Τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία, το θέατρο γνωρίζει ξανά δόξες. Ίσως ήταν η ανάγκη μας να βγούμε έξω μετά από μια παρατεταμένη περίοδο εγκλεισμού, ίσως ήταν ο καλός καιρός που κυριάρχησε και τον χειμώνα, εκείνα που μας οδήγησαν ξανά στις θεατρικές αίθουσες, πολλές από τις οποίες ήταν ασφυκτικά γεμάτες καθ’ όλη τη σεζόν. Δεν ήταν λίγες οι παραστάσεις που, για να βρεις εισιτήριο, έπρεπε να κλείσεις αρκετό καιρό πριν. Αυτό ήταν κάτι που είχε χρόνια να γίνει και, οπωσδήποτε, σηματοδοτεί μια στροφή του κοινού στο θέαμα – και όχι μόνο το θεατρικό.
Παραστάσεις που έκλεψαν την… παράσταση
Η Μαίρη Μαρκογιαννάκη είναι φιλόλογος και διδάσκει σε Γυμνάσιο. Παρακινούμενη από την επιθυμία της να μεταδώσει ό,τι θεωρεί ωφέλιμο, δημιούργησε, μαζί με τον Γεράσιμο Αρτελάρη, τη σελίδα «Ζω ένα Δράμα» στο Facebook. Τα μέλη της καταθέτουν ελεύθερα τη γνώμη τους για παραστάσεις που είδαν, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τα θεατρικά θεάματα, ενώ κατά καιρούς ψηφίζουν δίνοντας τα εύσημα, ένα εικονικό βραβείο ας πούμε, σε παραστάσεις για τη σκηνοθεσία, το θέμα, τις ερμηνείες κ.λπ.. Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι η σελίδα μετράει αρκετές χιλιάδες μέλη, είναι μια καλή πηγή για να βγάλεις κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις θεατρικές προτιμήσεις του ελληνικού κοινού σήμερα.
Η Μαίρη Μαρκογιαννάκη συμφωνεί ότι φέτος ήταν μια χρονιά γεμάτη θέατρο: «Οι καλές παραστάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όπως και τα sold out, ενώ οι θεατρόφιλοι δεν ξέραμε τι να πρωτοδούμε. Μάλιστα, από πέρσι έχουμε δύο νέα θέατρα στην Αθήνα, το “Ark” και το “Συγγρού 33”, κάτι πολύ ευοίωνο».
Της ζητήσαμε να μας πει τις τρεις παραστάσεις, στις οποίες το κοινό της σελίδας έδωσε τα περισσότερα εύσημα φέτος: «Η παράσταση που απογειώθηκε φέτος από τις κριτικές της ομάδας ήταν το “Μια άλλη Θήβα” (του Σέρχιο Μπλάνκο, σκην. Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου). Επίσης, εξαιρετικές κριτικές από τα μέλη μας έλαβε η παράσταση “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς” (σκην. Σ. Καραγιάννη). Στην τρίτη θέση νομίζω πως “ισοψηφούν” οι παραστάσεις “Ο συνεργός” (σκην. Γ. Χριστοδούλου) και “Ο γάμος” (σκην. Ελένη Σκότη). Οι παραστάσεις “Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” (σκην. Άρης Μπινιάρης) και “Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” (σκην. Γιάννης Κακλέας), ως τα απόλυτα sold out, έχουν δεχτεί διθυραμβικές κριτικές, αλλά και πολλές ενστάσεις στην ομάδα μας, ωστόσο παραμένουν σε πολύ μεγάλη ζήτηση!».
Οπωσδήποτε, το «Goodbye Lindita» στο θέατρο Rex του Εθνικού, του νεαρού σκηνοθέτη Μάριο Μπανούσι, ήταν ένα από τα highlight της χρονιάς. Έκανε αμέσως γκελ στο κοινό, το οποίο μεταφράστηκε σε συνεχόμενα sold out, και κέρδισε μια θέση στο Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Ο «Άνθρωπος από το Παντόλσκ» του Ντμίτρι Ντανίλοφ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, ήταν ακόμα μια παράσταση που πάλευες να βρεις εισιτήριο για να δεις. Ενώ και το «Σπίτι», σε σκηνοθεσία και κείμενο του Δημήτρη Καρατζά, ένα «πολυμεσικό πείραμα» όπως το ονόμασε, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του κοινού.
