Δεν είναι πολύς καιρός από τότε που ο διάσημος Οδηγός Michelin μοίρασε τα γαστρονομικά αστέρια του στη χώρα μας. Η Αθήνα μετράει συνολικά 36 εστιατόρια, με 7 νέες προσθήκες. Μόνο η Αθήνα όμως· κι αυτό ίσως πρέπει να το αξιολογήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή.
Πιο συγκεκριμένα, το εστιατόριο Delta, που εδρεύει στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος είναι το μοναδικό που διατηρεί τα δύο αστέρια του, στο σύνολο των βραβευμένων εστιατορίων. Το ένα αστέρι τους επίσης διατηρούν τα Botrini’s, CTC Urban Gastronomy, Hervé, Hytra, Patio, Pelagos, Soil, Spondi, The Zillers και Tudor Hall, ενώ στη λίστα προστίθεται και το Makris Athens. Η μοναδική απώλεια ήταν για το Varoulko Seaside, που έχασε το ένα από τα δύο αστέρια του.
Ο αναγνωρισμένος οδηγός έχει και μια ειδική τιμητική διάκριση για τα εστιατόρια που έχουν δεσμευτεί να λειτουργούν με μια περιβαλλοντική και οικολογική ευαισθησία και υπευθυνότητα. Τα πράσινα αστέρια του επιβραβεύουν τους σεφ που επιλέγουν πρώτες ύλες, τεχνικές και επικοινωνίες με τον πελάτη τους, με βάση αυτή τη φιλοσοφία. Στη συγκεκριμένη κατηγορία, τα εστιατόρια Delta, Patio και Soil διακρίνονται σταθερά, κάτι που συνέβη και τη χρονιά που μας πέρασε.
Η Ελληνική Γαστρονομία δείχνει εδώ και χρόνια ότι αξίζει μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες του κόσμου, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο ως τουριστικό προϊόν από μόνη της και, φυσικά, εντασσόμενη στο σύνολο του τουρισμού. Το είπε και ο Gwendal Poullennec, International Director των Οδηγών Michelin: «Η ελληνική κουζίνα ενσαρκώνει την ψυχή της Μεσογείου και του Αιγαίου, μία γαστρονομική κληρονομιά που γεφυρώνει παραδόσεις και ολόκληρες περιοχές… Οι επιθεωρητές μας εντυπωσιάστηκαν από τις προσπάθειες ενός ολόκληρου τομέα της Οικονομίας που βελτιώνει την ελκυστικότητα της χώρας στο παγκόσμιο στερέωμα, αναδεικνύοντας τη γαστρονομία σε ακρογωνιαίο λίθο της δύναμης και της στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης της Ελλάδας».
Είναι αλήθεια. Έχουμε εξαιρετικούς σεφ και κουζίνες που προσφέρουν μια μοναδική εμπειρία στον επισκέπτη τους. Και τα Michelin που κατακτάμε ως χώρα στην Υψηλή Γαστρονομία, το αποδεικνύουν. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι η Αθήνα κατατάσσεται δωδέκατη ανάμεσα στις πόλεις με τα περισσότερα μισελενάτα εστιατόρια στον κόσμο! Στην πρώτη θέση αυτής της λίστας βρίσκεται το Κιότο και στη δεύτερη το Παρίσι.
Βέβαια, το γεγονός ότι συγκεντρώνονται όλα τα Michelin στην πρωτεύουσα, δημιουργεί προβληματισμό. «Ούτε καν στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει Υψηλή Γαστρονομία;», θα αναρωτηθεί κανείς.
Ο Έκτορας Μποτρίνι, το εστιατόριο του οποίου βρίσκεται σταθερά στη λίστα του οδηγού, είχε σημειώσει ότι θα έπρεπε το Υπουργείο Τουρισμού να δημιουργήσει έναν εθνικό οδηγό που να καλύπτει όλη τη χώρα και να προβάλλει την Ελληνική Γαστρονομία σε κάθε σημείο της επικράτειας, μιας και έχει πολλά να επιδείξει. Δεν το είπε τυχαία ο άνθρωπος. Με τη βοήθεια ενός εθνικού οδηγού, οι ομάδες των επιθεωρητών που επισκέπτονται ανώνυμα τα εστιατόρια για να τα βαθμολογήσουν, θα προσανατολίζονταν σε περισσότερα μέρη, πέραν της πρωτεύουσας. Η Τουρκία, η Κροατία και η Σλοβενία είναι τρία παραδείγματα που, με εθνικούς οδηγούς γαστρονομίας, έχουν απλώσει τα Michelin σε όλη την επικράτεια τους.
Το ότι η Ελλάδα έχει παντού μενού υψηλών προδιαγραφών φαίνεται και από τους Χρυσούς Σκούφους, τα ελληνικά βραβεία γαστρονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος έδωσαν τα εύσημα σε 45 εστιατόρια. Το Etrusco της Κέρκυρας αναδείχθηκε το καλύτερο της Ελλάδας για 13η συνεχόμενη χρονιά, τα Botrini’s Athens και Delta κατέκτησαν τη δεύτερη θέση στην κατάταξη και οι υπόλοιποι 24 Χρυσοί Σκούφοι ταξίδεψαν προς τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου, αλλά και τη Χαλκιδική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Σαντορίνη κατακτά σταθερά εδώ και χρόνια τα περισσότερα βραβεία.
