύ απλά και, ταυτόχρονα, μπορεί να αλλάξει θέμα και ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο, με τρομερό χιούμορ.

Αυτή ήταν και η δική μας προσέγγιση συνολικά. Γιατί αυτή είναι η ζωή – δεν υπάρχει στεναχώρια χωρίς γέλιο. Γι’ αυτό και, μέσα από δύσκολες καταστάσεις, εκτιμάς τα πράγματα αλλιώς και ξαναβρίσκεις την παιδική σου πλευρά.

Ευγενία Δημητρόπουλου

Το έργο εσένα, ως Ευγενία, πώς σε «ακουμπάει»;

Νομίζω ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι έχουμε βρεθεί σε μια τέτοια θέση, χωρίς απαραίτητα να έχουμε αντιμετωπίσει κάτι τόσο σοβαρό. Είτε ως γονείς, είτε ως παιδιά.

Το πλαίσιο είναι ευρύτερο. Όταν κάποιος στην οικογένεια πάσχει, πώς είναι όλοι οι υπόλοιποι; Πώς επηρεάζεται η καθημερινότητά τους; Πώς το βιώνουν εκείνοι;

Στο έργο, λοιπόν, φωτίζονται πολλά περισσότερα θέματα από το πένθος αυτό καθεαυτό. Είναι το πώς βγαίνει ένας άνθρωπος στην κοινωνία, έχοντας περάσει κάτι τόσο δύσκολο – και αυτό στο οποίο εξελίσσεται η Γέτε, είναι κάτι πάρα πολύ δυνατό. Εμένα όλα αυτά τα πράγματα «ξύνουν» την καρδιά μου… Παρακολουθώντας κανείς την παράσταση, σίγουρα θα βρει κάτι που θα «μιλήσει» μέσα του: μπορεί, για παράδειγμα, να είναι η σχέση του με τους γονείς…

Κι επειδή είχαν έρθει στην πρόβα και άνθρωποι που έχουν περάσει δύσκολες καταστάσεις, μας είπαν ότι δεν τους πήγε απαραίτητα στη δική τους απώλεια. Η παράσταση σε κάνει να σκεφτείς «Κοίταξε να δεις… Το ότι αυτή τη στιγμή είμαστε εδώ, μπορούμε και πίνουμε ένα καφέ και τα λέμε, είναι σπουδαίο!». Νομίζω ότι αυτό είναι το μήνυμα. Και αυτό έχει μια τρομερή δύναμη και αισιοδοξία! Επιπλέον, η παράσταση έχει πολύ χιούμορ – όπως χιούμορ έχει και η ίδια η ζωή.

Όσα ακούω, πάντως, μου εξάπτουν την περιέργεια.

Κι εγώ αυτό αισθάνθηκα εξαρχής, γιατί γενικά δεν είχα ξαναδεί έργο που να έχει ένα τέτοιο θέμα. Και με έναν τέτοιο τίτλο: «Κοιμούνται τα ψάρια;».

Αυτή την ερώτηση μού την έκανε το καλοκαίρι το παιδί! Κολυμπούσαμε σε μια παραλία αρκετή ώρα, οπότε κάποια στιγμή μου λέει «Μαμά, δες! Έχει ψαράκια! Πάει να νυχτώσει… Κοιμούνται τα ψάρια; Πάνε σπίτι τους;». Πολλά πράγματα σ’ αυτό το έργο, λοιπόν, εμένα μού ήταν πολύ οικεία.

Και η παράσταση ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου…

Η ιδέα ήταν του Μάνου. Η Ζωή είναι μια καταπληκτική σκηνοθέτις, ένας υπέροχος άνθρωπος, η οποία σε οδηγεί σε κάτι σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ακούει πολύ τους συνεργάτες της και είναι πολύ «ανοιχτή» σε ό,τι έχεις να προτείνεις στην πρόβα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τον ηθοποιό, ακούει γενικώς όλους τους συντελεστές, οι οποίοι είναι επίσης εξαιρετικοί: ο Γιώργος Λιντζέρης που έχει κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο Σπύρος Γραμμένος που έχει γράψει τη μουσική, η Γιώτα Παναγή που είναι βοηθός σκηνοθέτη…

Όλοι εμείς συναντηθήκαμε με μια πολύ ωραία αφορμή: αυτό το κείμενο. Κι έτσι, δημιουργήθηκε μια παράσταση, η οποία θα παίζεται για 10 Τετάρτες στις 18:15, στο Θέατρο Σταθμός. Ξεκινήσαμε στις 15 Οκτωβρίου, και η ώρα τηρείται αυστηρά, γιατί μετά… τρέχω στην άλλη παράσταση!

Μιλάμε για το «Μάρτυρας κατηγορίας» της Αγκάθα Κρίστι, στο Θέατρο Χορν, το οποίο έχει αγαπηθεί πολύ από το κοινό. Τρίτη χρονιά φέτος;

Τρίτη χρονιά, ναι! Είναι μια παράσταση σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί παλαιότερα όταν παίζαμε μαζί, ως συνάδελφοι. Χαίρομαι πάρα πολύ για την πορεία και την εξέλιξή του. Είναι εξαιρετικός, κάνει φοβερές δουλειές και έχει τον τρόπο να συγκεντρώνει ωραίους θιάσους…

Η κόρη µου, µε έναν τρόπο, εµπεριέχεται στην παράσταση, γιατί πολλά από τα αντικείµενα που χρησιµοποιώ στη σκηνή είναι δικά της

…ο «Μάρτυρας κατηγορίας» είναι κι ένα πολυπρόσωπο έργο!