Δράμα ή κωμωδία;
Στην παραπάνω ερώτηση, η Μαίρη Μαρκογιαννάκη απαντά με απόλυτη βεβαιότητα ότι το κοινό έριξε την ψήφο του στο δράμα: «Αυτό, όμως, που πρέπει να συγκρατήσουμε φέτος είναι πως το ενδιαφέρον των δημιουργών στράφηκε στην ανάδειξη της έμφυλης βίας (“Pieta”, “Ο γάμος”, “Ο συνεργός”, “Η κακούργα πεθερά”, “Απόγνωση”, “Αυτές που δεν προλάβατε”, “Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον” και άλλες…), αλλά και στην προκατάληψη γύρω από ζητήματα ταυτότητας φύλου (“Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου”, “Μπλε καστόρινα παπούτσια”, “The doctor”, “Trans-port”, “Αγρυπνία”, “Το πιο ωραίο σώμα που βρέθηκε ποτέ σ’ αυτό το μέρος” και άλλες). Παρατηρώ πως το θέατρο παίρνει έντονα πολιτική στάση, σε μια προσπάθεια καλλιέργειας της ενσυναίσθησης του κοινού και της αφύπνισής του απέναντι σε φαινόμενα υποτίμησης και εξευτελισμού ανθρώπων που ανήκουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες».
»Ως προς το κωμικό θέαμα, μια παράσταση που αγαπήθηκε πέρσι και συνέχισε και φέτος να γεμίζει την πλατεία του θεάτρου ήταν “Το πάρτι της ζωής μου”, σε κείμενο της Ελένης Ράντου, η οποία κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το “Sexy Laundry”, με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Ρένια Λουιζίδου, το ζευγάρι που προσπαθεί να ξαναβρεί το χαμένο πάθος που έχει χαθεί μέσα στον χρόνο, μέσα σ’ ένα δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου, έσπασε ταμεία. Σε παρόμοια τροχιά κινήθηκαν για τρίτη σεζόν και τα “Μαθήματα Κωμωδίας” του Θοδωρή Αθερίδη, ενώ το δίδυμο Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα διένυσε ακόμα μια πετυχημένη χρονιά με τους “Μπαμπάδες με ρούμι”.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, το κωμικό θέαμα έχει ένα μεγάλο νικητή, που λέγεται stand up comedy. Οι κωμικοί που ανεβαίνουν στη σκηνή μ’ ένα μικρόφωνο και ένα φως κερδίζουν όλο και περισσότερο την προσοχή, επιβεβαιώνοντας ότι το κοινό έχει εξοικειωθεί με το θεατρικό αυτό είδος και επενδύει επάνω του για να γελάσει. Και, πλέον, η ελληνική σκηνή του stand up έχει πολλούς που εγγυημένα θα απολαύσεις».
Ο νικητής της σεζόν
Αν και δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι σ’ αυτό το ωραίο παιχνίδι που γεμίζει ασφυκτικά μια θεατρική αίθουσα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παράσταση που πραγματικά έσκισε, όχι μόνο φέτος, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια που παίζεται, είναι ο «Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τον Πάνο Βλάχο στον πρώτο ρόλο. Κλείνοντας τον κύκλο της για φέτος στις 28 Απριλίου, θα λέγαμε ότι μάλλον ήταν η παράσταση στην οποία δυσκολευόσουν περισσότερο απ’ όλες να βρεις εισιτήρια και έπρεπε να περιμένεις τουλάχιστον τρεις μήνες. Αν το μετρήσεις σε αριθμούς, η παράσταση αυτή έκανε ίσως τα περισσότερα sold out από κάθε άλλη παράσταση, δηλαδή πάνω από 150 sold out μέσα στα τρία χρόνια που παίζεται.
Ίσως είναι η θεματική της, που παραμένει πάντα επίκαιρη, καυτηριάζοντας την κατάχρηση εξουσίας και τη διαφθορά του συστήματος δικαιοσύνης, εκείνο που την κάνει σταθερά ελκυστική στο σύγχρονο κοινό, το οποίο φαίνεται ότι δεν θέλει να τη δει μόνο μια φορά, αλλά περισσότερες. Αυτή η κωμική σάτιρα απογειώθηκε στη συγκεκριμένη ελληνική εκδοχή της και ήταν, ίσως, η σκηνοθετική προσέγγιση που το κατάφερε, βάζοντας και το στοιχείο της ζωντανής μουσικής του Βάιου Πράπα στη συνταγή.
Καθώς η χειμερινή σεζόν τελειώνει δίνοντας τη θέση της στα καλοκαιρινά θεάματα, αφήνει μια αισιόδοξη επίγευση. Σε μια εποχή όπου το φτηνό θέαμα επί της οθόνης κυριαρχεί, υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο κοινό που καταφτάνει στα θέατρα για να παρακολουθήσει κάτι αισθητικά ανώτερο και αυθεντικά ψυχαγωγικό. Η δύναμη που αντλεί το θέατρο από τη μεγάλη αυτή προσέλευση θα μεταφραστεί σε καλύτερες, συν το χρόνο, παραστάσεις.