Αγαπάμε να βλέπουμε τα ρεπορτάζ με τα wannabe μοντέλα να λικνίζονται πάνω στα μπαρ, με τους εγχώριους αστέρες να κάνουν πασαρέλα στα σοκάκια και με τις εικόνες από πανάκριβες παραλίες που, για να πας, πρέπει να είσαι (τουλάχιστον) πρωτοξάδελφος του Ωνάση. Και τα βλέπουμε κυρίως για να τα κράξουμε. Κι όμως, αυτό το κιτς θέαμα είναι από τα λίγα σταθερά χρυσωρυχεία που μας έχουν μείνει.
γράφει η Λίλα Σταμπούλογλου
Πες μου τρεις λέξεις για την Ελλάδα
Τι θα απαντήσει ο τουρίστας αν του κάνεις την παραπάνω ερώτηση; “Ακρόπολη, μουσακάς, Μύκονος”, μάλλον θα σου πει. Και είναι λογικό. Αν η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας έχουν ένα ισχυρότατο brand name ως αξιοθέατα της Ελλάδας, εξίσου ισχυρό brand name παγκοσμίως έχει και η Μύκονος ως νησιωτικός τουριστικός προορισμός.
Το αποδεικνύουν και οι μετρήσεις. Φέτος, οι αεροπορικές αφίξεις στη Μύκονο σημείωσαν άνοδο 90,2%, σχεδόν διπλάσια από τη Σαντορίνη (47,2%), ένα νησί που επίσης βρίσκεται στο top 5 των ελληνικών προορισμών. Ακόμα και οι Έλληνες φαίνεται ότι προτιμούν το “νησί των ανέμων”. Σύμφωνα με δεδομένα γνωστής ταξιδιωτικής πλατφόρμας, δημοφιλέστεροι προορισμοί για το καλοκαίρι του 2017 αναδείχθηκαν τα νησιά των Κυκλάδων, με πρώτες τη Μύκονο και την Πάρο.
Αγαπάμε να την κράζουμε
Τη Μύκονο την αγαπάμε οι Έλληνες, αλλά αγαπάμε και να τη μισούμε. Αγαπάμε και να την κράζουμε: “Μα είναι δυνατόν να έχει 80 ευρώ η ξαπλώστρα;”, “Είναι δυνατόν να πληρώνεις για μια φρουτοσαλάτα 100 ευρώ;”. Και: “Κοίτα κάτι νεόπλουτα κιτσαριά που ανοίγουν πέντε κιβώτια σαμπάνιες για να τις λουστούν πατόκορφα, χορεύοντας σκυλάδικα πάνω στους πάγκους ενός beach bar…”. Έτσι δεν λέμε κάθε φορά που βλέπουμε ρεπορτάζ με μπανεράκι “Μύκονοοοοος!” από κάτω;
Η αλήθεια είναι ότι συμβαίνουν και αυτά στη Μύκονο. Για την ακρίβεια, συμβαίνουν κυρίως αυτά. Αλλά είναι καταγεγραμμένα πια μέσα στην ταυτότητά της, περικλείονται μέσα στο brand name που λέγαμε παραπάνω, το οποίο φέρνει ζωή και χρήμα στο νησί. Οι υπερτιμημένες παροχές και η ολίγον ή πολύ κιτς αισθητική διασκέδασης και διακοπών που πλασάρει είναι μέρος εκείνου που προσελκύει επισκέπτες, διατεθειμένους ν’ αφήσουν πάνω στις μυκονιάτικες ξαπλώστρες μια μικρή περιουσία, για να ζήσουν ακριβώς αυτό.
Όχι ότι δεν μπορείς να χαλαρώσεις και στη Μύκονο με λίγο θάλασσα, λίγο κρασί και το αγόρι σου, αλλά ας μη γελιόμαστε: ο μεγάλος όγκος τουριστών που την επισκέπτονται δεν πάνε εκεί για να την περάσουν χαλαρά και οικονομικά, ούτε οικογενειακά και συντηρητικά. Πάνε για να τα χώσουν και να ξεσαλώσουν.
Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει τουρισμός που θέλει να λούζεται σαμπάνιες σε μπιτσόμπαρα, να λυσσάει σε μπιτσοπίστες με σκυλάδικα, να κάνει πασαρέλα με δωδεκάποντα στα σοκάκια και να χρυσοπληρώνει προϊόντα και υπηρεσίες, γιατί να μην προσαρμοστεί και το νησί; Άμα έρχεται ο Άραβας εμίρης και πληρώνει ένα πιάτο σαρδέλες με χρυσάφι, θ’ ανοίξουν και μαγαζιά που πουλάνε σαρδέλες σε τιμές χρυσού. Είναι οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης.
Και στην Ίμπιζα άμα πας, θα την πληρώσεις χρυσή τη διαμονή σου. Γιατί να μας ενοχλεί, λοιπόν, που συμβαίνει πια το ίδιο και στη Μύκονο, τη “νέα Ίμπιζα”, όπως την ονομάζουν αρκετοί; Στην τελική, γιατί να κράζουμε ένα ακριβό θέρετρό μας που έχει καταφέρει να τα σπάει παγκοσμίως; Αφού το νεοπλουτίστικο προφίλ που πλασάρει πουλάει και με δεδομένο ότι γίνονται έλεγχοι, ώστε τα λεφτά που πάνε κι έρχονται εκεί φορολογούνται, ας χαλαρώσουμε λίγο με το φαινόμενο “Μύκονοοοοος!”.
