«Αξίζει για την αγάπη να κάνει κανείς τόσες θυσίες;», ρωτάω τον Μιχάλη Συριόπουλο, µε αφορµή τον Αλέξανδρο Ντεσλόρ, τον τηλεοπτικό του χαρακτήρα στο “Grand Hotel”, ο οποίος θυσιάστηκε ουκ ολίγες φορές για χάρη της γυναίκας του που υπεραγαπά – κι ας είναι µεγάλη συζήτηση αν το άξιζε ή όχι. «Μα αγάπη ίσον θυσία· αγάπη ίσον έγνοια· αγάπη ίσον ακόµα και “απαρνιέµαι τον ίδιο µου τον εαυτό”», µου απαντά εµφατικά ο Μιχάλης. Tο βλέπω στα µάτια του ότι το πιστεύει.
Κατ’ αρχάς, ας κάνουµε ένα βασικό διαχωρισµό µεταξύ της αγάπης, της συνυφασµένης µε τον έρωτα, και της αγάπης των γονιών προς τα παιδιά και το ανάποδο, ή της αγάπης µεταξύ φίλων που γίνονται «οικογένεια». Εδώ συζητάµε για την πρώτη περίπτωση.
Δεν ξέρω αν θα έδινε ο καθένας την απάντηση του Μιχάλη. Αλλά ξέρω σίγουρα ότι, εγώ τουλάχιστον, αυτή την απάντηση είχα ανάγκη ν’ ακούσω.
Επιπλέον, δεν ξέρω κατά πόσον η απάντηση θα ήταν ίδια, αν στην ερώτηση προσθέταµε µία, αλλά ουσιαστική, λέξη: «Αξίζει για την αγάπη να κάνει κανείς τόσες θυσίες σήµερα;».
Βλέπω στα social media, κατά καιρούς, φωτογραφίες και stories –γνωστών και µη– ζευγαριών, τα οποία κάνουν τα πάντα για να παρουσιάσουν την τέλεια ιστορία αγάπης, βγαλµένη απ’ τα παραµύθια. Και κάποιους µήνες µετά, άντε 1-2 χρόνια στην καλύτερη, η χρυσόσκονη διαλύεται, τα ζευγάρια χωρίζουν και αλληλο-µπλοκάρονται, αφήνοντάς σε να αναρωτιέσαι «πού να πήγε τόση αγάπη, πού να χάθηκε, σαν το όνειρο µιας νύχτας που δεν στάθηκε;» (κλεµµένο).
Για να µη θυµηθώ το κακόγουστο αστειάκι (αν και δεν λέγεται πάντα ως αστειάκι), που ακούς όλο και πιο συχνά σε πηγαδάκια σε γάµους, ενώ το ζευγάρι χορεύει πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας: «Πόσο καιρό τους δίνεις;».
Πότε έχασε η αγάπη τη δύναµή της; Τι της συνέβη; Τι µας συνέβη;
Νοµίζω ότι, στην πραγµατικότητα, η αγάπη δεν έχασε ποτέ τη δύναµή της. Απλά εµείς χάσαµε την υποµονή µας. Γιατί το πιστεύω πως οι τέλειες εικόνες ζευγαριών στα social media ή στον δρόµο είναι, ως επί το πλείστον, αληθινές την ώρα που τις βλέπεις. Όµως…
…τα πάντα γίνονται πολύ γρήγορα πια. Γνωρίζεσαι µε τον άλλον γρήγορα (συνήθως µέσω εφαρµογής) και η σχέση εξελίσσεται γρήγορα (συνήθως βάσει της φιλοσοφίας «περνάµε καλά, χωρίς δεσµεύσεις»). Κι όµως, αυτή η χαλαρότητα σε κάνει να κουράζεσαι γρήγορα, να παραιτείσαι γρήγορα και ν’ αρχίσεις να ψάχνεσαι αλλού γρήγορα. Γιατί ξέρεις ότι εκεί έξω υπάρχει υπερπροσφορά, κι αυτό σε παρασύρει εξίσου γρήγορα.
Κι όλα αυτά, για να συνειδητοποιήσεις στην πορεία ότι, ακόµα κι αν αλλάξεις σελίδα και σύντροφο, µέσα σου παραµένει ένα κενό. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν γεµίζει καθόλου γρήγορα.
Αξίζει, λοιπόν, µε τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγµατα σήµερα, να κάνεις θυσίες για την αγάπη – ειδικά όταν δεν υπάρχουν σοβαρές εγγυήσεις; Να απορρίψεις π.χ. µία εν γνώσει σου τεράστια επαγγελµατική ευκαιρία σε µια άλλη πόλη ή χώρα, για χάρη του/της συντρόφου σου; Να αφήσεις στην άκρη τα «θέλω» σου, δίνοντας προτεραιότητα στα δικά του/της;
Ειλικρινά δεν ξέρω. Αλλά δεν θέλω και να είµαι ισοπεδωτική. Διότι εξακολουθούν και σήµερα να υπάρχουν αγάπες που καταφέρνουν να επιβιώνουν κόντρα στη ρηχή συναισθηµατική πραγµατικότητα των καιρών µας – κι ας είναι πιο σπάνιες. Γι’ αυτές και µόνο ίσως αξίζει να παραµείνουµε ροµαντικοί, µε την καρδιά µας «ανοιχτή». Γιατί αυτή η ευαλωτότητα, όσο κι αν φαίνεται ντεµοντέ, είναι εκείνη που µας κρατάει µέσα µας ζωντανούς.