Ίσως είναι μια ιδανική στιγμή να δείξουμε στους επιθεωρητές των Michelin τη γαστρονομία όλου του ελληνικού χάρτη, τώρα που, για πρώτη φορά, τα Κλειδιά Michelin έρχονται στην Ελλάδα, αναζητώντας τα καταλύματα που προσφέρουν μια ξεχωριστή εμπειρία διαμονής στους επισκέπτες τους. Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε για το γεγονός, ο International Director του Οδηγού Michelin, Gwendal Poullennec, αποκάλυψε τα 68 ξενοδοχεία που διακρίθηκαν με το παγκοσμίως αναγνωρισμένο σύμβολο ποιότητας, αφού αξιολογήθηκαν από επιθεωρητές. Είναι καταλύματα που βρίσκονται σε όλη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, και ανήκουν σε κάθε είδος – από boutique hotels και ιστορικά ξενοδοχεία, μέχρι πολυτελή θέρετρα και καταλύματα με πιο ιδιαίτερο ύφος.
Η ανάδειξη της Ελληνικής Γαστρονομίας σε δυνατό παίκτη φαίνεται και από τις θέσεις που κατακτά στον παγκόσμιο χάρτη, ως σημείο ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, ο La Liste, ένας από τους πιο γνωστούς παγκόσμιους οδηγούς εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων και ξενοδοχείων, ανακοίνωσε την ετήσια κατάταξη των 1000 καλύτερων εστιατορίων του κόσμου για το 2025. Τρία ελληνικά εστιατόρια βρέθηκαν μέσα σ’ αυτή τη λίστα, όπου μάλιστα τα κριτήρια είναι πολύ αυστηρά, καθώς τα εστιατόρια υποβάλλονται σε έξι στάδια αξιολόγησης που ξεκινούν από τη γευστική εμπειρία και καταλήγουν στην κριτική των πελατών. Το Delta, η Σπονδή και το Varoulko Seaside, και τα τρία βραβευμένα και από τον οδηγό Michelin, διεκδικούν πλέον την προσοχή ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου – κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο σ’ έναν αχανή παγκόσμιο χάρτη, όπου ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και τα εστιατόρια που προσφέρουν μια συνολικά μοναδική εμπειρία εστίασης, ατελείωτα.
Ακόμα ένα πλεονέκτημα της Ελληνικής Γαστρονομίας είναι η σχέση ποιότητας-τιμής. Ενώ η Ευρώπη έχει πολλά από τα πιο ακριβά εστιατόρια με αστέρι Michelin στον κόσμο, έχει και πέντε από τις δέκα πιο οικονομικές επιλογές που μπορεί να βρει κανείς σε γαστρονομία τέτοιων ταχυτήτων. Μετά τη Μάλτα που πρωτοστατεί, μιας και η μέση τιμή για ένα γεύμα ανάμεσα στα βραβευμένα της εστιατόρια είναι 125 ευρώ ανά άτομο, ακολουθούμε εμείς. Η Ελλάδα αποδεικνύεται η δεύτερη φτηνότερη επιλογή, με μέσο κόστος 132 ευρώ ανά άτομο.
Είναι αλματώδης η εξέλιξη της Ελληνικής Γαστρονομίας τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει ξεφύγει από το έθνικ, έχει εξερευνήσει τις προοπτικές της, έχει εκμεταλλευτεί την εξαιρετική πρώτη ύλη που διαθέτει ως μεσογειακή χώρα με ήπιο κλίμα και τόνους θάλασσα γύρω της, έχει εκπαιδευτεί σε τεχνικές, και έχει μετουσιώσει την παράδοσή της σε μοντέρνα μενού που αξίζουν όντως τις διακρίσεις. Κυρίως, όμως, έχει ξεφύγει από το δήθεν, εκείνο που για αρκετά χρόνια παρουσιαζόταν ως το απόλυτο γκουρμέ, χωρίς επί της ουσίας να είναι. Αν μιλήσουμε με όρους timing, τώρα θα πρέπει να δοθεί ώθηση από τη βάση, για να ενισχυθεί η δυναμική της γαστρονομίας μας και να ταξιδέψει η φήμη της στον κόσμο. Έτσι, και ο κόσμος να ταξιδέψει εδώ για να τη γευτεί – αυτό είναι το ζητούμενο.
Ο Έκτορας Μποτρίνι είχε δίκιο. Όλη η Ελλάδα είναι γεύσεις που αξίζουν βραβεία. Αλλά, όπως συμβαίνει με τον βυθό του ωκεανού, η Ελληνική Γαστρονομία παραμένει εν πολλοίς ανεξερεύνητη.