Είναι, όντως. Φέτος έχουμε και δύο αντικαταστάσεις: έχουν ενταχθεί στον θίασο ο κ. Γιάννης Βούρος και ο Δημήτρης Καραμπέτσης.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο πολύ έχει αγαπήσει αυτή την παράσταση ο κόσμος, χαιρόμαστε πάρα πολύ γι’ αυτό!

Παράλληλα, σε βλέπουμε και στο «Απαραίτητο Φως», μια μίνι σειρά που ανέβηκε αρχικά στο ERTflix και πλέον προβάλλεται κανονικά, κάθε Πέμπτη, από την ΕΡΤ. Και τι ωραία σειρά…

Κι εγώ χάρηκα πάρα πολύ που συμμετείχα! Κατ’ αρχάς, να πούμε ότι βασίζεται στο εξαιρετικό, ομώνυμο, βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού, το οποίο πήραν δύο καταπληκτικές σεναριογράφοι, η Μιρέλλα Παπαοικονόμου και η Κάτια Κισσονέργη, και το έκαναν σενάριο. Και μετά ήρθε ο Λάμπης Ζαρουτιάδης, σκηνοθέτης από τους λίγους, που του έδωσε σάρκα και οστά, με το περίβλημα μιας καταπληκτικής παραγωγής, της NEEDaFIXER.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι ήταν μια ιδανική συνθήκη. Γι’ αυτό και όλοι οι συνάδελφοι που λάβαμε μέρος σ’ αυτή τη σειρά, το κάναμε με πολύ μεγάλη χαρά.

Είναι μια σειρά που «πατάει» σε δύο εποχές, στην περίοδο 1940-41 και στο 2005. Και πρέπει να πω ότι, κατά την προετοιμασία μας για τα ρούχα και τα μαλλιά, ήταν πραγματικά σοκαριστική η συνειδητοποίηση ότι το 2005 θεωρείται επίσης «εποχής»…!

Στη σειρά, λοιπόν, υποδύεσαι τη Δάφνη Νομικού.

Η Δάφνη Νομικού είναι χαρακτήρας της εποχής 1940-41. Είμαι φίλη της Λουίζ, του κεντρικού χαρακτήρα της ιστορίας. Είμαι πιο λογική και λιγότερο παρορμητική από την ίδια, ωστόσο την αγαπώ πολύ και πάντα την υποστηρίζω.

Ειδικά η τελευταία σκηνή του πρώτου επεισοδίου, στην οποία με βάλανε να πλένω το σώμα της Λουίζ, να «σπάω» και να κλαίω πάρα πολύ, ήταν για μένα ένα δώρο από τους δημιουργούς. Όπως δώρο ήταν για μένα γενικά αυτή η συμμετοχή…

Έχεις πει ότι σου αρέσουν πολύ τα «εποχής».

Μου αρέσουν πάρα πολύ!

Ευγενία Δημητρόπουλου

Νομίζω ότι σου ταιριάζουν κιόλας – ταιριάζουν στην ενέργειά σου, στη φυσιογνωμία σου…

Μου αρέσει και το ότι μπαίνεις σε μια άλλη εποχή, όπου όλα είναι πιο ρομαντικά. Για να επικοινωνήσεις με τον άλλον πρέπει να γράψεις γράμμα ή να πάρεις ένα τηλέφωνο, αλλά υπάρχει μόνο το σταθερό… Υπάρχει αυτή η αναμονή μέχρι να συναντήσεις κάποιον, υπάρχει όμως και πραγματική επαφή, δεν γράφεις απλά μηνύματα στο κινητό – πράγματα πολύ πιο απλά και ουσιαστικά, ταυτόχρονα με άλλες δυσκολίες: συνειδητοποιήσαμε τι πείνα είχαν περάσει αυτοί οι άνθρωποι κάνοντας τη σκηνή με το συσσίτιο, που ήμασταν κυριολεκτικά έξω στο κρύο. Και σκέφτεσαι ότι στέκονταν στην ουρά, υπό αυτές τις συνθήκες, για να φάνε μια κουταλιά φαγητό. Κι αυτό το πράγμα υπάρχει ακόμα και σήμερα, σε άλλη μορφή. Ε, δεν γίνεται να μη σ’ επηρεάσει…

Κι έτσι, για το κλείσιμο, θα ξαναγυρίσω στα θεατρικά. Συνειδητοποιώ ότι, φέτος, παίζεις σε δύο παραστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες από πλευράς κόσμου πάνω στη σκηνή! (γέλια)

Και κόσμου, και ρόλου! Αφού η σκηνοθέτις μας εδώ, η Ζωή Ξανθοπούλου, μου λέει «Κοίταξε, Ευγενία… Εγώ μια μέρα θα σε ακολουθήσω με την κάμερα, και αυτό θα το κάνω ταινία μικρού μήκους: θα έρχεσαι εδώ, θα κάνεις τη Γέτε, μετά θα τελειώνεις και θα μπαίνεις σε ένα αυτοκίνητο που θα σε πηγαίνει στο άλλο θέατρο, θα βάφεσαι, θα κάνεις την ξανθιά με το τραβηγμένο eyeliner και τα τακούνια (καμία σχέση με τη Γέτε) – και όλα αυτά, με διαφορά λίγης ώρας! Αυτή την παράνοια θέλω να την κινηματογραφήσω!».

Και θα πείτε την ταινία «Μια απλή Τετάρτη»! (γέλια)

Ναι, ναι! Εσείς τι κάνετε τις Τετάρτες; (γέλια)

 

 

 

Περισσότερα για την παράσταση «Κοιμούνται τα ψάρια;», στο Θέατρο Σταθμός:

https://shorturl.at/xQRQs

Η Ευγενία Δημητροπούλου στο Instagram

Plan Be Mag
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.