Ο δρ. Αναστάσιος Γιαννούκος απαντά σε βασικά ερωτήματα που αφορούν στις ελιές (σπίλους) που όλοι εμφανίζουμε στο σώμα μας – άλλοι σε μικρότερο, άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό. Το γεγονός ότι οι σπίλοι είναι συνήθως ασυμπτωματικοί λειτουργεί συχνά καθησυχαστικά, καθυστερώντας μία εξέταση που μπορεί να αποβεί σωτήρια και για το δέρμα μας, αλλά και για εμάς τους ίδιους. Είναι, όμως, όλες οι ελιές ίδιες; Πότε μια ελιά δεν είναι «αθώα»; Ποια σημάδια πρέπει να μας κινητοποιήσουν, ώστε να απευθυνθούμε σε ένα δερματολόγο; Και τι μπορούμε να κάνουμε σε επίπεδο πρόληψης;
Η εμφάνιση σπίλων είναι κάτι που συχνά ανησυχεί το άτομο που τους παρατηρεί στο δέρμα του. Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι σπίλοι ίδιοι, ούτε το ίδιο ανησυχητικοί. Ας ξεκινήσουμε από αυτό: Ποια είδη σπίλων υπάρχουν;
Υπάρχουν αρκετά είδη σπίλων, με πιο γνωστούς τους κοινούς σπίλους, δηλαδή τις κλασικές, συμμετρικές, διαφόρων ομαλών σχημάτων και μεγεθών καφέ ελιές, τις οποίες έχουμε οι περισσότεροι.
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν οι συγγενείς σπίλοι, ελιές, δηλαδή, οι οποίες εμφανίζονται κατά τη γέννηση και οι οποίες μπορεί να λάβουν πιθανώς και μεγαλύτερη έκταση στο δέρμα μας, αλλά και πιο ειδικές μορφές σπίλων, όπως για παράδειγμα οι δυσπλαστικοί σπίλοι, οι οποίοι έχουν περισσότερο άτυπα στοιχεία στη μορφή τους, χωρίς όμως να είναι κακοήθεις. Επιπλέον, υπάρχει ο κυανός σπίλος, με χαρακτηριστικό μπλε χρώμα, οι χοριακοί σπίλοι, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερο όγκο (κρεατοελιές), ο Halo nevus με μία λευκή άλω περιφερικά του κ.λπ..
Η κληρονομικότητα μπορεί να παίξει ρόλο στην εμφάνισή τους;
Η ακριβής αιτία εμφάνισης των σπίλων δεν είναι εντελώς σαφής. Φαίνεται ότι ρόλο στην εμφάνισή τους παίζουν τόσο η κληρονομική προδιάθεση, όσο και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η UV ακτινοβολία.
Ποιοι άλλοι παράγοντες, ενδογενείς και εξωγενείς, συμβάλλουν συνήθως στην εμφάνιση σπίλων;
Εκτός της ηλιακής ακτινοβολίας και των γενετικών παραγόντων, άλλοι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση σπίλων, ή και αύξηση του μεγέθους τους, είναι οι φωτοθεραπείες για ιατρικούς λόγους, νοσήματα του δέρματος, τα οποία οδηγούν σε δημιουργία πομφολύγων. Ακόμα, στην εμφάνισή τους μπορεί να συμβάλουν και άλλες άλλες καταστάσεις, οι οποίες οδηγούν σε ανοσοκαταστολή, όπως HIV λοίμωξη, χημειοθεραπεία κ.λπ., καθώς και τα αυξημένα επίπεδα ορμονών (π.χ. σε περίπτωση εγκυμοσύνης), αλλά και φάρμακα.
Είναι σηµαντικό όποιος σπίλος αφαιρείται να αποστέλλεται πάντα για βιοψία, για αποκλεισµό κακοήθειας.
Ποια «σημάδια» υποδηλώνουν συνήθως κακοήθεια σε έναν σπίλο; Υπάρχουν χαρακτηριστικά που θα πρέπει να μας θορυβήσουν, ώστε να απευθυνθούμε σε δερματολόγο;
Ένας πολύ απλός κανόνας για τον κάθε άνθρωπο, θα μπορούσε να αποτελέσει ο κανόνας ABCDΕ. Ο κανόνας αυτός εξηγείται ως εξής:
A (asymmetry) – ασσυμετρία: Φανταστείτε ότι σχεδιάζουμε μία νοητή κάθετη γραμμή, η οποία χωρίζει μια ελιά στα δύο. Τα δύο αυτά κομμάτια θα πρέπει να είναι σχετικά συμμετρικά. Οποιαδήποτε σημαντική διαφοροποίηση των δύο τμημάτων του σπίλου θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτη.
