Biopics | Όταν οι βιογραφικές ταινίες φέρνουν κόσμο στις αίθουσες
Plan Be Mag
biopics
Trend

Στην εποχή των biopics | Όταν οι βιογραφικές ταινίες φέρνουν κόσμο στις αίθουσες

Δεν ξέρω αν είναι μια προσωπική μου αίσθηση ως θεατής ή αν συμβαίνει και σε άλλους, αλλά όποτε βλέπω ταινίες που βασίζονται σε βιογραφίες ανθρώπων, νιώθω ένα μικρό δέος. Η σκέψη ότι η ιστορία που παρακολουθείς συνέβη και ο ήρωας αυτός υπήρχε, έστω και με τη μυθοπλασία να τον έχει πλάσει με τα χρώματά της, με συγκινεί σε βάθος.

Λίλα ΣταμπούλογλουΛίλα Σταμπούλογλου

Δεν ξέρω αν είναι μια προσωπική μου αίσθηση ως θεατής ή αν συμβαίνει και σε άλλους, αλλά όποτε βλέπω ταινίες που βασίζονται σε βιογραφίες ανθρώπων, νιώθω ένα μικρό δέος. Η σκέψη ότι η ιστορία που παρακολουθείς συνέβη και ο ήρωας αυτός υπήρχε, έστω και με τη μυθοπλασία να τον έχει πλάσει με τα χρώματά της, με συγκινεί σε βάθος.

Όσοι ανήκουμε στην κατηγορία θεατών που τους αρέσουν τα biopics, οι βιογραφικές δηλαδή ταινίες, είμαστε τυχεροί γιατί τα τελευταία χρόνια η οθόνη είναι γεμάτη απ’ αυτές. Το οπτικοακουστικό θέαμα έχει κάνει μια στροφή στο παρελθόν και ψάχνει πρόσωπα από το μεγάλο λεύκωμα του, για να στήσει επάνω τους πλοκές. Πρόσωπα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, διασημότητες από κάθε χώρο ή αφανείς ήρωες, που μπορεί το όνομα τους να μην είναι ευρέως γνωστό, αλλά έβαλαν μια σφραγίδα στην Ιστορία που εμπνέει τη μυθοπλασία να γράψει για αυτούς σενάρια.

Φέτος, δύο βιογραφικές ταινίες έκαναν τον κόσμο να μιλάει ατελείωτα για αυτές. Ο παγκόσμιος κινηματογράφος έδωσε το «Μαρία», σε σκηνοθεσία Πάμπλο Λαρραίν, με την Αντζελίνα Τζολί να υποδύεται τη μεγάλη ντίβα της όπερας Μαρία Κάλλας. Ο ελληνικός κινηματογράφος έφερε μπροστά μας το «Υπάρχω», σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, μια ταινία που έχει ως επίκεντρο τη θρυλική μορφή του Στέλιου Καζαντζίδη.

 

Τα σχόλια ποικίλα και οι γνώμες πολλές, πράγμα που σίγουρα φανερώνει ότι οι ταινίες αυτού του είδους τραβούν την προσοχή της Κοινής Γνώμης και γίνονται επίκεντρο συζητήσεων, πριν καν φτάσουν στις αίθουσες τις περισσότερες φορές. Το καστ παίζει τεράστιο ρόλο σ’ αυτό το γαϊτανάκι απόψεων που βάζει ένα biopic στο κέντρο της σκηνής. Το είδαμε και στις δύο ταινίες που αναφέρθηκαν, οι οποίες είχαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο δύο πρόσωπα των οποίων η διασημότητα υπερισχύει της τέχνης τους, με την έννοια ότι είναι τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό, ο μεν στο ελληνικό η δε στο παγκόσμιο, που η ταυτότητα τους καθορίζει οτιδήποτε κάνουν. Το σίγουρο είναι ότι η Αντζελίνα Τζολί ως Κάλλας και ο Χρήστος Μάστορας ως Καζαντζίδης έφεραν κόσμο στις αίθουσες, όπως είναι σίγουρο και ότι αρκετοί εκ των θεατών ήρθαν να δουν πρωτίστως εκείνους, και όχι τις προσωπικότητες που υποδύονταν.

Ο Διονύσης Σαμιώτης, παραγωγός σε πάνω από 30 ταινίες μεγάλου μήκους, τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ, μέλος της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, tutor σε θέματα χρηματοδότησης και marketing, σε εκπαιδευτικά προγράμματα της ΕΕ και σημαντικό κομμάτι του δυναμικού της Tanweer Group την τελευταία δεκαετία, είναι το πρόσωπο που συναντάμε πίσω από ελληνικά biopics που συζητάμε τελευταία: την «Ευτυχία», μια ταινία για τη σημαντική στιχουργό του λαϊκού τραγουδιού Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, και φυσικά το «Υπάρχω» που, αυτή τη στιγμή, σπάει ταμεία.