Μήπως, μάλιστα, θα έπρεπε να ευχόμαστε, αυτό που έχει καταφέρει το νησί του Πέτρου του Πελεκάνου (ν’ αποκτήσει μια τόσο δυνατή ταυτότητα σε παγκόσμιο επίπεδο), να το καταφέρουν κι άλλα μέρη της Ελλάδας; Δεν θα ήταν ωραίο να έχουμε δέκα-δεκαπέντε προορισμούς να συγκεντρώνουν ορδές τουριστών όπως η Μύκονος – ο καθένας για τον δικό του, ξεχωριστό, λόγο;
Μήπως έχει χαθεί το μέτρο;
Η Μύκονος ήταν και είναι, τώρα περισσότερο από ποτέ, ένας προορισμός αχόρταγων νεόπλουτων, ζάμπλουτων και πάσης φύσεως φυλών της σόου μπίζνες. Και η ίδια, γνωρίζοντας πλέον ότι πουλάει γερά ως τέτοιος προορισμός, του δίνει και καταλαβαίνει, πλασάροντας το προφίλ ενός νησιού-πασαρέλας, αλόγιστης κατανάλωσης και κιτς διασκέδασης, μιας εμπειρίας εκτός ορίων που μπορείς να ζήσεις, αν μπορείς να την αντέξεις (και, κυρίως, να την πληρώσεις). Η Μύκονος είναι πια σαν να φωνάζει: θέλουμε σταρ και λεφτάδες.
Μήπως το έχει παρακάνει; Μήπως κάπου έχει χαθεί το μέτρο; Ίσως.
Η εξέλιξη της Μυκόνου, από τη δεκαετία του 1960 ως σήμερα, δείχνει έναν τόπο που έχει θυσιάσει την αισθητική στον βωμό του χρήματος. Η ανάπτυξη έχει δημιουργήσει, απ’ τη μια, υπέροχες ξενοδοχειακές μονάδες, πολυτελή καταλύματα και υψηλής γαστρονομίας εστιατόρια. Απ’ την άλλη, όμως, έχει οδηγήσει και σε μια άνευ προηγουμένου επέλαση βλαχομπαρόκ υπερβολής, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ορέξεις εμίρηδων, σούπερ σταρ και λυσσασμένων για ξεσάλωμα τουριστών.
Βέβαια, τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει τη φυσική ομορφιά του νησιού, αλλά οπωσδήποτε το εκλεπτυσμένο μάτι χαλιέται στη θέα ενός κόκκινου χαλιού στην άμμο που στρώθηκε από το τάδε και το δείνα high εστιατόριο, για να χυθούν πάνω του τόνοι σαμπάνιας από τον Σαουδάραβα κροίσο και τον δισεκατομμυριούχο jet setter που διασκεδάζει μ’ ένα μοντέλο της Victoria Secret.
Και, σίγουρα, η ακρίβεια που επέβαλε το νεόπλουτο προφίλ της καθιστά τον προορισμό απαγορευτικό για ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων που θα ήθελαν, ενδεχομένως, να κάνουν εκεί διακοπές.
Στη Μύκονο, για παράδειγμα, σερβίρεται το πιο ακριβό κοκτέιλ του κόσμου. Λέγεται “Η Αυτής Βασιλική Υψηλότης” και κοστίζει όσο ένα μηχανάκι, δηλαδή εννιά χιλιάδες ευρώ! Περιέχει βρώσιμα φύλλα χρυσού 24 καρατίων. Έχει επίσης κονιάκ ηλικίας 50 ετών, σαμπάνια Dom Perignon του 1961 και επετειακή έκδοση σαμπάνιας Moet & Chandon, από τον γάμο του Καρόλου και της λαίδης Νταϊάνας.
Ακόμα, όμως, κι αν δεν πας στα ακριβότερα, όπως ο γόνος μιας πλούσιας οικογένειας απ’ το Μπαχρέιν, την ακρίβεια δεν τη γλιτώνεις. Θα δώσεις σχεδόν είκοσι ευρώ για ένα κοκτέιλ ή για μια πίτσα δύο ατόμων, ενώ ένα πρωινό μπορεί να σου στοιχίσει έως και πενήντα ευρώ. Ακόμα κι αν επιλέξεις να τρέφεσαι από το σούπερ μάρκετ, θα αγοράζεις προϊόντα σε τιμές έως και 30% πάνω από τις τιμές της υπόλοιπης χώρας.
Αυτή, όμως, είναι η Μύκονος του 2017 – ένα αυτόνομο τουριστικό κρατίδιο που προχωρά πια με τους δικούς του νόμους και κανόνες, όπως άλλα διάσημα τουριστικά θέρετρα του κόσμου. Και, όπως φαίνεται, τα καταφέρνει μια χαρά με το brand name που έχει δημιουργήσει. Χάρη σ’ αυτό, κάθε καλοκαίρι θα περπατήσει στα σοκάκια του η αφρόκρεμα της διεθνούς βιομηχανίας θεάματος – από τη Μπιγιονσέ και τη Ριάνα, μέχρι τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, τον Τζόνι Ντεπ και τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ. Και, χάρη σ’ αυτό το brand name, θα ξαπλώσουν στις παραλίες του τα πιο όμορφα μοντέλα του κόσμου και θ’ αράξουν στα νερά του οι πιο πολυτελείς θαλαμηγοί των Αραβικών Εμιράτων.
Γιατί, λοιπόν, να ζητάμε από αυτό το νησί να βρει το μέτρο; Γιατί να του ζητάμε ν’ αλλάξει ταυτότητα; Όταν μια συνταγή πετυχαίνει και μοσχοπουλάει, δεν την πειράζεις. Έτσι δεν είναι;