B (border) – όρια του σπίλου: Εάν τα όρια του σπίλου δεν είναι καλώς περιγεγραμμένα και είναι ασαφή.
C (color) – το χρώμα: Εάν υπάρχουν πολλά χρώματα ή διαφοροποίηση του ήδη υπάρχοντος χρώματος.
D (diameter) – διάμετρος: Οι ελιές μεγαλύτερες των 6 χιλιοστών.
E (evolving) – εξέλιξη: Εάν υπάρξει αλλαγή σε χρώμα, σχήμα, μέγεθος ενός σπίλου ή γενικά οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή, η οποία τραβάει την προσοχή μας.
Οτιδήποτε από αυτά υποπέσει στην αντίληψή μας, είναι σημαντικό να μας οδηγήσει στον δερματολόγο. Σημαντικό είναι, επίσης, να έχουμε μία εικόνα των ήδη υπαρχόντων σπίλων στο σώμα μας, έτσι ώστε η εμφάνιση μίας νέας ελιάς να μας κινητοποιήσει για έλεγχο από τον ειδικό. Γι’ αυτό τον λόγο, πολλές φορές συμβουλεύω τους ασθενείς μου, εκτός της εξέτασης που κάνουμε μαζί, να πραγματοποιούν μία γρήγορη αυτοεξέταση ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Φυσικά, γνωρίζοντας ότι ένας σπίλος είναι συνήθως ασυμπτωματικός, πάντα συμβουλευόμαστε τον δερματολόγο μας, εάν μία ελιά ματώσει, παρουσιάζει κνησμό ή οποιοδήποτε άλλο σύμπτωμα.
Πολλές φορές, γίνεται αφαίρεση σπίλων για αισθητικούς λόγους. Ποια ακριβώς είναι η διαδικασία; Η αφαίρεση αυτή γίνεται άπαξ και είναι ριζική ή χρειάζεται να επαναλαμβάνεται ανά τακτά διαστήματα;
Η αφαίρεση σπίλου γίνεται, ως επί το πλείστον, με τοπική αναισθησία και είναι μία σχετικά εύκολη διαδικασία. Αφού γίνει η χειρουργική αφαίρεση, ακολουθεί τοποθέτηση ραμμάτων και το αισθητικό αποτέλεσμα συνήθως είναι ιδιαιτέρως άρτιο. Η σωστή αφαίρεση γίνεται άπαξ.
Εκτός εάν εννοείτε μικρά θηλώματα και υπερκερατώσεις, καλοήθεις βλάβες, που δύνανται να εμφανιστούν παντού στο σώμα, μοιάζουν με ελιές και είναι πιθανό να εμφανίζονται συνεχώς καινούργιες. Αυτές οι βλάβες αφαιρούνται ακόμα πιο εύκολα με διάφορες μεθόδους, όπως η χρήση ειδικών lasers.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις που είναι προτιμότερο να μην «πειράξουμε» ένα σπίλο;
Το να αφαιρεθεί ένας σπίλος ολικά δεν είναι ποτέ λάθος. Λάθος θα μπορούσε να είναι το να αφαιρεθεί ένας σπίλος ή, έστω, ένα κομμάτι του, χωρίς να σταλεί για βιοψία και επιβεβαίωση στο παθολογοανατομικό εργαστήριο. Είναι σημαντικό όποιος σπίλος αφαιρείται να αποστέλλεται πάντα για βιοψία, για αποκλεισμό κακοήθειας.
Ποιες είναι οι θεραπευτικές επιλογές σε περιπτώσεις κακοήθειας; Και τι μπορεί να καθορίσει την αποτελεσματικότητά τους;
Η χειρουργική αφαίρεση αποτελεί την πρωταρχική και σημαντικότερη θεραπεία στις κακοήθειες δέρματος. Αναλόγως τη μορφή της κακοήθειας, για παράδειγμα στο κακόηθες μελάνωμα, είναι σημαντικό να γίνει μία ευρύτερη εκτομή, δηλαδή να αφαιρεθεί ένα μεγαλύτερο κομμάτι δέρματος για επιβεβαίωση της θεραπείας και, στη συνέχεια, σταδιοποίηση αναλόγως κάποιων χαρακτηριστικών του μελανώματος. Αυτό σημαίνει να ελεγχθούν λεμφαδένες και άλλα όργανα για πιθανές μεταστάσεις.