Διονύσης Σαμιώτης

Τον ρωτάω αν η στροφή του οπτικοακουστικού θεάματος στα biopics τα τελευταία χρόνια είναι τάση ή στρατηγική που ενδεχομένως έχει να κάνει και με το budget ή τη νοσταλγία που αυτό το θέαμα «πουλάει». Για εκείνον, τα πάντα στην οπτικοακουστική βιομηχανία ξεκινούν από μια δυνατή ιστορία: «Αν αυτή είναι και γνωστή στο κοινό, όπως είναι οι βιογραφίες και οι αληθινές ιστορίες, ακόμα καλύτερα. Δεν έχουν, όμως, όλα τα biopics για παράδειγμα ιστορίες, που μπορούν να είναι η βάση ενός δυνατού σεναρίου. Σαφώς και η νοσταλγία πουλάει, αλλά ενέχει και κινδύνους και, όπως σε κάθε οπτικοακουστικό έργο, εναπόκειται στο ταλέντο του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και των ηθοποιών κυρίως, να κάνουν κάτι επιτυχημένο. Τώρα, αυτή η στροφή που βλέπετε, είναι σίγουρα επιλογή, που έχει να κάνει πολύ και με τη δυνατότητα που δόθηκε με τη θεσμοθέτηση των φορολογικών κινήτρων από το ΕΚΟΜΕ, για παραγωγές με καλύτερο budget. Χάρη σε αυτά κυρίως μπορούμε πια να επιλέγουμε θέματα, όπως η ‘’Ευτυχία’’, η ‘’Σμύρνη’’, η ‘’Φόνισσα’’, το ‘’Υπάρχω’’, που αποτελούν, πιστεύω, ψηφιακή πολιτιστική παρακαταθήκη για το μέλλον. Αλλά χωρίς τα κίνητρα αυτά, θα ήταν απαγορευτική η παραγωγή τους, λόγω κόστους».

Η επόμενη απορία μου έχει να κάνει με την επιλογή του προσώπου που θα αποτελέσει τη βάση της ιστορίας ενός biopic. Αναρωτιέμαι τι ονόματα πέφτουν στο τραπέζι, αν πρέπει να είναι οπωσδήποτε πολύ γνωστά. Η απάντηση του Διονύση Σαμιώτη, που σίγουρα έχει βρεθεί πολλές φορές στη θέση ενός δημιουργικού brainstorming για την εύρεση του επόμενου project, είναι ότι δεν γίνονται συσκέψεις ειδικά για biopics, αλλά για δυνατές ιστορίες και, πιο πολύ, για καλά σενάρια: «Γιατί ο τρόπος που ένας σεναριογράφος διαχειρίζεται μία ιστορία και στήνει τους χαρακτήρες της, είναι στη δουλειά μας τα πιο σημαντικά», αναφέρει.

Σύμφωνα, δε, με την εμπειρία του, αυτό που κάνει μια βιογραφική ταινία πετυχημένη είναι ό,τι κάνει πετυχημένη κάθε ταινία: έξυπνο σενάριο, ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά, ηθοποιοί με προσωπικότητα, αισθητική με ταυτότητα και δυνατή ομάδα με καλή χημεία. Όσο για τα biopics που ξεχωρίζει ο ίδιος από τον παγκόσμιο, σύγχρονο κινηματογράφο, αυτά είναι τα: «Bohemian Rapsody», «La vie en Rose», «Gandhi», «A Beautiful Mind», «Oppenheimer», «Schindler’s List» και το «Lawrence of Arabia».

Ποιες είναι οι δυσκολίες και τα εμπόδια στην παραγωγή ενός biopic στη χώρα μας; Είναι το budget το μεγαλύτερο αγκάθι; Ο Διονύσης Σαμιώτης εξηγεί: «Δεν θα έλεγα πως στη δουλειά μας υπάρχουν αγκάθια, αλλά μια μεγάλη αλυσίδα ισορροπιών και θεμάτων προς επίλυση. Σίγουρα το να καταφέρεις να συγκεντρώσεις τη χρηματοδότηση που απαιτεί κάθε ταινία είναι κορυφαία δυσκολία, αλλά ειδικά στα biopics, η εξασφάλιση των δικαιωμάτων είναι το πιο ευαίσθητο και σημαντικό σημείο».

Όσο για την ταινία «Υπάρχω», η μεγαλύτερη πρόκληση για τους δημιουργούς στην κατασκευή της πλοκής γύρω από τον μύθο του Καζαντζίδη, όπως λέει, ήταν το να χωρέσει ένας «μύθος» σε δύο ώρες: «Άπειρες ώρες προβληματισμών, έρευνας και συζητήσεων, πρώτα με τη σεναριογράφο Κατερίνα Μπέη και, στη συνέχεια, με τον σκηνοθέτη Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Νομίζω πως, τελικά, οι επιλογές της εσωτερικής σύγκρουσης του Στέλιου με τον Καζαντζίδη, η αφηγηματική τεχνική με τη συνέντευξη στη βάρκα και τις γυναίκες της ζωής του, και η επιλογή του συγκεκριμένου φινάλε, (εξ ου και ο τίτλος), αποδείχτηκαν εξαιρετικά σημαντικές. Για την πορεία στις αίθουσες, αποδείχθηκε κομβική η επιλογή του Χρήστου Μάστορα, αλλά και όλων των ηθοποιών, και η δουλειά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου μαζί τους».

Αναμφίβολα, δεν είναι εύκολο να χωρέσεις μια ζωή στην οθόνη. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταφέρεις να δείξεις την πολυπλοκότητα ενός ανθρώπου. Ο χάρτης του παγκόσμιου θεάματος έχει από αριστουργήματα μέχρι κακοτεχνήματα, ενώ πολλά biopics αποτυγχάνουν, γιατί φτιάχνουν αγιογραφίες ανθρώπων και όχι αληθινούς χαρακτήρες, με τις αντιθέσεις και τις σκοτεινές πλευρές που όλοι έχουμε. Το σίγουρο είναι ότι ένα biopic φέρνει ξανά στο παρόν ένα πρόσωπο για να το θυμηθούν οι παλιοί και να το γνωρίσουν οι νεότεροι. Το θέμα εδώ δεν είναι να μάθεις ιστορία, βεβαίως, αλλά να απολαύσεις το θέαμα.