Αναλόγως, λοιπόν, των χαρακτηριστικών της βλάβης, αλλά και της σταδιοποίησης, μπορεί να γίνει αφαίρεση των λεμφαδένων, οι οποίοι αντιστοιχούν στην περιοχή και κατόπιν, αναλόγως, άλλες θεραπείες, όπως χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία κ.λπ..
Η πρόληψη είναι πάντα προτιμότερη της θεραπείας. Τι προτείνετε εσείς σ’ αυτή την περίπτωση;
Εκτός της αυτοεξέτασης, την οποία αναφέραμε ήδη, είναι απαραίτητη μία ολοσωματική εξέταση από τον δερματολόγο μας, με βάση την ηλικία και τους παράγοντες κινδύνου του κάθε ασθενούς.
Παράγοντες κινδύνου θεωρούνται ο μεγάλος αριθμός σπίλων σε ένα άτομο (περισσότεροι των 50), το οικογενειακό ιστορικό μελανώματος (σε συγγενή πρώτου βαθμού), η ανοσοκαταστολή, (είτε λόγω κάποιων νοσημάτων, είτε λόγω λήψης φαρμάκων), οι γιγαντιαίοι συγγενείς σπίλοι και, φυσικά, το ατομικό ιστορικό μελανώματος. Επίσης, ηλιακά εγκαύματα στην παιδική ηλικία καθιστούν το δέρμα επιρρεπές στο μέλλον σε ανάπτυξη κακοηθειών.
Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι, εκτός του μελανώματος, υπάρχουν και άλλοι καρκίνοι του δέρματος, όπως το βασικοκυτταρικό και ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, οι οποίοι συνήθως δεν ομοιάζουν με ελιές.
Πέραν της εξέτασης, η συμβουλευτική είναι εξίσου σημαντική. Σωστή χρήση αντιηλιακού με σωστές ποσότητες, προϊόντα και συχνή ανανέωση, χρήση καπέλου, ειδικών υφασμάτων, ομπρέλας, αποφυγή έκθεσης στον ήλιο ακατάλληλες ώρες, αποφυγή solarium κ.λπ.
Έχουν ηλικία οι προληπτικές εξετάσεις στο δέρμα; Υπάρχει, δηλαδή, ενδεικνυόμενη ηλικία για να αρχίσει κανείς να ελέγχει τους σπίλους του;
Πάντα εξατομικεύουμε το πλάνο παρακολούθησης για κάθε ασθενή.
Μία πρόταση θα ήταν, έως την ηλικία των 40 ετών, να ελεγχόμαστε ανά 1-3 έτη, αναλόγως των παραγόντων κινδύνου.
Μετά τα 40, αλλά και σε οποιαδήποτε ηλικία, όταν συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου, ο έλεγχος είναι σημαντικό να πραγματοποιείται ανά έτος. Από την άλλη, όταν υπάρχει ιστορικό καρκίνου δέρματος στον ασθενή, ο έλεγχος γίνεται ακόμα συχνότερα με βάση τις οδηγίες του ιατρού.
Ο Δρ. Αναστάσιος Γιαννούκος στο Instagram
Ο δρ. Αναστάσιος Γιαννούκος είναι Δερματολόγος Αφροδισιολόγος. Είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μετά από την εκπλήρωση της υπηρεσίας υπαίθρου και της θητείας του ως ειδικευόμενος Εσωτερικής Παθολογίας για ένα έτος στο Γενικό Νοσοκομείο Κεφαλληνίας, συνέχισε για 2 έτη ως ειδικευόμενος Εσωτερικής Παθολογίας στο Νοσοκομείο Kreiskrankenhaus St. Anna Höchstadt a.d Aisch, Γερμανίας. Μετά από συνέχιση της εξειδίκευσής του για 3 έτη στο Νοσοκομείο Δερματικών και Αφροδισίων Νόσων «Ανδρέας Συγγρός», έλαβε τον τίτλο ειδικότητας Δερματολόγου Αφροδισιολόγου. Πλέον παραμένει στο νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός» ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ιατρείο 10 συνεχίζοντας ως ιατρός του τμήματος παράλληλα με το ιδιωτικό ιατρείο.



Μαρία Λυσάνδρου